Language of document : ECLI:EU:F:2016:67

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 17ης Μαρτίου 2016

Υπόθεση F‑76/11 DEP

Diana Grazyte

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη – Οικονομική κατάσταση του υποχρέου προς καταβολή των δικαστικών εξόδων»

Αντικείμενο:      Αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, υποβληθείσα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατόπιν της αποφάσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Grazyte κατά Επιτροπής (F‑76/11, EU:F:2012:173).

Απόφαση:      Το συνολικό ποσό των καταβλητέων από την D. Grazyte στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δικαστικών εξόδων στην υπόθεση F‑76/11 καθορίζεται στα 4 675,32 ευρώ. Το ποσό που αναφέρεται στο σημείο 1 παράγει τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία επιδόσεως της παρούσας διατάξεως και έως την ημερομηνία πραγματικής καταβολής, οι οποίοι θα καταβληθούν με επιτόκιο υπολογιζόμενο βάσει του οριζόμενου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις αναχρηματοδοτήσεως όπως ισχύει την πρώτη ημερολογιακή μέρα του μήνα λήξεως της προθεσμίας πληρωμής, προσαυξημένο κατά 3,5 μονάδες. Η αίτηση απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Επικουρία από τον ίδιο δικηγόρο κατά το στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας – Μείωση του αναγκαίου χρόνου προετοιμασίας για την ένδικη διαδικασία – Περιεχόμενο

[Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (2007), άρθρο 91, στοιχείο βʹ]

2.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν – Έξοδα δικηγόρου των θεσμικών οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης – Ωριαία αμοιβή δικηγόρου για τις υπαλληλικές διαφορές

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 103 § 5)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το θεσμικό όργανο στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης – Υποχρέωση του αντιδίκου να αποδώσει τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα – Λήψη υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του εν λόγω διαδίκου – Επιτρέπεται

(Άρθρο 6 § 1, εδ. 1, ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

4.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Οφειλόμενη από τους διαδίκους αμοιβή προς τους δικηγόρους τους –Λήψη υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του υποχρέου στην καταβολή των δικαστικών εξόδων

[Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (2007), άρθρα 91, στοιχείο βʹ, 95 § 1, εδ. 2, 97 §§ 2, εδ. 1, και 3 και 98 § 1]

1.      Ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύεται από την ανάλυση των εξόδων που κατέθεσε ο διάδικος ο οποίος προτίθεται να ζητήσει απόδοση των εξόδων. Μπορεί να λάβει υπόψη μόνο τον συνολικό αριθμό ωρών εργασίας που μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικά απαραίτητες για τους σκοπούς της διαδικασίας.

Εξάλλου, το ποσό της δυνάμενης να αναζητηθεί αμοιβής του δικηγόρου του θεσμικού οργάνου δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η εργασία που πραγματοποιήθηκε εντός των υπηρεσιών του οργάνου αυτού, πριν καν επιληφθεί της υποθέσεως το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που το παραδεκτό μιας προσφυγής εξαρτάται από την υποβολή διοικητικής ενστάσεως και την απόρριψή της από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, οι υπηρεσίες του θεσμικού οργάνου εμπλέκονται καταρχήν στην εξέταση των διαφορών πριν ακόμη αυτές υποβληθούν στην κρίση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Ωστόσο, συναφώς, δεν υπάρχει απόλυτο τεκμήριο ότι η εργασία που πραγματοποίησε δικηγόρος θεσμικού οργάνου είναι μειωμένη, όταν ο εν λόγω δικηγόρος δεν συμμετείχε στη σύνταξη της απαντήσεως της διοικήσεως επί της διοικητικής ενστάσεως.

Πράγματι, η νομιμότητα μιας αποφάσεως κρίνεται βάσει των υφιστάμενων κατά τον χρόνο εκδόσεώς της πραγματικών και νομικών στοιχείων, οπότε το έργο του δικηγόρου του θεσμικού οργάνου έγκειται στο να υποστηρίξει τους λόγους και το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως όπως προκύπτουν από την ίδια την απόφαση, εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες η διοίκηση έχει δέσμια αρμοδιότητα και κάποιος άλλος λόγος μπορεί να υποκαταστήσει τον λόγο στον οποίο βασίστηκε η διοίκηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο δικηγόρος του θεσμικού οργάνου καλείται, κατά κανόνα, να στηριχτεί στην εργασία που πραγματοποίησαν προηγουμένως οι υπηρεσίες του εν λόγω θεσμικού οργάνου τόσο κατά την έκδοση της προσβληθείσας αποφάσεως όσο και στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 21 έως 23 και 25)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: διατάξεις της 16ης Οκτωβρίου 2014, Marcuccio κατά Επιτροπής, F‑69/10 DEP, EU:F:2014:238, σκέψη 21, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Λουκάκης κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, F‑82/11 DEP, EU:F:2014:253, σκέψη 32

2.      Στις υπαλληλικές διαφορές, η ωριαία αμοιβή των 250 ευρώ μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί εύλογη για τον δικηγόρο του θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψη 32)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: διατάξεις της 25ης Ιουνίου 2014, Buschak κατά EUROFOUND, F‑47/08 DEP, EU:F:2014:175, σκέψη 53, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Marcuccio κατά Επιτροπής, F‑69/10 DEP, EU:F:2014:238, σκέψη 28

3.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι κανόνες δικαίου κατώτερης δεσμευτικής ισχύος από τον Χάρτη πρέπει να ερμηνεύονται στο μέτρο του δυνατού κατά τρόπο που η εφαρμογή τους να είναι σύμφωνη προς τον Χάρτη. Ειδικότερα, ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη το οποίο εγγυάται το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία .

Συναφώς, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η επιβολή σημαντικού οικονομικού βάρους, ακόμη και μετά το πέρας της διαδικασίας, μπορεί να αποτελέσει περιορισμό του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη, το οποίο είναι στοιχείο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη το οποίο καθιερώνεται με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το οποίο πλέον κατοχυρώνεται στη έννομη τάξη της Ένωσης από το άρθρο 47 του Χάρτη. Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί ότι το ποσό των δικαστικών εξόδων, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα των ειδικών περιστάσεων μιας συγκεκριμένης υποθέσεως, μεταξύ των οποίων η οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος και το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο επιβάλλεται ο εν λόγω περιορισμός, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να διαπιστωθεί εάν ο ενδιαφερόμενος είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του προσβάσεως στη δικαιοσύνη.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η λήψη υπόψη, στο πλαίσιο διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων, της οικονομικής καταστάσεως του διαδίκου που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα δεν αποτελεί κατάχρηση εξουσίας ούτε υπέρβαση αρμοδιότητας.

(βλ. σκέψεις 38, 40 και 43)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 47, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Orizzonte Salute, C‑61/14, EU:C:2015:655, σκέψη 49

4.      Στο πλαίσιο διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, νομιμοποιείται να λάβει υπόψη την οικονομική κατάσταση του διαδίκου που καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, όταν καλείται να καθορίσει το ποσό μέχρι του οποίου, οι αμοιβές που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους μπορούν να αναζητηθούν από τον καταδικασθέντα στα έξοδα διάδικο.

Πράγματι, το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη δεν θα προστατευόταν επαρκώς εάν το ενδεχόμενο για έναν διάδικο, να φέρει ή μη σημαντικά δικαστικά έξοδα μετά το τέλος της δίκης, εναπέκειτο στη διακριτική ευχέρεια του αντιδίκου του. Αντίθετα, εναπόκειται στον δικαστή, σε περίπτωση δυσκολίας, να καθορίσει τα δικαστικά έξοδα λαμβάνοντας υπόψη περιστάσεις όπως η οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου.

Επιπλέον, από το άρθρο 95, παράγραφος 1, εδάφιο δεύτερο, από το άρθρο 97, παράγραφος 3, καθώς και από το άρθρο 98, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 25ης Ιουλίου 2007 απορρέει ότι το ευεργέτημα της πενίας μπορούσε να καλύπτει μόνον τα έξοδα νομικής αρωγής και δικαστικής εκπροσωπήσεως του δικαιούχου. Επομένως, το ευεργέτημα πενίας που παρεχόταν σύμφωνα με το άρθρο 97, παράγραφος 2, εδάφιο πρώτο, του ίδιου Κανονισμού δεν μπορούσε να καλύπτει την υποθετική περίπτωση του ποσού των εξόδων που οι ηττηθέντες προσφεύγοντες διάδικοι θα έπρεπε να καταβάλουν στους καθών η προσφυγή ως αμοιβή του δικηγόρου τους.

(βλ. σκέψεις 46, 50 και 53)