Language of document : ECLI:EU:C:2018:266

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 19ης Απριλίου 2018 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C84/17 P, C85/17 P και C95/17 P

Société des produits Nestlé SA

κατά

Mondelez UK Holdings & Services Ltd, πρώην Cadbury Holdings Ltd,

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) (C‑84/17 P)

και

Mondelez UK Holdings & Services Ltd, πρώην Cadbury Holdings Ltd,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) (C‑85/17 P)

και

Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

κατά

Mondelez UK Holdings & Services Ltd, πρώην Cadbury Holdings Ltd (C‑95/17 P)

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τρισδιάστατο σήμα που αναπαριστά πλάκα σοκολάτας με τέσσερις μπάρες – Αίτηση κηρύξεως ακυρότητας υποβληθείσα από την πρωτοδίκως προσφεύγουσα – Απόρριψη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας από το τμήμα προσφυγών»






I.      Εισαγωγή

1.        Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, η Société des produits Nestlé SA (στο εξής: Nestlé), η Mondelez UK Holdings & Services Ltd (στο εξής: Mondelez) και το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Mondelez UK Holdings & Services κατά EUIPO – Société des produits Nestlé (Σχήμα πλάκας σοκολάτας) (T‑112/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:735, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 11ης Δεκεμβρίου 2012 (υπόθεση R 513/2011-2) σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της Cadbury Holdings και της Nestlé (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

2.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει το νόημα του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (2), καθώς και των σκέψεων 60 έως 63 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307). Ειδικότερα, το Δικαστήριο θα μπορέσει να προσδιορίσει το γεωγραφικό εύρος των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομιστούν προκειμένου να αποδειχθεί ότι ένα σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει.

II.    Το νομικό πλαίσιο

3.        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009:

«Το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την [Ευρωπαϊκή Ένωση]: δεν δύναται να καταχωρισθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραίτησης, ή απόφασης περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του ή περί ακυρότητος, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την [Ένωση]. Η αρχή αυτή ισχύει, εκτός αντιθέτου διατάξεως του παρόντος κανονισμού.»

4.        Το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009 ορίζει τα εξής:

«1.      Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

[…]

β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

[…]

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της [Ένωσης].

3.      Η παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹ και δʹ, δεν εφαρμόζεται αν το σήμα έχει αποκτήσει για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει.»

5.        Το άρθρο 52 του κανονισμού 207/2009 ορίζει τα εξής:

«1.      Ένα […] σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο [EUIPO] ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α)      αν το […] σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δεν καταχωρίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7·

[…]

2.      Όταν η καταχώριση του […] σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] έγινε κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γ ή δʹ, το […] σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δεν κηρύσσεται εντούτοις άκυρο, αν, λόγω της χρήσης που του έγινε, απέκτησε, μετά την καταχώρισή του, διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίσθηκε.

[…]»

III. To ιστορικό της διαφοράς

6.        Στις 21 Μαρτίου 2002 η Nestlé κατέθεσε ενώπιον του EUIPO αίτηση για την καταχώριση του τρισδιάστατου σήματος του προϊόντος της με την ονομασία «Kit Kat 4 fingers» το οποίο αποτελείται από τέσσερις τραπεζοειδείς παράλληλες ράβδους που είναι τοποθετημένες πάνω σε βάση σχήματος ορθογώνιου παραλληλόγραμμου:

Image not found

7.        Η καταχώριση ζητήθηκε για προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 30, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί. Το EUIPO διατύπωσε αντίρρηση για ένα μέρος των προϊόντων για τα οποία είχε ζητηθεί η καταχώριση, ήτοι για τα εξής προϊόντα: «σοκολάτα, προϊόντα σοκολατοποιίας, προϊόντα ζαχαροπλαστικής, γλυκίσματα». Κατόπιν της αντιρρήσεως αυτής, το προαναφερθέν σήμα καταχωρίστηκε ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 28 Ιουλίου 2006, για τα προϊόντα της κλάσεως 30 τα οποία αντιστοιχούν στην εξής περιγραφή: «γλυκίσματα, είδη αρτοποιίας, γλυκά, μπισκότα, κέικ, βάφλες» (στο εξής: επίμαχο σήμα).

8.        Στις 23 Μαρτίου 2007 η Cadbury Schweppes plc (κατόπιν Cadbury Holdings Ltd, νυν Mondelez) κατέθεσε ενώπιον του EUIPO αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της εν λόγω καταχωρίσεως επικαλούμενη, κυρίως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Στις 11 Ιανουαρίου 2011 το τμήμα ακυρώσεων του EUIPO έκανε δεκτή την αίτηση αυτή και κήρυξε την ακυρότητα του επίμαχου σήματος.

9.        Κατόπιν προσφυγής της Nestlé, το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO ακύρωσε, με την επίμαχη απόφαση, την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων. Έκρινε, ιδίως, ότι, αν και το επίμαχο σήμα δεν διέθετε εγγενώς διακριτικό χαρακτήρα ως προς τα προϊόντα για τα οποία είχε καταχωριστεί, εντούτοις η Nestlé είχε αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, ότι το σήμα αυτό, λόγω της χρήσεως που του είχε γίνει, είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα ως προς τα ίδια προϊόντα.

IV.    Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 2013, η Mondelez άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής της, προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως. Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μόνον τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, και o οποίος είχε τέσσερα σκέλη.

11.      Στις σκέψεις 21 έως 44 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και δέχθηκε το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 έως 44 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών εσφαλμένως θεώρησε ότι η Nestlé είχε αποδείξει τη χρήση του επίμαχου σήματος ως προς τα προϊόντα που αποτελούν είδη αρτοποιίας, γλυκά, κέικ και βάφλες. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα λοιπά σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως μόνον ως προς τα γλυκίσματα και τα μπισκότα.

12.      Στις σκέψεις 45 έως 64 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορούσε την έλλειψη χρήσεως του επίμαχου σήματος υπό τη μορφή με την οποία είχε καταχωριστεί.

13.      Στις σκέψεις 65 έως 111 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορούσε την έλλειψη χρήσεως του επίμαχου σήματος ως δείκτη προελεύσεως και την ανεπάρκεια των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Συναφώς, αφενός, στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ουσιαστικής χρήσεως του επίμαχου σήματος, τα οποία η Nestlé είχε προσκομίσει ενώπιον του EUIPO, συνιστούσαν κρίσιμα στοιχεία τα οποία, εκτιμώμενα συνολικά, μπορούσαν να αποδείξουν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό εξελάμβανε το εν λόγω σήμα ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των σχετικών προϊόντων. Αφετέρου, στη σκέψη 107 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών «προέβη σε εξέταση της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα του [επίμαχου] σήματος χάρη στην ένδειξη αυτή και στήριξε in concreto τα συμπεράσματά του σχετικά με την εν λόγω απόκτηση όσον αφορά τη Δανία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο».

14.      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 112 έως 178 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Στις σκέψεις 142 και 143 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη στο μέτρο που έκρινε, ουσιαστικά, ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ο διακριτικός χαρακτήρας που αποκτήθηκε λόγω της χρήσεως του σήματος σε ολόκληρη την Ένωση, αρκούσε να αποδειχθεί ότι ένα σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού εντός της Ένωσης, επί του συνόλου των κρατών μελών και των περιφερειών, εκλαμβάνει ένα σήμα ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων που αυτό προσδιορίζει, και ότι δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος ο οποίος αποκτήθηκε λόγω της χρήσεώς του σε όλα τα σχετικά κράτη μέλη.

15.      Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 144 και 145 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά την εσφαλμένη διατύπωση του κριτηρίου εξετάσεως του αν έχει αποδειχθεί ότι ένα σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του σε ολόκληρη την Ένωση, δεν αποκλείεται το δεύτερο τμήμα προσφυγών να εφάρμοσε ορθώς το εν λόγω κριτήριο κατά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε προσκομίσει η Nestlé. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε σκόπιμο να εξετάσει την εκτίμηση των εν λόγω στοιχείων από το δεύτερο τμήμα προσφυγών.

16.      Κατόπιν της εξετάσεως των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη Δανία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, στις σκέψεις 146, 148, 151, 153, 155, 158, 159, 164 και 167, αντιστοίχως, ότι ορθώς έκρινε το δεύτερο τμήμα προσφυγών ότι είχε αποδειχθεί ότι το επίμαχο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του σε όλα αυτά τα κράτη μέλη.

17.      Ωστόσο, στη σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών δεν αποφάνθηκε ρητώς ως προς το αν είχε αποδειχθεί ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα στο Βέλγιο, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία και ότι δεν συμπεριέλαβε τα εν λόγω κράτη μέλη σε εκείνα για τα οποία έκρινε ότι είχε αποδειχθεί η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα.

18.      Στη σκέψη 176 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη συνάγοντας ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του στην Ένωση ενώ αυτή η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα είχε αποδειχθεί μόνο για ένα μέρος, έστω και σημαντικό, του εδάφους της Ένωσης.

19.      Στις σκέψεις 177 έως 179 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτό το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και ακύρωσε την επίμαχη απόφαση στο σύνολό της, καθόσον το δεύτερο τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την εξέτασή του σχετικά με τον αποκτηθέντα λόγω της χρήσεως διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος χωρίς να αποφανθεί σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω σήμα εκλαμβάνεται από το ενδιαφερόμενο κοινό ειδικά στο Βέλγιο, στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, και χωρίς να εξετάσει τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία για τα εν λόγω κράτη μέλη.

V.      Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

20.      Με την αίτησή της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑84/17 P, η Nestlé ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τα άρθρα 7, παράγραφος 3, και 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, και

–        να καταδικάσει τη Mondelez στα δικαστικά έξοδα.

21.      Με την αίτησή της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑85/17 P, η Mondelez ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 37 έως 44, 58 έως 64, 78 έως 111 και 144 έως 169 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθώς και ένα μέρος της σκέψεως 177 της ίδιας αποφάσεως το οποίο έχει ως εξής: «μολονότι αποδείχθηκε ότι το [επίμαχο] σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως στη Δανία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο».

22.      Με την αίτησή του αναιρέσεως στην υπόθεση C‑95/17 P, το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

–        να καταδικάσει τη Mondelez στα δικαστικά έξοδα.

23.      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2017, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑84/17 P, C‑85/17 P και C‑95/17 P προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

24.      Με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑85/17 P, η Nestlé ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, εκδίδοντας διάταξη ή, επικουρικώς, απόφαση·

–        να μην κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως, σε περίπτωση που αυτή κριθεί παραδεκτή, και να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει τη Mondelez στα δικαστικά έξοδα.

25.      Με το υπόμνημά της επί των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑84/17 P και C‑95/17 P, η Mondelez ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως της Nestlé και του EUIPO και

–        να καταδικάσει τη Nestlé και το EUIPO, αντιστοίχως, στα δικαστικά έξοδα στις δύο αυτές υποθέσεις.

26.      Με το υπόμνημά του επί των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑84/17 P, C‑85/17 P και C‑95/17 P, το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως της Nestlé·

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Mondelez και

–        να καταδικάσει τη Mondelez στα δικαστικά έξοδα του EUIPO.

27.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Νοεμβρίου 2017, η European Association of Trade Mark Owners (ευρωπαϊκή ένωση των ιδιοκτητών σημάτων, Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: Marques) ζήτησε να της επιτραπεί να παρέμβει υπέρ της Nestlé στην υπόθεση C‑84/15 P. Με διάταξη της 12ης Ιανουαρίου 2018, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση αυτή. Λαμβάνοντας υπόψη την καθυστερημένη υποβολή της αιτήσεως αυτής, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στη Marques να υποβάλει τις παρατηρήσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

28.      Στις 22 Φεβρουαρίου 2018 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατά την οποία η Nestlé, η Marques και το EUIPO διατύπωσαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους.

VI.    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως που η Mondelez κατέθεσε στην υπόθεση C‑85/17 P

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

29.      Η Nestlé υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσε η Mondelez είναι απαράδεκτη καθόσον η Mondelez δεν ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει, εν όλω ή εν μέρει, την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά να αναιρέσει μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διατηρώντας το διατακτικό της.

30.      Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της και ακύρωσε την επίμαχη απόφαση, η Mondelez υποστηρίζει ότι η αίτησή της αναιρέσεως είναι παραδεκτή καθόσον το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ορισμένα από τα επιχειρήματά της κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Δεδομένου ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO θα δεσμεύεται από την απόρριψη των εν λόγω επιχειρημάτων κατά τη νέα εξέταση την οποία θα κληθεί να πραγματοποιήσει κατόπιν της ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως, η Mondelez θεωρεί ότι πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

2.      Εκτίμηση

31.      Η αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσε η Mondelez είναι προδήλως απαράδεκτη για δύο λόγους. Πρώτον, σε αντίθεση με όσα προβλέπει το άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Mondelez δεν ηττήθη εν όλω ή εν μέρει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Δεύτερον, σε αντίθεση με όσα επιβάλλει το άρθρο 169, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τα αιτήματα της αιτήσεώς της αναιρέσεως δεν έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως αλλά την αναίρεση μέρους του σκεπτικού της.

1.      Επί της συμφωνίας της αιτήσεως αναιρέσεως με το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

32.      Το άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει ότι αναίρεση μπορεί να ασκηθεί από «τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο» (3).

33.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, διάδικος που είχε ζητήσει να ακυρώσει το Γενικό Δικαστήριο πράξη της Ένωσης δεν θεωρείται ότι έχει ηττηθεί, ούτε καν εν μέρει, όταν το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το ακυρωτικό του αίτημα (4), και τούτο ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε διάφορα από τα επιχειρήματά του πριν κάνει δεκτό τον λόγο επί του οποίου ερείδεται η ακύρωση (5).

34.      Εν προκειμένω, πέραν των δικαστικών εξόδων, το μόνο που η Mondelez είχε ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο ήταν «[να] ακυρώσει την [επίμαχη] απόφαση, εκτός από το μέρος κατά το οποίο το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το σήμα δεν έχει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του [κανονισμού 207/2009]»(6).

35.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως (7) και ακύρωσε την επίμαχη απόφαση για παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

36.      Όπως εξήγησε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ακύρωση αυτή συνεπάγεται ότι, ελλείψει αιτήσεως αναιρέσεως και λαμβανομένων υπόψη του σκεπτικού και του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να επικυρώσει την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων της 11ης Ιανουαρίου 2011 η οποία κήρυξε άκυρο το επίμαχο σήμα, αυτή δε η κήρυξη ακυρότητας αποτελεί κατ’ ουσίαν το αντικείμενο της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας που είχε υποβάλει η Mondelez.

37.      Κατά συνέπεια, η Mondelez δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εν όλω ή εν μέρει ηττήθηκε όσον αφορά κάποιο από τα αιτήματά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

38.      Εξ όσων γνωρίζω, και εξ όσων γνωρίζουν οι διάδικοι, η μόνη εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα είναι αυτή την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (C‑383/99 P, EU:C:2001:461), όπου η Procter & Gamble είχε ζητήσει από το Δικαστήριο «να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον το [Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει] ότι το πρώτο τμήμα προσφυγών του [EUIPO] […] δεν παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού [207/2009]» (8). Στην απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι στον πρώτο βαθμό η Procter & Gamble είχε ζητήσει «από το [Γενικό Δικαστήριο], κυρίως, να ακυρώσει την […] απόφαση [του EUIPO], στο μέτρο που [είχε κριθεί] ότι το σήμα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού [207/2009], και, επικουρικώς, να ακυρώσει την […] απόφαση [του EUIPO] στο μέτρο που [είχε κηρύξει] απαράδεκτη τη στηριζόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού [207/2009] επιχειρηματολογία της» (9).

39.      Βάσει αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι, απορρίπτοντας τον κύριο λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει η Procter & Gamble και ακυρώνοντας την απόφαση του EUIPO βάσει του επικουρικού λόγου ακυρώσεως, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν έθιξε το μέρος της αποφάσεως το οποίο αφορά τη συμφωνία του σήματος με τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, πράγμα που συνεπάγεται ότι το EUIPO δύναται να επανέλθει μόνον όσον αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο ερμήνευσε το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 και ότι, συνεπώς, η ακυρωτική απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο ήταν, στην πραγματικότητα, μερικώς ακυρωτική (10).

40.      Ουδεμία αναλογία δύναται να στοιχειοθετηθεί με την παρούσα υπόθεση. Αφενός, αντιθέτως προς την Procter & Gamble, η Mondelez δεν ζητεί την ακύρωση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως αλλά μόνον την ακύρωση ορισμένων σημείων της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου. Αφετέρου, παρά το γεγονός ότι η Mondelez είχε προβάλει διάφορους λόγους ακυρώσεως με την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το τελευταίο εξέτασε μόνον τον λόγο που αντλείται από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 και τον έκανε δεκτό έστω και αν προηγουμένως είχε απορρίψει ορισμένες αιτιάσεις που η Mondelez είχε προβάλει στο πλαίσιο του ίδιου λόγου ακυρώσεως. Εφόσον δεν υπάρχει απόρριψη ενός κύριου λόγου ακυρώσεως, θεωρώ ότι στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να γίνει λόγος για πτυχή της αποφάσεως του EUIPO την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν έθιξε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Υπό την έννοια αυτή, θεωρώ ότι ουδεμία αναλογία δύναται να στοιχειοθετηθεί με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (C‑383/99 P, EU:C:2001:461).

41.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Mondelez δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εν όλω ή εν μέρει ηττηθείς διάδικος κατά την έννοια του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.      Επί της συμφωνίας της αιτήσεως αναιρέσεως με το άρθρο 169, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου

42.      Το άρθρο 169, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει ότι «[τ]α αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή περιλαμβάνεται στο διατακτικό της» (11).

43.      Κατά το Δικαστήριο, «η διάταξη αυτή αφορά τη θεμελιώδη αρχή που διέπει την αναίρεση, σύμφωνα με την οποία η αναίρεση πρέπει να βάλλει κατά του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά την τροποποίηση ορισμένων σημείων του σκεπτικού της αποφάσεως αυτής» (12).

44.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου συνιστά άμυνα κατά λόγου αναιρέσεως, το αίτημα αντικαταστάσεως σημείων του σκεπτικού είναι απαράδεκτο λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, καθόσον δεν μπορεί να ωφελήσει τον διάδικο που το υπέβαλε (13).

45.      Εν προκειμένω, από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι τα αναιρετικά αιτήματα της Mondelez δεν αποσκοπούν στη μερική ή ολική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο διατακτικό της, αλλά στην αναίρεση του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου που αποτυπώνεται στις σκέψεις 37 έως 44, 58 έως 64, 78 έως 111, 144 έως 169 και 177 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

46.      Το αίτημα αυτό δεν συνάδει με το άρθρο 169, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου αλλά συνιστά αίτημα αντικαταστάσεως σημείων του σκεπτικού. Ως εκ τούτου, η Modelez στερείται εννόμου συμφέροντος.

47.      Για τους ανωτέρω λόγους, θεωρώ ότι η αίτηση αναιρέσεως που η Mondelez κατέθεσε στην υπόθεση C‑85/17 P είναι προδήλως απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί.

VII. Επί της ουσίας

48.      Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑84/17 P και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑95/17 P, η Nestlé και το EUIPO, αντιστοίχως, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, κατά το μέρος που έκρινε ότι ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να αποδείξει ότι το εν λόγω σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως χωριστά σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη. Η Nestlé και το EUIPO θεωρούν ότι η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σκέψεων 60 έως 63 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307).

49.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑95/17 P, μολονότι με αυτόν τυπικώς προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αφορά, στην πραγματικότητα, το ίδιο ζήτημα.

50.      Συνεπώς, θα εξετάσω από κοινού τις δύο αιτήσεις αναιρέσεως.

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

51.      Η Nestlé (14) και το EUIPO, τους οποίους υποστηρίζει η Marques, επικρίνουν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για την έκταση του εδάφους της Ένωσης επί του οποίου πρέπει να αποδειχθεί η λόγω χρήσεως απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα από το επίμαχο σήμα. Θεωρούν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο διακριτικός χαρακτήρας που έχει αποκτηθεί λόγω χρήσεως πρέπει να αποδειχθεί για το σύνολο του εδάφους της Ένωσης και όχι μόνο για ένα σημαντικό ή για το μεγαλύτερο μέρος του, και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί ότι έχει αποκτηθεί διακριτικός χαρακτήρας όταν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν καλύπτουν ένα μέρος της Ένωσης, ακόμη και αν αυτό δεν είναι σημαντικό ή αντιστοιχεί σε ένα μόνο κράτος μέλος, παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 και την ερμηνεία που του έδωσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 60 έως 63 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307).

52.      Κατά τη Nestlé, τη Marques και το EUIPO, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι αρκεί να αποδειχθεί ότι ένα σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού σε ολόκληρη την Ένωση, επί του συνόλου των κρατών μελών και των περιφερειών, εκλαμβάνει ένα σήμα ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων τα οποία προσδιορίζει το επίμαχο σήμα, και ότι δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί ο διακριτικός χαρακτήρας που αποκτήθηκε λόγω της χρήσεως σε όλα τα σχετικά κράτη μέλη (15).

53.      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το επίμαχο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσεως χωρίς να αποφανθεί όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω σήμα εκλαμβάνεται από το ενδιαφερόμενο κοινό στο Βέλγιο, στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, και χωρίς να εξετάσει τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν τα εν λόγω κράτη μέλη (16).

54.      Η Nestlé, η Marques και το EUIPO υποστηρίζουν ότι, εστιάζοντας στις εθνικές αγορές μεμονωμένα, αυτή η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου είναι ασύμβατη με τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την ίδια την ύπαρξη ενιαίας αγοράς.

55.      Αντιθέτως, η Mondelez θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, καθώς και την απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307). Κατά την απόφαση αυτή, δεν αρκεί ένα σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχει διακριτικό χαρακτήρα σε ένα σημαντικό τμήμα της Ένωσης αν στερείται διακριτικού χαρακτήρα σε ένα άλλο τμήμα της Ένωσης, ακόμη και αν το τμήμα αυτό αντιστοιχεί σε ένα μόνο κράτος μέλος.

56.      Η Mondelez φρονεί ότι διαφορετικό συμπέρασμα θα οδηγούσε στο παράδοξο αποτέλεσμα ότι ένα σήμα, η αίτηση καταχωρίσεως του οποίου πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα εντός ενός μόνον κράτους μέλους, θα μπορεί παρά ταύτα να καταχωριστεί ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνει επίκληση του εν λόγω σήματος ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους.

2.      Εκτίμηση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

57.      Τα ζητήματα του γεωγραφικού εύρους των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομιστούν προκειμένου να αποδειχθεί ότι ένα σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, καθώς και της ερμηνείας των σκέψεων 60 έως 63 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307), δεν είναι καινούργια.

58.      Πράγματι, η αίτηση αναιρέσεως που η Louis Vuitton Malletier είχε καταθέσει στις ενωθείσες υποθέσεις C‑363/15 P και C‑364/15 P έθετε αυτό ακριβώς το πρόβλημα καθόσον η Louis Vuitton Malletier υποστήριζε, όπως η Nestlé, η Marques και το EUIPO, ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς είχε απαιτήσει να αποδειχθεί για κάθε κράτος μέλος ο διακριτικός χαρακτήρας της σκακιέρας χρώματος καφέ και μπεζ και της σκακιέρας χρώματος γκρι. Πάντως, οι διάδικοι προχώρησαν σε συμβιβασμό πριν διεξαχθεί η επ’ ακροατηρίου συζήτηση (17).

59.      Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως παρέχουν εκ νέου στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει, κατά τρόπο οριστικό, το νόημα των σκέψεων 60 έως 63 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307).

2.      Η εδαφική έκταση της αποδείξεως που απαιτείται κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009

60.      Πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ενιαίο χαρακτήρα και παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση. Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, «το σήμα της Ένωσης έχει ενιαίο χαρακτήρα και αυτό συνεπάγεται ότι παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση. Από τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος της Ένωσης προκύπτει ότι, για να γίνει δεκτή η καταχώριση σημείου, αυτό πρέπει να έχει διακριτικό χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. Έτσι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση αν στερείται διακριτικού χαρακτήρα σε τμήμα της Ένωσης» (18).

61.      Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 εισάγει μία εξαίρεση από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, του ίδιου άρθρου, υπέρ των σημάτων που έχουν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που τους έχει γίνει.

62.      Οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία της διατάξεως αυτής καθορίζονται στις αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, Storck κατά ΓΕΕΑ (C‑25/05 P, EU:C:2006:422), και της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307).

63.      Στη σκέψη 83 της αποφάσεως της 22ας Ιουνίου 2006, Storck κατά ΓΕΕΑ (C‑25/05 P, EU:C:2006:422), το Δικαστήριο έκρινε ότι «ένα σήμα δεν [μπορούσε] να καταχωρισθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού [207/2009] παρά μόνον αν [είχε] προσκομιστεί απόδειξη ότι απέκτησε, λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει, διακριτικό χαρακτήρα εντός του τμήματος της [Ένωσης] εντός του οποίου δεν είχε ab initio ένα τέτοιο χαρακτήρα κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου άρθρου».

64.      Στην ίδια σκέψη της αποφάσεως αυτής το Δικαστήριο προσέθεσε ότι το εν λόγω τμήμα της Ένωσης το οποίο αρκεί, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, προκειμένου να απορριφθεί η αίτηση καταχωρίσεως «μπορεί να αποτελείται, ενδεχομένως, από ένα και μόνο κράτος μέλος».

65.      Η Nestlé υποστηρίζει ότι, θέτοντας τον πήχη της αποδείξεως πολύ ψηλά, η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην κατορθώσει καμία επιχείρηση, με μία μόνο εξαίρεση, να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις. Η Nestlé θεωρεί συνεπώς ότι στην απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307), το Δικαστήριο υιοθέτησε μια προσέγγιση πιο προσαρμοσμένη στην εδαφική διάσταση της αποδείξεως.

66.      Υπενθυμίζω ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η τελευταία αυτή απόφαση αφορούσε αίτηση για την καταχώριση ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενός τρισδιάστατου σημείου το οποίο αναπαριστούσε έναν πασχαλιάτικο σοκολατένιο λαγό με κόκκινη κορδέλα, και ότι οι αποδείξεις που είχε προσκομίσει η Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli σχετικά με τη λόγω χρήσεως απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα αφορούσαν μόνον τρία από τα δεκαπέντε κράτη μέλη της επίμαχης περιόδου, ήτοι τη Γερμανία, την Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

67.      Στη σκέψη 60 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς τη σκέψη 83 της αποφάσεως της 22ας Ιουνίου 2006, Storck κατά ΓΕΕΑ (C‑25/05 P, EU:C:2006:422). Με βάση τη σκέψη αυτή, το Δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια ότι στο συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση πρέπει να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσεως σε ολόκληρη την Ένωση, δεν έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί το δίκαιο καθόσον η Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι το επίμαχο σήμα «έχει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα και ότι η διαπίστωση αυτή ισχύει για ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης» (19). Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι οι προσκομισθείσες αποδείξεις που αφορούσαν τρία κράτη μέλη δεν επαρκούσαν προκειμένου να αποδειχθεί ότι το επίμαχο σήμα «διαθέτει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα εντός δεκαπέντε κρατών μελών και ότι, επομένως, εντός των κρατών αυτών, δεν πρέπει να απαιτείται η κτήση από το σήμα αυτό διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως» (20).

68.      Όσον αφορά το επιχείρημα που η Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli αντλούσε από τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με το οποίο η εκτίμηση του ζητήματος αν ένα σήμα έχει αποκτήσει λόγω χρήσεως διακριτικό χαρακτήρα δεν πρέπει να στηρίζεται στις εθνικές αγορές μεμονωμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «μολονότι είναι αληθές ότι […] η κτήση από ένα σήμα διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως πρέπει να αποδεικνύεται για το τμήμα της Ένωσης στο οποίο το σήμα αυτό δεν είχε ab initio τέτοιο χαρακτήρα, θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται να αποδειχθεί η κτήση αυτή για κάθε κράτος μέλος μεμονωμένα» (21).

69.      Το Δικαστήριο απέρριψε, ωστόσο, την κατατεθείσα από την Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli αίτηση αναιρέσεως, κρίνοντας στη σκέψη 63 της αποφάσεώς του ότι, «όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο δεν [είχε υποπέσει] σε πλάνη περί το δίκαιο δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η [Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli] δεν [είχε αποδείξει] στον απαιτούμενο βαθμό την κτήση, από το σήμα του οποίου [είχε ζητηθεί] η καταχώριση, διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης» (22).

70.      Πρέπει να επισημανθεί ένα λάθος στην αγγλική μετάφραση του χωρίου αυτού. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το αντίστοιχο γερμανικό και γαλλικό κείμενο αναφέρονται στην έλλειψη ποσοτικώς επαρκών αποδείξεων («keinen quantitativ hinreichenden Nachweis» και «n’a pas prouvé de manière quantitativement suffisante»), η απόδοση στην αγγλική αναφέρεται μόνο στην έλλειψη επαρκών αποδείξεων («sufficiently proved»). Δεδομένου ότι το γερμανικό κείμενο αποτελεί το αυθεντικό κείμενο της εν λόγω αποφάσεως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι το επίρρημα «sufficiently» δεν αναφέρεται σε «ποσοτικώς» επαρκείς αποδείξεις.

71.      Από τη διευκρίνιση αυτή δύναται να συναχθεί ότι, στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι η Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli, έχοντας προσκομίσει αποδείξεις που αφορούσαν μόνο τρία κράτη μέλη, σαφώς δεν είχε προσκομίσει ποσοτικώς επαρκείς αποδείξεις προκειμένου να μπορέσει να γίνει αναγωγή στο σύνολο της Ένωσης.

72.      Περιέργως, παρόμοιο λάθος εμφιλοχώρησε στο γαλλικό κείμενο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Πράγματι, ενώ στο κείμενο των σκέψεων 125 και 130 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως στην αγγλική, η οποία είναι η γλώσσα διαδικασίας, γίνεται λόγος για ποσοτικώς επαρκείς αποδείξεις, στο γαλλικό κείμενο των ίδιων σκέψεων της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως γίνεται λόγος για ποσοτικώς επαρκείς αποδείξεις (σκέψη 125) και για ποιοτικώς επαρκείς αποδείξεις (σκέψη 130).

73.      Αυτό το εκ παραδρομής σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου στο γαλλικό κείμενο εξηγεί ενδεχομένως τη θέση την οποία το Γενικό Δικαστήριο υιοθέτησε στις σκέψεις 139 έως 143 και 175 έως 178 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, όπου έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η λόγω χρήσεως απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα δεν μπορούσε να θεμελιωθεί με αναγωγή βάσει αποδείξεων ως προς το ότι μόνον ένα σημαντικό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού σε ολόκληρη την Ένωση, επί του συνόλου των κρατών μελών και των περιφερειών, εκλαμβάνει ένα σήμα ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα αυτό, και τούτο ακόμη και αν ο πληθυσμός των κρατών μελών τα οποία αφορούν οι προσκομισθείσες αποδείξεις αντιπροσωπεύει σχεδόν το 90 % του πληθυσμού της Ένωσης.

74.      Με άλλα λόγια, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα συνδέεται όχι μόνο με την πλειονότητα των κρατών μελών και του πληθυσμού, αλλά και με μια ιδιότητα «γεωγραφικής αντιπροσωπευτικότητας», με την έννοια ότι το επίμαχο σήμα πρέπει να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα στην αντίληψη του κοινού σε όλα τα τμήματα του εδάφους της Ένωσης, τα οποία δεν αντιστοιχούν απαραίτητα στα σύνορα των κρατών μελών.

75.      Οι σκέψεις 60 έως 63 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307), απαντούν μόνον μερικώς στο ερώτημα αυτό. Οι αποδείξεις που η Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli προσκόμισε σχετικά με τη λόγω χρήσεως απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα αφορούσαν μόνον τρία κράτη μέλη, ήτοι τη Γερμανία, την Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Υπό τις συνθήκες αυτές, όπου μεγάλα τμήματα της Ένωσης δεν λαμβάνονταν υπόψη, ήταν σαφές ότι οι αποδείξεις δεν ήσαν επαρκείς προκειμένου να γίνει αναγωγή επί του συνόλου της Ένωσης.

76.      Βέβαια, στη σκέψη 62 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli/OHMI (C‑98/11 P, EU:C:2012:307), το Δικαστήριο έκρινε ότι «θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται να αποδειχθεί η κτήση αυτή για κάθε κράτος μέλος μεμονωμένα».

77.      Πάντως, όπως παραδέχεται το EUIPO στο σημείο 43 της αιτήσεώς του αναιρέσεως, η κρίση αυτή δεν σημαίνει ότι ο αιτών την καταχώριση σήματος δύναται να αφήσει κατά μέρος ολόκληρες περιοχές και αγορές. Αντιθέτως, όπως το EUIPO παρατηρεί στο σημείο 53 της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η γεωγραφική σημασία και η κατανομή των περιοχών εντός των οποίων η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα έχει αποδειχθεί κατά τρόπο θετικό, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων γίνεται η αναγωγή για το σύνολο της Ένωσης αφορούν ένα ποσοτικά και γεωγραφικά αντιπροσωπευτικό δείγμα.

78.      Μολονότι για την αναγωγή αυτή δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εδάφη των κρατών μελών μεμονωμένα (23), η ύπαρξη ενιαίας αγοράς εντός της Ένωσης δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται εθνικές ή περιφερειακές αγορές. Πράγματι, είναι σύνηθες φαινόμενο για τους οικονομικούς φορείς όπως η Nestlé να συνενώνουν, όσον αφορά τη διανομή των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους, ορισμένες εθνικές αγορές για διάφορους λόγους, όπως η γεωγραφική τους εγγύτητα, η ύπαρξη ιστορικών δεσμών μεταξύ τους, ή ακόμη η ύπαρξη κοινής γλώσσας και κοινών εθίμων ή συνηθειών. Υπό αυτές τις συνθήκες και αναλόγως των σχετικών προϊόντων, οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν για ορισμένες εθνικές αγορές μπορεί να επαρκούν, βάσει αυτού που κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Mondelez αποκάλεσε «συγκρισιμότητα των αγορών», για να καλύψουν άλλες αγορές για τις οποίες δεν προσκομίστηκαν αποδείξεις ή προσκομίστηκαν αποδείξεις που δεν είναι ποσοτικώς επαρκείς. Ειδικότερα, όσον αφορά ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες και λόγω της συγκρισιμότητας των επίμαχων αγορών, οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν για την ισπανική αγορά θα μπορούν να είναι επαρκείς και για την πορτογαλική αγορά, ή οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν για τη βρετανική αγορά θα μπορούν να είναι επαρκείς και για την ιρλανδική αγορά, κ.λπ.

79.      Η ποσοτικώς και γεωγραφικώς επαρκής απόδειξη της αποκτήσεως διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσεως σε ολόκληρη την Ένωση καθιστά υποχρεωτικό να ληφθεί υπόψη, για κάθε προϊόν ή υπηρεσία, αυτή η πολυμορφία που υπάρχει εντός της Ένωσης. Υπό την έννοια αυτή, ένα σήμα δεν μπορεί να αποτελεί σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ενιαίο χαρακτήρα αν το ενδιαφερόμενο κοινό ενός τμήματος της Ένωσης δεν το εκλαμβάνει ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών που το εν λόγω σήμα καλύπτει.

80.      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι περιοχές ή τα μέρη της Ένωσης για τα οποία πρέπει να αποδειχθεί η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα δεν είναι προκαθορισμένα, αλλά πρέπει να καθορίζονται, στο πλαίσιο κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως, αναφορικά με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που καλύπτει το επίμαχο σήμα.

81.      Σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει το EUIPO, τούτο δεν σημαίνει ότι η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων αναφορικά μόνο με το Λουξεμβούργο θα ήταν αρκετή προκειμένου να αποκλειστεί η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα όταν έχουν προσκομιστεί αποδείξεις αναφορικά με τα άλλα κράτη μέλη. Αν, όσον αφορά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτονται από το επίμαχο σήμα, το Λουξεμβούργο αποτελεί μέρος της ίδιας αγοράς με το Βέλγιο, τη Γαλλία ή τη Γερμανία, και αν έχουν προσκομιστεί επαρκείς αποδείξεις για ένα από αυτά τα κράτη με το οποίο το Λουξεμβούργο αποτελεί μέρος της ίδιας αγοράς, τότε δεν είναι απαραίτητο να προσκομιστούν ειδικές αποδείξεις για το Λουξεμβούργο. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, και στις σκέψεις 60 έως 63 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307).

82.      Η απαίτηση τα στοιχεία που αποδεικνύουν την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα να είναι όχι μόνον ποσοτικώς επαρκή αλλά και γεωγραφικώς αντιπροσωπευτικά υποστηρίζεται επίσης από το παράδειγμα του παζλ που το EUIPO αναφέρει στο σημείο 42 της αιτήσεώς του αναιρέσεως (24).

83.      Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αν η πλειονότητα των κομματιών του παζλ αναπαριστά το σώμα ενός αλόγου, τότε μπορεί να έχει ουσιώδη σημασία το γεγονός ότι το μόνο κομμάτι που λείπει για να συμπληρωθεί το παζλ είναι αυτό του κεφαλιού. Ειδικότερα, ακόμη και αν η πλειοψηφία των κομματιών φαίνεται να δείχνει ότι το παζλ αναπαριστά την εικόνα ενός αλόγου, τίποτα δεν αποκλείει ότι το κομμάτι που λείπει αναπαριστά τον κορμό του σώματος ενός ανθρώπου. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα πρόκειται για άλογο αλλά για κένταυρο. Αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος τον οποίο συνεπάγεται ο επιλεκτικός αποκλεισμός ορισμένων κρατών μελών από τις αποδείξεις που προσκομίζονται.

84.      Υπό την έννοια αυτή, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Απριλίου 2015, Louis Vuitton Malletier κατά ΓΕΕΑ – Nanu-Nana (αναπαράσταση σχεδίου σκακιέρας καφέ και μπεζ χρώματος) (T‑359/12, EU:T:2015:215), και της 21ης Απριλίου 2015, Louis Vuitton Malletier κατά ΓΕΕΑ – Nanu-Nana (αναπαράσταση σχεδίου σκακιέρας γκρι χρώματος) (T‑360/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:214), στις οποίες παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς είχε κρίνει ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα δεν είχε αποδειχθεί λόγω ελλείψεως αποδείξεων σχετικά με τη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, και τούτο παρά το γεγονός ότι, κατά τη Louis Vuitton Malletier, οι προσκομισθείσες από την ίδια αποδείξεις αφορούσαν ένδεκα εκ των δεκαπέντε κρατών μελών αντιπροσωπεύοντα το 92,5 % του πληθυσμού της Ένωσης. Πράγματι, η Louis Vuitton Malletier είχε εντελώς παραλείψει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τις σκανδιναβικές χώρες που αποτελούν μέρος της Ένωσης, χωρίς να αποδείξει ότι οι αποδείξεις που είχε προσκομίσει για τα άλλα κράτη μέλη ήσαν αντιπροσωπευτικές επίσης για τις χώρες αυτές. Η παράλειψη αυτή δεν επέτρεψε το συμπέρασμα ότι τα επίμαχα σχέδια σκακιέρας είχαν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση.

85.      Εν προκειμένω, από τα σημεία 60 έως 87 της επίμαχης αποφάσεως και από τις σκέψεις 146 έως 173 τις αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Nestlé προσκόμισε αποδείξεις για δεκατέσσερα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη της επίμαχης περιόδου. Το μοναδικό κράτος μέλος για το οποίο δεν προσκομίστηκε καμία απόδειξη είναι το Λουξεμβούργο. Πάντως, ενώ η Nestlé προσκόμισε έρευνες αγοράς που αφορούσαν την πλειονότητα των κρατών μελών, από τα σημεία 84 έως 87 της επίμαχης αποφάσεως καθώς και από τη σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία για το Βέλγιο, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία (25) δεν ήσαν επαρκή προκειμένου να αποδειχθεί ότι το ενδιαφερόμενο κοινό των εν λόγω χωρών αναγνώριζε τη Nestlé ως την εμπορική προέλευση του προϊόντος που καλύπτεται από το επίμαχο σήμα.

86.      Εντούτοις, πριν συναγάγει στις σκέψεις 176 έως 177 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την εξέτασή του σχετικά με το αν το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσεως σε ολόκληρη την Ένωση, ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων για το Βέλγιο, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και την Πορτογαλία, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν, όσον αφορά το προϊόν που καλύπτεται από το επίμαχο σήμα, η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσεως εντός των πέντε αυτών κρατών μελών μπορούσε να συναχθεί διά αναγωγής βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν προσκομιστεί για τις άλλες εθνικές ή περιφερειακές αγορές.

87.      Ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε, κατ’ αρχήν, να εξετάσει το ζήτημα αυτό, η Nestlé επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν είχε καταθέσει στη δικογραφία στοιχεία που είχαν σκοπό να αποδείξουν ότι, όσον αφορά το προϊόν που καλύπτεται από το επίμαχο σήμα, οι προσκομισθείσες αποδείξεις για τη δανική, τη γερμανική, την ισπανική, τη γαλλική, την ιταλική, την ολλανδική, την αυστριακή, τη φινλανδική, τη σουηδική και τη βρετανική αγορά ίσχυαν επίσης για τη βελγική, την ιρλανδική, την ελληνική, τη λουξεμβουργιανή και την πορτογαλική αγορά, ή ότι μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση προκειμένου να συναχθεί διά αναγωγής η απόκτηση από το επίμαχο σήμα διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσεως επίσης στις χώρες αυτές. Υπό την έννοια αυτή, η Nestlé δεν είχε αποδείξει, όσον αφορά το επίμαχο προϊόν, τον συγκρίσιμο χαρακτήρα μεταξύ, αφενός, της βελγικής, της ιρλανδικής, της ελληνικής, της λουξεμβουργιανής και της πορτογαλικής αγοράς και, αφετέρου, ορισμένων από τις άλλες εθνικές αγορές για τις οποίες οι Nestlé είχε προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις.

88.      Eλλείψει τέτοιων αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να μην ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO, όπως και έπραξε.

89.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως που κατατέθηκαν από τη Nestlé και το EUIPO.

VIII. Επί των δικαστικών εξόδων

90.      Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα δικαστικά έξοδα με την απόφαση που περατώνει τη δίκη. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

91.      Επιπροσθέτως, το άρθρο 184, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού ορίζει ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

92.      Τέλος, το άρθρο 140, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται επίσης στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ορίζει μεταξύ άλλων ότι το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν δεν πρόκειται για κράτος μέλος ή για θεσμικό όργανο, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

93.      Εν προκειμένω, στην υπόθεση C‑84/17 P, δεδομένου ότι η Nestlé ηττήθηκε και η Mondelez είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, η Nestlé πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της Mondelez. Το EUIPO και η Marques πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

94.      Στην υπόθεση C‑85/17 P, δεδομένου ότι η Mondelez ηττήθηκε και η Nestlé και το EUIPO είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα, η Mondelez πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της Nestlé και του EUIPO.

95.      Στην υπόθεση C‑95/17 P, δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε και η Mondelez είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, το EUIPO πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της Mondelez. Η Nestlé πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

IX.    Πρόταση

96.      Στην υπόθεση C‑84/17 P, Société des produits Nestlé SA κατά EUIPO και Mondelez UK Holdings & Services Ltd, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη,

–        να ορίσει ότι η Société des produits Nestlé φέρει τα δικαστικά της έξοδα και να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα της Mondelez UK Holdings & Services, και

–        να ορίσει ότι το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και η European Association of Trade Mark Owners (ευρωπαϊκή ένωση των ιδιοκτητών σημάτων) φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

97.      Στην υπόθεση C‑85/17 P, Mondelez UK Holdings & Services Ltd κατά EUIPO, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως απαράδεκτη και

–        να ορίσει ότι η Mondelez UK Holdings & Services φέρει τα δικαστικά της έξοδα και να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα της Société des produits Nestlé και του EUIPO.

98.      Στην υπόθεση C‑95/17 P, EUIPO κατά Mondelez UK Holdings & Services Ltd, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη,

–        να ορίσει ότι το EUIPO φέρει τα δικαστικά του έξοδα και να το καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα της Mondelez UK Holdings & Services, και

–        να ορίσει ότι η Société des produits Nestlé φέρει τα δικαστικά της έξοδα.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2009, L 78, σ. 1. Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1). Το άρθρο 7, παράγραφος 3, παρέμεινε ίδιο.


3      Η διάταξη αυτή παρουσιάζει σημαντικές γλωσσικές αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επειδή σε πολλές από τις αποδόσεις αυτές δεν γίνεται αναφορά στα αιτήματα των διαδίκων. Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση British Airways κατά Επιτροπής (C‑122/16 P, EU:C:2017:406, σημεία 40 και 41).


4      Βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, IPK-München και Επιτροπή (C‑199/01 P και C‑200/01 P, EU:C:2004:249, σκέψη 42).


5      Βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa (C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 44 και 45).


6      Σημείο 61, πρώτη περίπτωση, υπό 1, του δικογράφου της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑112/13.


7      Βλ. σημεία 11 έως 19 των παρουσών προτάσεων.


8      Σκέψη 11 της αποφάσεως αυτής.


9      Βλ. σκέψη 19 της αποφάσεως αυτής.


10      Βλ. σκέψεις 24 και 25 της αποφάσεως αυτής.


11      Η υπογράμμιση δική μου.


12      Βλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, British Airways κατά Επιτροπής (C‑122/16 P, EU:C:2017:861, σκέψη 51). Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa (C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 43 έως 45).


13      Βλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Iride κατά Επιτροπής (C‑329/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:859, σκέψεις 49 και 50)· της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής (C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 42), και της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe (C‑404/12 P και C‑405/12 P, EU:C:2015:5, σκέψη 31).


14      Η αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε από τη Nestlé δεν βάλλει σαφώς κατά συγκεκριμένων σκέψεων της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά από το σημείο 21 του δικογράφου της αιτήσεώς της αναιρέσεως σαφώς προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι η αίτησή της αναιρέσεως βάλλει, στην πραγματικότητα, κατά των ίδιων σκέψεων με αυτές κατά των οποίων βάλλει το EUIPO με τη δική του αίτηση αναιρέσεως.


15      Βλ. σκέψεις 141 έως 143 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


16      Βλ. σκέψεις 175 έως 179 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


17      Βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2016, Louis Vuitton Malletier κατά EUIPO (C‑363/15 P και C‑364/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:595).


18      Βλ. επίσης, υπό αυτή την έννοια, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Storck κατά ΓΕΕΑ (C‑25/05 P, EU:C:2006:422, σκέψεις 81 έως 83).


19      Σκέψη 61 της αποφάσεως αυτής.


20      Σκέψη 61 της αποφάσεως αυτής.


21      Σκέψη 62 της αποφάσεως αυτής.


22      Η υπογράμμιση δική μου.


23      Κατά το Δικαστήριο, «το να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο του κοινοτικού καθεστώτος περί σημάτων, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στα εδάφη των κρατών μελών θα παρεμπόδιζε την επίτευξη των σκοπών [που επιδιώκονται με τον κανονισμό 207/2009] και θα έθιγε τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος» (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Leno Merken, C‑149/11, EU:C:2012:816, σκέψη 42).


24      Βλ., επίσης, κατευθυντήριες οδηγίες του EUIPO σχετικά με την εξέταση των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέρος B, τμήμα 4, κεφάλαιο 14, σ. 8, έκδοση της 1ης Οκτωβρίου 2017, διαθέσιμες στον ιστότοπο του EUIPO στην ακόλουθη διεύθυνση: https://euipo.europa.eu/tunnel-web/secure/webdav/guest/document_library/contentPdfs/law_and_practice/trade_marks_practice_manual/WP_2_2017/Part-B/04-part_b_examination_section_4_absolute_grounds_for_refusal/part_B_examination_section_4_chapter_14/part_B_examination_section_4_chapter_14_Acquired_distinctiveness_fr.pdf. Κατά το EUIPO, η αρχή την οποία το Δικαστήριο διατύπωσε στη σκέψη 62 της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli κατά ΓΕΕΑ (C‑98/11 P, EU:C:2012:307), συνεπάγεται ότι, «αν θεωρήσουμε την Ένωση ως ένα παζλ, τότε η αδυναμία να αποδειχθεί η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα εντός μιας ή περισσότερων συγκεκριμένων εθνικών αγορών μπορεί να μην είναι καθοριστικής σημασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το “κομμάτι που λείπει” από το παζλ δεν επηρεάζει τη συνολική εικόνα η οποία συνίσταται στο ότι ένα σημαντικό μέρος του ενδιαφερόμενου ευρωπαϊκού κοινού, σε διάφορα μέρη ή περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκλαμβάνει το σημείο ως σήμα».


25      Επρόκειτο για τον λεγόμενο πίνακα «Nielsen» και για διαφημιστικό υλικό. Βλ., ιδίως, σημεία 84 έως 87 της επίμαχης αποφάσεως.