Language of document : ECLI:EU:F:2013:26

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2013

Υπόθεση F‑51/11

Δημήτριος Παχτίτης

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Γενικός διαγωνισμός — Ακύρωση της αποφάσεως περί αποκλεισμού υποψηφίου από το επόμενο στάδιο διαγωνισμού — Εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως — Απόφαση περί εκ νέου κινήσεως διαδικασίας γενικού διαγωνισμού και περί εκ νέου προσκλήσεως του παρανόμως αποκλεισθέντος υποψηφίου να υποβληθεί εκ νέου στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Δ. Παχτίτης ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO) περί εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/77/06 και περί προσκλήσεώς του να υποβληθεί εκ νέου στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα του εν λόγω διαγωνισμού.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

Περίληψη

Υπαλληλικές προσφυγές — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Περιεχόμενο — Συνεκτίμηση τόσο του σκεπτικού όσο και του διατακτικού της αποφάσεως — Ακύρωση της αποφάσεως εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού περί αποκλεισμού υποψηφίου από το επόμενο στάδιο διαγωνισμού — Επαναδιεξαγωγή του διαγωνισμού μόνον ως προς τον προσφεύγοντα — Τρόπος προσήκουσας εκτελέσεως

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 27)

Κατόπιν της εκδόσεως ακυρωτικού αποφάσεως, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει, βάσει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την εξάλειψη των αποτελεσμάτων των διαπιστωθεισών παρανομιών, υποχρέωση που, στην περίπτωση ήδη εκτελεσθείσας πράξεως, περιλαμβάνει την επαναφορά του προσφεύγοντος στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την πράξη αυτή.

Προκειμένου να το επιτύχει, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Πράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζεται η διάταξη που κρίθηκε παράνομη και, αφετέρου, αποκαλύπτονται οι λόγοι της παρανομίας που διαπιστώθηκε με το διατακτικό και που το καθ’ ου κοινοτικό όργανο οφείλει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της πράξεως που ακυρώθηκε.

Επιπροσθέτως, μολονότι εναπόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο να καθορίσει τα μέτρα που απαιτούνται προς εκτέλεση μιας ακυρωτικής αποφάσεως, η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει περιορίζεται από την ανάγκη συμμορφώσεως τόσο προς το διατακτικό και το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως όσο και προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Συνεπώς, το καθού όργανο οφείλει ιδίως να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα θεσπιζόμενα μέτρα να πάσχουν τις ίδιες πλημμέλειες με αυτές που διαπιστώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση.

Ως προς το ζήτημα αυτό, όταν πρόκειται για γενικό διαγωνισμό ο οποίος σκοπεί στην κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων και του οποίου οι δοκιμασίες υπήρξαν ελαττωματικές, τα δικαιώματα υποψηφίου προστατεύονται επαρκώς εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προχωρήσει στην επαναδιεξαγωγή, ως προς αυτόν, του διαγωνισμού για την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων, καθόσον η επαναδιεξαγωγή αυτή περιλαμβάνει την επαναφορά στην προ της επελεύσεως των περιστάσεων που αποδοκιμάσθηκαν από τον δικαστή κατάσταση.

Αντιθέτως, η λύση που συνίσταται στην αποδοχή της συμμετοχής του προσφεύγοντος στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού χωρίς αυτός να υποβληθεί εκ νέου στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να υιοθετηθεί από την εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού, καθόσον συνεπάγεται τόσο παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της αρχής της αντικειμενικότητας της βαθμολογήσεως και της προκηρύξεως του διαγωνισμού, όσο και πρόσβαση του άρθρου 27 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 43 έως 45, 48 και 49)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Ιουλίου 2000, C‑8/99 P, Gómez de Enterría y Sanchez κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 22

ΓΔΕΕ: 13 Σεπτεμβρίου 2005, T‑283/03, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, σκέψη 51· 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑119/99, Hoyer κατά Επιτροπής, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 20 Ιουνίου 2012, F‑79/11, Μενιδιάτης κατά Επιτροπής, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 13 Δεκεμβρίου 2012, F‑42/11, Honnefelder κατά Επιτροπής, σκέψεις 45, 46, 50 και 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία