Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Naczelny Sąd Administracyjny (Πολωνία) στις 28 Δεκεμβρίου 2018 – A.B., C.D., E.F., G.H., I.J. κατά Krajowa Rada Sądownictwa

(Υπόθεση C-824/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Naczelny Sąd Administracyjny

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγοντες: A.B., C.D., E.F., G.H., I.J.

Καθού: Krajowa Rada Sądownictwa

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχουν το άρθρο 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, καθώς και το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ την έννοια

ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όταν ο εθνικός νομοθέτης κατοχυρώνει μεν το δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος στο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο (Ανώτατο Δικαστήριο) ενός κράτους μέλους, αλλά ορίζει ότι η απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής, πριν από την υποβολή συστάσεως για τον διορισμό δικαστικού λειτουργού στο ως άνω δικαστήριο, καθίσταται απρόσβλητη και αναπτύσσει άμεση ισχύ σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως που έχει ως αντικείμενο τη συνολική εξέταση και αξιολόγηση, όλων των υποψηφίων για το Ανώτατο Δικαστήριο, από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία επιλογής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και υποψήφιος ο οποίος δεν έχει συμφέρον να προσβάλει την απόφαση αυτή, και συγκεκριμένα ο υποψήφιος που προτείνεται με τη σύσταση για διορισμό στην εν λόγω θέση, με αποτέλεσμα:

το ένδικο βοήθημα να χάνει την αποτελεσματικότητά του και το αρμόδιο δικαστήριο να μην έχει τη δυνατότητα να προβεί σε αποτελεσματικό έλεγχο του τρόπου διεξαγωγής της ως άνω διαδικασίας επιλογής,

και, σε περίπτωση που στη διαδικασία αυτή υπάγονται και οι θέσεις δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο τις οποίες έως τώρα κατείχαν δικαστές για τους οποίους ισχύει νέα κατώτερη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, χωρίς να παρέχεται μόνο στους εν λόγω ενδιαφερόμενους δικαστές η δυνατότητα να αποφασίσουν αν θα κάνουν χρήση του κατώτερου ορίου συνταξιοδοτήσεως, στο πλαίσιο της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών –αν διαπιστωθεί ότι με τον τρόπο αυτό θίγεται η εν λόγω αρχή– τούτο να επηρεάζει επίσης την έκταση και το αποτέλεσμα του δικαστικού ελέγχου της ως άνω διαδικασίας επιλογής;

Έχουν το άρθρο 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, και το άρθρο 20 σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 1, και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, καθώς και το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ την έννοια

ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου καθώς και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της επί ίσοις όροις και άνευ διακρίσεων προσβάσεως σε δημόσια θέση, και συγκεκριμένα στη θέση του δικαστικού λειτουργού στο Ανώτατο Δικαστήριο, όταν, σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος στο εν λόγω δικαστήριο, παρέχεται μεν το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου αλλά, λόγω των περιγραφόμενων στο πρώτο ερώτημα ρυθμίσεων που αφορούν το απρόσβλητο των αποφάσεων, ο διορισμός σε κενή θέση δικαστικού λειτουργού στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι δυνατός χωρίς τον έλεγχο από το αρμόδιο δικαστήριο της προαναφερθείσας διαδικασίας επιλογής –εφόσον έχει ζητηθεί τέτοιος έλεγχος– και συγχρόνως η έλλειψη του συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου, προσβάλλοντας το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, προσβάλλει και το δικαίωμα της επί ίσοις όροις προσβάσεως σε δημόσια θέση, κάτι το οποίο αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον,

και ότι παραβιάζεται η αρχή της θεσμικής ισορροπίας, σε περίπτωση κατά την οποία το όργανο του κράτους μέλους που πρέπει να μεριμνά για την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών (το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο), ενώπιον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία που αφορά την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, συγκροτείται κατά τρόπο ώστε οι εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας στο εν λόγω όργανο να εκλέγονται από τη νομοθετική εξουσία;

____________