Language of document : ECLI:EU:F:2008:22

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2008

Υπόθεση F-4/07

Ελένη-Ελευθερία Σκουλίδη

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ανταλλαγή υπαλλήλων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών – Κοινοτικός υπάλληλος που τίθεται στη διάθεση της ελληνικής διοίκησης – Άρνηση – Αγωγή αποζημιώσεως – Ηθική βλάβη – Διαδικασία προ της ασκήσεως της αγωγής – Παραδεκτό – Ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη γένεση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας»

Αντικείμενο: Αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ, με την οποία η Ε.-Ε. Σκουλίδη ζητεί αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της αποφάσεως του γενικού διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης «Προσωπικό και Διοίκηση» της Επιτροπής, ενεργούντος υπό την ιδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 28ης Μαρτίου 2006, να μην επιτρέψει το να τεθεί η ενάγουσα στη διάθεση του ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο πλαίσιο της ανταλλαγής υπαλλήλων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

Απόφαση: Η αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Αυτοτέλεια σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Διαδικασία προ της ασκήσεως της αγωγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Προθεσμία ασκήσεως αγωγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Όρια

5.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από κοινοτικό όργανο – Αίτημα με το οποίο επιδιώκεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

1.      Η προσφυγή ακυρώσεως και η αγωγή αποζημιώσεως συνιστούν αυτοτελή μέσα παροχής έννομης προστασίας και είναι θεμιτό να επιλέγει ο ενδιαφερόμενος είτε το ένα είτε το άλλο είτε και τα δύο συγχρόνως. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση πράξεως ενέχουσας απόφαση βλαπτική για έναν υπάλληλο, ο τελευταίος δικαιούται, χωρίς να ζητήσει την ακύρωση της εν λόγω πράξεως, να ασκήσει, βάσει της προβαλλομένης ελλείψεως νομιμότητας της πράξεως αυτής, αγωγή αποσκοπούσα μόνο στην αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε η εν λόγω πράξη.

(βλ. σκέψεις 49 και 50)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 22 Οκτωβρίου 1975, 9/75, Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 363, σκέψεις 10 και 11

ΠΕΚ: 24 Ιανουαρίου 1991, T‑27/90, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑35, σκέψη 36· 28 Μαΐου 1997, T‑59/96, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑109 και II‑331, σκέψη 25· 8 Ιουλίου 2004, T‑136/03, Schochaert κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑215 και II‑957, σκέψη 24· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή και κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑525/07 P, σκέψη 30

ΔΔΔ: 9 Οκτωβρίου 2007, F‑85/06, Bellantone κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 80

2.      Η διαδικασία προ της ασκήσεως της αγωγής διαφέρει αναλόγως του αν η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση είναι απόρροια πράξεως ενέχουσας βλαπτική απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), ή συμπεριφοράς της Διοικήσεως μη έχουσας τον χαρακτήρα αποφάσεως· στην πρώτη περίπτωση, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να υποβάλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), εντός της οριζόμενης προθεσμίας, διοικητική ένσταση κατά της επίμαχης πράξεως, λαμβανομένου υπόψη ότι τα αιτήματα περί αποζημιώσεως μπορούν να προβληθούν είτε με την εν λόγω διοικητική ένσταση είτε, για πρώτη φορά, με το δικόγραφο της αγωγής, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, η διοικητική διαδικασία τίθεται σε εκκίνηση με την υποβολή αιτήσεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αποσκοπούσας σε αποζημίωση, και συνεχίζεται, ενδεχομένως, διά της υποβολής διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως.

Σε περίπτωση εκδόσεως πράξεως ενέχουσας βλαπτική απόφαση, ο υπάλληλος οφείλει να κάνει χρήση της προβλεπομένης από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ διαδικασίας υποβολής διοικητικής ενστάσεως, όχι μόνον όταν προτίθεται να ζητήσει την ακύρωση της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως, αλλά και όταν, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, επιδιώκει μόνον την αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε η εν λόγω πράξη.

(βλ. σκέψεις 56 και 66)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 7 Ιουνίου 1991, T‑14/91, Weyrich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑235, σκέψεις 32 και 34· 6 Ιουλίου 1995, T‑36/93, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑161 και II‑497, σκέψη 117· 28 Ιουνίου 1996, T‑500/93, Y κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑335 και II‑977, σκέψη 64· 6 Νοεμβρίου 1997, T‑15/96, Liao κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑329 και II‑897, σκέψη 57· 1 Απριλίου 2003, T‑11/01, Mascetti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑117 και II‑579, σκέψη 33

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2006, F‑27/05, Le Maire κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑47 και II‑A‑1‑159, σκέψη 36· 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 69· 27 Μαρτίου 2007, F‑87/06, Manté κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 19

3.      Υπάλληλος ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως έχουσα ως έρεισμα την έλλειψη νομιμότητας, με την οποία βαρύνεται μια βλαπτική πράξη, οφείλει να θέσει σε κίνηση την προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξεως αυτής ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο εν λόγω υπάλληλος έλαβε γνώση της υπάρξεως της πράξεως αυτής, όσον αφορά όχι μόνον την υλική ζημία, αλλά και την ηθική βλάβη.

(βλ. σκέψη 70)

4.      Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι κανείς δεν μπορεί να επικαλεσθεί προς όφελός του την παράνομη πράξη που διαπράχθηκε υπέρ τρίτου, δεδομένου ότι μια τέτοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καθιέρωση της αρχής της «ίσης μεταχειρίσεως στην παρανομία». Κατά συνέπεια, ένας υπάλληλος δεν μπορεί να στηρίζεται σε παράνομη απόφαση προκειμένου να επικαλεσθεί προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις προσφυγές ακυρώσεως, αλλά και για τις αγωγές αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψη 81)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 16 Νοεμβρίου 2006, T‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 77

5.      Το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν, όπως υποστηρίχθηκε, από κοινοτικό όργανο, εν μέρει με την έκδοση παράνομης αποφάσεως και εν μέρει με την παράνομη συμπεριφορά του εν λόγω κοινοτικού οργάνου, πρέπει να επισημαίνει ποιο τμήμα του ποσού της ζητηθείσας από τον ενάγοντα αποζημιώσεως αφορά την παράνομη συμπεριφορά του κοινοτικού οργάνου και ποιο τμήμα αντιστοιχεί στην έλλειψη νομιμότητας της βλαπτικής πράξεως. Έτσι, εναπόκειται στον ενάγοντα, αφού διευκρινίσει τη φύση της προβαλλομένης ηθικής βλάβης, να προσδιορίσει, έστω και κατά προσέγγιση, την εκτίμηση της βλάβης αυτής, προβαίνοντας σε διάκριση μεταξύ της ζημίας που είναι απόρροια της αποφάσεως του κοινοτικού οργάνου και της ζημίας που είναι απόρροια της παράνομης συμπεριφοράς του εν λόγω κοινοτικού οργάνου, προκειμένου το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να είναι σε θέση να εκτιμήσει το εύρος και τον χαρακτήρα της εν λόγω βλάβης.

(βλ. σκέψη 82)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑95/05, N κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 91