Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ιταλία) στις 19 Φεβρουαρίου 2019 – Presidenza del Consiglio dei Ministri κατά BV

(Υπόθεση C-129/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Corte suprema di cassazione

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Presidenza del Consiglio dei Ministri

Αναιρεσίβλητη: BV

Προδικαστικά ερωτήματα

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται να αποφανθεί [υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης η οποία αφορά αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε Ιταλίδα υπήκοος, μόνιμη κάτοικος Ιταλίας, κατά του κράτους/νομοθέτη λόγω μη μεταφοράς και/ή εσφαλμένης και/ή ελλιπούς μεταφοράς της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων1 , και, ειδικότερα, λόγω μη συμμορφώσεως με την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν έως την 1η Ιουλίου 2005 (όπως ορίζεται στο επόμενο άρθρο 18, παράγραφος 1) ένα γενικό σύστημα αποζημιώσεων, το οποίο να διασφαλίζει προσήκουσα και εύλογη αποζημίωση των θυμάτων όλων των εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας (συμπεριλαμβανομένου του εγκλήματος σεξουαλικής βίας, της οποίας το πρόσωπο περί του οποίου πρόκειται ήταν θύμα), στις περιπτώσεις που τα θύματα δεν ήταν σε θέση να λάβουν πλήρη αποζημίωση από τους άμεσα υπευθύνους για τις ζημίες που υπέστησαν] ως προς τα ακόλουθα ερωτήματα:

Όσον αφορά την εκπρόθεσμη (και/ή ελλιπή) μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, η οποία δεν έχει άμεση εφαρμογή, όσον αφορά την επιβαλλόμενη από αυτή υποχρέωση θεσπίσεως συστήματος αποζημιώσεως για τα θύματα εγκλημάτων βίας η οποία γεννά, για υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα τις οποίες αφορά αποκλειστικώς η οδηγία, ευθύνη αποζημιώσεως εκ μέρους των κρατών μελών, βάσει των αρχών που καθορίζονται από τη νομολογία του ΔΕΕ (μεταξύ άλλων, από τις αποφάσεις «Francovich» και «Brasserie du Pecheur και Factortame III»), επιβάλλει το δίκαιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] όμοια υποχρέωση στα κράτη μέλη σε υποθέσεις χωρίς διασυνοριακό χαρακτήρα (που αφορούν, ως εκ τούτου, μόνιμους κατοίκους) οι οποίοι δεν θα ήταν οι άμεσοι αποδέκτες των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την εφαρμογή της οδηγίας, αλλά οι οποίοι, προκειμένου να αποφευχθεί η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως/απαγορεύσεως των διακρίσεων στο πλαίσιο της ίδιας έννομης τάξης [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], θα έπρεπε και θα μπορούσαν –εάν η οδηγία είχε εφαρμοστεί εμπροθέσμως και πλήρως– να επωφελούνται, κατ’ επέκτασιν, του πρακτικού αποτελέσματος της οδηγίας αυτής (ήτοι του ανωτέρω συστήματος αποζημιώσεως);

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ανωτέρω ερώτημα:

Μπορεί η αποζημίωση που καθορίσθηκε για τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας (και ειδικότερα, του εγκλήματος σεξουαλικής βίας που προβλέπεται στο άρθρο 609 bis του ιταλικού ποινικού κώδικα) από το decreto del Ministro dell’interno 31 agosto 2017 (διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών της 31ης Αυγούστου 2017) [που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3 του legge 7 luglio 2016, n. 122 (Disposizioni per l’adempimento degli obblighi derivanti dall’appartenenza dell’Italia all’Unione europea - Legge europea 2015-2016) (νόμου 122 της 7ης Ιουλίου 2016 που περιέχει διατάξεις για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα της Ιταλίας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης - ευρωπαϊκός νόμος 2015-2016), όπως τροποποιήθηκε [από το άρθρο 6 του legge 20 novembre 2017, n. 167 (νόμου 167 της 20ής Νοεμβρίου 2017) και το άρθρο 1, παράγραφοι 593 έως 596, του legge 30 dicembre 2018, n. 145 (νόμου 145 της 30ής Δεκεμβρίου 2018)] στο σταθερό ποσό των 4 800 ευρώ να θεωρηθεί «εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων» κατ’ εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80;

____________

1     Οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων (ΕΕ 2004, L 261, σ. 15).