Language of document : ECLI:EU:C:2018:996

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 6ης Δεκεμβρίου 2018 (1)

Υπόθεση C‑596/17

Japan Tobacco International SA,

Japan Tobacco International France SAS

κατά

Premier ministre,

Ministre de l’Action et des Comptes publics,

Ministre des Solidarités et de la Santé

[αίτηση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2011/64/ΕΕ – Ειδικοί φόροι καταναλώσεως επί των βιομηχανοποιημένων καπνών – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Ελεύθερος καθορισμός των μέγιστων τιμών λιανικής πωλήσεως – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στους καπνοβιομήχανους και εισαγωγείς τον καθορισμό ενιαίας τιμής λιανικής πωλήσεως εκφραζόμενης ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια για κάθε προϊόν καπνού χωρίς δυνατότητα διαμορφώσεως της τιμής αυτής ανάλογα με τη χωρητικότητα των μονάδων συσκευασίας»






I.      Εισαγωγή

1.        H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/64/ΕΕ για τη διάρθρωση και τους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης που εφαρμόζονται στα βιομηχανοποιημένα καπνά (2), σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 έως 5 της οδηγίας αυτής.

2.        Η αίτηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ορισμένων χωρίων δύο εγγράφων, τα οποία οι γαλλικές αρχές απηύθυναν στους καπνοβιομήχανους και στους αδειοδοτημένους προμηθευτές προϊόντων καπνού, σχετικά με τον τρόπο εγκρίσεως της λιανικής τιμής των βιομηχανοποιημένων καπνών στα ευρωπαϊκά εδάφη της Γαλλίας. Κατά τα έγγραφα αυτά, στα οποία επαναλαμβάνονται οι διατάξεις του άρθρου 572 του code général des impôts (γενικού φορολογικού κώδικα, στο εξής: CGI), η λιανική τιμή κάθε προϊόντοςκαπνού καθορίζεταιελεύθερα από τους εν λόγω επιχειρηματίες και πρέπει να εκφράζεται ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια. Συνέπεια του συστήματος αυτού είναι ότι η τιμή μονάδας ανά προϊόν παραμένει η ίδια ανεξαρτήτως της χωρητικότητας της συσκευασίας με την οποία διατίθεται στην κατανάλωση. Επομένως, οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς δεν μπορούν να διαμορφώνουν τη λιανική τιμή κάθε προϊόντος τους ανάλογα με τη μονάδα συσκευασίας τους.

3.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 572 του CGI, καθόσον έχει τέτοια αποτελέσματα, είναι σύμφωνη με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι καπνοβιομήχανοι ή οι εισαγωγείς καθορίζουν ελεύθερα την ανώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος, η οποία συνιστά τη βάση επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των βιομηχανοποιημένων καπνών.

4.        Με βάση την ακόλουθη ανάλυση, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν αντιτίθεται στην ως άνω κανονιστική ρύθμιση.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2011/64, η οδηγία αυτή «καθορίζει τις γενικές αρχές της εναρμόνισης της διάρθρωσης και των συντελεστών του ειδικού φόρου κατανάλωσης, στον οποίο τα κράτη μέλη υποβάλλουν τα βιομηχανοποιημένα καπνά».

6.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ως βιομηχανοποιημένα καπνά νοούνται:

α)      τα τσιγάρα,

β)      τα πούρα και τα πουράκια σιγαρίλος,

γ)      [ο] καπνός καπνίσματος:

i)      ο λεπτοκομμένος καπνός που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων,

ii)      άλλα καπνά για κάπνισμα.»

7.        Τα άρθρα 3, 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας ορίζουν, αντίστοιχα, τα τσιγάρα, τα πούρα και τα πουράκια σιγαρίλος και τον καπνό καπνίσματος.

8.        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Οι καπνοβιομήχανοι ή, κατά περίπτωση, οι αντιπρόσωποι ή εντολοδόχοι τους στην Ένωση καθώς και οι εισαγωγείς από τρίτες χώρες καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτ[ατες] τιμές λιανικής πώλησης κάθε προϊόντος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο προορίζεται να διατεθεί στην κατανάλωση.

Η διάταξη του πρώτου εδαφίου δεν εμποδίζει την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τον έλεγχο των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλόμενων τιμών, εφόσον οι νομοθεσίες αυτές δεν αντιβαίνουν προς τη νομοθεσία της Ένωσης.»

2.      Το γαλλικό δίκαιο

9.        Το άρθρο 572 του CGI, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 26ης Ιανουαρίου 2016 περί εκσυγχρονισμού του συστήματος υγείας, ορίζει τα ακόλουθα:

«Η λιανική τιμή κάθε προϊόντος, εκφραζόμενη ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια, είναι ενιαία στο σύνολο της εθνικής επικράτειας και καθορίζεται ελεύθερα από τους παραγωγούς και τους κατά νόμο προμηθευτές. Η τιμή αυτή ισχύει αφού δοθεί σχετική έγκριση με κοινή απόφαση των αρμοδίων για την υγεία και τον προϋπολογισμό υπουργών, υπό τους όρους που προβλέπει διάταγμα εκδιδόμενο κατόπιν γνωμοδοτήσεως τουConseil d’État [Συμβουλίου της Επικρατείας]. Εντούτοις, η τιμή αυτή δεν μπορεί να εγκριθεί εάν είναι χαμηλότερη από το άθροισμα του κόστους και του συνόλου των φόρων.

[...]»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

10.      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 και στις 20 Ιανουαρίου 2017 οι εταιρίες Japan Tobacco International SA και Japan Tobacco International France SAS (στο εξής, από κοινού: εταιρίες Japan Tobacco) άσκησαν ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας) προσφυγές με αίτημα την ακύρωση, λόγω υπερβάσεως εξουσίας, ορισμένων χωρίων δύο εγγράφων, της 6ης Απριλίου 2016 και της 22ας Νοεμβρίου 2016, τα οποία οι γαλλικές αρχές απηύθυναν στους καπνοβιομήχανους και στους αδειοδοτημένους προμηθευτές προϊόντων καπνού. Τα εν λόγω έγγραφα προσδιορίζουν τον τρόπο εγκρίσεως της λιανικής τιμής των βιομηχανοποιημένων καπνών στα ευρωπαϊκά εδάφη της Γαλλίας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 572 του CGI.

11.      Η εν λόγω διάταξη επιβάλλει στους παραγωγούς και τους προμηθευτές την υποχρέωση να καθορίζουν ενιαία τιμή λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος καπνού, εκφραζόμενη ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια, ανεξαρτήτως της χωρητικότητας της συσκευασίας του. Κατά το έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2016, κάθε προϊόν προσδιορίζεται, στο πλαίσιο αυτό, με τον συνδυασμό μιας μάρκας και μιας εμπορικής ονομασίας. Ο κανόνας αυτός, καλούμενος στο εξής «κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες», σημαίνει ότι η τιμή κάθε προϊόντος παραμένει η ίδια ανεξαρτήτως της μονάδας συσκευασίας (καλούμενης «μονάδας αναφοράς») με την οποία διατίθεται προς πώληση. Σκοπός του κανόνα της τιμής ανά 1 000 μονάδες είναι να αποτραπεί η αύξηση της καταναλώσεως καπνού η οποία μπορεί να προκληθεί από τη μείωση των τιμών ορισμένων προϊόντων εάν αυτά συσκευάζονται σε μεγαλύτερες ποσότητες.

12.      Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι εταιρίες Japan Tobacco υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις του άρθρου 572 του CGI, στο οποίο στηρίζονται τα προσβαλλόμενα έγγραφα, αντιβαίνουν την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των ανώτατων τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων καπνού η οποία προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64, καθόσον δεν επιτρέπουν τη συνεκτίμηση, κατά τον καθορισμό των εν λόγω τιμών, τυχόν διαφοροποιήσεων του κόστους συσκευασίας οι οποίες συνδέονται με τις συσκευασμένες ποσότητες.

13.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες, πρώτον,ως προς το πεδίο εφαρμογήςτης οδηγίας αυτής. Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι η εν λόγω οδηγία μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με τον φορολογικό σκοπό της, ως διέπουσα μόνο τις τιμές των προϊόντων καπνού καθόσον υπόκεινται στους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, δηλαδή την τιμή των τσιγάρων, των πούρων, των σιγαρίλος και του καπνού καπνίσματος όπως ορίζονται στα άρθρα 2 έως 5 της ίδιας οδηγίας (3). Ως εκ τούτου, η αρχή που καθιερώνει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 δεν έχει εφαρμογή στη μονάδα συσκευασίας των εν λόγω προϊόντων. Επομένως, ο κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες, καθόσον απαγορεύει τη διαφοροποίηση της τιμής ανάλογα με τη χωρητικότητα των μονάδων συσκευασίας, δεν παραβιάζει την εν λόγω αρχή.

14.      Ωστόσο, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) υπενθυμίζει ότι σε δύο αποφάσεις που διαπίστωσαν σχετική παράβαση, εκδοθείσες το 2002 (4) και το 2010 (5), το Δικαστήριο έκρινε αντίθετες προς τη διάταξη αυτή δύο προϊσχύουσες διατάξεις του άρθρου 572 του CGI οι οποίες καθιέρωναν, πέραν του κανόνα της τιμής ανά 1 000 μονάδες, υποχρεωτικά συστήματα κατώτατου ορίου τιμής λιανικής πωλήσεως προϊόντων καπνού. Κατά το Δικαστήριο, τα εν λόγω συστήματα θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό, εμποδίζοντας ορισμένους καπνοβιομηχάνους και εισαγωγείς να αποκομίσουν κέρδος λόγω κόστους κτήσεως χαμηλότερου από εκείνο των ανταγωνιστών τους. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι ως άνω αποφάσεις του Δικαστηρίου αποτυπώνουν την άποψη ότι η αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού υπερισχύει έναντι του φορολογικού σκοπού της οδηγίας 2011/64. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, κατά παρέκκλιση από τους ορισμούς των άρθρων 2 έως 5 της οδηγίας αυτής, ο καθορισμός των τιμών των προϊόντων καπνού ανάλογα με τη συσκευασία τους εμπίπτει στην ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων την οποία διασφαλίζει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

15.      Δεύτερον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δώσει καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με τη συμβατότητα του άρθρου 572 του CGI με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64, καθόσον το εν λόγω άρθρο δεν επιτρέπει στους εν λόγω επιχειρηματίες να διαμορφώσουν την τιμή λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους ανάλογα με τη χωρητικότητα της συσκευασίας τους. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες τούς απαγορεύει όχι να μετακυλίουν συνολικά στις τιμές που υποβάλλονται για έγκριση τη διαφορά του κόστους, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς του, αλλά μόνο να διαφοροποιούν τις τιμές αυτές ανάλογα με το μέγεθος της συσκευασίας.

16.      Στο πλαίσιο αυτό, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η οδηγία [2011/64] την έννοια ότι, λαμβανομένων υπόψη των ορισμών των προϊόντων καπνού που περιλαμβάνει στα άρθρα της 2, 3 και 4, διέπει και την τιμή των συσκευασμένων προϊόντων καπνού;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, έχει το άρθρο 15 της οδηγίας [2011/64], καθόσον καθιερώνει την αρχή του ελεύθερου καθορισμού της τιμής των προϊόντων καπνού, την έννοια ότι αποκλείει κανόνα καθορισμού της τιμής των προϊόντων αυτών ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια, ο οποίος έχει ως συνέπεια να απαγορεύεται στους καπνοβιομήχανους να διαμορφώνουν τις τιμές τους ανάλογα με ενδεχόμενες διαφορές του κόστους συσκευασίας των προϊόντων αυτών;»

17.      Οι εταιρίες Japan Tobacco, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

18.      Οι εταιρίες Japan Tobacco, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Σεπτεμβρίου 2018.

IV.    Ανάλυση

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.      Επί του περιεχομένου των προδικαστικών ερωτημάτων

19.      Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία θα εξετάσω από κοινού, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) ερωτά κατ’ ουσία αν είναι σύμφωνη με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 572 του CGI, η οποία υποχρεώνει τους καπνοβιομήχανους και τους εισαγωγείς να εκφράζουν τη λιανική τιμή κάθε προϊόντος τουςανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια και ως εκ τούτου δεν τους επιτρέπει να διαφοροποιούν την τιμή αυτή ανάλογα με τη χωρητικότητα των διαφόρων συσκευασιών με τις οποίες τα εν λόγω προϊόντα διατίθενται στην κατανάλωση.

20.      Με το πρώτο ερώτημά του, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί εάν η εν λόγω οδηγία διέπει τον καθορισμό της τιμής των συσκευασμένων προϊόντων καπνού. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το ερώτημα αυτό αφορά την εμβέλεια της καθιερούμενης με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας αρχής του ελεύθερου καθορισμού, από τους καπνοβιομήχανους και τους εισαγωγείς, του ανώτατου ορίου τιμής λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος τους.

21.      Αφενός, όπως υποστήριξαν όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία πλην των εταιριών Japan Tobacco, η ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων η οποία κατοχυρώνεται στην εν λόγω διάταξη θα μπορούσε να έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό της τιμής λιανικής πωλήσεως «κάθε προϊόντος» νοούμενου υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε κάθε βιομηχανοποιημένο καπνό συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου ο οποίος αντιστοιχεί σε έναν από τους ορισμούς των άρθρων 2 έως 5 της εν λόγω οδηγίας, ανεξαρτήτως της χωρητικότητας της συσκευασίας του (π.χ. κάθε τσιγάρο μάρκας X και τύπου Y) (6).

22.      Αφετέρου, όπως ισχυρίζονται οι εταιρίες Japan Tobacco, η έκφραση «κάθε προϊόντος» μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε κάθε μονάδα συσκευασίας του προϊόντος αυτού (π.χ. κάθε πακέτο των 20, 25 ή 30 τσιγάρων μάρκας X και τύπου Y). Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 διασφαλίζει την ελευθερία των καπνοβιομήχανων και των εισαγωγέων να καθορίζουν την τιμή λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος το οποίο εμπορεύονται.

23.      Το δεύτερο ερώτημα τίθεται στο Δικαστήριο μόνο στην περίπτωση που αυτό δεχθεί, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, τη δεύτερη από τις ως άνω ερμηνείες του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64. Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες, αντιβαίνει στην εν λόγω διάταξη καθόσον δεν επιτρέπει στους καπνοβιομήχανους και εισαγωγείς να καθορίσουν ελεύθερα τη διαφορά τιμής μεταξύ των μονάδων συσκευασίας διαφορετικής χωρητικότητας.

24.      Αντιθέτως, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι με τον όρο «προϊόν» κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 νοούνται τα προϊόντα βιομηχανοποιημένου καπνού εν γένει, ανεξαρτήτως της χωρητικότητας της συσκευασίας τους, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 572 του CGI δεν μπορεί να αντιβαίνει στη διάταξη αυτή. Αυτό ισχύει εφόσον το ίδιο το γράμμα του άρθρου 572 του CGI ορίζει ότι οι κατά τον τρόπο αυτόν οριζόμενες τιμές των προϊόντων καθορίζονται ελεύθερα.

25.       Μολονότι συμμερίζομαι την ως άνω άποψη, θα αποσαφηνίσω, στην από κοινού ανάλυση των προδικαστικών ερωτημάτων, τους λόγους για τους οποίους μια εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως ο προβλεπόμενος από το άρθρο 572 του CGI κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες, δεν περιορίζει, έστω και έμμεσα, την κατοχυρούμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 ελευθερία. Πρέπει, ειδικότερα, να διευκρινιστεί ο λόγος για τον οποίο η εν λόγω ρύθμιση διαφέρει από τα προϊσχύσαντα κείμενα του άρθρου 572 του CGI που κρίθηκαν από το Δικαστήριο μη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης λόγω του ότι έθεταν περιορισμούς στην ελευθερία αυτή (7).

2.      Επί του αποτελέσματος της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως το οποίο μνημονεύεται στα προδικαστικά ερωτήματα

26.      Κρίνω επίσης σκόπιμο να επισημάνω εισαγωγικώς ότι, μολονότι το άρθρο 572 του CGI έχει περιοριστικά αποτελέσματα επί της εμπορικής πολιτικής των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων βιομηχανοποιημένων καπνών, μόνο ένα από αυτά αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής. Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) ερωτά το Δικαστήριο εάν η εν λόγω εθνική διάταξη προσκρούει στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 μόνο καθόσον η ρύθμιση αυτή επιβάλλει στους εν λόγω επιχειρηματίες να εκφράζουν την τιμή λιανικής πωλήσεως ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια για κάθε προϊόν τους.

27.      Αντιθέτως, τα προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν τη συμφωνία του άρθρου 572 του CGI με την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών, καθόσον η διάταξη αυτή συνεπάγεται, επιπλέον, πρώτον, την απαίτηση η τιμή λιανικής πωλήσεως να είναι ενιαία στο σύνολο των ευρωπαϊκών εδαφών της Γαλλίας, δεύτερον, την επιβολή κατώτατης τιμής (8) και, τρίτον, την υποχρέωση των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων να μη μεταβάλλουν, με αύξηση ή μείωση, την τιμή λιανικής πωλήσεως η οποία εγκρίνεται από τη διοικητική αρχή.

28.      Εντούτοις, οι εταιρίες Japan Tobacco βάλλουν, με τις παρατηρήσεις τους, σε μεγάλο βαθμό κατά της ως άνω διατάξεως καθόσον αυτή παράγει το τριπλό αυτό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, οι εν λόγω εταιρίες επικαλούνται το ασύμβατο του άρθρου 572 του CGI με την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών, δεδομένου ότι η τιμή λιανικής πωλήσεως, η οποία διαμορφώνεται σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, είναι, κατόπιν της σχετικής εγκρίσεως, τόσο μέγιστη όσο και ελάχιστη τιμή και, ως εκ τούτου, είναι σταθερή τιμή μεταπωλήσεως.

29.      Για να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση ως προς το σημείο αυτό, διευκρινίζω εκ των προτέρων ότι η εν λόγω πτυχή του άρθρου 572 του CGI, σχετικά με την πολιτική τιμών, δεν έχει σημασία υπό το πρίσμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64. Συναφώς, από την κατωτέρω παρατιθέμενη νομολογία (9) συνάγεται ότι η διάταξη αυτή ορίζει απλώς ότι η μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεωςτων προϊόντων των καπνοβιομηχάνων ή εισαγωγέων, καθόσον αποτελεί τη βάση επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως, καθορίζεται ελεύθερα από τους εν λόγω επιχειρηματίες. Η εν λόγω διάταξη δεν εμποδίζει εθνικό μέτρο το οποίο επιβάλει στους καπνοβιομήχανους και εισαγωγείς την τήρηση σταθερής τιμής την οποία οι ίδιοι έχουν ελεύθερα καθορίσει.

30.      Συναφώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η οδηγία 2011/64 δεν αντιτίθεται σε μια πολιτική τιμών εφόσον αυτή δεν αντιστρατεύεται τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, ιδίως εκείνον του αποκλεισμού του ενδεχομένου στρεβλώσεως του ανταγωνισμού των διαφόρων κατηγοριών επεξεργασμένων καπνών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία (10).

31.      Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Etablissements Fr. Colruyt, ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους εμπόρους λιανικής να πωλούν προϊόντα καπνού σε μοναδιαία τιμή χαμηλότερη από την τιμή την οποία ο παραγωγός ή ο εισαγωγέας αναφέρει στο φορολογικό επίσημα που έχει τεθεί στα προϊόντα αυτά, υπό τον όρο ότι η τιμή αυτή έχει καθοριστεί ελεύθερα από τον εν λόγω παραγωγό ή εισαγωγέα (11). Κατά το Δικαστήριο, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση «δεν εμπίπτει στην περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64» (12).

32.      Ομοίως, η διάταξη αυτή δεν αντίκειται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η εγκριθείσα τιμή λιανικής πωλήσεως είναι ενιαία –δηλαδή σταθερή, τόσο μέγιστη όσο και ελάχιστη–, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω τιμή καθορίζεται ελεύθερα από τους καπνοβιομήχανους ή τους εισαγωγείς.

2.      Επί της ερμηνείας του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64

33.      Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η έκφραση «κάθε προϊόντος», κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64, παραπέμπει σε κάθε βιομηχανοποιημένο καπνό συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου ο οποίος διατίθεται στην κατανάλωση από τους καπνοβιομήχανους και τους εισαγωγείς, ή αντιθέτως σε κάθε μονάδα συσκευασίας των εν λόγω βιομηχανοποιημένων καπνών. Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο το ως άνω ερώτημα ζητώντας του να αποφανθεί επί της συμφωνίας του κανόνα της τιμής ανά 1 000 μονάδες με την εν λόγω διάταξη καθόσον ο κανόνας αυτός δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση της τιμής λιανικής πωλήσεως των εν λόγω βιομηχανοποιημένων καπνών ανάλογα με τη χωρητικότητα των διαφόρων συσκευασιών τους.

34.      Δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο της επίμαχης εκφράσεως, αυτή πρέπει να αποσαφηνιστεί ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας της ως άνω οδηγίας, καθώς και του σκοπού της εν λόγω διατάξεως και της οδηγίας στην οποία εντάσσεται (13).

1.      Ερμηνεία υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας της σχετικής ρυθμίσεως

35.      Για την εναρμόνιση της διαρθρώσεως των ειδικών φόρων καταναλώσεως στην οποία προβαίνει η οδηγία 2011/64, η μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων, την οποία μνημονεύει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των βιομηχανοποιημένων καπνών (14).

36.      Στο πλαίσιο αυτό, στα αναφερθέντα στην εν λόγω διάταξη «προϊόντα», των οποίων η μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως πρέπει να καθορίζεται ελεύθερα από τους εν λόγω επιχειρηματίες, αντιστοιχούν, όπως πιστεύω, τα βιομηχανοποιημένα καπνά καθόσον υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως.

37.      Συναφώς, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 διευκρινίζει ότι στα «βιομηχανοποιημένα καπνά» που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εναρμονισμένου ειδικού φόρου καταναλώσεως περιλαμβάνονται, πρώτον, τα τσιγάρα, δεύτερον, τα πούρα και τα πουράκια σιγαρίλος και, τρίτον, ο καπνός καπνίσματος. Τα άρθρα 3 έως 5 της οδηγίας αυτής προσδιορίζουν τις εν λόγω τρεις κατηγορίες βιομηχανοποιημένων καπνών ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους και τη χρήση για την οποία προορίζονται (15). Οι ορισμοί αυτοί αναφέρονται μόνο στην «αρχική» συσκευασία η οποία καθιστά δυνατή την κατανάλωση του καπνού (16), χωρίς να προβλέπουν διαφοροποίηση των βιομηχανοποιημένων καπνών ανάλογα με την «εξωτερική» συσκευασία τους (17).

38.      Αντιθέτως, όπως επισήμαναν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η εξωτερική συσκευασία των προϊόντων καπνού αποτελεί αντικείμενο μέτρων εναρμονίσεως στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/40. Το άρθρο 2, σημείο 4, της οδηγίας αυτής προσδιορίζει τα «προϊόντα καπνού». Το «τσιγάρο» και το «πούρο» ορίζονται στα σημεία 10 και 11 του άρθρου με παραπομπή στους ορισμούς που περιέχουν τα άρθρα 3 και 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64. Γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών αυτών και της έννοιας της «μονάδας συσκευασίας», την οποία το άρθρο 2, σημείο 30, της οδηγίας 2014/40 ορίζει ως «[τη] μικρότερη ατομική συσκευασία ενός προϊόντος καπνού ή συναφούς προϊόντος που διατίθεται στην αγορά». Συναφώς, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει το ελάχιστο περιεχόμενο των μονάδων συσκευασίας ορισμένων προϊόντων καπνού.

39.      Οι διατάξεις της οδηγίας 2011/64 σχετικά με τον υπολογισμό του εναρμονισμένου ειδικού φόρου καταναλώσεως δεν αναφέρουν τη μονάδα συσκευασίας με την οποία πωλούνται τα βιομηχανοποιημένα καπνά, όπως δεν την αναφέρουν ούτε τα άρθρα 2 έως 5 της οδηγίας αυτής.

40.      Όσον αφορά τα τσιγάρα, αυτά υπόκεινται, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, σε αναλογικό ειδικό φόρο καταναλώσεως ο οποίος υπολογίζεται επί της μέγιστης τιμής λιανικής πωλήσεως, περιλαμβανομένων των δασμών, καθώς και σε πάγιο φόρο υπολογιζόμενο ανά μονάδα προϊόντος. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι εταιρίες Japan Tobacco, στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της «μέγιστης τιμής λιανικής πωλήσεως» ουδόλως παραπέμπει στις μονάδες συσκευασίας των προϊόντων σε αντίθεση με την έννοια της «μονάδας προϊόντος». Ειδικότερα, η «μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως» διακρίνεται από τη «μονάδα προϊόντος» στον βαθμό που η πρώτη συνιστά τη βάση επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως ο οποίος προκύπτει από την εφαρμογή επί της τιμής αυτής ίδιου συντελεστή για όλα τα τσιγάρα, ενώ η δεύτερη αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό του πάγιου ειδικού φόρου καταναλώσεως του οποίου το ποσό είναι ίδιο για όλα τα τσιγάρα (18).

41.      Συναφώς, όπως παρατηρεί η Γαλλική Κυβέρνηση, καμία διάταξη της οδηγίας 2011/64 δεν ανάγει το πακέτο τσιγάρων σε μονάδα μέτρησης προκειμένου να υπολογιστεί η μία ή η άλλη συνιστώσα του ειδικού φόρου καταναλώσεως. Επιπλέον, ο συντελεστής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως και το ποσό του πάγιου ειδικού φόρου καταναλώσεως δεν μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τη χωρητικότητα των μονάδων συσκευασίας, λόγω του ότι πρέπει να είναι ίδιοι για όλα τα τσιγάρα.

42.      Επίσης, κατά την άποψή μου, οι εταιρίες Japan Tobacco κακώς υποστηρίζουν ότι η έννοια της «σταθμισμένης μέσης τιμής λιανικής πώλησης», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, και στο άρθρο 10 της οδηγίας 2011/64, είναι λυσιτελής μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η τιμή μονάδας τσιγάρου μπορεί να διαφοροποιηθεί ανάλογα με το μέγεθος του πακέτου. Συγκεκριμένα, η εν λόγω έννοια συνιστά μονάδα αναφοράς για τον καθορισμό του ποσοστού συμμετοχής του πάγιου ειδικού φόρου καταναλώσεως στη συνολική φορολογική επιβάρυνση και του ελάχιστου συνολικού ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των τσιγάρων. Στο πλαίσιο αυτό, η «σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης» υπολογίζεται σε συνάρτηση με τη συνολική αξία όλων των τσιγάρων (ανεξαρτήτως μάρκας) τα οποία διατίθενται στην κατανάλωση, στηριζόμενη στην τιμή λιανικής πωλήσεως περιλαμβανομένων όλων των φόρων, διαιρούμενη διά της συνολικής ποσότητας των τσιγάρων που διατέθηκαν στην κατανάλωση κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Επομένως, η χρησιμότητα της έννοιας αυτής ουδόλως εξαρτάται από την ύπαρξη διαφοροποιήσεων μεταξύ των τιμών του ίδιου τσιγάρου ανάλογα με τις διάφορες μονάδες συσκευασίας με την οποία αυτό προσφέρεται προς πώληση.

43.      Στα βιομηχανοποιημένα καπνά πλην των τσιγάρων επιβάλλεται, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64, ειδικός φόρος καταναλώσεως ο οποίος μπορεί να είναι είτε αναλογικός (υπολογιζόμενος επί των ελεύθερα καθοριζόμενων μέγιστων τιμών λιανικής πωλήσεως), είτε πάγιος (εκφραζόμενος σε ποσό ανά χιλιόγραμμο ή ανά αριθμό τεμαχίων για τα πούρα και τα πουράκια), είτε μεικτός. Στο πλαίσιο αυτό, η μονάδα συσκευασίας δεν συνιστά μονάδα αναφοράς για τον υπολογισμό του ειδικού φόρου καταναλώσεως.

44.      Περαιτέρω, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα ελάχιστο ποσό ειδικού φόρου καταναλώσεως αναλογικού ή μεικτού, ενώ η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προβλέπει ορισμένους συντελεστές ή ελάχιστα ποσά στα οποία πρέπει να αντιστοιχεί ο συνολικός ειδικός φόρος καταναλώσεως. Κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, οι συντελεστές ή τα ποσά αυτά ισχύουν για όλα τα προϊόντα που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία βιομηχανοποιημένων καπνών (19), χωρίς διάκριση μεταξύ των προϊόντων της ίδιας κατηγορίας σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων, με την παρουσίασή τους. Όπως προέβαλε η Γαλλική Κυβέρνηση, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι οι συντελεστές και τα ελάχιστα ποσά του ειδικού φόρου καταναλώσεως δεν μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τη συσκευασία με την οποία προσφέρονται προς πώληση τα προϊόντα συγκεκριμένης κατηγορίας.

45.      Το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα βιομηχανοποιημένα καπνά στα οποία επιβάλλεται ο εναρμονισμένος ειδικός φόρος καταναλώσεως δεν συνίστανται στις μονάδες συσκευασίας των προϊόντων καπνού, αλλά στα τσιγάρα, πούρα, πουράκια σιγαρίλος και στον καπνό καπνίσματος, όπως ορίζονται στα άρθρα 2 έως 5 της οδηγίας 2011/64, ανεξαρτήτως της χωρητικότητας της συσκευασίας τους.

46.      Κατά την άποψή μου, ο εν λόγω ορισμός του αντικειμένου του εναρμονισμένου ειδικού φόρου καταναλώσεως οριοθετεί τον ορισμό του «προϊόντος» κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Συναφώς, στον βαθμό που η μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων, την οποία καθορίζουν αυτοί ελεύθερα, αποτελεί τη βάση επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως, τα εν λόγω προϊόντα αντιστοιχούν στα βιομηχανοποιημένα καπνά όπως αυτά ορίζονται στο προηγούμενο σημείο.

47.      Η ερμηνεία την οποία προτείνω συνεπάγεται ότι η εν λόγω διάταξη καθιερώνει μόνο την ελευθερία των εν λόγω επιχειρηματιών να καθορίζουν την ενιαία τιμή των τσιγάρων, πούρων και πουρακίων σιγαρίλος ή την τιμή ανά μονάδα βάρους των καπνών για κάπνισμα συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου, χωρίς να διασφαλίζει τη δυνατότητά τους να διαμορφώνουν τις τιμές αυτές ανάλογα με τη χωρητικότητα των συσκευασιών με τις οποίες προσφέρονται τα προϊόντα αυτά προς πώληση.

48.      Ο εν γένει σκοπός της εν λόγω οδηγίας και ειδικότερα του άρθρου 15, παράγραφος 1, αυτής επιρρωννύουν την ερμηνεία αυτή.

2.      Τελολογική ερμηνεία

49.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 2011/64, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό να καθορίσει τις γενικές αρχές για την εναρμόνιση της διαρθρώσεως και των συντελεστών του ειδικού φόρου καταναλώσεως, τον οποίο τα κράτη μέλη επιβάλλουν στα βιομηχανοποιημένα καπνά. Η εναρμόνιση αυτή σκοπεί, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας αυτής, να διασφαλίσει τη «μη νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών βιομηχανοποιημένων καπνών που ανήκουν στην ίδια ομάδα εξαιτίας της φορολογίας και την παράλληλη πραγματοποίηση του ανοίγματος των εθνικών αγορών των κρατών μελών». Κατά την αιτιολογική σκέψη 10 της εν λόγω οδηγίας, «[ο]ι απαιτήσεις του ανταγωνισμού προϋποθέτουν ένα σύστημα ελευθέρως διαμορφωμένων τιμών για όλες τις ομάδες επεξεργασίας καπνών».

50.      Υπό το πρίσμα αυτό, κατά τη νομολογία, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 αποσκοπεί, αφενός, να εξασφαλίσει ότι ο προσδιορισμός της βάσεως επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των προϊόντων καπνού, ήτοι η μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως των προϊόντων αυτών, θα υπόκειται στους ίδιους κανόνες εντός όλων των κρατών μελών. Αφετέρου, η διάταξη αυτή έχει ως αντικείμενο να διασφαλίσει την ελευθερία των ανωτέρω επιχειρηματιών, ώστε να μπορούν να αντλούν όντως όφελος από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προκύπτει από το ενδεχομένως χαμηλότερο κόστος προκειμένου να προτείνουν ελκυστικότερες τιμές λιανικής πωλήσεως (20).

51.      Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 προϋποθέτει ότι, στο πλαίσιο του μηχανισμού φορολογήσεως του καπνού, η τιμή κάθε προϊόντος, όταν καθοριστεί από τον καπνοβιομήχανο ή τον εισαγωγέα και εγκριθεί από τη δημόσια αρχή, επιβάλλεται ως μέγιστη τιμή και πρέπει να τηρείται ως τέτοια σε όλα τα στάδια της εμπορικής διανομής μέχρι την πώληση στον καταναλωτή. Ο κανόνας αυτός αποτρέπει το ενδεχόμενο να θιγεί το σύστημα των δημοσιονομικών εσόδων μέσω της υπερβάσεως της τιμής (21). Ο εν λόγω κανόνας εξασφαλίζει ότι οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς, κατά τον χρόνο εισπράξεως του φόρου, δεν θα δηλώσουν χαμηλότερη τιμή πωλήσεως, για να μειώσουν τη φορολογική επιβάρυνση, πωλώντας όμως αργότερα ακριβότερα τα προϊόντα (22).

52.      Φρονώ ότι η επίτευξη των σκοπών αυτών θέτει ως μοναδική προϋπόθεση τον ελεύθερο καθορισμό από τους εν λόγω επιχειρηματίες της ενιαίας τιμής των τσιγάρων, πούρων και πουρακίων σιγαρίλος ή την τιμή ανά μονάδα βάρους των καπνών για κάπνισμα συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου που διαθέτουν στην κατανάλωση. Επιπροσθέτως, η επίτευξη αυτή δεν προϋποθέτει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 έχει την έννοια ότι προβλέπει τη δυνατότητα των εν λόγω επιχειρηματιών να διαμορφώνουν την τιμή λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος τους ανάλογα με τις μονάδες συσκευασίας με τις οποίες τα προϊόντα προσφέρονται προς πώληση.

53.      Όσον αφορά, ειδικότερα, τον σκοπό που αφορά τον ελεύθερο ανταγωνισμό, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 προβλέπει ότι οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς καθορίζουν ελεύθερα τη μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως για κάθε προϊόν τους «έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ουσιαστική ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ τους» (η υπογράμμιση δική μου) (23). Η αρχή του ελεύθερου καθορισμού της μέγιστης τιμής λιανικής πωλήσεως εξασφαλίζει ότι το προβλεπόμενο από την οδηγία 2011/64 φορολογικό σύστημα δεν θα επιφέρει, ως παράπλευρο αποτέλεσμα, τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (24).

54.      Φρονώ ότι, στο πλαίσιο αυτό, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που πρέπει να διασφαλιστεί αναφέρεται σε κάθε πλεονέκτημα σχετικό με το κόστος από το οποίο ένας καπνοβιομήχανος ή εισαγωγέας αντλεί όφελος σε συνάρτηση με άλλους καπνοβιομηχάνους και εισαγωγείς (25). Δεν υποδηλώνει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που διαθέτει μια μονάδα συσκευασίας βιομηχανοποιημένου καπνού συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου σε σχέση με άλλη μονάδα συσκευασίας του ίδιου βιομηχανοποιημένου καπνού η οποία πωλείται από τον ίδιο επιχειρηματία.

55.      Η ερμηνεία αυτή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τις αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν συνάδουν με την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών συστήματα καθορισμού υποχρεωτικών κατώτατων τιμών λιανικής πωλήσεως των βιομηχανοποιημένων καπνών που προβλέπονταν προγενέστερα σε διάφορα κράτη μέλη, και στη Γαλλία (26).

56.      Συναφώς, με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας (27), μια προϊσχύσασα της επίμαχης στην κύρια δίκη διάταξη του άρθρου 572 του CGI κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59/ΕΚ (28) (του οποίου το περιεχόμενο επαναλαμβάνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64). Η εν λόγω προϊσχύσασα διάταξη προέβλεπε, σε σχέση με την ισχύουσα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 572 του CGI, πρόσθετη επιβάρυνση καθόσον η τιμή 1 000 μονάδων προϊόντων μιας κατηγορίας τσιγάρων που πωλούνται υπό την ίδια μάρκα δεν μπορούσε να είναι κατώτερη από την τιμή που ισχύει για το περισσότερο πωλούμενο προϊόν της μάρκας αυτής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη εθνική διάταξη επέβαλλε στην πραγματικότητα κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως των τσιγάρων, καίτοι η κατώτατη αυτή τιμή δεν οριζόταν κατά τρόπο άμεσο, αλλά έμμεσο. Κατά το Δικαστήριο, όμως, ο καθορισμός εκ μέρους των δημοσίων αρχών της κατώτατης τιμής λιανικής πωλήσεως αναπόφευκτα περιορίζει την ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων να καθορίζουν την ανώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους εφόσον, εν πάση περιπτώσει, η τιμή αυτή δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη της υποχρεωτικής κατώτατης τιμής.

57.      Με την απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (29), το άρθρο 572 του CGI όπως προΐσχυε, το οποίο επέβαλλε στους καπνοβιομήχανους και εισαγωγείς κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως των τσιγάρων αντιστοιχούσα σε συγκεκριμένο ποσοστό, που οριζόταν με διάταγμα, της μέσης τιμής στην αγορά, κρίθηκε επίσης αντίθετο προς την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών. Το ως άνω προβλεφθέν σύστημα ήταν ικανό να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τιμών ανταγωνιστικών προϊόντων και να εξισώσει τις τιμές αυτές με την υψηλότερη τιμή του προϊόντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το εν λόγω σύστημα περιόριζε την ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων να προσδιορίζουν τα ανώτατα όρια των τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους. Το Δικαστήριο έκρινε, την ίδια ημέρα, αντίθετα προς το δίκαιο της Ένωσης τα ισχύοντα στην Αυστρία και στην Ιρλανδία παρόμοια συστήματα (30) και, το ίδιο έτος, το προβλεπόμενο στην Ιταλία σύστημα υποχρεωτικής κατώτατης τιμής (31).

58.      Αντιθέτως, με τις τέσσερις εν λόγω εκδοθείσες το 2010 αποφάσεις, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ήταν σύμφωνο με την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών ένα σύστημα κατώτατου ορίου τιμής το οποίο ήταν έτσι διαμορφωμένο ώστε να αποκλείει, σε κάθε περίπτωση, περιορισμό του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που θα μπορούσε να προκύψει, για ορισμένους καπνοβιομήχανους ή εισαγωγείς, από ενδεχόμενο χαμηλότερο κόστος και, επομένως, στρέβλωση του ανταγωνισμού (32).

59.      Εν προκειμένω, οι εταιρίες Japan Tobacco ισχυρίζονται ότι ο κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες παράγει το ίδιο αποτέλεσμα με ένα σύστημα κατώτατης τιμής όπως αυτό το οποίο το Δικαστήριο έκρινε αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας (33). Κατά τις εν λόγω εταιρίες, ο καπνοβιομήχανος ή ο εισαγωγέας αναγκάζεται να επιλέξει ως τιμή αναφοράς για κάθε προϊόν συγκεκριμένης μάρκας και εμπορικής ονομασίας την τιμή μιας από τις μονάδες συσκευασίας του προϊόντος αυτού και να την ακολουθήσει αυτούσια σε όλες τις μονάδες συσκευασίας του εν λόγω προϊόντος. Ως εκ τούτου, αίρεται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που μπορεί να αντλήσει ο εν λόγω επιχειρηματίας λόγω του χαμηλότερου κόστους των μονάδων συσκευασίας οι οποίες περιέχουν μεγαλύτερες ποσότητες βιομηχανοποιημένου καπνού. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω επιχειρηματίας δεν μπορεί να στρέψει τους καταναλωτές σε προϊόντα των οποίων η τιμή μονάδας είναι χαμηλότερη λόγω του ότι αυτά συσκευάζονται σε μεγαλύτερες ποσότητες.

60.      Τα επιχειρήματα αυτά δεν με πείθουν.

61.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι δεν εμπίπτει στον επιδιωκόμενο από το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 σκοπό η δυνατότητα ενός καπνοβιομηχάνου ή εισαγωγέα να αντλήσει όφελος από το χαμηλότερο κόστος που συνδέεται με τη συσκευασία των προϊόντων του σε μεγαλύτερες ποσότητες με σκοπό να στρέψει τη ζήτηση σε μεγαλύτερα πακέτα με τα οποία πωλούνται τα δικά του προϊόντα καπνού συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου. Αποφασιστική σημασία έχει μόνον το γεγονός ότι ο εν λόγω επιχειρηματίας μπορεί να αποκτήσει τυχόν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα συνδεόμενο με το χαμηλότερο κόστος των προϊόντων του σε σχέση με εκείνα των ανταγωνιστών του (34).

62.      Πάντως, μια ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως η οποία δεν διασφαλίζει στους καπνοβιομήχανους και εισαγωγείς την ελευθερία να μεταβάλλουν την τιμή κάθε βιομηχανοποιημένου καπνού τους ανάλογα με τη χωρητικότητα της συσκευασίας του και η οποία, επομένως, επιτρέπει εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως ο επίμαχος κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες δεν συνεπάγεται την αποδυνάμωση ενός τέτοιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

63.      Όπως τόνισε το αιτούν δικαστήριο, η μόνη προερχόμενη από τον εν λόγω κανόνα επιβάρυνση συνίσταται στο ότι δεν είναι δυνατή η δήλωση διαφορετικής τιμής λιανικής πωλήσεως για προϊόν ίδιας μάρκας και ίδιας εμπορικής ονομασίας ανάλογα με τη μονάδα συσκευασίας με την οποία προσφέρεται προς πώληση. Εξάλλου, ο εν λόγω καπνοβιομήχανος ή εισαγωγέας παραμένει ελεύθερος ως προς τον καθορισμό της τιμής ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια του εν λόγω προϊόντος, χωρίς να δεσμεύεται από την τιμή του πακέτου με τις υψηλότερες πωλήσεις. Ο κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες δεν περιορίζει τη δυνατότητα των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων να αποτυπώνουν συνολικά, στις τιμές λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους, κόστος τυχόν χαμηλότερο από εκείνο των προϊόντων των ανταγωνιστών τους.

64.      Ειδικότερα, η τιμή ανά τσιγάρο, πούρο ή πουράκι σιγαρίλο και ανά μονάδα βάρους καπνού για κάπνισμα συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου, η οποία έχει καθοριστεί ελεύθερα από τους εν λόγω επιχειρηματίες, μπορεί να ενσωματώνει ποσοστό του συνολικού κόστους το οποίο αφορά τα προϊόντα συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου. Στην ως άνω τιμή συμπεριλαμβάνεται το κόστος συσκευασίας ως συντελεστής του κόστους παραγωγής, το οποίο συνιστά και στοιχείο του συνολικού κόστους. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων να καθορίζουν την ενιαία τιμή κάθε βιομηχανοποιημένου καπνού τους συνεπάγεται και την ελευθερία να μετακυλίουν στην τιμή αυτή το κόστος που αφορά τις διάφορες συσκευασίες με τις οποίες τα προϊόντα αυτά διατίθενται στο εμπόριο με τρόπο και με μέθοδο της επιλογής τους.

65.      Οι επιχειρηματίες αυτοί μπορούν για παράδειγμα να καθορίσουν μια τιμή ανά τσιγάρο συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου που να απηχεί το μέσο κόστος συσκευασίας των πακέτων στα οποία πωλείται το τσιγάρο αυτό. Επίσης, οι επιχειρηματίες αυτοί έχουν την ευχέρεια, μεταξύ άλλων, να καθορίζουν μια τιμή περιλαμβάνουσα το κόστος συσκευασίας των πακέτων ως προς τα οποία το κόστος αυτό είναι το υψηλότερο ή το χαμηλότερο.

66.      Επομένως, ο κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες δεν εμποδίζει τους καπνοβιομήχανους και τους εισαγωγείς να μετακυλίουν στην τιμή κάθε βιομηχανοποιημένου καπνού τους το τυχόν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που αντλείται από το συνολικό κόστος, περιλαμβανομένου του κόστους συσκευασίας, το οποίο είναι χαμηλότερο από εκείνο των ανταγωνιστών τους. Εντούτοις, το εν λόγω ανταγωνιστικό πλεονέκτημα πρέπει να επιμεριστεί στο σύνολο των μονάδων συσκευασίας ενός προϊόντος ίδιας μάρκας και ίδιου τύπου.

67.      Από τα στοιχεία αυτά καθίσταται σαφές ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως ο κανόνας της τιμής ανά 1 000 μονάδες, δεν μπορεί να εξομοιωθεί ως προς τα αποτελέσματα που παράγει με σύστημα υποχρεωτικής κατώτατης τιμής. Τέτοιου είδους εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν περιορίζει την ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων να καθορίζουν τη μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους ούτε, συνεπώς, τον πραγματικό ανταγωνισμό μεταξύ των εν λόγω επιχειρηματιών.

3.      Καταληκτικές παρατηρήσεις

68.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 ελευθερία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό, από τους καπνοβιομήχανους και εισαγωγείς, της μέγιστης τιμής λιανικής πωλήσεως καθενός από τα προϊόντα τους βιομηχανοποιημένου καπνού καθόσον αυτά υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως. Τα προϊόντα αυτά είναι τα τσιγάρα, πούρα ή πουράκια σιγαρίλος και ο καπνός για κάπνισμα συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου, ανεξαρτήτως της χωρητικότητας της συσκευασίας τους.

69.      Επομένως, η ως άνω διάταξη δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 572 του CGI, η οποία προβλέπει ότι η τιμή κάθε προϊόντος συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου, η οποία καθορίζεται ελεύθερα από τους εν λόγω επιχειρηματίες, πρέπει να εκφράζεται ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να διαμορφώνεται ανάλογα με τη χωρητικότητα των μονάδων συσκευασίας με τις οποίες το εν λόγω προϊόν διατίθεται προς κατανάλωση.

70.      Για λόγους πληρότητας, διευκρινίζω ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αφορά το ζήτημα αν, όπως ισχυρίζονται η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64, εκτός του ότι δεν αντιτίθεται στην εν λόγω ρύθμιση, προϋποθέτει ότι η μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος, η οποία αποτελεί τη βάση επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως, πρέπει να είναι η ίδια ανά μονάδα (ή ανά βάρος) ανεξαρτήτως της χωρητικότητας της συσκευασίας με την οποία προσφέρεται προς πώληση (35).

71.      Προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο απάντηση για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, αρκεί να διευκρινιστεί ότι η εν λόγω διάταξη δεν διασφαλίζει στους καπνοβιομήχανους και εισαγωγείς την ελευθερία να διαμορφώνουν τις τιμές των προϊόντων τους ανάλογα με τη χωρητικότητα των συσκευασιών τους και, συνεπώς δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει μια τέτοια διαμόρφωση. Παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν, στο πλαίσιο της εναρμονίσεως της διάρθρωσης του ειδικού φόρου καταναλώσεως η οποία πραγματοποιήθηκε με την οδηγία 2011/64, τα κράτη μέλη διατηρούν ή όχι την ευχέρεια να επιτρέπουν στους εν λόγω επιχειρηματίες να μεταβάλλουν τη μέγιστη τιμή κάθε προϊόντος τους, η οποία αποτελεί τη βάση επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως, ανάλογα με τη μονάδα συσκευασίας με την οποία διατίθενται στην κατανάλωση.

V.      Πρόταση

72.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη κοινή απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία):

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64/ΕΕ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2011, για τη διάρθρωση και τους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης που εφαρμόζονται στα βιομηχανοποιημένα καπνά, δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι οι καπνοβιομήχανοι και εισαγωγείς καθορίζουν ελεύθερα ενιαία τιμή λιανικής πωλήσεως για καθένα από τα προϊόντα τους βιομηχανοποιημένου καπνού συγκεκριμένης μάρκας και συγκεκριμένου τύπου που εκφράζεται ανά 1 000 μονάδες ή ανά 1 000 γραμμάρια, η τιμή δε αυτή δεν μπορεί να διαμορφώνεται ανάλογα με τη χωρητικότητα των μονάδων συσκευασίας με τις οποίες καθένα από τα προϊόντα αυτά διατίθεται στην κατανάλωση.



1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 2011 (ΕΕ 2011, L 176, σ. 24).


3      Μολονότι η απόφαση περί παραπομπής μνημονεύει ρητά μόνο τα άρθρα 2 έως 4 της οδηγίας 2011/64, το αιτούν δικαστήριο είχε προφανώς την πρόθεση να αναφερθεί και στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, το οποίο περιέχει τον ορισμό του καπνού καπνίσματος.


4      Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας(C‑302/00, EU:C:2002:123).


5      Απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑197/08, EU:C:2010:111).


6      Οι έννοιες «μάρκα» και «τύπος», μολονότι δεν χρησιμοποιούνται ρητά στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/64 για να προσδιορίσουν τα προϊόντα των καπνοβιομηχάνων και εισαγωγέων, απαντούν στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 6, της οδηγίας 2014/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων (ΕΕ 2014, L 127, σ. 1). Επί παραδείγματι, τσιγάρο μάρκας X μπορεί να είναι τύπου «light [ελαφρύ]», «ξανθού καπνού» ή «σκούρου καπνού». Από τη δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο συνάγεται ότι ο όρος «τύπος» αντιστοιχεί σε εκείνον της «εμπορικής ονομασίας» που χρησιμοποιείται στο επίμαχο στην κύρια δίκη έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2016.


7      Βλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑302/00, EU:C:2002:123), και της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑197/08, EU:C:2010:111).


8      Το άρθρο 572 του CGI προβλέπει ότι η τιμή των προϊόντων βιομηχανοποιημένου καπνού δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από το άθροισμα κόστους και του συνόλου των σχετικών με το προϊόν φόρων. Η συμφωνία της εν λόγω κατώτατης τιμής με το άρθρο 8, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/64, το οποίο επιτρέπει, υπό τον όρο της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων, στα κράτη μέλη να καθορίζουν ελάχιστο όριο φορολογήσεως κάτω του οποίου ο αναλογικός ειδικός φόρος καταναλώσεως δεν θα συνεπάγεται αναλογικό αποτέλεσμα, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω. Βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, Yesmoke Tobacco (C‑428/13, EU:C:2014:2263, σκέψη 27).


9      Βλ. σημεία 50, 51 και 53 των παρουσών προτάσεων.


10      Απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑197/08, EU:C:2010:111, σκέψη 47).


11      Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 (C‑221/15, EU:C:2016:704, σκέψεις 27 έως 31).


12      Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Etablissements Fr. Colruyt (C‑221/15, EU:C:2016:704, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


13      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 41), καθώς και της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 55).


14      Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 1, άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/64. Βλ., επίσης, σημεία 40 και 43 των παρουσών προτάσεων.


15      Βλ., συναφώς, αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2011/64.


16      Επί παραδείγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2011/64 περιλαμβάνει, στην κατηγορία των τσιγάρων, «[τους] κυλίνδρ[ους] καπνού οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό γλιστρούν μέσα σε σωλήνες τσιγάρων» και «[τους] κυλίνδρ[ους] καπνού οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό περιτυλίγονται σε τσιγαρόχαρτα». Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, στην κατηγορία των πούρων ή των πουρακίων σιγαρίλος εμπίπτουν, «αν μπορούν […] να καπνίζονται ως έχουν […], [οι] κύλινδροι καπνού με εξωτερικό περιτύλιγμα από φυσικό καπνό».


17      Εντούτοις παρατηρώ ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/64 εντάσσει, στην κατηγορία του «καπνού καπνίσματος», «τα συσκευασμένα για λιανική πώληση υπολείμματα καπνού». Αυτή η αναφορά στη συσκευασία δεν έχει ως σκοπό να επισημάνει τις διάφορες μονάδες συσκευασίας των υπολειμμάτων, αλλά να διαχωρίσει τα υπολείμματα στα οποία επιβάλλεται ο εναρμονισμένος ειδικός φόρος καταναλώσεως, καθόσον διατίθενται προς λιανική πώληση, από τα λοιπά υπολείμματα.


18      Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/64.


19      Όπως προκύπτει από το άρθρο 13 της οδηγίας 2011/64 στις κατηγορίες βιομηχανοποιημένων καπνών εκτός των τσιγάρων περιλαμβάνεται η κατηγορία των πούρων και των πουρακίων σιγαρίλος, η κατηγορία του λεπτοκομμένου καπνού για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων, καθώς και η κατηγορία των λοιπών καπνών για κάπνισμα.


20      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑197/08, EU:C:2010:111, σκέψη 36), και της 21ηςΣεπτεμβρίου 2016, Etablissements Fr. Colruyt (C‑221/15, EU:C:2016:704, σκέψη 24).


21      Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Etablissements Fr. Colruyt (C‑221/15, EU:C:2016:704, σκέψη 25).


22      Βλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977, GB-Inno-BM (13/77, EU:C:1977:185, σκέψη 17), καθώς και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑197/08, C‑198/08 και C‑221/08, EU:C:2009:655, σημείο 23).


23      Βλ. αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑216/98, EU:C:2000:571, σκέψη 20)· της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑198/08, EU:C:2010:112, σκέψη 28)· της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑197/08, EU:C:2010:111, σκέψη 36)· της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑221/08, EU:C:2010:113, σκέψη 39), και της 24ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑571/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:367, σκέψη 38).


24      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Αυστρίας(C‑197/08, C‑198/08 και C‑221/08, EU:C:2009:654, σημεία 40 και 41). Βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Ιουνίου 1983, Επιτροπή κατά Γαλλίας (90/82, EU:C:1983:169, σκέψεις 20 και 21).


25      Βλ. επίσης, συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση Etablissements Fr. Colruyt (C‑221/15, EU:C:2016:288, σημεία 23 και 24). Εξάλλου, η αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών προϋποθέτει επίσης ότι οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς διαμορφώνουν ελεύθερα τις τιμές των προϊόντων τους ανάλογα με τη μάρκα και τον τύπο τους (βλ., συναφώς, σημείο 30 των παρουσών προτάσεων).


26      Βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑216/98, EU:C:2000:571, σκέψη 21) καθώς και τη μνημονευθείσα στα σημεία 56 και 57 των παρουσών προτάσεων νομολογία.


27      C‑302/00, EU:C:2002:123, σκέψεις 14 και 15.


28      Οδηγία του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 1995 περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών (ΕΕ 1995, L 291, σ. 40).


29      C‑197/08, EU:C:2010:111, σκέψη 55.


30      Αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑198/08, EU:C:2010:112, σκέψη 45), και Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑221/08, EU:C:2010:113, σκέψη 41).


31      Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας(C‑571/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:367, σκέψη 44).


32      Βλ. αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑197/08, EU:C:2010:111, σκέψη 38)· της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑198/08, EU:C:2010:112, σκέψη 30)· της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑221/08, EU:C:2010:113, σκέψη 41), και της 24ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑571/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:367, σκέψη 40).


33      C‑302/00, EU:C:2002:123, σκέψεις 14 και 15.


34      Βλ. σημείο 54 των παρουσών προτάσεων.


35      Προς στήριξη της θέσεως αυτής, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο καθορισμός τιμής διαφορετικής για κάθε ενότητα συσκευασίας ίδιου προϊόντος, λόγω του ότι ασκεί επίδραση στον υπολογισμό του ειδικού φόρου καταναλώσεως, ενέχει τον κίνδυνο να θιγεί το σύστημα των δημοσιονομικών εσόδων.