Language of document : ECLI:EU:F:2007:189

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 8ης Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση F-40/05

Marta Andreasen

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Ποινή της παύσεως – Πειθαρχικό συμβούλιο – Σύνθεση – Διαχρονική εφαρμογή των νέων διατάξεων – Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Τήρηση των προθεσμιών της πειθαρχικής διαδικασίας – Ne bis in idem – Αναλογικότητα – Αιτιολογία»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η M. Andreasen ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2004, περί παύσεως της προσφεύγουσας χωρίς μείωση των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων.

Απόφαση:         Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Νομιμότητα – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

(Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

3.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Αλυσιτελής χαρακτήρας λόγου αντλούμενου από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

4.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Θέση σε ισχύ νέων κανόνων εφαρμοζόμενων στο πειθαρχικό συμβούλιο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρα 5 §§ 1 και 4 και 6 § 5)

5.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Αρχή ne bis in idem – Αναστολή άσκησης καθηκόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρα 9 § 3, 23 § 1 και 24 § 2)

6.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Τασσόμενη προθεσμία για τη λήψη αποφάσεως επί της καταστάσεως υπαλλήλου που τελεί σε αναστολή άσκησης καθηκόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 24 § 2)

7.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρα 18 και 22 § 1)

8.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή – Ποινή της παύσεως

9.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Ελευθερία εκφράσεως – Άσκηση – Όρια – Αξιοπρέπεια του λειτουργήματος – Καθήκον πίστεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 11, 12, εδ. 1, και 21)

10.    Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Επίσημη συμμετοχή σε επιστημονικές εκδηλώσεις

11.    Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Ελευθερία εκφράσεως – Περιορισμοί δικαιολογούμενοι από το γενικό συμφέρον

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 17, εδ. 2)

12.    Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Πειθαρχική ποινή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

1.      Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) αναθέτει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στο πειθαρχικό συμβούλιο την αποκλειστική αρμοδιότητα να θέτουν σε εφαρμογή μια πειθαρχική διαδικασία. Καμία διάταξη των πειθαρχικών κανόνων που θεσπίζει ο ΚΥΚ δεν παρέχει τη δυνατότητα στο Πρωτοδικείο, με δική του πρωτοβουλία και ανεξαρτήτως των λόγων που εγκύρως προβάλλει ο προσφεύγων διάδικος, να επαναλάβει την πειθαρχική διαδικασία. Επομένως, ο έλεγχος της νομιμότητας που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την ακύρωση μιας πράξεως, περιορίζεται, ακόμα και στον πειθαρχικό τομέα, στον έλεγχο, βάσει των προβαλλόμενων λόγων και μόνον, της νομιμότητας της διεξαγωγής της πειθαρχικής διαδικασίας καθώς και του υποστατού, του περιεχομένου και της βαρύτητας των πραγματικών περιστατικών που έλαβε υπόψη η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προκειμένου να επιβάλει την προσβαλλόμενη πειθαρχική ποινή.

(βλ. σκέψη 111)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 4 Μαΐου 1999, T‑242/97, Z κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑77 και II‑401, σκέψη 19

2.      Τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση του οποίου διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός δικαστής εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και από τα στοιχεία που παρέχουν οι διεθνείς πράξεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν συνεργαστεί ή προσχωρήσει. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Το δικαίωμα του δικάζεσθαι από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο συνιστά τέτοιο θεμελιώδες δικαίωμα. Συγκεκριμένα, οι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να τύχουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν από την κοινοτική έννομη τάξη. Το δικαίωμα αυτό έχει καθιερωθεί και με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, επιπλέον, έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη του Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 122 και 124)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 18· 25 Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 39· 12 Ιουνίου 2003, C‑112/00, Schmidberger, Συλλογή 2003, σ. 5659, σκέψη 71· 1 Απριλίου 2004, C‑263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo‑Quéré, Συλλογή 2004, σ. I‑3425, σκέψη 29· 27 Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σκέψη 35· 18 Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψη 76· 13 Μαΐου 2007, C‑432/05, Unibet, Συλλογή 2007, σ. I‑2271, σκέψη 37

3.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, «[π]αν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.»

Δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ένας λόγος που αντλείται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο οποίος στρέφεται κατά της επιβολής ποινής προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ και επιβληθείσας κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά υπαλλήλου.

Αφενός, συγκεκριμένα, η ποινή αυτή δεν παρουσιάζει, προφανώς, τα χαρακτηριστικά αποφάσεως επί κατηγορίας ποινικής φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Αφετέρου, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η πειθαρχική απόφαση που εκδίδει μια διοικητική αρχή δεν υπόκειται αναγκαστικά στις απαιτήσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη, η οποία προβλέπει απλώς τη δυνατότητα να υποβληθεί η απόφαση αυτή προς έλεγχο ενώπιον δικαστηρίου που πληροί τους όρους που η διάταξη αυτή θέτει.

(βλ. σκέψεις 125 έως 127)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 17 Οκτωβρίου 1991, T‑26/89, De Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, σ. II‑781, σκέψη 94

4.      Τα άρθρα 5 έως 8 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004 επέφεραν ορισμένες τροποποιήσεις στη σύσταση και σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου. Η εφαρμογή των άρθρων αυτών σε ένα πειθαρχικό συμβούλιο που συστάθηκε πριν την ημερομηνία αυτή για να αποφανθεί επί περιπτώσεως υπαλλήλου που υφίσταται πειθαρχικές διώξεις όχι μόνον αφορά τα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως που διαμορφώθηκε υπό το κράτος του παλαιού νόμου, αλλά και έχει ως συνέπεια να προσδίδεται στα άρθρα αυτά αναδρομικό αποτέλεσμα.

Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που, κατά πάγια νομολογία, διέπουν τα διαχρονικά αποτελέσματα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και δεδομένου ότι στις νέες διατάξεις δεν υπάρχει καμία αναφορά, έστω και έμμεση, από την οποία να μπορεί να προκύψει ότι οι διατάξεις αυτές δύνανται να εφαρμοστούν αναδρομικώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω διατάξεις ουδόλως επιβάλλουν την επανεξέταση της συστάσεως και συνθέσεως ενός πειθαρχικού συμβουλίου που συστάθηκε πριν τη θέση τους σε ισχύ.

(βλ. σκέψεις 159 και 171)

5.      Το μέτρο της αναστολής άσκησης καθηκόντων που μπορεί να ληφθεί έναντι υπαλλήλου κατά του οποίου έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία έχει, εκ φύσεως, προσωρινό χαρακτήρα και δεν αποτελεί αφ’ εαυτού πειθαρχικό μέτρο, οπότε δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, που κατοχυρώνεται ρητώς με τις διατάξεις του ΚΥΚ που αφορούν το πειθαρχικό καθεστώς των υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 181 έως 183)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 29 Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 26

ΠΕΚ: 18 Οκτωβρίου 2001, T‑333/99, X κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2001, σ. II‑3021, σκέψεις 149 και 151

6.      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, ορίζοντας ότι η κατάσταση του υπαλλήλου, του οποίου έχει ανασταλεί η άσκηση των καθηκόντων, πρέπει να ρυθμίζεται οριστικά εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αναστολή άσκησης καθηκόντων παράγει αποτελέσματα και ότι, εάν δεν ληφθεί απόφαση εντός της προθεσμίας αυτής, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του, σκοπεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο μη καταβολής των αποδοχών σε υπάλληλο, κατά του οποίου έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία, για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση επί της υποθέσεώς του. Κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη αυτή προθεσμία είναι αποκλειστική υπό την έννοια ότι, μετά την εκπνοή της, ο υπάλληλος ανακτά το προνόμιο να λαμβάνει τις αποδοχές του στο ακέραιο. Αντιθέτως, από το γεγονός και μόνον ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν απεφάνθη οριστικώς επί της υποθέσεως του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου εντός της εν λόγω προθεσμίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η απόφαση με την οποία περατώνεται η κατά του υπαλλήλου αυτού κινηθείσα πειθαρχική διαδικασία στερείται νομιμότητας.

(βλ. σκέψεις 189 και 190)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 26 Ιανουαρίου 1995, T‑549/93, D κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑13 και II‑43, σκέψεις 32 και 33· 16 Μαΐου 2000, T‑121/99, Irving κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑85 και II‑357, σκέψη 49

7.      Μολονότι οι προθεσμίες που τάσσονται για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι αποκλειστικές, θέτουν ωστόσο έναν κανόνα χρηστής διοικήσεως με σκοπό να αποφεύγεται, προς το συμφέρον τόσο της διοικήσεως όσο και των υπαλλήλων, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έκδοση της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία αυτή. Επομένως, οι πειθαρχικές αρχές έχουν την υποχρέωση να διεξάγουν την πειθαρχική διαδικασία με επιμέλεια και να ενεργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε κάθε πράξη της πειθαρχικής δίωξης να εκδίδεται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την πράξη που προηγείται αυτής. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, που μπορεί να εκτιμηθεί μόνο βάσει των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της πράξεως που εκδόθηκε εκπροθέσμως, τούτο δε τόσο κατά τον παλαιό ΚΥΚ όσο και κατά τον ΚΥΚ όπως ισχύει από 1ης Μαΐου 2004.

(βλ. σκέψεις 194 και 195)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 4 Φεβρουαρίου 1970, 13/69, Van Eick κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1970, σ. 239, σκέψη 4· 29 Ιανουαρίου 1985, 228/83, F. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 275, σκέψη 30· 19 Απριλίου 1988, 175/86 και 209/86, M. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 1891, σκέψη 16

ΠΕΚ: De Compte κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 88· D κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 25· 30 Μαΐου 2002, T‑197/00, Onidi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑69 και II‑325, σκέψη 91· 10 Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1669, σκέψη 47

8.      Μια απόφαση που επιβάλλει την ποινή της παύσεως συνεπάγεται αναγκαστικά ότι το θεσμικό όργανο προέβη σε λεπτές εκτιμήσεις, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών και αμετάκλητων συνεπειών που απορρέουν από την εν λόγω ποινή. Το θεσμικό όργανο διαθέτει συναφώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται σε μια επαλήθευση, αφενός, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και, αφετέρου, του ότι το θεσμικό όργανο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών.

(βλ. σκέψη 220)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 28 Σεπτεμβρίου 1999, T‑141/97, Yasse κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑177 και II‑929, σκέψη 63

9.      Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ (όπως είχε μέχρι τις 30 Απριλίου 2004) αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει ότι οι κοινοτικοί υπάλληλοι παρουσιάζουν, με τη συμπεριφορά τους, εικόνα αξιοπρέπειας που συνάδει προς την άψογη και κόσμια συμπεριφορά που δικαιούται κανείς να αναμένει από υπαλλήλους διεθνών οργανισμών. Από αυτό προκύπτει, ιδίως, ότι ύβρεις που εκστομίστηκαν δημοσίως από υπάλληλο και θίγουν την αξιοπρέπεια των προσώπων κατά των οποίων στρέφονται συνιστούν αφ’ εαυτών προσβολή της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο του ΚΥΚ συνιστά, όπως ακριβώς και τα άρθρα 11 και 21, συγκεκριμένη έκφραση της υποχρεώσεως εντιμότητας, που επιβάλλει στον υπάλληλο όχι μόνο να απέχει από συμπεριφορές που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος και τον σεβασμό που οφείλεται στο θεσμικό όργανο και στις αρχές του, αλλά επίσης να επιδεικνύει, κατά μείζονα δε λόγο αν είναι υψηλόβαθμος, συμπεριφορά υπεράνω πάσης υποψίας, κατά τρόπο ώστε να διατηρούνται συνεχώς οι δεσμοί εμπιστοσύνης που υφίστανται μεταξύ του θεσμικού οργάνου και του υπαλλήλου. Το εν λόγω άρθρο 12 δεν συνιστά κώλυμα στην ελευθερία της έκφρασης, που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του οποίου απολαύουν οι κοινοτικοί υπάλληλοι, αλλά επιβάλλει εύλογους περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος αυτού προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, έχουν κριθεί ως σοβαρές ύβρεις που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια εκείνων κατά των οποίων στρέφονται όχι μόνον οι κατηγορίες που είναι αφ’ εαυτών ικανές να θίξουν την αξιοπρέπεια των προσώπων αυτών, αλλά και οι ισχυρισμοί που μπορούν να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την επαγγελματική τους εντιμότητα. Η μορφή των ισχυρισμών αυτών είναι άνευ σημασίας: καλύπτονται τόσο οι ευθείες επιθέσεις όσο και οι ισχυρισμοί που εκφράζονται διστακτικά, έμμεσα, συγκαλυμμένα, μέσω υπαινιγμών ή κατά προσώπων που δεν κατονομάζονται ρητώς, των οποίων όμως η ταυτοποίηση καθίσταται δυνατή.

Συναφώς, η αποστολή, εκ μέρους ενός υπαλλήλου, σημειωμάτων που, εκ φύσεως, θίγουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του συνιστά, καθαυτή, παράβαση της υποχρεώσεως του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, ανεξαρτήτως της δημοσιότητας που ενδεχομένως δόθηκε στα σημειώματα αυτά.

(βλ. σκέψεις 233 έως 235)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 26 Νοεμβρίου 1991, T‑146/89, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1991, σ. II‑1293, σκέψη 76· 15 Μαΐου 1997, T‑273/94, N κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑97 και II‑289, σκέψεις 126 έως 129· 17 Φεβρουαρίου 1998, T‑183/96, E κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑67 και II‑159, σκέψεις 38, 39 και 41· 19 Μαΐου 1999, T‑34/96 και T‑163/96, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑87 και II‑463, σκέψεις 123, 124 και 129· 12 Σεπτεμβρίου 2000, T‑259/97, Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑169 και II‑773, σκέψεις 29, 30 και 47

10.    Μόνο στην ιεραρχικώς προϊστάμενη αρχή απόκειται να αποφασίσει, με πλήρη ελευθερία, κατά πόσον είναι σκόπιμο να επιτρέψει στους υπαλλήλους της να συμμετέχουν, υπό την επίσημή τους ιδιότητα, σε επιστημονικές εκδηλώσεις.

(βλ. σκέψη 250)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 17 Μαΐου 1984, 338/82, Albertini και Montagnani κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. 2123, σκέψη 32

11.    Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, που καθιερώνεται με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα την τήρηση του οποίου διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής και του οποίου απολαύουν, ειδικότερα, οι κοινοτικοί υπάλληλοι. Ωστόσο, το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο, αλλά δύναται να συνοδεύεται από περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και αφόρητη επέμβαση που θίγει αυτή καθ’ εαυτήν την ουσία του εξασφαλιζόμενου δικαιώματος. Εξεταζόμενο υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών, το άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ (όπως ίσχυε μέχρι τις 30 Απριλίου 2004), που αφορά την εκ μέρους των υπαλλήλων δημοσίευση κειμένων σχετικών με τη δραστηριότητα των Κοινοτήτων δεν μπορεί να θεωρείται ότι επιβάλλει αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης των υπαλλήλων.

Πρώτον, η απαίτηση του άρθρου αυτού περί προηγούμενης άδειας δημοσιεύσεως ανταποκρίνεται στον θεμιτό σκοπό αποτροπής του ενδεχομένου κείμενο που αφορά τη δραστηριότητα των Κοινοτήτων να θίγει τα συμφέροντά τους και, ιδίως, τη φήμη και την έξωθεν καλή μαρτυρία ενός από τα θεσμικά όργανα. Δεύτερον, το εν λόγω άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο, δεν συνιστά δυσανάλογο μέτρο, σε σχέση με τον σκοπό γενικού συμφέροντος που το εν λόγω άρθρο επιδιώκει. Αφενός, η εκ των προτέρων άδεια δημοσιεύσεως απαιτείται μόνον οσάκις το κείμενο που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος σχεδιάζει να δημοσιεύσει ή να δώσει προς δημοσίευση συνδέεται με τη δραστηριότητα των Κοινοτήτων. Αφετέρου, ουδόλως καθιερώνεται απόλυτη απαγόρευση δημοσιεύσεως. Αντιθέτως, το άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του ΚΥΚ καθιερώνει σαφώς την αρχή της χορηγήσεως της άδειας δημοσιεύσεως, ορίζοντας ότι η άδεια αυτή μπορεί να μη δοθεί μόνον αν η επίδικη δημοσίευση είναι τέτοιας φύσεως ώστε να θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των Κοινοτήτων.

(βλ. σκέψεις 251 και 252)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Connolly κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 148 και 149 έως 152

12.    Η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως σκοπεί, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι και, αφετέρου, να καταστήσει δυνατό τον δικαστικό έλεγχό της.

Το ζήτημα αν η αιτιολογία της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής με την οποία επιβάλλεται ποινή σε έναν υπάλληλο ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο σε σχέση με το κείμενο της αποφάσεως, αλλά και σε σχέση με το γενικό πλαίσιό της, καθώς και με το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Συναφώς, μολονότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να επισημαίνει επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη εις βάρος του υπαλλήλου, καθώς και τις εκτιμήσεις που την οδήγησαν να επιβάλει την επιλεγείσα ποινή, πλην όμως δεν υποχρεούται να συζητά όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που προβλήθηκαν από τον ενδιαφερόμενο κατά τη διοικητική διαδικασία. Στην περίπτωση που η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή επιλέγει την ίδια ποινή με αυτή που προτείνει το πειθαρχικό συμβούλιο, δεν απαιτείται πρόσθετη αιτιολογία σχετικά με τον ενδεδειγμένο χαρακτήρα της ποινής.

(βλ. σκέψεις 259 και 260)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 20 Νοεμβρίου 1997, C‑188/96 P, Επιτροπή κατά V, Συλλογή 1997, σ. I‑6561, σκέψεις 26 έως 29·

ΠΕΚ: 28 Μαρτίου 1995, T‑12/94, Daffix κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑71 και II‑233, σκέψη 33· 16 Ιουλίου 1998, T‑144/96, Y κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑405 και II‑1153, σκέψη 27· Connolly κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 93· Onidi κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 156· 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑277/01, Stevens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑253 και II‑1273, σκέψεις 70 και 71