Language of document : ECLI:EU:F:2012:174

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 5ης Δεκεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑110/11

Giorgio Lebedef κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αποδοχές — Άρθρο 64 του KYK — Άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος XI του KYK — Διορθωτικός συντελεστής — Βλαπτική πράξη — Ίση μεταχείριση»

Αντικείμενο: Προσφυγή που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, και με την οποία οι G. Lebedef, T. Jones, J. Gonzales Gonzales και M. Lebedef-Caponi ζητούν την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των αποδοχών τους για τον Δεκέμβριο 2010 και τους επόμενους μήνες.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. Το Συμβούλιο, παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ — Έννοια — Αίτημα θέσπισης ειδικού διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο — Δεν καλύπτεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 1· παράρτημα XI, άρθρο 3 § 5, εδ. 1)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Λόγοι — Λόγος στηριζόμενος στο ότι ο νομοθέτης έχει διατηρήσει σε ισχύ μια πράξη που δεν είναι πλέον δικαιολογημένη — Παραδεκτό

(Κανονισμός 1239/2010 του Συμβουλίου· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XI, άρθρο 3 § 5, εδ. 1)

3.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Διορθωτικοί συντελεστές — Καθορισμός — Εξουσίες του Συμβουλίου — Περιθώριο εκτίμησης — Όρια — Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 64 και 65)

4.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Διορθωτικοί συντελεστές — Μη ύπαρξη διορθωτικού συντελεστή για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης — Βάρος απόδειξης — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XI, άρθρο 3 § 5, εδ. 1)

5.      Υπάλληλοι — ΚΥΚ — Ιεραρχική σχέση μεταξύ των κανόνων του ΚΥΚ και των παραρτημάτων του — Δεν υφίσταται — Ιεραρχική σχέση μεταξύ των κανόνων του ΚΥΚ — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων)

1.      Είναι απαράδεκτη η αίτηση που υποβάλλει ένας υπάλληλος της Επιτροπής στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, και με την οποία της ζητεί, μεταξύ άλλων, να ερευνήσει κατά πόσον υπάρχει στρέβλωση σχετικά με την αγοραστική δύναμη αφενός στις Βρυξέλλες και αφετέρου στο Λουξεμβούργο ή μάλιστα να υποβάλει πρόταση για τη θέσπιση διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 90, παράγραφος 1, δίνει απλώς στους υπαλλήλους τη δυνατότητα να ζητήσουν από τη Διοίκηση, όταν ενεργεί ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, να λάβει απόφαση για αυτούς τους ίδιους. Η Επιτροπή δηλαδή, μολονότι έχει δικαίωμα πρωτοβουλίας σχετικά με τα ζητήματα αυτά, μπορεί να ασκεί το δικαίωμα αυτό μόνο όταν ενεργεί ως θεσμικό όργανο που μετέχει στη νομοθετική διαδικασία της Ένωσης και όχι όταν ενεργεί ως εργοδότης.

Εξάλλου, το ενδεχόμενο να συνάγεται από το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών η παράλειψη του θεσμικού οργάνου να αναθέσει την πραγματοποίηση μελέτης ή να υποβάλει πρόταση για τον καθορισμό διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να εξεταστεί στην περίπτωση υπαλλήλου που υπηρετεί στο Λουξεμβούργο, αλλά σε άλλο όργανο και όχι στην Επιτροπή. Θα ήταν όμως αντίθετο προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αν οι υπάλληλοι στις αποδοχές των οποίων εφαρμόζεται ό ίδιος διορθωτικός συντελεστής, αφού υπηρετούν στον ίδιο τόπο, είχαν δικαίωμα προσφυγής ανάλογα με το αν ο εργοδότης τους μετέχει στη διαδικασία θέσπισης των κανονισμών που τροποποιούν τον ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 28 έως 30)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 2010, F‑29/09, Lebedef και Jones κατά Επιτροπής, σκέψη 40

2.      Κάθε αρχή που θεσπίζει κανόνες δικαίου είναι υποχρεωμένη αφενός να εξακριβώνει, αν όχι διαρκώς, τουλάχιστον περιοδικά, ότι οι κανόνες που θέσπισε εξακολουθούν να εξυπηρετούν τις ανάγκες λόγω των οποίων θεσπίστηκαν και αφετέρου να τροποποιεί ή και να καταργεί τους κανόνες που δεν είναι πλέον δικαιολογημένοι και έχουν καταλήξει να μην ανταποκρίνονται πλέον στο νέο πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να παράγουν τα αποτελέσματά τους. Η εξακρίβωση αυτή είναι ιδιαίτερα επιβεβλημένη κατά την προσαρμογή των διορθωτικών συντελεστών.

Κατά συνέπεια, ένας υπάλληλος προτείνει παραδεκτώς ένσταση έλλειψης νομιμότητας κατά του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι κανένας διορθωτικός συντελεστής δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο, ισχυριζόμενος ότι, λόγω της μεταβολής των οικονομικών συνθηκών από το 2004, το έτος δηλαδή της θέσπισης του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης έπρεπε να έχει επανεξετάσει ή καταργήσει τη διάταξη αυτή πριν εκδώσει τον κανονισμό 1239/2010, με τον οποίο αναπροσαρμόστηκαν από την 1η Ιουλίου 2010 οι αποδοχές και οι συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η ισότητα της μεταχείρισης των υπαλλήλων, αντί να εφαρμόσει και πάλι αυτόματα την εν λόγω διάταξη κατά την έκδοση του κανονισμού αυτού.

(βλ. σκέψεις 39 έως 41)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Ιουλίου 1997, C‑248/95 και C‑249/95, SAM Schiffahrt και Stapf, σκέψη 38· 22 Οκτωβρίου 2002, C‑241/01, National Farmers’ Union, σκέψη 51

3.      Σκοπός των διορθωτικών συντελεστών που αφορούν τις αποδοχές των υπαλλήλων και προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65 του ΚΥΚ είναι η διασφάλιση αντίστοιχης αγοραστικής δύναμης για όλους τους υπαλλήλους, ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Εναπόκειται στο Συμβούλιο, κατά το άρθρο 65, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όταν διαπιστώνει αισθητή διαφορά του κόστους ζωής να πράττει τα δέοντα, αναπροσαρμόζοντας τους διορθωτικούς συντελεστές. Όταν διαπιστώνεται αισθητή διαφορά του κόστους ζωής μεταξύ ενός τόπου υπηρεσίας που δεν είναι η πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους και της πρωτεύουσας αυτής, το Συμβούλιο δεν έχει κανένα περιθώριο εκτίμησης ως προς την ανάγκη καθορισμού ειδικού διορθωτικού συντελεστή για συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης, την οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ο καθορισμός διορθωτικών συντελεστών, δεσμεύει και τον νομοθέτη.

Από το άρθρο 65, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προκύπτει συναφώς ότι μόνο μια αισθητή αύξηση του κόστους ζωής στο Λουξεμβούργο, σε σχέση με τις Βρυξέλλες, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη λήψη μέτρων αναπροσαρμογής, ώστε να εξασφαλιστεί η αντιστοιχία της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο με αυτή των συναδέλφων τους που εργάζονται στις Βρυξέλλες. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν μπορεί δηλαδή να επιβάλλει πλήρη ταύτιση της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων, ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας, αλλά επιβάλλει μια ουσιαστική αντιστοιχία του κόστους ζωής μεταξύ των οικείων τόπων υπηρεσίας. Ο νομοθέτης διαθέτει συναφώς ευρύ περιθώριο εκτίμησης, δεδομένου ότι το ζήτημα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, ενώ η παρέμβαση του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται μόνο στην έρευνα του ζητήματος μήπως τα θεσμικά όργανα δεν υπερέβησαν ορισμένα εύλογα όρια σε σχέση με τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχτηκαν και δεν έκαναν χρήση της εξουσίας τους κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψεις 55, 56 και 60)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Ιανουαρίου 1992, C‑301/90, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 25

ΓΔΕΕ: 7 Δεκεμβρίου 1995, T‑544/93 και T‑566/93, Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 76

ΔΔΔΕΕ: Lebedef και Jones κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 62 και 67

4.      Στο πλαίσιο προσφυγής που έχει ασκηθεί από υπαλλήλους που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο και προβάλλουν μεταχείριση συνιστώσα δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, λόγω της μη ύπαρξης ειδικού διορθωτικού συντελεστή για αυτό το κράτος μέλος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, δεν μπορεί να επιβληθεί στους υπαλλήλους αυτούς η υποχρέωση να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμο ενώπιον του δικαστή της Ένωσης την ύπαρξη αισθητής και διαρκούς αύξησης του κόστους ζωής στο Λουξεμβούργο σε σχέση με τις Βρυξέλλες, ικανής να θεμελιώσει την ύπαρξη άνισης μεταχείρισης μεταξύ υπαλλήλων, αναλόγως του τόπου υπηρεσίας τους. Οι υπάλληλοι αυτοί βρίσκονται πράγματι σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, όσον αφορά την απόδειξη, λόγω των τεχνικών δυσχερειών που συνδέονται με τη συλλογή και επεξεργασία επαρκώς αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων.

Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν συναφώς την υποχρέωση μόνο να προσκομίσουν μια σειρά αποχρωσών ενδείξεων για το ότι είναι πιθανό να υπάρχει στρέβλωση της αγοραστικής δύναμης, ώστε να μετατεθεί το βάρος απόδειξης στην Επιτροπή και να καταστεί ενδεχομένως δικαιολογημένη η έναρξη διοικητικών ερευνών από τη Eurostat.

(βλ. σκέψεις 57 και 59)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Lebedef και Jones κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 64 και 66

5.      Μολονότι δεν υφίσταται κατά κυριολεξία ιεραρχική σχέση, από άποψη τυπικής ισχύος, μεταξύ των οργανικών κανόνων του ΚΥΚ και των παραρτημάτων του, δεδομένου ότι και οι δύο κατηγορίες κανόνων θεσπίζονται από το Συμβούλιο, θα μπορούσε να υφίσταται, κατά περίπτωση, ουσιαστική ιεραρχική σχέση μεταξύ τους, οπότε η ερμηνεία των παραρτημάτων θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις θεμελιώδεις αρχές και το σύστημα της δημόσιας διοίκησης της Ένωσης, όπως καθορίζονται στον ίδιο τον ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 69)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Lebedef και Jones κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 83