Language of document : ECLI:EU:F:2009:141

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2009

Υπόθεση F-33/08

V

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Άρνηση προσλήψεως για τον λόγο ότι δεν πληρούνται οι όροι υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων – Νομότυπο της διαδικασίας – Νομότυπο της ιατρικής εξετάσεως πριν από την πρόσληψη – Προπαρασκευαστικές πράξεις»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η V ζητεί, μεταξύ άλλων, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, της 15ης Μαΐου 2007, η οποία την ενημέρωνε ότι δεν πληροούσε τους όρους υγείας που απαιτούνταν για την άσκηση των καθηκόντων της, και να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή-αγωγή – Ισχυρισμοί – Ισχυρισμός περί παρατυπιών κατά την ιατρική εξέταση πριν από την πρόσληψη – Επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 33)

2.      Υπάλληλοι – Καθήκον μέριμνας που υπέχει η διοίκηση – Υποχρέωση κοινοποιήσεως στον υπάλληλο ατομικής αποφάσεως διατυπωμένης σε γλώσσα την οποία γνωρίζει σε βάθος

(Άρθρο 21, εδ. 3, ΕΚ)

3.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Τήρηση εύλογης προθεσμίας

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Άρνηση προσλήψεως λόγω μη πληρώσεως των απαιτούμενων όρων υγείας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, και 33· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 83)

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Δυνατότητα αυτεπάγγελτης καταδίκης του καθού οργάνου σε καταβολή αποζημιώσεως προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

1.      Στο μέτρο που η επίμαχη απόφαση με την οποία το όργανο αρνήθηκε την πρόσληψη λόγω μη πληρώσεως των απαιτούμενων όρων υγείας για την άσκηση των καθηκόντων ερείδεται όχι μόνο στη γνωμάτευση της ιατρικής επιτροπής, αλλά και στο σύνολο των ιατρικών πράξεων και εγγράφων που αναφέρονται ρητώς στην ως άνω γνωμάτευση, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται οι γνωματεύσεις των ιατρών που εξέτασαν τον υπάλληλο πριν από την πρόσληψη, τυχόν πλημμέλειες των τελευταίων δύνανται να επηρεάσουν τα συμπεράσματα της ιατρικής επιτροπής και, επομένως, τη νομιμότητα της επίμαχης αποφάσεως. Πράγματι, υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής εξετάσεως πριν από την πρόσληψη, της πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε ενδεχομένως από άλλους ιατρούς, της υποβολής της περιπτώσεως στην κρίση της ιατρικής επιτροπής, της γνωματεύσεως της ιατρικής επιτροπής και της εν λόγω αποφάσεως. Ο σύνδεσμος αυτός, λόγω της συνοχής των διαφόρων πράξεων της διαδικασίας αυτής μεταξύ τους, δικαιολογεί την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή εξέταση της νομιμότητας των προπαρασκευαστικών της αποφάσεως πράξεων.

(βλ. σκέψεις 132 και 133)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 11 Ιουλίου 1968, 35/67, Van Eick κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 777

ΠΕΚ: 31 Ιανουαρίου 2006, T‑293/03, Giulietti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑5 και II‑A‑2‑19, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Οι εισερχόμενοι στην υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν απολαμβάνουν απολύτου δικαιώματος να χρησιμοποιείται η γλώσσα της επιλογής τους, είτε αυτή είναι η μητρική τους γλώσσα είτε είναι μια άλλη γλώσσα της προτιμήσεώς τους, σε όλες τις διαδικασίες που επηρεάζουν την εργασία ή τη σταδιοδρομία τους. Η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος προφανώς δεν συνάδει με τις απαιτήσεις της εύρυθμης λειτουργίας των κοινοτικών οργάνων. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος είναι ευκταία, το δικαίωμα αυτό θα έπρεπε, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, να έχει το ίδιο περιεχόμενο για όλους τους μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους των Κοινοτήτων, όποιες και αν είναι οι συγκεκριμένες γλώσσες και ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο υπηρετούν. Ωστόσο, ο εκπατρισμός που συνήθως υφίστανται οι μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι των Κοινοτήτων και η ανάγκη οργανώσεως των υπηρεσιών καθιστούν εξαιρετικώς δύσκολη την υλοποίηση αυτής της απαιτήσεως.

Αντιθέτως, δυνάμει του καθήκοντος μέριμνας, εναπόκειται στα όργανα, οσάκις πρόκειται για την ατομική κατάσταση του μονίμου ή μη υπαλλήλου, να χρησιμοποιούν μια γλώσσα την οποία ο υπάλληλος γνωρίζει σε βάθος. Η υποχρέωση αυτή έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν η διοίκηση όχι μόνο προτίθεται να ενημερώσει δεόντως τον υπάλληλο για απόφαση που τον αφορά, αλλά και οφείλει να εξασφαλίσει ότι οι αναλύσεις και ψυχολογικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλεται ο υπάλληλος είναι απολύτως κατανοητές γι’ αυτόν και ότι η διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη αποδίδει πιστά και αντικειμενικά την προσωπικότητά του. Θα πρέπει επομένως να είναι ιδιαιτέρως υψηλό το επίπεδο της γνώσεως, από τον ενδιαφερόμενο, της γλώσσας στην οποία διεξάγονται οι εν λόγω εξετάσεις και αναλύσεις.

(βλ. σκέψεις 170, 171 και 173)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψη 46

ΔΔΔ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑51/05 και F‑18/06, Duyster κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 57 και 58· 7 Οκτωβρίου 2009, F‑122/07, Marcuccio κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 60

3.      Η υποχρέωση διεξαγωγής των διοικητικών διαδικασιών εντός εύλογου χρόνου συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής και η οποία επαναλαμβάνεται άλλωστε, ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος σε χρηστή διοίκηση, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, η παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας των διαδικασιών δεν δικαιολογεί, κατά κανόνα, την ακύρωση της αποφάσεως που λαμβάνεται κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, μόνον όταν η παρέλευση υπερβολικού χρόνου μπορεί να έχει αντίκτυπο σ’ αυτό καθαυτό το περιεχόμενο της αποφάσεως που λαμβάνεται κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας επηρεάζει η μη τήρηση της αρχής του εύλογου χρόνου το κύρος της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσλήψεως και της ιατρικής εξετάσεως πριν από την πρόσληψη, ενδεχόμενη παρέλευση υπερβολικού χρόνου δεν μπορεί, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να μεταβάλει τα ουσιαστικά στοιχεία που, ενδεχομένως, θεμελιώνουν ανικανότητα για την άσκηση καθηκόντων εντός του κοινοτικού οργάνου. Η ακύρωση, εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή, της αποφάσεως που ελήφθη βάσει αυτών των διαπιστώσεων θα είχε ως κύρια πρακτική συνέπεια την ακόμα μεγαλύτερη παράταση της διαδικασίας, με την αιτιολογία ότι η διαδικασία αυτή έχει ήδη διαρκέσει υπερβολικά πολύ.

(βλ. σκέψεις 209 έως 211)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 2000, C‑39/00 P, SGA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑11201, σκέψη 44

ΠΕΚ: 13 Ιανουαρίου 2004, T‑67/01, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑49, σκέψεις 36 και 40 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 11 Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑95 και II‑A‑2‑441, σκέψεις 162 και 163

4.      Ο τρόπος αιτιολογήσεως της γνωματεύσεως περί ανικανότητας που εκδίδει η ιατρική επιτροπή στο πλαίσιο της εξετάσεως πριν από την πρόσληψη, ο οποίος συνίσταται στη διαβίβαση της ιατρικής θεμελιώσεως των συμπερασμάτων της υπό μορφή ιατρικού απορρήτου στον προϊστάμενο της ιατρικής υπηρεσίας του οικείου κοινοτικού οργάνου, δεν είναι ικανοποιητικός για τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος δεν έχει άμεση πρόσβαση στις διαπιστώσεις που δικαιολογούν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η ιατρική επιτροπή. Παρά ταύτα, αυτός ο τρόπος αιτιολογήσεως δεν καθιστά πλημμελή τη γνωμάτευση, καθόσον η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις του ιατρικού απορρήτου. Ο συμβιβασμός αυτός επιτυγχάνεται μέσω της δυνατότητας που παρέχεται στον ενδιαφερόμενο να ζητήσει και να επιτύχει τη γνωστοποίηση, σε ιατρό της επιλογής του, των λόγων που θεμελιώνουν την ανικανότητα.

Ενώ μια τέτοια αιτιολογία της γνωματεύσεως της ιατρικής επιτροπής είναι ενδεχομένως επικριτέα όταν εμποδίζει, σε περίπτωση αμφισβητήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου, τον έλεγχο νομιμότητας στον οποίο προβαίνει ο κοινοτικός δικαστής, δεν ισχύει το ίδιο όταν επανειλημμένως το οικείο κοινοτικό όργανο δηλώνει στον κοινοτικό δικαστή ότι είναι διατεθειμένο να φέρει σε γνώση του το σύνολο των εγγράφων βάσει των οποίων η ιατρική επιτροπή εξέδωσε τη γνωμάτευσή της, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος δέχεται να απαλλάξει τα μέλη της εν λόγω επιτροπής από την υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου στην περίπτωσή του, ο τελευταίος όμως αρνείται κατηγορηματικά να απαντήσει στο αίτημα αυτό. Σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι ούτε η διοίκηση ούτε τα μέλη της ιατρικής επιτροπής, εκείνοι οι οποίοι, λόγω της επικλήσεως του ιατρικού απορρήτου, εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης.

(βλ. σκέψεις 221 έως 226)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 27 Οκτωβρίου 1977, 121/76, Moli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1977, σ. 611, σκέψεις 15 έως 17· 13 Απριλίου 1978, 75/77, Mollet κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 309, σκέψεις 15 έως 17· 10 Ιουνίου 1980, 155/78, M. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 237, σκέψεις 15 έως 19

5.      Ο κοινοτικός δικαστής δύναται, όταν κρίνει επί προσφυγής με αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, ακόμη κι αν δεν έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα, να καταδικάσει αυτεπαγγέλτως τη διοίκηση σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από υπηρεσιακό πταίσμα που βαρύνει τη διοίκηση. Εντούτοις, ο δικαστής ασκεί αυτή την αρμοδιότητα μόνον όταν απορρίπτει τη λύση της ακυρώσεως την οποία θα έπρεπε κανονικά να προκρίνει, λόγω των υπερβολικών συνεπειών που θα είχε μια τέτοια λύση ή λόγω του μη ενδεδειγμένου χαρακτήρα μιας τέτοιας κυρώσεως της διαπιστωθείσας παρατυπίας, ή όταν διαπιστώνει ότι η ακύρωση την οποία αποφασίζει δεν είναι ικανή να αποκαταστήσει προσηκόντως την προκληθείσα ζημία και προκειμένου να προσδώσει πρακτική χρησιμότητα στην ακυρωτική απόφαση.

(βλ. σκέψη 266)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 5 Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 229, σκέψεις 13 έως 15

ΠΕΚ: 31 Μαρτίου 2004, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑109 και II‑483, σκέψεις 84 έως 91

ΔΔΔ: 22 Οκτωβρίου 2008, F‑46/07, Τζιράνη κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 214 και 215· 5 Μαΐου 2009, F‑27/08, Simões Dos Santos κατά ΓΕΕΑ, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 142 έως 144