Language of document : ECLI:EU:T:2019:69

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 7ης Φεβρουαρίου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης SWEMAC – Εταιρική επωνυμία ή προγενέστερη εθνική εμπορική ονομασία SWEMAC Medical Appliances AB – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής – Άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001) – Άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001) – Αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση T‑287/17,

Swemac Innovation AB, με έδρα το Linköping (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τον G. Nygren, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον J. Crespo Carrillo,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

SWEMAC Medical Appliances AB, με έδρα το Täby (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τον P. Jonsell, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 24ης Φεβρουαρίου 2017 (υπόθεση R 3000/2014-5), σχετικά με διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας μεταξύ της Swemac Innovation και της SWEMAC Medical Appliances,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, K. Kowalik-Bańczyk και C. Mac Eochaidh (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Αυγούστου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Οκτωβρίου 2017,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2017 περί αναστολής της διαδικασίας,

έχοντας υπόψη το έγγραφο της προσφεύγουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2018,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 2 Οκτωβρίου 2007, η προσφεύγουσα, Swemac Innovation AB, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε, ο οποίος επίσης αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο SWEMAC.

3        Οι υπηρεσίες και τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στις κλάσεις 10 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 10: «Όργανα και συσκευές ιατροχειρουργικής»·

–        κλάση 42: «Υπηρεσίες έρευνας και αναπτύξεως σχετικά με όργανα και συσκευές ιατροχειρουργικής».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 9/2008, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, και το λεκτικό σημείο SWEMAC καταχωρίσθηκε ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 4 Σεπτεμβρίου 2008 με αριθμό 006326117, μεταξύ άλλων για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

5        Στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, η παρεμβαίνουσα, SWEMAC Medical Appliances AB, υπέβαλε αίτηση κηρύξεως μερικής ακυρότητας του αμφισβητούμενου σήματος, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 60, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού (νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001), για το σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Προς στήριξη της αιτήσεώς της για την κήρυξη ακυρότητας, η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε τη σουηδική εταιρική επωνυμία SWEMAC Medical Appliances AB (στο εξής: προγενέστερο σημείο), η οποία είχε καταχωρισθεί, ως επιχείρηση, στις 12 Δεκεμβρίου 1997 για τις δραστηριότητες «Σχεδιασμός, κατασκευή και πώληση κυρίως ιατρικού εξοπλισμού καθώς και συναφούς εξοπλισμού και δραστηριότητες συμβατές με τα προϊόντα αυτά» και, ως εταιρική επωνυμία, στις 10 Φεβρουαρίου 1998. Ισχυρίστηκε ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως. Η παρεμβαίνουσα προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει τη χρήση του προγενέστερου σημείου στις συναλλαγές.

7        Στις 25 Σεπτεμβρίου 2014, το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στο σύνολό της, για τον λόγο ότι η παρεμβαίνουσα δεν είχε αποδείξει ότι η έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σημείου στη Σουηδία δεν ήταν μόνον τοπική κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας και ότι, ως εκ τούτου, δεν επληρούτο μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

8        Στις 24 Νοεμβρίου 2014, η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων. Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, προσκόμισε συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση του προγενέστερου σημείου.

9        Με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO έκανε δεκτή την προσφυγή, ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων και κήρυξε την ακυρότητα του αμφισβητούμενου σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

10      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η παρεμβαίνουσα είχε αποδείξει ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με τη σουηδική νομοθεσία.

11      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως. Συναφώς, τόνισε τον μεγάλο βαθμό ομοιότητας τόσο μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, δεδομένου ότι αυτά είναι είτε πανομοιότυπα είτε παρεμφερή, όσο και μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του αμφισβητούμενου σήματος, δεδομένου ότι αμφότερα περιέχουν το διακριτικό και κυρίαρχο στοιχείο «swemac».

12      Τρίτον, το τμήμα προσφυγών εξέτασε αν ενδεχόμενη συνύπαρξη των αντιπαρατιθέμενων σημείων μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο συγχύσεως που διαπιστώθηκε και συνήγαγε το συμπέρασμα ότι μια τέτοια συνύπαρξη δεν είχε αποδειχθεί, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων περί της χρήσεως του αμφισβητούμενου σήματος και ελλείψει συνυπάρξεως που θα βασιζόταν στην απουσία κινδύνου συγχύσεως.

13      Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής, κατά την έννοια του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001).

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να αποκαταστήσει την πλήρη ισχύ του αμφισβητούμενου σήματος, μεταξύ άλλων για τα οικεία προϊόντα και τις οικείες υπηρεσίες·

–        να καταδικάσει την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδά της ενώπιον του EUIPO και ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ήτοι σε 1 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

15      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει το αμφισβητούμενο σήμα·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του EUIPO.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

17      Το EUIPO αμφισβητεί το παραδεκτό των παραρτημάτων A.2, A.3, A.9, A.10, A.11, A.12, A.13 και A.14 του δικογράφου της προσφυγής. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι τα στοιχεία αυτά δεν υποβλήθηκαν σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO. Η προσφεύγουσα προσκόμισε τα επίμαχα παραρτήματα προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη «δικαιώματος επί του αμφισβητούμενου σήματος» προ της καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεώς του (παραρτήματα A.2 και A.3), την αδιάλειπτη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος μεταξύ 2009 και 2016 για όργανα και συσκευές ιατροχειρουργικής (παράρτημα A.9), τον λόγο της καθυστερήσεως στην καταχώριση της νέας εταιρικής επωνυμίας της θυγατρικής της (παράρτημα A.11), και τη συνύπαρξη αντιπαρατιθέμενων σημείων (παραρτήματα A.12, A.13 και A.14). Τέλος, το παράρτημα Α.10 προσκομίστηκε για να στηρίξει τη θέση της προσφεύγουσας ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως.

18      Πρέπει να τονιστεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 65 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 72 του κανονισμού 2017/1001), το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφυγής τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιόν του [βλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, International Gaming Projects κατά EUIPO – adp Gauselmann (TRIPLE EVOLUTION), T-82/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:66, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

19      Εν προκειμένω, τα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 17 ανωτέρω προσκομίσθηκαν το πρώτον στο πλαίσιο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, πλην του παραρτήματος A.10, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αποδεικτική ισχύς τους.

20      Το παράρτημα Α.10 περιέχει μια απόφαση του Marknadsdomstolen (εμποροδικείου, Σουηδία). Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι μία παράγραφος της αποφάσεως αυτής μεταφράζεται στο σημείο 28 του δικογράφου της προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν μπορεί να απαγορεύεται ούτε στους διαδίκους ούτε στο ίδιο το Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνουν υπόψη, κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, στοιχεία αντλούμενα από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Αυτή η δυνατότητα παραπομπής σε αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν επηρεάζεται από τη νομολογία κατά την οποία η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιόν τους, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για περίπτωση μη συνεκτιμήσεως εκ μέρους του τμήματος προσφυγών πραγματικών στοιχείων από συγκεκριμένη απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αλλά για περίπτωση επικλήσεως της εθνικής νομολογίας προς στήριξη αιτιάσεως σχετικής με παράβαση διατάξεως του κανονισμού 207/2009 [πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, Vitakraft-Werke Wührmann κατά ΓΕΕΑ – Johnson’s Veterinary Products (VITACOAT), T‑277/04, EU:T:2006:202, σκέψεις 70 και 71].

21      Στον βαθμό που η προσφεύγουσα στηρίζεται, στο σημείο 28 του δικογράφου της προσφυγής, σε μία μόνον παράγραφο της αποφάσεως του εθνικού δικαστηρίου η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω προκειμένου να αναπτύξει μια ανάλογη συλλογιστική στην παρούσα υπόθεση, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεικτικό στοιχείο με τη στενή έννοια του όρου [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2005, ARTHUR ET FELICIE, T-346/04, EU:T:2005:420, σκέψη 20, και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Castellblanch κατά ΓΕΕΑ – Champagne Roederer (CRISTAL CASTELLBLANCH), T-29/04, EU:T:2005:438, σκέψη 16]. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 20 ανωτέρω και στην παρούσα σκέψη, το παράρτημα A.10 είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

22      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, κατ’ ουσίαν, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού καθώς και με τη σουηδική νομοθεσία περί σημάτων και, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού καθώς και με τη σουηδική νομοθεσία περί σημάτων

23      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατά το οποίο «το εν λόγω σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος», δεν πληρούται και ότι, ως εκ τούτου, η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, βάσει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού δεν είναι δυνατό να ευδοκιμήσει. Το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως λόγω των προγενέστερων δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, της μακροχρόνιας συνυπάρξεως του αμφισβητούμενου σήματος και του προγενέστερου σημείου και της γνώσεως, από την παρεμβαίνουσα, της εκ μέρους της προσφεύγουσας χρήσεως αυτών των προγενέστερων δικαιωμάτων, χρήση την οποία η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει με διάφορους τρόπους στο δικόγραφο της προσφυγής ως εταιρική επωνυμία, μη καταχωρισμένο σήμα, σήμα, σημείο, εμπορική ονομασία ή εμπορικό σημείο.

24      Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, μολονότι η παρεμβαίνουσα είχε αποκτήσει δικαίωμα επί του προγενέστερου σημείου πριν από την καταχώριση του αμφισβητούμενου σήματος, εντούτοις η προσφεύγουσα απέδειξε την ύπαρξη ενός έτι παλαιότερου δικαιώματος επί της εταιρικής επωνυμίας Swemac Orthopaedics AB, που ενσωματώνει το διακριτικό στοιχείο του αμφισβητούμενου σήματος, καθώς και επί του μη καταχωρισμένου σήματος SWEMAC.

25      Συναφώς, αφενός, υποστηρίζει, στο δικόγραφο της προσφυγής, ότι απέκτησε την εταιρική επωνυμία Swemac Orthopaedics AB δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της κατά 100 % θυγατρικής της και μιας εταιρίας η οποία έφερε την εν λόγω επωνυμία, υπογραφείσας στις 11 Φεβρουαρίου 1998, πλην όμως η ημερομηνία από την οποία άρχισε να παράγει αποτελέσματα ήταν η 30ή Δεκεμβρίου 1997. Με τη σύμβαση αυτή, η θυγατρική της απέκτησε τη φήμη και την πελατεία της μεταβιβάζουσας εταιρίας και την εταιρική επωνυμία της. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα επί της εν λόγω εταιρικής επωνυμίας από την ημερομηνία κατά την οποία η μεταβιβάζουσα εταιρία την είχε αρχικώς καταχωρίσει, στις 22 Δεκεμβρίου 1995. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι χρησιμοποιούσε αδιαλείπτως την εταιρική επωνυμία της, τουλάχιστον από την ημερομηνία της πρώτης καταχωρίσεως της «τρέχουσας εταιρικής επωνυμίας της» το 1995 και ότι η επωνυμία swemac εχρησιμοποιείτο από την ίδια και από τη δικαιοπάροχό της από το 1991.

26      Αφετέρου, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι, κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίδικου σήματος στις 2 Οκτωβρίου 2007, χρησιμοποιούσε το «αμφισβητούμενο σήμα» στις εμπορικές της δραστηριότητες τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 1998, εποχή της αναφερόμενης στη σκέψη 25 ανωτέρω αποκτήσεως της εταιρικής επωνυμίας, της φήμης και της πελατείας. Επικαλείται μια αδιάσπαστη αλυσίδα χρήσεως καθώς και δικαιώματα επί του «σήματος» που χρονολογούνται από το 1995 και υποστηρίζει ότι χρησιμοποιούσε το «σήμα της/εμπορική επωνυμία της» τόσο πριν από την καταχώριση (πριν από την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) όσο και μετά την καταχώριση, και τούτο τουλάχιστον από το 2001, γεγονός που της παρέσχε τη δυνατότητα να αποδείξει, επί δεκατρία έτη πριν από την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας «τη συνύπαρξή του/της με το σήμα στην οικεία αγορά και έναντι του ενδιαφερόμενου κοινού». Επίσης ισχυρίζεται ότι είχε ήδη χρησιμοποιήσει το σήμα της SWEMAC τουλάχιστον από το 2004.

27      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν η παρεμβαίνουσα ήταν δικαιούχος προγενέστερου δικαιώματος, όπερ δεν ισχύει, αυτή η τελευταία δεν θα είχε κανένα δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος δυνάμει των άρθρων 7 και 8 του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου του 2010 περί σημάτων, όσον αφορά τα δικαιώματα που θεμελιώνονται διά της χρήσεως, καθώς και του άρθρου 15 του ίδιου κεφαλαίου του εν λόγω νόμου, σχετικά με την αδράνεια.

28      Συναφώς, η προσφεύγουσα εξαίρει το προγενέστερο δικαίωμά της επί της εταιρικής επωνυμίας περί της οποίας έγινε λόγος στις σκέψεις 24 και 25 ανωτέρω και επί ενός μη καταχωρισμένου σήματος στη Σουηδία, την προγενέστερη χρήση του εν λόγω μη καταχωρισμένου σήματος και τη μακρά περίοδο αδράνειας που η παρεμβαίνουσα επέδειξε όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας χρήση του «σήματός της/εμπορικού σημείου της». Εκθέτει ότι ασκούσε την εμπορική της δραστηριότητα τουλάχιστον από το 1998 και ότι η παρεμβαίνουσα και η ίδια είχαν εργασθεί στις ίδιες εγκαταστάσεις από το 1998 έως το 2008. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παρεμβαίνουσα γνώριζε τη χρήση «του σήματος» από την προσφεύγουσα «από την πρώτη ημέρα», ιδίως διότι οι δύο εταιρίες αποτελούν το αποτέλεσμα της διασπάσεως της αρχικής εταιρίας Orthopaedics Swemac και λειτουργούν σε παρεμφερές τμήμα της σουηδικής αγοράς, μιας αγοράς που είναι σχετικώς περιορισμένη. Ως εκ τούτου, επ’ ουδενί δύναται η παρεμβαίνουσα να υποστηρίζει ότι αγνοούσε ότι η προσφεύγουσα έκανε χρήση του «σήματός της/σημείου της».

29      Εξάλλου, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, έστω και αν, κατά τη περίοδο εκείνη, δεν είχε ζητήσει την καταχώριση του σήματός της, η παρεμβαίνουσα ουδέποτε αμφισβήτησε ενώπιον του EUIPO την από μακρού συνύπαρξη των επίμαχων σημείων, την έντονη δραστηριότητα που είχε αναπτύξει η προσφεύγουσα στη σχετική αγορά και τη χρήση της εταιρικής επωνυμίας της και του μη καταχωρισμένου σήματος SWEMAC, ούτε είχε ποτέ αναφερθεί σε οποιονδήποτε κίνδυνο συγχύσεως μέχρι την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεώς της κηρύξεως ακυρότητας.

30      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως.

31      Συναφώς, αφενός, επισημαίνει εμφατικά διάφορα στοιχεία. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από χειρουργούς υψηλής ειδικεύσεως και από ενημερωμένους χρήστες που επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή κατά την επιλογή του προμηθευτή. Δεύτερον, τα οικεία προϊόντα και οι οικείες υπηρεσίες αγοράζονται από νοσοκομεία και από ιατρικά ιδρύματα. Τρίτον, τα σχετικά προϊόντα είναι ακριβά, της τάξεως των 100 000 έως 150 000 ευρώ, και περιλαμβάνουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες καταρτίσεως που παρέχονται πριν από την πώληση καθώς και πριν από την παράδοση και τη χρήση των προϊόντων, καθώς και υπηρεσίες παρακολουθήσεως και συντηρήσεως. Τέταρτον, τα προϊόντα ουδέποτε πωλούνται στην ελεύθερη αγορά ή σε τρίτους ή σε μη ειδικούς πελάτες, αλλά αγοράζονται κατόπιν προσκλήσεων υποβολής προσφορών στο πλαίσιο διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων.

32      Αφετέρου, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η τυχόν προγενέστερη ειρηνική συνύπαρξη μπορεί να συμβάλει στη μείωση του κινδύνου συγχύσεως. Ισχυρίζεται ότι δύο ακόμη στοιχεία θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη και να «καταστήσουν δυνατή τη συνύπαρξη για το μέλλον». Πρώτον, οι αγοραστές των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών είναι άτομα με υψηλή κατάρτιση, ενημέρωση και εξειδίκευση, με γνώση της αγοράς και των εταιριών που δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Δεύτερον, η προσφεύγουσα έχει μακροχρόνια παρουσία στην αγορά, είναι πολύ γνωστή σε αυτήν και έχει δημιουργήσει εκεί μακρόχρονες σχέσεις. Θεωρεί ότι απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι χρησιμοποιούσε ήδη το σήμα της SWEMAC τουλάχιστον από το 2004. Ισχυρίζεται ότι η παρεμβαίνουσα και η ίδια τελούσαν σε γνώση της αμοιβαίας υπάρξεώς τους και των αντίστοιχων εμπορικών δραστηριοτήτων τους από το 1998, γεγονός που πρέπει να διασκεδάσει οιαδήποτε αμφιβολία ως προς το αν η παρεμβαίνουσα είχε δώσει τη «συναίνεσή της κατόπιν ενημερώσεως», ή είχε παραλείψει πάσα ενέργεια από το 1998, και τούτο μολονότι τελούσε εν γνώσει της υπάρξεως και των εμπορικών δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένης της χρήσεως του όρου «swemac» ως σήματος ή ως εμπορικής επωνυμίας.

33      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

34      Δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, ένα σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο EUIPO, όταν υφίσταται προγενέστερο δικαίωμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού και πληρούνται οι προϋποθέσεις της τελευταίας αυτής παραγράφου.

35      Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ο δικαιούχος του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου σημείου μπορεί να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας ενός σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν το εν λόγω σημείο πληροί σωρευτικώς τις τέσσερις ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, το εν λόγω σημείο πρέπει να χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών· δεύτερον, πρέπει να μην έχει μόνον τοπική ισχύ· τρίτον, το δικαίωμα επί του εν λόγω σημείου πρέπει να έχει αποκτηθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου εχρησιμοποιείτο το σημείο πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· τέταρτον, το δικαίωμα επί του εν λόγω σημείου πρέπει να παρέχει στον δικαιούχο του τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χρήση πλέον προσφάτου σήματος. Ως εκ τούτου, όταν ένα σημείο δεν πληροί μία από τις προϋποθέσεις αυτές, η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας η οποία στηρίζεται στην ύπαρξη σημείου άλλου από σήμα χρησιμοποιούμενου στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2009, Moreira da Fonseca κατά ΓΕΕΑ – General Óptica (GENERAL OPTICA), T-318/06 έως T-321/06, EU:T:2009:77, σκέψεις 32 και 47, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Repsol YPF κατά EUIPO – basic (BASIC), T‑609/15, EU:T:2017:640, σκέψη 25].

36      Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, ήτοι οι σχετικές με τη χρήση και με την ευρύτερη, και όχι απλώς τοπική, ισχύ του σημείου του οποίου γίνεται επίκληση, απορρέουν από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Συνεπώς, ο κανονισμός 207/2009 θεσπίζει ενιαίους κανόνες σχετικούς με τη χρήση των σημείων και την ισχύ τους, οι οποίοι συνάδουν προς τις αρχές που διέπουν το προβλεπόμενο από τον κανονισμό αυτόν σύστημα (αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2009, GENERAL OPTICA, T-318/06 έως T-321/06, EU:T:2009:77, σκέψη 33, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, BASIC, T‑609/15, EU:T:2017:640, σκέψη 26).

37      Αντιθέτως, από τη φράση «στις περιπτώσεις και στον βαθμό που σύμφωνα με […] το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό» συνάγεται ότι οι δύο άλλες προϋποθέσεις, στις οποίες αναφέρεται εν συνεχεία το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009, αποτελούν προϋποθέσεις καθορισθείσες από τον κανονισμό οι οποίες, εν αντιθέσει προς τις προηγούμενες, εξετάζονται βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται από το δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση. Η εν λόγω παραπομπή στο δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι ο κανονισμός 207/2009 αναγνωρίζει τη δυνατότητα επικλήσεως σημείων μη καλυπτόμενων από το σύστημα προστασίας των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, μόνο βάσει του δικαίου που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση μπορεί να διαπιστωθεί αν το σημείο αυτό είναι προγενέστερο του σήματος της Ένωσης και αν μπορεί να δικαιολογήσει την απαγόρευση της χρήσεως πιο πρόσφατου σήματος (αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2009, GENERAL OPTICA, T-318/06 έως T-321/06, EU:T:2009:77, σκέψη 34, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, BASIC, T‑609/15, EU:T:2017:640, σκέψη 27).

38      Για την εφαρμογή της τέταρτης προϋποθέσεως του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι εθνικές ρυθμίσεις των οποίων γίνεται επίκληση και οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εντός του οικείου κράτους μέλους. Επ’ αυτής της βάσεως, ο δικαιούχος του προγενέστερου σημείου πρέπει να αποδείξει ότι το αμφισβητούμενο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του κράτους μέλους του οποίου έγινε επίκληση και ότι το δίκαιο αυτό επιτρέπει την απαγόρευση της χρήσεως ενός πλέον πρόσφατου σήματος [αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C-96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψεις 189 και 190· της 18ης Απριλίου 2013, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ – Peek & Cloppenburg (Peek & Cloppenburg), T‑507/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:198, σκέψη 21, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, Gugler France κατά ΓΕΕΑ – Gugler (GUGLER), T-674/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:44, σκέψη 37]. Αυτός φέρει το βάρος προσκομίσεως στο EUIPO όχι μόνον των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις κατά την εθνική νομοθεσία, την εφαρμογή της οποίας ζητεί, προκειμένου να μπορέσει να απαγορεύσει τη χρήση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει προγενέστερου δικαιώματος, αλλά και των στοιχείων που αποδεικνύουν το περιεχόμενο της εν λόγω νομοθεσίας (βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Ο κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1) [που αντικαταστάθηκε από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 1)], και, πιο συγκεκριμένα, ο κανόνας 37, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 2868/95 (νυν άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2018/625), προβλέπει ότι η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας ενός σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υποβάλλεται ενώπιον του EUIPO δυνάμει του άρθρου 56 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 63 του κανονισμού 2017/1001), περιέχει, σε περίπτωση αιτήσεως δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά τους προβαλλόμενους στην αίτηση λόγους, στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το δικαίωμα που προβάλλεται ως λόγος ακυρότητας καθώς και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο αιτών νομιμοποιείται να προβάλει ως λόγο ακυρότητας το προγενέστερο δικαίωμα. Προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του κανόνα αυτού, δεν αρκεί ο διάδικος που επικαλείται τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 να μνημονεύει απλώς ή να παραθέτει in abstracto τις προϋποθέσεις εφαρμογής των εθνικών διατάξεων, αλλά απαιτείται, αντιθέτως, να αποδεικνύει in concreto, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι πληροί αυτές τις προϋποθέσεις εφαρμογής [πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Universal Protein Supplements κατά EUIPO – H Young Holdings (animal), T-727/14 και T‑728/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:372, σκέψεις 26 και 38].

40      Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σημείου οφείλει μόνο να αποδείξει ότι έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση ενός πλέον πρόσφατου σήματος και ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί από αυτόν να αποδείξει ότι το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε, υπό την έννοια ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πράγματι επέτυχε την απαγόρευση μιας τέτοιας χρήσεως (αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C-96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 191, της 18ης Απριλίου 2013, Peek & Cloppenburg, T-507/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:198, σκέψη 22, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, GUGLER, T-674/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:44, σκέψη 38).

41      Δεδομένου ότι η απόφαση των αρμόδιων τμημάτων του EUIPO ενδέχεται να στερήσει από τον δικαιούχο του σήματος το δικαίωμα που του έχει αναγνωρισθεί, οι συνέπειες της αποφάσεως αυτής είναι τέτοιες ώστε οι εξουσίες του οργάνου που την εκδίδει πρέπει οπωσδήποτε να βαίνουν πέραν της απλής επιβεβαιώσεως των διατάξεων του εθνικού δικαίου όπως τις έχει επικαλεστεί ο αιτούμενος την κήρυξη ακυρότητας (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C-530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 43, και της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 36). Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει το EUIPO, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίζεται σε προγενέστερο δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από διάταξη εθνικού δικαίου, απόκειται, κατά πρώτον, στις αρμόδιες αρχές του EUIPO να εκτιμήσουν το κύρος και την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων που προσκόμισε ο αιτών προκειμένου να αποδείξει το περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα (αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 51, και της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C-530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 35).

42      Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 72, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2017/1001), το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει πλήρως τη νομιμότητα της εκτιμήσεως του EUIPO επί των στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών προκειμένου να τεκμηριώσει το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας την προστασία της οποίας επικαλείται (βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στον βαθμό που η εφαρμογή του εθνικού δικαίου, εντός του συγκεκριμένου διαδικαστικού πλαισίου, ενδέχεται να έχει ως συνέπεια να στερηθεί ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμά του, ήταν επιτακτική ανάγκη να μην παρακωλυθεί, παρά τα ενδεχόμενα κενά στα έγγραφα τα οποία είχαν προσκομισθεί προς απόδειξη του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, η δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να ασκήσει στην πράξη έναν αποτελεσματικό έλεγχο. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει επομένως να είναι σε θέση να εξετάσει, και πέραν των προσκομισθέντων εγγράφων, το περιεχόμενο, τις προϋποθέσεις και την έκταση της εφαρμογής των κανόνων δικαίου τους οποίους επικαλείται ο αιτούμενος την κήρυξη ακυρότητας. Κατά συνέπεια, ο δικαιοδοτικός έλεγχος τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C-530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 44, και της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C-598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 38).

44      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξετασθεί η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η παρεμβαίνουσα είχε αποδείξει ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με τη σουηδική νομοθεσία και, ως εκ τούτου, κατέληξε στην ακυρότητα του αμφισβητούμενου σήματος.

45      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στη σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σουηδικό δίκαιο προστατεύει τα μη καταχωρισμένα σήματα και λοιπά σημεία που χρησιμοποιούνται στις εμπορικές συναλλαγές στη Σουηδία έναντι πανομοιότυπων ή παρεμφερών σημείων που χρησιμοποιούνται για πανομοιότυπα ή παρεμφερή προϊόντα ή παρεμφερείς υπηρεσίες εφόσον υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως. Αφενός, το άρθρο 8 του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου περί σημάτων προβλέπει ότι ο δικαιούχος της εμπορικής ονομασίας ή άλλου εμπορικού σημείου απολαύει αποκλειστικών δικαιωμάτων σχετικά με την εμπορική ονομασία ή το εμπορικό σημείο ως εμπορικό σύμβολο. Αφετέρου, το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κεφαλαίου 2, του νόμου αυτού ορίζει ότι ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση αν είναι πανομοιότυπο ή παρεμφερές προς ένα προηγούμενο εμπορικό σύμβολο το οποίο προσδιορίζει πανομοιότυπα ή παρεμφερή προϊόντα ή υπηρεσίες, εφόσον υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου συσχετίσεως μεταξύ του χρήστη του σήματος και του δικαιούχου του εμπορικού συμβόλου συνεπεία της χρήσεως του σήματος. Τέλος, το άρθρο 9, σημείο 1, του κεφαλαίου 2 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι οι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως σήματος που αναφέρονται στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 έως 3, εφαρμόζονται επίσης σε καταχωρισθείσα εμπορική ονομασία που χρησιμοποιείται στις εμπορικές συναλλαγές.

46      Για το τμήμα προσφυγών, μολονότι το άρθρο 9, σημείο 1, του κεφαλαίου 2, του σουηδικού νόμου περί σημάτων αφορά την άρνηση καταχωρίσεως ενός σήματος επί τη βάσει μιας καταχωρισθείσας εμπορικής ονομασίας, εντούτοις η διάταξη αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατ’ αναλογίαν για την απαγόρευση της χρήσεως του σήματος αυτού. Συναφώς, παρέπεμψε στη σκέψη 37 της αποφάσεως της 21ης Οκτωβρίου 2014, Szajner κατά ΓΕΕΑ – Forge de Laguiole (LAGUIOLE) (T-453/11, EU:T:2014:901).

47      Επομένως, το τμήμα προσφυγών εξέτασε αν υφίστατο στη Σουηδία κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κεφαλαίου 2 του σουηδικού νόμου περί σημάτων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος. Εν συνεχεία, εξέτασε εάν, όπως είχε ισχυρισθεί η προσφεύγουσα, αφενός, η συνύπαρξη των αντιπαρατιθέμενων σημείων στην προκειμένη περίπτωση μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο συγχύσεως και εάν, αφετέρου, έπρεπε να αντιταχθεί στην παρεμβαίνουσα η παρέλευση της προθεσμίας απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Τέλος, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα περί της συνυπάρξεως των σημείων και ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

48      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στην υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών κατά τα οποία το προγενέστερο σημείο εχρησιμοποιείτο στις εμπορικές συναλλαγές, η ισχύς του εν λόγω σημείου δεν είναι μόνον τοπική, και το δικαίωμα επί του προγενέστερου σημείου είχε αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία της καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος. Επιπλέον, δεν αμφισβητεί ούτε το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών στη σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο το άρθρο 9, σημείο 1, του κεφαλαίου 2 του σουηδικού νόμου περί σημάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατ’ αναλογίαν για την απαγόρευση της χρήσεως μεταγενέστερου σήματος επί τη βάσει καταχωρισθείσας εμπορικής ονομασίας.

49      Επομένως, η συζήτηση επικεντρώνεται, αφενός, επί του ζητήματος αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι αυτή μπορούσε να επικαλεσθεί αρχαιότερο δικαίωμα από το προγενέστερο σημείο έχει ως συνέπεια να μην μπορεί η παρεμβαίνουσα να απαγορεύσει τη χρήση μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε η προϋπόθεση την οποία τάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν πληρούται και, αφετέρου, επί της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του προγενέστερου σημείου και του αμφισβητούμενου σήματος.

–       Επί του προγενέστερου δικαιώματος

50      Μολονότι το EUIPO οφείλει, στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας, να εξακριβώσει αν όντως υφίσταται το προγενέστερο δικαίωμα στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, εντούτοις καμία διάταξη του κανονισμού 207/2009 δεν προβλέπει ότι το EUIPO προβαίνει σε παρεμπίπτουσα εξέταση των λόγων ακυρότητας ή εκπτώσεως που είναι ικανοί να αποδυναμώσουν το δικαίωμα αυτό [πρβλ. απόφαση της 25ης Μαΐου 2005, TeleTech Holdings κατά ΓΕΕΑ – Teletech International (TELETECH GLOBAL VENTURES), T‑288/03, EU:T:2005:177, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

51      Επιπλέον, ο κανονισμός 207/2009 δεν προβλέπει ότι η ύπαρξη, στην ίδια επικράτεια, σήματος με ημερομηνία προτεραιότητας προγενέστερη από αυτή του όμοιου με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προγενέστερου σήματος, στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, μπορεί να οδηγήσει στην επικύρωση του τελευταίου αυτού σήματος, ακόμη και αν υφίσταται σχετικός λόγος ακυρότητας του εν λόγω σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 25ης Μαΐου 2005, TELETECH GLOBAL VENTURES, T‑288/03, EU:T:2005:177, σκέψη 29).

52      Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι, εφόσον ο δικαιούχος του προσβαλλόμενου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει προγενέστερο δικαίωμα ικανό να αποδυναμώσει το προγενέστερο σήμα στο οποίο στηρίζεται αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, εναπόκειται σ’ αυτόν να απευθυνθεί, κατά περίπτωση, στην αρμόδια αρχή ή στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να επιτύχει, εφόσον το επιθυμεί, την ακύρωση του σήματος αυτού (απόφαση της 25ης Μαΐου 2005, TELETECH GLOBAL VENTURES, T‑288/03, EU:T:2005:177, σκέψη 33).

53      Κατά πάγια νομολογία στο πλαίσιο των διαδικασιών ανακοπής, καθαυτό το γεγονός ότι ο δικαιούχος αμφισβητούμενου σήματος είναι ο δικαιούχος έτι προγενέστερου εθνικού σήματος σε σχέση με το προγενέστερο σήμα ουδόλως ασκεί επιρροή στον βαθμό που η διαδικασία ανακοπής στο επίπεδο της Ένωσης δεν έχει ως αντικείμενο την επίλυση των συγκρούσεων σε εθνικό επίπεδο [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2005, PepsiCo κατά ΓΕΕΑ – Intersnack Knabber‑Gebäck (RUFFLES), T-269/02, EU:T:2005:138, σκέψεις 26 και 28, και της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Comptoir d’Épicure κατά ΓΕΕΑ – A-Rosa Akademie (da rosa), T-405/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1072, σκέψη 45].

54      Πράγματι, το κύρος ενός εθνικού σήματος δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο διαδικασίας καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας στο οικείο κράτος μέλος για την κήρυξη της ακυρότητας του σήματος [απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN), T‑6/01, EU:T:2002:261, σκέψη 55]. Επιπλέον, μολονότι εναπόκειται στο EUIPO να ελέγξει, βάσει των αποδείξεων που οφείλει να προσκομίσει ο ανακόπτων, την ύπαρξη του εθνικού σήματος του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της ανακοπής, εντούτοις δεν είναι έργο του EUIPO να άρει τη σύγκρουση μεταξύ του σήματος αυτού και ενός άλλου σήματος σε εθνικό επίπεδο, σύγκρουση η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών [απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, RUFFLES, T-269/02, EU:T:2005:138, σκέψη 26· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 2005, TELETECH GLOBAL VENTURES, T‑288/03, EU:T:2005:177, σκέψη 29, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Xentral κατά ΓΕΕΑ – Pages jaunes (PAGESJAUNES.COM), T‑134/06, EU:T:2007:387, σκέψη 36].

55      Κατά συνέπεια, ενόσω προστατεύεται πραγματικά το προγενέστερο εθνικό σήμα, η ύπαρξη προγενέστερης εθνικής καταχωρίσεως ή άλλου δικαιώματος προγενέστερου του εθνικού αυτού σήματος δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και αν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο εθνικό σήμα της προσφεύγουσας ή με άλλο δικαίωμα προγενέστερο του εθνικού σήματος στο οποίου στηρίχθηκε η ανακοπή [πρβλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005, T-185/03, Fusco κατά ΓΕΕΑ – Fusco International (ENZO FUSCO), T‑185/03, EU:T:2005:73, σκέψη 63].

56      Ως εκ τούτου, όπως είχε την ευκαιρία να κρίνει το Γενικό Δικαστήριο, αν υποτεθεί ότι τα προγενέστερα δικαιώματα επί ονομάτων χώρου μπορούν να εξομοιωθούν με προγενέστερη εθνική καταχώριση, ούτως ή άλλως δεν είναι έργο του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί τυχόν συγκρούσεως μεταξύ ενός προγενέστερου εθνικού σήματος και των προγενέστερων δικαιωμάτων επί των ονομάτων χώρου, καθόσον η σύγκρουση αυτή δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, PAGESJAUNES.COM, T‑134/06, EU:T:2007:387, σκέψη 37).

57      Πρέπει να γίνει αναλογική εφαρμογή της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 50 έως 56 ανωτέρω στην υπό κρίση περίπτωση. Πράγματι, παρά τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει το EUIPO οι οποίες υπομιμνήσθηκαν στη σκέψη 41 ανωτέρω και την αποστολή που έχει το Γενικό Δικαστήριο όπως αυτή υπομιμνήστηκε στις σκέψεις 42 και 43 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είναι αρμοδιότητα ούτε του EUIPO ούτε του Γενικού Δικαστηρίου να αποφαίνονται επί συγκρούσεων μεταξύ του προγενέστερου σήματος και κάποιας άλλης εταιρικής επωνυμίας ή σήματος που δεν έχει καταχωρισθεί σε εθνικό επίπεδο στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας ενός σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

58      Επομένως, το ζήτημα του προγενέστερου δικαιώματος εξετάζεται σε σχέση με την καταχώριση του προσβαλλόμενου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι σε σχέση με τα προβαλλόμενα προγενέστερα δικαιώματα τα οποία ο δικαιούχος του προσβαλλόμενου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν προκειμένω η προσφεύγουσα, θα μπορούσε να έχει έναντι της παρεμβαίνουσας, όπως ορθώς επισήμαναν το EUIPO και η παρεμβαίνουσα στα υπομνήματά τους αντικρούσεως. Ως εκ τούτου, το μοναδικό προγενέστερο δικαίωμα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την επίλυση της παρούσας διαφοράς είναι το προγενέστερο σημείο.

59      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που στηρίζεται στα άρθρα 7, 8 και 15, του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου περί σημάτων.

60      Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 7, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τα αποκλειστικά δικαιώματα μέσω καθιερώσεως στην αγορά», του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου περί σημάτων προβλέπει, στο πρώτο του εδάφιο, ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα επί εμπορικού συμβόλου μπορούν, χωρίς εγγραφή, να αποκτηθούν μέσω της καθιερώσεως στην αγορά. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού ορίζει ότι ένα εμπορικό σύμβολο θεωρείται ότι έχει καθιερωθεί στην αγορά, εάν είναι γνωστό στη χώρα από σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού ως ένδειξη για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προσφέρονται υπό το σύμβολο αυτό. Το δε άρθρο 15, με τίτλο «Συνέπειες της αδράνειας (εμπορικά σύμβολα καθιερωμένα στην αγορά)», του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου περί σημάτων προβλέπει ότι τα δικαιώματα επί εμπορικού συμβόλου το οποίο έχει καθιερωθεί στην αγορά συνυπάρχουν με τα προγενέστερα δικαιώματα επί εμπορικού συμβόλου το οποίο είναι πανομοιότυπο ή παρεμφερές κατά την έννοια του άρθρου 10, εφόσον ο δικαιούχος των προγενέστερων δικαιωμάτων δεν έλαβε, εντός εύλογης προθεσμίας, μέτρα για την αποφυγή της χρήσεως του μεταγενέστερου εμπορικού συμβόλου.

61      Εν προκειμένω, μολονότι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι μπορεί να επικαλεσθεί μια αδιάσπαστη αλυσίδα χρήσεως και δικαιώματα επί «του σήματος» και επί εταιρικής επωνυμίας περιέχουσας το στοιχείο «swemac» η οποία ανατρέχει σε διάφορες περιόδους προγενέστερες της καταχωρίσεως του προγενέστερου σημείου (1991, 1995, Δεκέμβριος 1998, 2001, 2004), εντούτοις δεν προσκόμισε σχετικώς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών στις σκέψεις 62 και 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και όπως επισημαίνουν, κατ’ ουσίαν, το EUIPO και η παρεμβαίνουσα, η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε, ενώπιον των οργάνων του EUIPO, κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος ή άλλου σημείου περιέχοντος το στοιχείο «swemac». Τα έγγραφα που προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν, όπως προελέχθη στη σκέψη 19 ανωτέρω, να ληφθούν υπόψη. Επομένως, η προσφεύγουσα ουδόλως απέδειξε, in concreto, ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου περί σημάτων τις οποίες επικαλούνταν. Ειδικότερα, ουδόλως απέδειξε ότι το προβαλλόμενο προγενέστερο δικαίωμά της εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 7 και 15 του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου περί σημάτων, ήτοι ότι ήταν καθιερωμένο στην αγορά ή γνωστό σε σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού ως ένδειξη για τα σχετικά προϊόντα ή τις σχετικές υπηρεσίες, και τούτο πριν ή μετά την καταχώριση του προγενέστερου σημείου.

62      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ των διατάξεων που επικαλείται και αυτών που εφαρμόστηκαν από το τμήμα προσφυγών. Επιπλέον, δεν παρασχέθηκε καμία διευκρίνιση σχετικά με τον ισχυρισμό της ότι μπορεί να προβάλλει το δικαίωμα στην εταιρική επωνυμία Swemac Orthopaedics AB από την ημερομηνία κατά την οποία η μεταβιβάζουσα εταιρία το είχε αρχικώς καταχωρίσει, ήτοι από τις 22 Δεκεμβρίου 1995. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τόσο η προσφεύγουσα όσο και η παρεμβαίνουσα προήλθαν από τη διάσπαση της εταιρίας Swemac Orthopaedics, η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε ούτε σε ποιον βαθμό το σουηδικό δίκαιο αναγνωρίζει σε αυτήν την ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος επί του στοιχείου «swemac».

63      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, ότι από τα άρθρα 7, 8 και 15 του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου περί σημάτων προκύπτει ότι η παρεμβαίνουσα δεν είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος.

64      Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το συμπέρασμα που συνήγαγε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το άρθρο 9, σημείο 1, του κεφαλαίου 2 του σουηδικού νόμου περί σημάτων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατ’ αναλογίαν προκειμένου να απαγορευθεί η χρήση μεταγενέστερου σήματος επί τη βάσει καταχωρισθείσας εμπορικής ονομασίας.

65      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε πώς τα άρθρα 7, 8 και 15, του κεφαλαίου 1 του σουηδικού νόμου περί σημάτων θα μπορούσαν να ανατρέψουν το εμμέσως συναγόμενο ενδιάμεσο συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών, στις σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το προγενέστερο σημείο παρέχει τη δυνατότητα απαγορεύσεως, εάν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως, της καταχωρίσεως και, κατ’ αναλογίαν, της χρήσεως ενός πλέον πρόσφατου σήματος.

66      Επομένως, το εμμέσως συναγόμενο ενδιάμεσο συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών, στις σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο το σουηδικό δίκαιο προστατεύει το προγενέστερο σημείο κατά πανομοιότυπων ή παρεμφερών σημείων που χρησιμοποιούνται για πανομοιότυπα ή παρεμφερή προϊόντα ή υπηρεσίες εάν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, πρέπει να γίνει δεκτό.

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

67      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την προσέγγιση του τμήματος προσφυγών στο πλαίσιο της οποίας εξέτασε αν υφίστατο στη Σουηδία κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κεφαλαίου 2, του σουηδικού νόμου περί σημάτων. Δεν αμφισβητεί ούτε τα συμπεράσματα του τμήματος αυτού ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες του χώρου της υγείας, οι οποίοι επιδεικνύουν υψηλό βαθμό προσοχής, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της φύσεως των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών και του γεγονότος ότι είναι ακριβά. Ούτε αμφισβητεί άλλωστε, όπως παρατηρεί η παρεμβαίνουσα, ότι το αμφισβητούμενο σήμα και το προγενέστερο σημείο εμφανίζουν υψηλό βαθμό ομοιότητας και ότι τα οικεία προϊόντα και οι οικείες υπηρεσίες είναι είτε πανομοιότυπα είτε παρεμφερή. Η προσέγγιση αυτή και τα συμπεράσματα αυτά, τα οποία εξάλλου δεν αμφισβητήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά.

68      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μειώνουν τον κίνδυνο συγχύσεως η συνύπαρξη των σημάτων, η μακροχρόνια παρουσία της στην αγορά καθώς και το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο κοινό απαρτίζεται από άτομα με υψηλή κατάρτιση, ενημέρωση και εξειδίκευση και ότι τα οικεία προϊόντα και οι οικείες υπηρεσίες αποκτώνται στο πλαίσιο διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

69      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία και τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων εν προκειμένω παραγόντων, ιδίως δε της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T-162/01, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

70      Μολονότι δεν αμφισβητείται ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω διατίθενται στο εμπόριο κατόπιν προσκλήσεως υποβολής προσφορών στο πλαίσιο διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, εντούτοις μια τέτοια περίσταση δεν αποκλείει κάθε κίνδυνο συγχύσεως. Πράγματι, η χρήση του αμφισβητούμενου σήματος δεν περιορίζεται στις καταστάσεις στις οποίες τα οικεία προϊόντα ή οι οικείες υπηρεσίες διατίθενται στο εμπόριο, αλλά μπορεί να αφορά και άλλες καταστάσεις στις οποίες το ενδιαφερόμενο κοινό αναφέρεται προφορικά ή γραπτά σε αυτά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, επί παραδείγματι, κατά τη χρήση τους ή σε συζητήσεις σχετικά με τη χρήση αυτή και σχετικά, ιδίως, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών [πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Koscher + Würtz κατά ΓΕΕΑ – Kirchner & Wilhelm (KW SURGICAL INSTRUMENTS), T-445/12, EU:T:2014:829, σκέψη 80].

71      Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 67 ανωτέρω, δεν αμφισβητείται ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που καλύπτονται από τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι είτε πανομοιότυπα είτε πολύ όμοια. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι το αμφισβητούμενο σήμα και το προγενέστερο σημείο εμφανίζουν υψηλό βαθμό ομοιότητας. Συνεπώς, και όπως υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, τούτο δε ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ο υψηλός βαθμός προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού [πρβλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2012, Retractable Technologies κατά ΓΕΕΑ – Abbott Laboratories (RT), T-371/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:244, σκέψη 43].

72      Τέλος, η παράγραφος της αποφάσεως του Marknadsdomstolen (εμποροδικείου), που παρατίθεται στο παράρτημα A.10, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ανατρέψει το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 71 ανωτέρω ούτε την προσβαλλόμενη απόφαση. Στην παράγραφο αυτή, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι «διαπιστώθηκε ότι τα οικεία προϊόντα διετίθ[εντο] αποκλειστικώς στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων» και ότι, «[σ]το πλαίσιο αυτό της αγοράς, [ήταν] προφανές ότι δεν μπορούσε να υπάρξει σύγχυση όσον αφορά την εμπορική προέλευση». Είναι αληθές ότι, όσον αφορά την εφαρμογή της τέταρτης προϋποθέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εντός του οικείου κράτους μέλους, όπως υπομιμνήστηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω. Εντούτοις, αφενός, επισημαίνεται ότι η παράγραφος αυτή παρατίθεται χωρίς καμία διευκρίνιση ως προς το πραγματικό και το διαδικαστικό πλαίσιό της. Το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι, συνεπώς, σε θέση να εκτιμήσει αν τα διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από την παράγραφο αυτήν εκτείνονται στο πραγματικό και διαδικαστικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι η παράγραφος αυτή δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τις πραγματικές διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών ούτε να αποδείξει τη γνώση που έχει το ενδιαφερόμενο κοινό σε σχέση με το αμφισβητούμενο σήμα. Τέλος, δεν μπορεί να αποδείξει οποιαδήποτε συνύπαρξη των αντιπαρατιθέμενων σημάτων ούτε ότι το σουηδικό κοινό δεν συγχέει την εμπορική προέλευση των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτονται από τα σημεία αυτά όταν τα συναντά.

73      Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως ως προς την εμπορική προέλευση των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών.

74      Όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο η προσφεύγουσα στηρίζει στην υποτιθέμενη συνύπαρξη των αντιπαρατιθέμενων σημείων στη Σουηδία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά τη νομολογία, καίτοι δεν αποκλείεται η συνύπαρξη προγενεστέρων σημάτων στην αγορά να μπορεί ενδεχομένως να μειώσει τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ δύο αντιπαρατιθεμένων σημάτων, εντούτοις το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μόνον εάν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO, ο δικαιούχος του αμφισβητούμενου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέδειξε προσηκόντως ότι η συνύπαρξη αυτή οφειλόταν στο ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να προκληθεί στο ενδιαφερόμενο κοινό σύγχυση μεταξύ του προγενεστέρου σήματος που αυτός επικαλείται και του προγενεστέρου σήματος στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας και υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω προγενέστερα σήματα και τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι πανομοιότυπα [πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Aceites del Sur-Coosur κατά Koipe, C‑498/07 P, EU:C:2009:503, σκέψη 82, της 11ης Μαΐου 2005, Grupo Sada κατά ΓΕΕΑ – Sadia (GRUPO SADA), T-31/03, EU:T:2005:169, σκέψη 86, και της 10ης Απριλίου 2013, Höganäs κατά ΓΕΕΑ – Haynes (ASTALOY), T-505/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:160, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Περαιτέρω, στον βαθμό που από τη νομολογία συνάγεται ότι τα δύο σήματα πρέπει να έχουν συνυπάρξει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε το στοιχείο αυτό να μπορεί να ασκήσει επιρροή στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, γίνεται δεκτό ότι και η διάρκεια της συνυπάρξεως συνιστά ουσιώδη παράγοντα [βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2015, La Rioja Alta κατά ΓΕΕΑ – Aldi Einkauf (VIÑA ALBERDI), T‑489/13, EU:T:2015:446, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

75      Εν προκειμένω όμως, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 61 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε, ενώπιον των οργάνων του EUIPO, κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος ή σημείου περιέχοντος το στοιχείο «swemac». Τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αποδείξει την παρουσία της στην αγορά και τη χρήση ενός σήματος, μιας εμπορικής επωνυμίας ή ενός διακριτικού τίτλου περιέχοντος το στοιχείο «swemac» δεν μπορούν, όπως προελέχθη στη σκέψη 19 ανωτέρω, να ληφθούν υπόψη. Η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε ούτε αποδεικτικά στοιχεία περί της γνώσεως του αμφισβητούμενου σήματος ή κάποιου σημείου περιέχοντος το στοιχείο «swemac» από το ενδιαφερόμενο κοινό, όπως δημοσκοπήσεις, δηλώσεις καταναλωτών ή άλλων, μολονότι είχε τη δυνατότητα να προβεί στην εν λόγω απόδειξη επικαλούμενη σχετικώς δέσμη ενδείξεων [πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2015, VIÑA ALBERDI, T-489/13, EU:T:2015:446, σκέψη 80, και της 13ης Ιουλίου 2017, AIA κατά EUIPO – Casa Montorsi (MONTORSI F. & F.), T‑389/16, EU:T:2017:492, σκέψη 71· βλ. επίσης, στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Μαΐου 2005, TELETECH GLOBAL VENTURES, T-288/03, EU:T:2005:177, σκέψη 100].

76      Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στις σκέψεις 62 και 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ούτε συνύπαρξη των αντιπαρατιθέμενων σημείων ούτε ότι το σουηδικό κοινό δεν συνέχεε τα σημεία αυτά όταν τα συναντούσε.

77      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί συνυπάρξεως των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

78      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού καθώς και με τη σουηδική νομοθεσία περί σημάτων.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 54, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού

79      Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής, δεδομένου ότι αυτή δεν πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ημερομηνία της καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος, αλλά με βάση την «εμμέσως συναγόμενη συναίνεση κατόπιν ενημερώσεως» της παρεμβαίνουσας σε σχέση με τη χρήση από την προσφεύγουσα του «σήματός της» ή «του σημείου της» στην αγορά.

80      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

81      Πρώτον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, τα μόνα δικαιώματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την επίλυση της διαφοράς είναι το προγενέστερο σημείο και το αμφισβητούμενο σήμα. Δεδομένου ότι το αμφισβητούμενο σήμα είναι ένα σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εφαρμοστέα διάταξη περί ενδεχόμενης απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής είναι, επομένως, το άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

82      Κατά το άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος προγενέστερου εθνικού σήματος που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, ή άλλου προγενέστερου σημείου που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, ο οποίος επί πέντε συναπτά έτη γνώριζε και ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κράτος μέλος όπου προστατεύεται το εν λόγω προγενέστερο σήμα ή το άλλο σημείο δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει, βάσει του προγενέστερου σήματος ή του άλλου σημείου, την κήρυξη της ακυρότητας του μεταγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία αυτό χρησιμοποιήθηκε, εκτός αν ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

83      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τέσσερις προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής σε περίπτωση χρήσεως μεταγενέστερου σήματος πανομοιότυπου με το προγενέστερο ή το παρεμφερές σήμα σε βαθμό που να προκαλείται σύγχυση. Πρώτον, το μεταγενέστερο σήμα πρέπει να έχει καταχωρισθεί, δεύτερον, η κατάθεση μεταγενέστερου σήματος πρέπει να έχει γίνει καλόπιστα από τον δικαιούχο του, τρίτον, το σήμα πρέπει να χρησιμοποιείται εντός του κράτους μέλους στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο σήμα και, τέλος, τέταρτον, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει να γνωρίζει τη χρήση του σήματος αυτού μετά την καταχώρισή του [βλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2016, Tronios Group International κατά EUIPO – Sky (SkyTec), T‑77/15, EU:T:2016:226, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

84      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης ότι σκοπός του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 είναι η στέρηση από τους δικαιούχους των προγενέστερων σημάτων, οι οποίοι γνώριζαν, αλλά ανέχθηκαν τη χρήση ενός μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί πέντε συναπτά έτη, της δυνατότητάς τους να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας ή να αντιταχθούν στη χρήση του σήματος αυτού. Συνεπώς, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην εξισορρόπηση του συμφέροντος του δικαιούχου του σήματος να διαφυλάξει τη βασική λειτουργία του σήματός του και του συμφέροντος άλλων επιχειρηματιών να έχουν στη διάθεσή τους σημεία ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Ο σκοπός αυτός επάγεται ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η εν λόγω βασική λειτουργία, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος πρέπει να είναι σε θέση να αντιταχθεί στη χρήση μεταγενέστερου σήματος πανομοιότυπου ή παρεμφερούς προς το δικό του. Πράγματι, μόνον από τη χρονική στιγμή που ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος γνωρίζει τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τη δυνατότητα να μην την ανεχθεί και, συνεπώς, να αντιταχθεί σε αυτή ή να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας του μεταγενέστερου σήματος, τότε, δε, αρχίζει να τρέχει και η προθεσμία απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής (βλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2016, SkyTec, T‑77/15, EU:T:2016:226, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Συνεπώς, η προθεσμία απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής αρχίζει να τρέχει από τη χρονική στιγμή που ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έλαβε γνώση της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την καταχώρισή του (βλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2016, SkyTec, T-77/15, EU:T:2016:226, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86      Πρέπει να γίνει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 83 και 85 ανωτέρω στην υπό κρίση υπόθεση που αφορά προγενέστερο εθνικό σημείο που δεν συνιστά σήμα.

87      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, εν προκειμένω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αμφισβητούμενο σήμα καταχωρίσθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2008 και ότι η αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας κατατέθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, ήτοι σε διάστημα λιγότερο των πέντε ετών από την καταχώριση.

88      Επομένως, όπως προβάλλουν το EUIPO και η παρεμβαίνουσα, αφενός, η χρήση του αμφισβητούμενου σήματος μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνον από την ημερομηνία καταχωρίσεως του σήματος αυτού. Αφετέρου, η προθεσμία για την ενδεχόμενη απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής μπορούσε να αρχίσει να τρέχει μόνον από τη χρονική στιγμή κατά την οποία η παρεμβαίνουσα, δικαιούχος του προγενέστερου σημείου, έλαβε γνώση της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι του αμφισβητούμενου σήματος, μετά την καταχώρισή του. Η προθεσμία απώλειας δικαιώματος δεν μπορούσε επομένως να αρχίσει να τρέχει από την ενδεχόμενη χρήση ενός μη καταχωρισμένου σήματος ή της εταιρικής επωνυμίας της προσφεύγουσας.

89      Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, στη σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεσθεί την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής που προβλέπει το άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

90      Τρίτον, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονισθεί, όπως το τμήμα προσφυγών επισήμανε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 72 και 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και όπως προέβαλε η παρεμβαίνουσα, ότι, κατά τη νομολογία, ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικής γνώσεως της χρήσεως του εν λόγω σήματος από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος, ελλείψει της οποίας ο τελευταίος δεν θα ήταν σε θέση να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος (απόφαση της 20ής Απριλίου 2016, SkyTec, T-77/15, EU:T:2016:226, σκέψη 33· πρβλ., επίσης, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Budějovický Budvar, C-482/09, EU:C:2011:605, σκέψεις 46 και 47, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Budějovický Budvar, C-482/09, EU:C:2011:46, σημείο 82).

91      Πρέπει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι ο λόγος της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής εφαρμόζεται όταν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος «εν γνώσει του ανέχθηκε τη χρήση του για μεγάλο διάστημα», φράση που σημαίνει «εκούσια» ή «έχοντας επίγνωση» (απόφαση της 20ής Απριλίου 2016, SkyTec, T‑77/15, EU:T:2016:226, σκέψη 33· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Budějovický Budvar, C‑482/09, EU:C:2011:605, σκέψεις 46 και 47, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Budějovický Budvar, C-482/09, EU:C:2011:46, σημείο 82).

92      Στην παρούσα υπόθεση, όμως, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 61 ανωτέρω, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στις σκέψεις 62 και 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και όπως προβάλλουν το EUIPO και η παρεμβαίνουσα, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε τη χρήση του αμφισβητούμενου σήματος στη Σουηδία ούτε ότι η παρεμβαίνουσα είχε γνώση αυτής της υποτιθέμενης χρήσεως.

93      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 κρίνοντας, στις σκέψεις 71 και 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή.

94      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

95      Δεδομένου ότι κανένας από τους δύο λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι βάσιμος, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

96      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

97      Εν προκειμένω, το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζήτησαν την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα που αφορούν την παρούσα διαδικασία. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να γίνουν δεκτά τα σχετικά αιτήματα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας και να καταδικασθεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία.

98      Επιπλέον, η παρεμβαίνουσα ζήτησε να καταδικασθεί η προσφεύγουσα στα έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ενώπιον του EUIPO διοικητικής διαδικασίας. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, βάσει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας θεωρούνται αποδοτέα έξοδα. Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τα έξοδα στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το αίτημα της παρεμβαίνουσας να καταδικασθεί η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι απορρίφθηκαν τα αιτήματά της, στα έξοδα της ενώπιον του EUIPO διοικητικής διαδικασίας μπορεί να γίνει δεκτό μόνον όσον αφορά τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα κατά την ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία [πρβλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2015, Boehringer Ingelheim International κατά ΓΕΕΑ – Lehning entreprise (ANGIPAX), T-368/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:81, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 30ής Μαρτίου 2017, Apax Partners UK κατά EUIPO – Apax Partners Midmarket (APAX PARTNERS), T-209/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:240, σκέψη 49].

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη SwemacInnovationAB στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των αναγκαίων εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η SWEMACMedicalAppliancesAB, για τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO).

Gervasoni

Kowalik-Bańczyk

Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Φεβρουαρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.