Language of document : ECLI:EU:F:2011:13

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 15ης Φεβρουαρίου 2011

Υπόθεση F‑81/09

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Επίδομα αναπηρίας — Εσφαλμένος υπολογισμός — Αναδρομική καταβολή — Οφειλόμενοι τόκοι υπερημερίας — Ισχύον επιτόκιο — Ετήσια κεφαλαιοποίηση — Υλική ζημία και ηθική βλάβη»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο L. Marcuccio ζητεί κατ’ ουσίαν, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση με την οποία η Επιτροπή απέρριψε μερικώς το αίτημά του περί καταβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας επί του παρακρατηθέντος επιδόματος αναπηρίας το οποίο του κατέβαλε το εν λόγω όργανο και, δεύτερον, να υποχρεώσει την Επιτροπή στην καταβολή ποσού ίσου με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων βάσει των κριτηρίων που, κατά την άποψή του, πρέπει να εφαρμοστούν και του πράγματι καταβαλλομένου ποσού, συν τους τόκους υπερημερίας.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η Επιτροπή φέρει, εκτός των δικών της δικαστικών εξόδων, και το ένα τέταρτο των εξόδων του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών του εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Βλαπτική απόφαση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Ανεπαρκής αιτιολογία — Νομιμοποίηση κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 253 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

2.      Πράξεις των οργάνων — Κανονισμοί — Κατ’ αναλογία εφαρμογή — Προϋποθέσεις

3.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Περιεχόμενο — Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Πράξη γενικού χαρακτήρα στην οποία στηρίζεται η προσβαλλομένη απόφαση

(Άρθρο 241 ΕΚ)

4.      Διαδικασία — Δικόγραφο της προσφυγής — Τυπικά στοιχεία

(Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 21, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35 § 1, στοιχεία δ΄ και ε΄)

1.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία συνιστά απλώς επανάληψη της γενικής υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ, έχει ως σκοπό να παράσχει στον μεν ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να εκτιμήσει το βάσιμο της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Δημοσίας Διοίκησης, στο δε ανωτέρω δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της πράξεως. Ως εκ τούτου, η ως άνω υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία επιτρέπεται παρέκκλιση μόνο για επιτακτικούς λόγους.

Είναι δυνατόν, πρώτον, να θεραπευθεί η πλημμελής —αλλά όχι η ανύπαρκτη— αιτιολογία ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης εφόσον, προ της ασκήσεως της προσφυγής του, ο ενδιαφερόμενος διέθετε ήδη στοιχεία τα οποία αποτελούν υποτυπώδη αιτιολογία και, δεύτερον, να θεωρηθεί μια απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενό της.

(βλ. σκέψεις 39 και 40)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 2 Μαρτίου 2010, T‑248/08 P, Doktor κατά Συμβουλίου, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.       Το πεδίο εφαρμογής ενός κανονισμού ορίζεται κατά κανόνα από τις ίδιες τις διατάξεις του και δεν μπορεί, καταρχήν, να επεκταθεί σε άλλες περιπτώσεις, πλην εκείνων που προβλέπει. Εντούτοις, δύναται να οριστεί άλλως σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, επιχειρηματίες ορθώς μπορούν να επικαλεστούν την κατ’ αναλογία εφαρμογή ενός κανονισμού που κανονικά δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή τους, αν αποδείξουν, αφενός, ότι το νομικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με αυτό την κατ’ αναλογία εφαρμογή του οποίου ζητούν και, αφετέρου, εμφανίζει κενό το οποίο είναι ασυμβίβαστο με κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και δύναται να καλυφθεί με κατ’ αναλογία εφαρμογή του κανονισμού που κανονικά δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή τους.

Ως εκ τούτου, η αναλογική εφαρμογή κανονιστικής ρυθμίσεως εξαρτάται από δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή, αφενός, την ύπαρξη στενού δεσμού συνάφειας μεταξύ του νομικού καθεστώτος που ισχύει κατά κανόνα και της ρυθμίσεως της οποίας προβλέπεται η αναλογική εφαρμογή και, αφετέρου, την ύπαρξη στο εν λόγω νομικό καθεστώς κενού ασυμβίβαστου με γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και δυνάμενου να καλυφθεί με ρύθμιση για την οποία προβλέπεται αναλογική εφαρμογή.

(βλ. σκέψη 55)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 20 Φεβρουαρίου 1975, 64/74, Reich· 11 Ιουλίου 1978, 6/78, Union française de Céréales· 12 Δεκεμβρίου 1985, 165/84, Krohn, σκέψεις 13 και 14

3.      Το άρθρο 241 ΕΚ εκφράζει γενική αρχή διασφαλίζουσα σε κάθε διοικούμενο το δικαίωμα να αμφισβητήσει, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση αποφάσεως που τον αφορά άμεσα και ατομικά, το κύρος προγενεστέρων πράξεων θεσμικού οργάνου οι οποίες αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εφόσον ο διοικούμενος αυτός δεν διέθετε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, απευθείας προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων, των οποίων υφίσταται, ως εκ τούτου, τις συνέπειες, χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή τους.

Το άρθρο 241 ΕΚ αποσκοπεί στην προστασία του διοικούμενου από την εφαρμογή παράνομης νομοθετικής πράξεως, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα αποφάσεως διαπιστώνουσας την αδυναμία εφαρμογής μιας τέτοιας πράξεως περιορίζονται στους διαδίκους της επίδικης διαφοράς και ότι η απόφαση αυτή δεν θέτει εν αμφιβόλω την πράξη καθεαυτή, η οποία κατέστη απρόσβλητη.

(βλ. σκέψη 60)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 6 Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, σκέψη 39· 19 Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 6

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑177/94 και T‑377/94, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119· 20 Νοεμβρίου 2007, T‑308/04, Ianniello κατά Επιτροπής, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.       Δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχεία δ΄ και ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το δικόγραφο της προσφυγής του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου πρέπει, μεταξύ άλλων, να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα.

Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου να μπορέσει ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί επί της προσφυγής ενδεχομένως χωρίς περαιτέρω στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 61 και 62)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 30 Ιουνίου 2006, F‑87/05, Ott κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38· 14 Μαΐου 2008, F‑95/06, Taruffi κατά Επιτροπής, σκέψεις 121 έως 125· 30 Νοεμβρίου 2009, F‑16/09, de Britto Patrício-Dias κατά Επιτροπής, σκέψη 42