Language of document : ECLI:EU:F:2013:16

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2013

Υπόθεση F‑58/08

Chiara Avogadri κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Μη μόνιμο προσωπικό – Άρθρα 2, 3α και 3β του ΚΛΠ – Έκτακτοι υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα – Διάρκεια της συμβάσεως – Άρθρα 8 και 88 του ΚΛΠ – Απόφαση της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004, σχετικά με την ανώτατη διάρκεια προσφυγής σε μη μόνιμο προσωπικό για την επάνδρωση των υπηρεσιών της – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Δυνατότητα εφαρμογής στα θεσμικά όργανα»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η C. Avogadri και δώδεκα άλλοι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί καθορισμού των όρων προσλήψεώς τους, καθόσον η σύμβασή τους ή η παράτασή της περιορίζεται σε ορισμένο χρόνο.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος. Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία – Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως – Προϋποθέσεις – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

2.      Πράξεις των οργάνων – Οδηγίες – Οδηγία 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Απευθείας επιβολή υποχρεώσεων στα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το προσωπικό τους – Αποκλείεται – Μη δυνατότητα επικλήσεώς της – Περιεχόμενο

(Άρθρο 288 ΣΛΕΕ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 8 και 88· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου)

3.      Υπάλληλοι – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα προλήψεως της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Περιεχόμενο

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1)

4.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Σταθερότητα της απασχολήσεως – Σκοπός που δεν έχει χαρακτήρα εξαναγκασμού – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Επιτρέπεται

(Άρθρο 151 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 30 και 31· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 8 και 88· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 και παράρτημα, αιτιολογική σκέψη 5 και ρήτρα 1, στοιχείο β΄)

5.      Υπάλληλοι – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα προλήψεως της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων – Αντικειμενικοί λόγοι – Έννοια – Εφαρμογή στους συμβασιούχους υπαλλήλους που είναι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 3α, 3β, 8 και 88· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄)

6.      Υπάλληλοι – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα προλήψεως της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Υποχρέωση επαναχαρακτηρισμού συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου – Δεν υφίσταται

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 3α και 85 §§ 1 και 2· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 2)

7.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Απόφαση συνάψεως ή ανανεώσεως συμβάσεως εργασίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού)

1.      Κατά το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όταν η προσφυγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

Στην αναφερόμενη στη διάταξη αυτή δεύτερη περίπτωση εμπίπτει κάθε προσφυγή προδήλως απορριπτέα για λόγους που αφορούν την ουσία της υποθέσεως. Η απόρριψη μιας τέτοιας προσφυγής με αιτιολογημένη διάταξη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας όχι μόνο συμβάλλει στη μείωση της διάρκειας της δίκης, ιδίως όταν αυτή είναι ασυνήθιστα μακρά, αλλά απαλλάσσει επίσης τους διαδίκους από τα έξοδα που συνεπάγεται κατ’ ανάγκη η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Η λύση αυτή δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο σε μια περίπτωση κατά την οποία η πραγματική κατάσταση των προσφευγόντων, καθώς και οι προβαλλόμενοι λόγοι και νομικοί ισχυρισμοί, δεν διαφέρουν από εκείνους άλλης υποθέσεως στην οποία η προσφυγή απορρίφθηκε από τον δικαστή της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 30 και 31)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 27 Σεπτεμβρίου 2011, F‑105/06, Lübking κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41

2.      Δεδομένου ότι αποδέκτες των οδηγιών είναι τα κράτη μέλη και όχι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, και της προσαρτημένης σ’ αυτή ως παράρτημα συμφωνίας‑πλαισίου, επιβάλλουν αυτές καθεαυτές υποχρεώσεις στα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το προσωπικό τους. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, που συνιστούν εφαρμογή τη συμφωνίας πλαίσιο, δεν μπορούν, καθεαυτές, να αποτελέσουν έρεισμα ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας έναντι των άρθρων 8 και 88 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

Δεν μπορεί πάντως να αποκλεισθεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας‑πλαισίου μπορούν να προβληθούν κατά θεσμικού οργάνου στο πλαίσιο των σχέσεων με τους μόνιμους υπαλλήλους του και το λοιπό προσωπικό του, όταν αυτές αποτελούν έκφραση μιας γενικής αρχής του δικαίου.

(βλ. σκέψεις 44 και 46)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 21 Σεπτεμβρίου 2011, T‑325/09 P, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση Adjemian II), σκέψεις 51, 52 και 56

ΔΔΔΕΕ: 4 Ιουνίου 2009, F‑134/07, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση Adjemian I), σκέψη 87· 11 Ιουλίου 2012, F‑85/10, AI κατά Δικαστηρίου, σκέψη 133

3.      Η συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία περιέχεται ως παράρτημα στην οδηγία 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, σκοπό έχει τη διασφάλιση της αρχής της απαγορεύσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, εξαγγέλλοντας, στη ρήτρα 5, σημείο 1, αυτής ελάχιστες απαιτήσεις, προκειμένου να αποφεύγεται η καταχρηστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι απαιτήσεις αυτές συνιστούν, βεβαίως, κανόνες του εργατικού δικαίου της Ένωσης που έχουν ιδιαίτερη σημασία, αλλά δεν αποτελούν παρά ταύτα έκφραση γενικών αρχών του δικαίου.

(βλ. σκέψη 49)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Adjemian I, προπαρατεθείσα, σκέψεις 96 και 97

4.      Καίτοι η σταθερότητα της απασχολήσεως νοείται ως προέχον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, δεν συνιστά γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας μπορεί να εκτιμηθεί η νομιμότητα πράξεως θεσμικού οργάνου. Ειδικότερα, ουδόλως προκύπτει από την οδηγία 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, και από τη συμφωνία-πλαίσιο που έχει προσαρτηθεί σ’ αυτή ως παράρτημα ότι η σταθερότητα της απασχολήσεως έχει αναχθεί σε γενική αρχή του δικαίου. Εξάλλου, οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 της οδηγίας, καθώς και το πρώτο εδάφιο του προοιμίου και η αιτιολογική σκέψη 5 της συμφωνίας‑πλαισίου, τονίζουν την αναγκαιότητα επιτεύξεως ισορροπίας μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας. Επιπροσθέτως, η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει ούτε γενική υποχρέωση στον εργοδότη να προβλέπει, κατόπιν ορισμένου αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου εργασίας, τη μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Μολονότι η σταθερότητα της απασχολήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενική αρχή του δικαίου, αποτελεί, αντιθέτως, σκοπό που επιδιώκουν οι υπογράφοντες τη συμφωνία-πλαίσιο, η ρήτρα 1, στοιχείο β΄, της οποίας ορίζει ότι σκοπός της συμφωνίας είναι η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τα άρθρα 30 και 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε από τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που αφορούν την πραγματοποίηση και τη διατήρηση του όσο το δυνατόν σταθερότερου επιπέδου απασχολήσεως.

Αφενός, πράγματι, όσον αφορά τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, καίτοι από το άρθρο 151 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι αυτός αποτελεί πηγή εμπνεύσεως την οποία η Ένωση οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίωξη των στόχων που εξαγγέλλει αυτό το άρθρο, η εν λόγω διάταξη δεν ανάγει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη σε κανόνα με γνώμονα τον οποίο θα πρέπει να εκτιμάται το συμβατό της νομοθεσίας της Ένωσης.

Αφετέρου, όσον αφορά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 30 αυτού δεν καταδικάζει την αλυσιδωτή σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Επιπλέον, η λύση συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, λόγω απλώς και μόνο της λήξεως της χρονικής της διάρκειας, δεν συνιστά απόλυση, η οποία πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη όσον αφορά την ικανότητα, τη συμπεριφορά ή τις λειτουργικές ανάγκες του θεσμικού οργάνου. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 30 του εν λόγω Χάρτη ότι το άρθρο αυτό θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή των άρθρων 8 και 88 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού και της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004, σχετικά με την ανώτατη διάρκεια προσφυγής σε μη μόνιμο προσωπικό για την επάνδρωση των υπηρεσιών της ή ότι εφαρμόζεται ως γενική αρχή του δικαίου ή λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία του περιεχομένου της οδηγίας 1999/70.

(βλ. σκέψεις 51 έως 55)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Adjemian I, προπαρατεθείσα, σκέψεις 98 και 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Η έννοια των αντικειμενικών λόγων, κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄ της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιέχεται ως παράρτημα στην οδηγία 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορώσα σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και, επομένως, μπορούν να δικαιολογούν σ’ αυτή την ιδιαίτερη αλληλουχία τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και από τα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, από την επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους μέλους.

Όσον αφορά την κατηγορία των συμβασιούχων υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα κατά την έννοια του άρθρου 3β του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, η δημιουργία της οποίας ανταποκρίνεται σε ειδικές ανάγκες, διαφορετικές από αυτές που καλύπτει η κατηγορία των συμβασιούχων υπαλλήλων, στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 3α του εν λόγω καθεστώτος, κάθε απασχόληση συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα πρέπει να ανταποκρίνεται σε παροδικές ή περιοδικές ανάγκες. Το κύριο, όμως, χαρακτηριστικό των συμβάσεων εργασίας συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα είναι η προσωρινότητά τους, η οποία αντιστοιχεί στον σκοπό των συμβάσεων αυτών ο οποίος συνίσταται στην εκτέλεση από το περιστασιακό προσωπικό καθηκόντων που ως εκ της φύσεώς τους ή ελλείψει μονίμου υπαλλήλου είναι προσωρινά. Σε μια υπηρεσία με πολυάριθμο προσωπικό, είναι αναπόφευκτο τέτοιες ανάγκες να επαναλαμβάνονται, ιδίως λόγω της ελλείψεως διαθέσιμων μονίμων υπαλλήλων, του οφειλόμενου στις περιστάσεις υπερβολικού φόρτου εργασίας ή της ανάγκης κάθε γενικής διευθύνσεως να στελεχωθεί περιστασιακά με προσωπικό ειδικών προσόντων ή γνώσεων. Οι περιστάσεις αυτές αποτελούν αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν τόσο τον ορισμένο χρόνο των συμβάσεων των επικουρικών υπαλλήλων όσο και την ανανέωσή τους σε συνάρτηση με την επέλευση των εν λόγω αναγκών.

Ομοίως, υπό το πρίσμα των συμφυών με τις δραστηριότητες των επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα συμβασιούχων υπαλλήλων, οι διατάξεις των άρθρων 8 και 88 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού δεν θίγουν τους σκοπούς της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και τις ελάχιστες απαιτήσεις της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας αυτής, εφόσον πρέπει να ερμηνεύονται ομού με το άρθρο 3β του εν λόγω καθεστώτος, το οποίο επίσης πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της εν λόγω συμφωνίας‑πλαισίου.

(βλ. σκέψεις 64, 65, 69 και 70)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ., σκέψεις 69 και 70

ΓΔΕΕ: απόφαση Adjemian II, προπαρατεθείσα, σκέψη 86

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Adjemian I, προπαρατεθείσα, σκέψεις 128, 132 και 133

6.      Η συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιέχεται ως παράρτημα στην οδηγία 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, δεν θέτει ως γενική υποχρέωση να προβλέπεται, κατόπιν ορισμένου αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή της συμπληρώσεως ορισμένης περιόδου εργασίας, η μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Βεβαίως, το άρθρο 85, παράγραφοι 1 και 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού καθορίζει, όσον αφορά τους κατά το άρθρο 3α συμβασιούχους υπαλλήλους, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διαδοχικές συμβάσεις μπορούν να καταλήγουν σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εναρμονίζεται έτσι με τον στόχο που επιδιώκεται με τη ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι οι διατάξεις που εφαρμόζονται στους επιφορτισμένους με επικουρικά καθήκοντα συμβασιούχους υπαλλήλους δεν προβλέπουν τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου εξακολουθεί να είναι συμβατό με την ανωτέρω ρήτρα ελλείψει γενικής υποχρεώσεως υπ’ αυτή την έννοια.

(βλ. σκέψεις 71 και 72)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Adjemian I, προπαρατεθείσα, σκέψη 134

7.      Σε περίπτωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αρχή δεν υποχρεούται να αιτιολογεί κάθε απόφαση για τη σύναψη μιας νέας συμβάσεως εργασίας ή την ανανέωση της προηγούμενης συμβάσεως εργασίας για αόριστο χρόνο με αναφορά σε άλλες διατάξεις εκτός από τις σχετικές διατάξεις του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού και, ενδεχομένως, στην απόφαση της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004, σχετικά με την ανώτατη διάρκεια προσφυγής σε μη μόνιμο προσωπικό για την επάνδρωση των υπηρεσιών της.

(βλ. σκέψη 84)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση Adjemian II, προπαρατεθείσα, σκέψη 95