Language of document : ECLI:EU:C:2004:160

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 18ης Μαρτίου 2004 (*)

«Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών – Άδεια μητρότητας – Γυναίκα εργαζόμενη της οποίας η άδεια μητρότητας συμπίπτει με τις ετήσιες άδειες για το σύνολο του προσωπικού ως έχουν συμφωνηθεί με συλλογική συμφωνία σχετική με την ετήσια άδεια»

Στην υπόθεση C-342/01,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Juzgado de lo Social no 33 de Madrid (Ισπανία) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

María Paz Merino Gómez

και

Continental Industrias del Caucho SA,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307, σ. 18), του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ (ΕΕ L 348, σ. 1), και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, προεδρεύοντα του τμήματος, J.-P. Puissochet και R. Schintgen, F. Macken και N. Colneric (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–       η Merino Gómez εκπροσωπούμενη από τον G. J. Gonzalez Gil, abogada,

–       η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την R. Silva de Lapuerta,

–       η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Fiengo, avvocato dello Stato,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις N. Yerrel και I. Martínez del Peral,

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Απριλίου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Σεπτεμβρίου 2001, το Juzgado de lo Social no 33 de Madrid υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307, σ. 18), του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ (ΕΕ L 348, σ. 1), και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).

2       Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ της M. P. Merino Gomez και της εταιρίας Contintental Industrias del Caucho SA (στο εξής: Continental Industrias), σχετικά με αίτηση για παροχή ετήσιας αδείας εκ μέρους της Merino Gomez της οποίας η άδεια μητρότητας συνέπιπτε με μία από τις περιόδους ετήσιων αδειών της επιχειρήσεως όπου εργαζόταν όπως είχε συμφωνηθεί στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως.

 Νομικό πλαίσιο

 Κοινοτικό δίκαιο

3       Το άρθρο 7 της οδηγίας 93/104 ορίζει:

«Ετήσια άδεια

1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

2.      Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»

4       Το άρθρο 15 της ίδιας οδηγίας προβλέπει:

«Ευνοϊκότερες διατάξεις

Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»

5       Η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85 ορίζει ότι η εύθραυστη υγεία της εγκύου, γαλουχούσας ή λεχώνας εργαζομένης καθιστά αναγκαίο δικαίωμα την άδεια μητρότητας.

6       Το άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας προσδιορίζει, για τους σκοπούς της τελευταίας, τις έννοιες της «εγκύου εργαζομένης», της «λεχώνας εργαζομένης» και της «γαλουχούσας εργαζομένης», παραπέμποντας στις εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές.

7       Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/85 ορίζει:

«Άδεια μητρότητας

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 να δικαιούνται άδεια μητρότητας διάρκειας δεκατεσσάρων συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.»

8       Το άρθρο 11 της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Δικαιώματα συναφή προς τη σύμβαση εργασίας

Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες εγκύους, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας της, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπονται τα ακόλουθα:

[…]

2)      στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 8, πρέπει να εξασφαλίζονται:

α)      τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, εκτός από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο κατωτέρων στοιχείο β΄·

β)       η διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος στις εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2·

[…]».

9       Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 76/207:

«1.      Κατά την έννοια των κατωτέρω διατάξεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση.

[…]

3.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα.»

10     Σύμφωνα με το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας:

«1.      Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.

2.      Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε:

[…]

β)      να ακυρωθούν, να δύνανται να κηρυχθούν άκυρες ή να δύνανται να τροποποιηθούν οι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διατάξεις που περιλαμβάνονται στις συλλογικές συμβάσεις ή τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, στους εσωτερικούς κανονισμούς επιχειρήσεων, καθώς και στα καταστατικά των ελευθέρων επαγγελμάτων·

[…]».

 Εθνικό δίκαιο

 Ο ισχύων νόμος

11     Το άρθρο 38 του Estatuto de los Trabajadores (καθεστώς των εργαζομένων, στο εξής: καθεστώς των εργαζομένων), που έχει εγκριθεί με το Real Decreto Legislativo (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα) αριθ. 1/1995, της 24ης Μαρτίου 1995 (ΒΟΕ αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654), ορίζει:

«1.      Η περίοδος ετησίων αδειών μετ’ αποδοχών, που δεν μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση, είναι αυτή που έχει συμφωνηθεί με συλλογική ή ατομική σύμβαση. Η διάρκεια της ανωτέρω άδειας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη των τριάντα ημερολογιακών ημερών.

2.      Η ή οι περίοδοι αδειών καθορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ του επιχειρηματία και του εργαζομένου, σύμφωνα με όσα προβλέπουν, ενδεχομένως, οι συλλογικές συμβάσεις σχετικά με τον ετήσιο σχεδιασμό των αδειών.

[...]»

12     Το άρθρο 48, παράγραφος 4, του ίδιου καθεστώτος προβλέπει:

«Σε περίπτωση τοκετού, η σύμβαση αναστέλλεται για συνεχή περίοδο δεκαέξι εβδομάδων, η οποία μπορεί να παρατείνεται, σε περίπτωση γεννήσεως περισσοτέρων του ενός τέκνων, κατά δύο εβδομάδες ανά τέκνο ύστερα από το δεύτερο τέκνο. Η περίοδος αδείας κατανέμεται, σύμφωνα με την επιθυμία της ενδιαφερομένης, εφόσον έξι εβδομάδες τουλάχιστον ακολουθούν αμέσως μετά τον τοκετό [...].»

 Η συλλογική σύμβαση

13     Οι σχέσεις μεταξύ της Continental Industrias, κατασκευάστριας ελαστικών αυτοκινήτων, και του προσωπικού της διέπονται από τη συλλογική σύμβαση για τη βιομηχανία χημικών προϊόντων. Η τελευταία προβλέπει στο άρθρο της 46, σχετικά με την αναστολή της συμβάσεως εργασίας λόγω μητρότητας, περίοδο δεκαέξι εβδομάδων ίση προς την εκ του νόμου οριζόμενη περίοδο.

14     Το άρθρο 43 της συμβάσεως αυτής διέπει τις ετήσιες άδειες και τη διάρκειά τους. Η σχετική άδεια είναι τριάντα ημερολογιακών ημερών, ενώ διευκρινίζεται ότι δεκαπέντε ημέρες τουλάχιστον πρέπει να χορηγούνται κατά τρόπο συνεχή μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου.

 Η συλλογική συμφωνία

15     Με συλλογική συμφωνία που συνήφθη στις 7 Μαΐου 2001 μεταξύ της Continental Industrias και των εκπροσώπων των εργαζομένων κατόπιν συνδιαλλαγής επιτευχθείσας κατά τη διάρκεια διαδικασίας διακανονισμού συλλογικής συγκρούσεως κινηθείσας κατόπιν αιτήσεως των εν λόγω εκπροσώπων, έχουν οριστεί, όσον αφορά τις άδειες ολόκληρου του προσωπικού, δύο γενικές περίοδοι, εκ των οποίων η πρώτη από τις 16 Ιουλίου έως τις 12 Αυγούστου 2001 και η δεύτερη από τις 6 Αυγούστου έως τις 2 Σεπτεμβρίου 2001.

16     Η συμφωνία αυτή προέβλεπε επίσης ότι, κατ’ εξαίρεση, έξι εργαζόμενοι μπορούσαν να λάβουν τις άδειές τους τον Σεπτέμβριο. Γι’ αυτήν την κατ’ εξαίρεση περίοδο αδειών, έχουν προτεραιότητα αυτοί που δεν μπόρεσαν να επιλέξουν τις ημερομηνίες αδειών τους κατά το προηγούμενο έτος.

 Η διαφορά της κύριας δίκης

17     Η M. P. Merino Gómez απασχολείται στην Continental Industrias από τις 12 Σεπτεμβρίου 1994 ως εργάτρια. Έλαβε άδεια μητρότητας για το διάστημα από 5 Μαΐου 2001 μέχρι 24 Αυγούστου 2001.

18     Η M. P. Merino Gómez μπόρεσε να επιλέξει τις ημερομηνίες αδειών της κατά το 2000 και, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί με τη συλλογική συμφωνία της 7ης Μαΐου 2001, δεν δικαιούνταν να λάβει την ετήσια άδειά της τον Σεπτέμβριο του 2001, κατά τη διάρκεια της κατ’ εξαίρεση περιόδου.

19     Παρ’ όλ’ αυτά, η εν λόγω εργαζομένη ζήτησε να λάβει την ετήσια άδειά της από τις 25 Αυγούστου μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 2001 ή, επικουρικώς, από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 2001, δηλαδή κατά την περίοδο που ακολούθησε αυτήν της αδείας της μητρότητας.

20     Η Continental Industrias δεν έκανε δεκτό αυτό το αίτημα της M. P. Merino Gomez.

21     Η τελευταία προσέφυγε, στις 6 Ιουνίου 2001, ενώπιον των Juzgado de lo Social de Madrid κατά της Continental Industrias σχετικά με το αίτημά της για χορήγηση άδειας.

 Τα προδικαστικά ερωτήματα

22     Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, τα ισπανικά δικαστήρια έχουν ήδη εκδικάσει υποθέσεις όπως η προκείμενη της κύριας δίκης, δηλαδή σύμπτωση μεταξύ των ημερομηνιών της άδειας μητρότητας και των ημερομηνιών που έχουν οριστεί συλλογικώς όσον αφορά τις άδειες του προσωπικού. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι διάφορα ανώτερα δικαστήρια, όπως το Tribunal Supremo, με τις αποφάσεις του της 30ής Νοεμβρίου 1995 και της 27ης Ιουνίου 1996, το Tribunal Superior de Justicia de Navarra, με την απόφασή του της 10ης Φεβρουαρίου 2000, αυτό της Andalucía με την απόφασή του της 7ης Δεκεμβρίου 1999, και αυτό της Μαδρίτης, με την απόφασή του της 13ης Ιουλίου 1999, έκριναν ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η εργαζομένη δεν δικαιούται να λάβει την ετήσια άδειά της σε περίοδο διαφορετική αυτής που έχει οριστεί από τη συναφθείσα στο πλαίσιο της επιχειρήσεως συλλογική συμφωνία, και τούτο για τον λόγο ότι η τήρηση των κατ’ αυτόν τον τρόπο συμφωνηθέντων προηγείται του δικαιώματος της εργαζομένης για τις κατ’ εξαίρεση χορηγούμενες άδειες.

23     Το αιτούν δικαστήριο δεν συμμερίζεται τη γνώμη αυτή. Υπογραμμίζει ότι ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 7 της οδηγίας 93/104 όπως προκύπτει από την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2001, C-173/99, BECTU (Συλλογή 2001, σ. I-4881), καθώς και από τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85 όπως προκύπτει από την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1998, C-411/96, Boyle κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-6401), καθώς και από τη νομολογία σχετικά με την οδηγία 76/207 όπως προκύπτει από την απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, C-136/95, Thibault (Συλλογή 1998, σ. I-2011), η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε βάρος εγκύου ή γαλουχούσας γυναίκας συνεπάγεται ότι μια εργαζομένη πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει την ετήσια άδειά της σε περίοδο διαφορετική αυτής που αντιστοιχεί στην άδειά της μητρότητας, εφόσον οι ημερομηνίες ετήσιων αδειών που έχουν προηγουμένως καθοριστεί με συλλογική συμφωνία μεταξύ της επιχειρήσεως και των εκπροσώπων των εργαζομένων συμπίπτουν με αυτές της άδειάς της μητρότητας. Αποδοχή της συμπτώσεως των δύο περιόδων αδειών θα είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της μιας απ’ αυτές, συγκεκριμένα αυτής της ετήσιας αδείας.

24     Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, σε μια τέτοια λύση δεν συνιστά εμπόδιο το γεγονός ότι οι ημερομηνίες αδειών για ολόκληρο το προσωπικό έχουν εκ των προτέρων καθοριστεί με συλλογική συμφωνία. Προκειμένου να είναι σύμφωνη προς την κοινοτική νομοθεσία που διασφαλίζει την αρχή της ισότητας μεταχειρίσεως και την απαγόρευση των διακρίσεων, καθώς και το δικαίωμα για ετήσιες άδειες, η συμφωνία της 7ης Μαΐου 2001 θα έπρεπε να προβλέπει την ειδική κατάσταση των εγκύων εργαζομένων της επιχειρήσεως, διασφαλίζοντάς τους το διττό δικαίωμα για άδειες μητρότητας και ετήσιες άδειες. Στηριζόμενο στην απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-333/97, Lewen (Συλλογή 1999, σ. I-7243), το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, μη προβλέποντας κάτι τέτοιο, η εν λόγω συμφωνία παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο.

25     Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, δηλαδή στην περίπτωση που επιβεβαιώνεται η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι θα πρέπει, εν προκειμένω, να δοθεί απάντηση σ’ ένα δεύτερο ερώτημα. Συναφώς, το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο υπενθυμίζει ότι η εργαζομένη διαθέτει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, περίοδο άδειας μητρότητας δύο εβδομάδων περισσότερο απ’ ό,τι η ελαχίστη περίοδος που έχει οριστεί από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/85 και ότι η εθνική νομοθεσία τής παρέχει επίσης δικαίωμα για τριάντα ημερολογιακές ημέρες ετήσιας άδειας, δηλαδή δύο ημέρες περισσότερο από τις τέσσερις εβδομάδες (28 ημέρες) που αναγνωρίζονται από το άρθρο 7 της οδηγίας 93/104.

26     Εφόσον το εθνικό δίκαιο είναι περισσότερο ευνοϊκό για τους εργαζομένους απ’ ό,τι η οδηγία 92/85, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να αναγνωριστεί στην εργαζόμενη το δικαίωμα για τριάντα ημερολογιακές ημέρες ετήσιων αδειών, όπως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία και από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση.

27     Υπ’ αυτές ακριβώς τις περιστάσεις, το Juzgado de lo Social no 33 de Madrid αποφάσισε την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

«1)      Σε περίπτωση που συλλογικές συμφωνίες, συναφθείσες μεταξύ μιας επιχειρήσεως και των εκπροσώπων των εργαζομένων, καθορίζουν τις ημερομηνίες αδειών όσον αφορά το σύνολο του προσωπικού, οι δε ημερομηνίες αυτές συμπίπτουν με την άδεια μητρότητας μιας εργαζομένης, διασφαλίζουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104, το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 το δικαίωμα αυτής της εργαζομένης να λάβει την ετήσια άδειά της κατά τη διάρκεια περιόδου διαφορετικής της συμφωνηθείσας και μη συμπίπτουσας με αυτήν της άδειάς της μητρότητας;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μήπως στο ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος για ετήσια άδεια περιλαμβάνονται μόνον οι τέσσερις εβδομάδες που μνημονεύονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104 ή στο εν λόγω ουσιαστικό περιεχόμενο εμπίπτουν και οι 30 ημερολογιακές ημέρες που έχουν οριστεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας με το άρθρο 38, παράγραφος 1, του καθεστώτος των εργαζομένων;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

28     Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

29     Το δικαίωμα κάθε εργαζομένου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρηθεί ως αρχή του κοινοτικού κοινωνικού δικαίου η οποία είναι ιδιαίτερης σημασίας, από την οποία δεν μπορεί να γίνεται παρέκκλιση και της οποίας η εκ μέρους των αρμοδίων αρχών εφαρμογή πρέπει να γίνεται εντός των ρητώς προβλεπομένων από την ίδια την οδηγία 93/104 ορίων (προπαρατεθείσα απόφαση BECTU, σκέψη 43).

30     Συναφώς φαίνεται σημαντικό το γεγονός ότι η εν λόγω οδηγία καθιερώνει επιπλέον τον κανόνα κατά τον οποίο πρέπει κανονικώς να χορηγείται στον εργαζόμενο πραγματική ανάπαυση, στο πλαίσιο της μέριμνας της αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του, και τούτο εφόσον μόνο στην περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσεως του άρθρου της 7, παράγραφος 2, επιτρέπει να αντικαθίσταται το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών από χρηματική αποζημίωση (προπαρατεθείσα απόφαση BECTU, σκέψη 44).

31     Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104, κατά το οποίο τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα «σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές», πρέπει να νοηθεί ως έχον την έννοια ότι οι σχετικές εθνικές εκτελεστικές διατάξεις πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να προστατεύουν το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων.

32     Ο σκοπός του δικαιώματος για ετήσια άδεια είναι διαφορετικός αυτού του δικαιώματος για άδεια μητρότητας. Το τελευταίο αποβλέπει, αφενός, στην προστασία της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και ύστερα απ’ αυτήν και, αφετέρου, στην προστασία των ιδιαιτέρων σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολουθεί την εγκυμοσύνη και τον τοκετό (βλ. την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 184/83, Hofmann, Συλλογή 1984, σ. 3047, σκέψη 25, καθώς και τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Thibault, σκέψη 25, και Boyle κ.λπ., σκέψη 41).

33     Επομένως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση που συμπίπτουν οι ημερομηνίες άδειας μητρότητας μιας εργαζομένης με αυτές των ετήσιων αδειών για το σύνολο του προσωπικού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι επιταγές της οδηγίας σχετικά με την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

34     Επιπλέον, το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 προβλέπει ότι τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων γυναικών εκτός από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο στοιχείο β΄ της ίδιας διατάξεως πρέπει να διασφαλίζονται σε περίπτωση αδείας μητρότητας.

35     Κατά συνέπεια, τούτο ακριβώς πρέπει να συμβαίνει όσον αφορά το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

36     Καθόσον αφορά την οδηγία 76/207, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η οδηγία αυτή καλύπτει το θέμα του διαχρονικού καθορισμού της ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών (βλ., όσον αφορά τον προσδιορισμό της ενάρξεως της αδείας μητρότητας, την προπαρατεθείσα απόφαση Boyle κ.λπ., σκέψη 47).

37     Σκοπός της οδηγίας είναι η επίτευξη μιας ουσιαστικής και όχι τυπικής ισότητας. Πράγματι, η άσκηση των χορηγηθέντων σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας δικαιωμάτων στις γυναίκες, με διατάξεις σκοπούσες στην προστασία των γυναικών καθόσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα, δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο δυσμενούς μεταχειρίσεως όσον αφορά τις συνθήκες τους εργασίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Thibault, σκέψη 26).

38     Επομένως προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια εργαζομένη πρέπει να μπορεί να λάβει την ετήσια άδειά της σε περίοδο διαφορετική αυτής της άδειάς της μητρότητας.

39     Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και σε περίπτωση που η περίοδος της άδειας μητρότητας συμπίπτει με την περίοδο που έχει οριστεί, γενικώς, με συλλογική συμφωνία, όσον αφορά τις ετήσιες άδειες του συνόλου του προσωπικού.

40     Εξάλλου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 76/207, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να μπορούν να ακυρωθούν ή να κηρυχθούν άκυρες ή να μπορούν να τροποποιηθούν οι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διατάξεις που περιλαμβάνονται στις συλλογικές συμβάσεις.

41     Κατόπιν όλων των ανωτέρω θεωρήσεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104, 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια εργαζομένη πρέπει να μπορεί να λαμβάνει την ετήσια άδειά της σε περίοδο διαφορετική αυτής της άδειάς της μητρότητας, ακόμα και σε περίπτωση που η περίοδος της άδειας μητρότητας συμπίπτει με αυτή που έχει καθοριστεί, γενικώς, με συλλογική σύμβαση, για τις ετήσιες άδειες του συνόλου του προσωπικού.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

42     Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να μάθει αν ο αριθμός των ημερών ετήσιας άδειας που μπορεί να λάβει μια εργαζομένη υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι ο ελάχιστος αριθμός που προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο ή ο μεγαλύτερος αριθμός που προβλέπεται από μια εθνική νομοθεσία.

43     Σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 93/104, η εν λόγω οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

44     Όταν ένα κράτος μέλος έχει προβλέψει διάρκεια της ετήσιας άδειας μεγαλύτερη της ελάχιστης διάρκειας που επιβάλλεται από την οδηγία, το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 καλύπτει το δικαίωμα για τη μεγαλύτερη ετήσια άδεια των γυναικών που έχουν λάβει άδεια μητρότητας η οποία συμπίπτει με την περίοδο των ετήσιων αδειών του συνόλου του προσωπικού.

45     Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει και το δικαίωμα μιας εργαζόμενης υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης για μεγαλύτερη ετήσια άδεια, όπως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, απ’ ό,τι η προβλεπόμενη από την οδηγία 93/104 ελάχιστη άδεια.

 Επί των δικαστικών εξόδων

46     Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ισπανική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 το Juzgado de lo Social no 33 de Madrid αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ), και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια εργαζομένη πρέπει να μπορεί να λαμβάνει την ετήσια άδειά της σε περίοδο διαφορετική αυτής της άδειάς της μητρότητας, ακόμα και σε περίπτωση που η περίοδος της άδειας μητρότητας συμπίπτει με αυτή που έχει καθοριστεί, γενικώς, με συλλογική σύμβαση, για τις ετήσιες άδειες του συνόλου του προσωπικού.

2)      Το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει και το δικαίωμα μιας εργαζομένης υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης για μεγαλύτερη ετήσια άδεια, όπως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, απ’ ό,τι η προβλεπόμενη από την οδηγία 93/104 ελάχιστη άδεια.

Cunha Rodrigues

Puissochet

Schintgen

Macken

 

      Colneric

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Μαρτίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

R. Grass

 

      Β. Σκουρής


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.