Language of document : ECLI:EU:C:2015:463

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 9ης Ιουλίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑198/14

Valev Visnapuu

κατά

Kihlakunnansyyttäjä (Helsinki),

Suomen valtio – Tullihallitus

[αίτηση του Helsingin hovioikeus (Φινλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ – Ειδικός φόρος καταναλώσεως σε ορισμένες συσκευασίες ποτών που δεν ανήκουν σε σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των κενών συσκευασιών – Άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 37 ΣΛΕΕ – Κρατικό μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως – Απαίτηση άδειας λιανικής πωλήσεως για την εισαγωγή, από επιχειρηματία εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, οινοπνευματωδών ποτών που προορίζονται για τη λιανική πώληση στην εθνική επικράτεια»





1.        Στη Φινλανδία, η προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας διασφαλίζονται, μεταξύ άλλων, από δύο σύνολα κανόνων.

2.        Πρώτον, η νομοθεσία σχετικά με τον ειδικό φόρο καταναλώσεως σε ορισμένες συσκευασίες ποτών απαλλάσσει από την πληρωμή του φόρου αυτού τις συσκευασίες των ποτών που αποτελούν τμήμα ενός αποτελεσματικού συστήματος επιστροφών στο πλαίσιο του οποίου διασφαλίζονται η επαναχρησιμοποίηση ή η ανακύκλωση των συσκευασιών ποτών.

3.        Δεύτερον, η νομοθεσία σχετικά με το οινόπνευμα καθιερώνει μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως αλκοολούχων ποτών προς όφελος της Alko Oy (στο εξής: Alko), δημόσιας εταιρίας πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών, και εξαρτά, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή ορισμένων οινοπνευματωδών ποτών που προορίζονται για λιανική πώληση από την προϋπόθεση της αποκτήσεως άδειας λιανικής πωλήσεως.

4.        Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Helsingin hovioikeus (εφετείο του Ελσίνκι, Φινλανδία) ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό, σε σχέση με τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ ή 110 ΣΛΕΕ, της πρώτης από τις ως άνω νομοθεσίες και, σε σχέση με τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ ή 37 ΣΛΕΕ, της δεύτερης.

5.        Το αιτούν δικαστήριο ερώτα, ακολούθως, το Δικαστήριο αν τα άρθρα αυτά καθώς και τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62/ΕΚ (2) έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε τέτοιες νομοθεσίες.

6.        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του V. Visnapuu, εκπροσώπου της European Investment Group OÜ (στο εξής: EIG), και του Kihlakunnansyyttäjä (Helsinki) (εισαγγελέας Ελσίνκι) και του Suomen valtio – Tullihallitus (Φινλανδικό Δημόσιο – τελωνειακή αρχή), με αντικείμενο, αφενός, την υπαγωγή, σε ειδικό φόρο καταναλώσεως, των συσκευασιών οινοπνευματωδών ποτών που δεν έχουν ενταχθεί σε σύστημα επιστροφών και, αφετέρου, την απαίτηση άδειας λιανικής πωλήσεως για την εισαγωγή και για τη λιανική πώληση των οινοπνευματωδών αυτών ποτών.

7.        Στις παρούσες προτάσεις, πρώτον, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι μια εθνική νομοθεσία όπως αυτή της κύριας δίκης, που απαλλάσσει από την πληρωμή ειδικού φόρου καταναλώσεως ορισμένες συσκευασίες ποτών υπό τον όρο ότι υπάγονται σε σύστημα επιστροφών, πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 110 ΣΛΕΕ και πρέπει να θεωρηθεί ως συμβατή με το εν λόγω άρθρο 110 και τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62.

8.        Δεύτερον, θα καταδείξω ότι μια εθνική νομοθεσία όπως αυτή της κύριας δίκης, που εγκαθιστά μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως και εξαρτά την εισαγωγή ορισμένων προοριζόμενων για τη λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών από την προϋπόθεση της χορηγήσεως άδειας λιανικής πωλήσεως, πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 37 ΣΛΕΕ και ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε μια τέτοια νομοθεσία, υπό τον όρο ότι η οργάνωση και η λειτουργία του μονοπωλίου αυτού διαρρυθμίζονται έτσι ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οπότε να μη βλάπτεται ούτε νομικά ούτε πραγματικά το εμπόριο των προερχομένων από τα άλλα κράτη μέλη προϊόντων σε σχέση με το εμπόριο των εγχωρίων προϊόντων, γεγονός που εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α       Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η Συνθήκη ΛΕΕ

9.        Κατά το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, «[ο]ι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος [(3)], απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών».

10.      Το άρθρο 37, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διαρρυθμίζουν τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε οργανισμό με τον οποίο κράτος μέλος, νομικά ή πραγματικά, ελέγχει, διευθύνει ή επηρεάζει αισθητά, άμεσα ή έμμεσα, τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης και επί των κατά παραχώρηση κρατικών μονοπωλίων.»

11.      Το άρθρο 110 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.

Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων.»

2.      Η οδηγία 94/62/ΕΚ

12.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/62:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εναρμόνιση των εθνικών μέτρων που αφορούν τη διαχείριση των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας, προκειμένου, αφενός, να προληφθούν και να μειωθούν οι επιπτώσεις τους επί του περιβάλλοντος όλων των κρατών μελών καθώς και των τρίτων χωρών, εξασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν εμπόδια στο εμπόριο καθώς και στρεβλώσεις και περιορισμοί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας.»

13.      Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής, που επιγράφεται «Συστήματα επιστροφής, συλλογής και ανάκτησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι καθιερώνονται συστήματα προκειμένου να επιτυγχάνεται:

α)       η επιστροφή ή/και η συλλογή χρησιμοποιημένων συσκευασιών ή/και απορριμμάτων συσκευασίας από τον καταναλωτή ή άλλο τελικό χρήστη ή από το ρεύμα των απορριμμάτων, προκειμένου να διοχετεύονται προς τις πλέον ενδεδειγμένες εναλλακτικές λύσεις διαχείρισης απορριμμάτων·

β)       η επαναχρησιμοποίηση ή η ανάκτηση, συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσης, των συλλεγομένων συσκευασιών ή/και απορριμμάτων συσκευασίας,

για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Τα συστήματα αυτά πρέπει να επιτρέπουν τη συμμετοχή των οικονομικών παραγόντων των συγκεκριμένων τομέων καθώς και των αρμόδιων δημόσιων αρχών. Τα συστήματα αυτά εφαρμόζονται επίσης για τα εισαγόμενα προϊόντα, υπό συνθήκες που δεν εισάγουν διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών που ισχύουν και των τυχόν τελών που επιβάλλονται για την πρόσβαση στα συστήματα, και σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται εμπόδια στο εμπόριο ή στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη συνθήκη.

2.      Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποτελούν μέρος μιας πολιτικής που καλύπτει όλες τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, και λαμβάνουν ιδίως υπόψη τις απαιτήσεις σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας, ασφαλείας και υγιεινής των καταναλωτών [...]»

14.      Δυνάμει του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας, που επιγράφεται «Οικονομικά μέσα»:

«Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας βάσει των σχετικών διατάξεων της συνθήκης, εγκρίνει οικονομικά μέσα προκειμένου να προωθήσει την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας. Ελλείψει τέτοιων μέτρων, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”, και τηρουμένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συνθήκη, μέτρα για την υλοποίηση των αυτών στόχων».

 Β –      Το φινλανδικό δίκαιο

1.      Ο νόμος περί του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών

15.      Κατά το άρθρο 5 του νόμου 1037/2004 περί του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών [Laki eräiden juomapakkausten valmisteverosta (1037/2004), στο εξής: νόμος περί του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών], ο ειδικός φόρος καταναλώσεως ανέρχεται σε 51 λεπτά ανά λίτρο συσκευαζόμενου προϊόντος.

16.      Το άρθρο 6 του νόμου αυτού προβλέπει περιπτώσεις απαλλαγής από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως. Ορίζει, στην παράγραφο 1, σημείο 1, ότι απαλλάσσονται οι συσκευασίες ποτών που εντάσσονται σε αποτελεσματικό σύστημα επιστροφών το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 2, του εν λόγω νόμου (4).

2.      Ο νόμος επί του οινοπνεύματος

17.      Το άρθρο 1 του νόμου 1143/1994 περί του οινοπνεύματος [alkoholilaki (1143/1994), στο εξής: νόμος περί οινοπνεύματος] διευκρινίζει ότι ο σκοπός του νόμου αυτού είναι να αποτρέπει τις αρνητικές συνέπειες των οινοπνευματούχων ουσιών στην κοινωνία, στην κοινωνική ζωή και στην υγεία μέσω ελέγχου της καταναλώσεως του οινοπνεύματος.

18.      Το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου, με τίτλο «Εισαγωγή οινοπνευματωδών ποτών και της αιθυλικής αλκοόλης και άδεια εισαγωγής αιθυλικής αλκοόλης», ορίζει στο πρώτο του εδάφιο:

«Επιτρέπεται η εισαγωγή χωρίς ιδιαίτερη άδεια οινοπνευματωδών ποτών που προορίζονται για την προσωπική κατανάλωση ή για εμπορικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς. Το καθεστώς εισαγωγής για προσωπική κατανάλωση ρυθμίζεται στο άρθρο 10. Οι χρησιμοποιούντες οινοπνευματώδη ποτά για εμπορικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς πρέπει να έχουν ειδική άδεια για εισαγωγή οινοπνευματωδών ποτών όπως προβλέπεται από τον παρόντα νόμο [...]»

19.      Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί οινοπνεύματος ορίζει ότι η Alko έχει το μονοπώλιο της λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών, με την επιφύλαξη του άρθρου 14.

20.      Το άρθρο 14 του εν λόγω νόμου, περί της «[ά]δειας λιανικής πωλήσεως», ορίζει στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο:

«Πέραν της κρατικής εταιρίας οινοπνευματωδών ποτών, δύνανται να διαθέτουν στο λιανικό εμπόριο οινοπνευματώδη ποτά που αποτελούν προϊόντα ζυμώσεως και περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη και όσοι έχουν λάβει σχετική άδεια λιανικής πωλήσεως από την αρμόδια αρχή.

Δύνανται να διαθέτουν στο λιανικό εμπόριο οινοπνευματώδη ποτά που αποτελούν προϊόντα ζυμώσεως και περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 13 % vol αιθυλική αλκοόλη η κρατική εταιρία οινοπνευματωδών ποτών, αλλά και όσοι έχουν λάβει από την αρμόδια αρχή άδεια παραγωγής του επίμαχου προϊόντος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που έχει ορίσει το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.      Από την απόφαση περί προδικαστικής παραπομπής συνάγεται ότι η EIG, με έδρα την Εσθονία, διατηρούσε στο διαδίκτυο την ιστοσελίδα www.alkotaxi.eu, μέσω της οποίας διετίθεντο οινοπνευματώδη ποτά διαφόρων εμπορικών σημάτων με χαμηλή ή υψηλή περιεκτικότητα οινοπνεύματος. Για ορισμένους αγοραστές, η EIG διοργάνωνε την παράδοση κατ’ οίκον των οινοπνευματωδών ποτών που είχαν αγοράσει.

22.      Δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη χρονική περίοδο από τις 24 Ιουνίου έως τις 18 Αυγούστου 2009 (5), η EIG δεν τήρησε ορισμένες υποχρεώσεις του φινλανδικού δικαίου κατά την παράδοση των οινοπνευματωδών ποτών στη Φινλανδία (6).

23.      Πράγματι, η EIG δεν κατέβαλε 23 144,89 ευρώ ως ειδικό φόρο καταναλώσεως οινοπνευματωδών ποτών κατά την εισαγωγή στη Φινλανδία των εμπορευμάτων αυτών, ούτε 5 233,52 ευρώ ως ειδικό φόρο καταναλώσεως συσκευασιών ποτών επί των εισαχθεισών συσκευασιών λιανικού εμπορίου. Ο τελευταίος αυτός ειδικός φόρος καταναλώσεως επιβάλλεται εφόσον η συσκευασία δεν εντάσσεται σε κανένα σύστημα επιστροφών, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

24.      Εξάλλου, ο V. Visnapuu, εκπρόσωπος της EIG, εισήγαγε και παρέδωσε κατ’ οίκον σε ορισμένους Φινλανδούς αγοραστές οινοπνευματώδη ποτά χωρίς να διαθέτει άδεια λιανικής πωλήσεως για την εισαγωγή αυτή.

25.      Ο Kihlakunnansyyttäjä (Helsinki) απήγγειλε κατηγορίες σε βάρος του V. Visnapuu για φοροδιαφυγή διακεκριμένης μορφής και για διάπραξη αδικήματος βάσει του νόμου περί οινοπνεύματος.

26.      Το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι), με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, καταδίκασε τον V. Visnapuu σε φυλάκιση οκτώ μηνών με αναστολή και σε καταβολή αποζημιώσεως στο φινλανδικό δημόσιο για τους μη καταβληθέντες φόρους, ύψους 28 378,40 ευρώ πλέον τόκων.

27.      Ο V. Visnapuu άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής. Πρώτον, υποστηρίζει ότι ο νόμος περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών εισάγει ευθέως δυσμενή διάκριση και είναι επομένως αντίθετος προς το άρθρο 110 ΣΛΕΕ. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι ο νόμος περί οινοπνεύματος, που εξαρτά την εισαγωγή ορισμένων οινοπνευματωδών ποτών από την υποχρέωση κατοχής άδειας λιανικής πωλήσεως, συνιστά ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών ή ΜΙΑ και είναι συνεπώς, αντίθετος προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, κατά τη γνώμη του, ο περιορισμός αυτός ή το ΜΙΑ δεν δικαιολογούνται από κανέναν από τους λόγους του άρθρου 36 ΣΛΕΕ.

28.      Ο Kihlakunnansyyttäjä (Helsinki) καθώς και το Suomen valtio – Tullihallitus υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι ούτε ο νόμος περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών ούτε ο νόμος περί οινοπνεύματος είναι αντίθετοι στο δίκαιο της Ένωσης.

29.      Κατά τον Kihlakunnansyyttäjä (Helsinki), ο νόμος περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα μόνο του άρθρου 110 ΣΛΕΕ και είναι επίσης συμβατός με το άρθρο αυτό. Όσον αφορά τον νόμο περί οινοπνεύματος, πρέπει να κριθεί, κατά τη γνώμη του, όχι υπό το πρίσμα του άρθρου 34 ΣΛΕΕ αλλά του άρθρου 37 ΣΛΕΕ.

30.      Υπό τις περιστάσεις αυτές το Helsingin hovioikeus αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 110 ΣΛΕΕ αντί του άρθρου 34 ΣΛΕΕ το επιτρεπτό του [νόμου] περί φόρου επί [ορισμένων] συσκευασιών ποτών, κατά τον οποίο ο εν λόγω φόρος επιβάλλεται όταν η συσκευασία δεν εντάσσεται σε σχετικό σύστημα επιστροφής; Το ως άνω σύστημα επιστροφής πρέπει να έχει τη μορφή χρεώσεως ενός ποσού για τη συσκευασία το οποίο αποδίδεται έναντι της επιστροφής της, στο πλαίσιο του οποίου ο συσκευαστής ή ο εισαγωγέας των ποτών μεριμνά για την επαναχρησιμοποίηση ή ανακύκλωση των συσκευασιών ποτών, μόνος ή κατά τον τρόπο που προβλέπει ο νόμος περί απορριμμάτων ή η ισχύουσα νομοθεσία στις νήσους Åland, ώστε η συσκευασία να χρησιμοποιείται εκ νέου ή να ανακυκλώνεται ως πρώτη ύλη.

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συνάδει η εν λόγω ρύθμιση προς τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 110 ΣΛΕΕ;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συνάδει η εν λόγω ρύθμιση προς τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 34 ΣΛΕΕ;

4)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, επιτρέπεται ο [νόμος] περί φόρου επί [ορισμένων] συσκευασιών ποτών έναντι του άρθρου 36 ΣΛΕΕ;

5)      Μπορεί να λογίζεται ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στον χρησιμοποιούντα οινοπνευματώδη ποτά για εμπορικό ή άλλο οικονομικό σκοπό να διαθέτει ειδική άδεια λιανικού εμπορίου για να ασκεί τη δραστηριότητα εισαγωγής οινοπνευματωδών ποτών αφορά την ύπαρξη μονοπωλίου ή ότι συνιστά τμήμα της λειτουργίας μονοπωλίου, ώστε, σε περίπτωση που Φινλανδός καταναλωτής αγοράζει από πωλητή ασκούντα τις δραστηριότητές του σε άλλο κράτος μέλος, μέσω διαδικτύου ή στο πλαίσιο άλλης εξ αποστάσεως συναλλαγής, οινοπνευματώδη ποτά τα οποία αποστέλλει ο πωλητής στη Φινλανδία, οι διατάξεις του άρθρου 34 ΣΛΕΕ να μην εμποδίζουν την εν λόγω υποχρέωση, οπότε αυτή να πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του άρθρου 37 ΣΛΕΕ;

6)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πέμπτο ερώτημα, είναι συμβατή η υποχρέωση λήψεως αδείας προς τις διατάξεις του άρθρου 37 ΣΛΕΕ περί κρατικών μονοπωλίων;

7)      Εάν δοθεί αρνητική απάντηση στο πέμπτο ερώτημα και στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, συνιστά ποσοτικό περιορισμό ή [ΜΙΑ], απαγορευόμενο κατά το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, η φινλανδική ρύθμιση η οποία, σε περίπτωση παραγγελίας οινοπνευματωδών ποτών από την αλλοδαπή, μέσω διαδικτύου ή στο πλαίσιο άλλης εξ αποστάσεως συναλλαγής, επιτρέπει την εισαγωγή των ποτών για προσωπική κατανάλωση μόνον όταν αυτά εισάγονται [στο οικείο κράτος] από το ίδιο το άτομο που τα παρήγγειλε ή από τρίτον που είναι ανεξάρτητος έναντι του πωλητή, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, η εισαγωγή προϋποθέτει άδεια βάσει του νόμου περί οινοπνεύματος;

8)      Αν στο έβδομο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, μπορεί μια τέτοια ρύθμιση να θεωρηθεί δικαιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας έναντι της προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων;

III – Ανάλυση

 Α –      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

31.      Τα ερωτήματα που τέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο αφορούν δύο διακριτά φινλανδικά νομοθετήματα.

32.      Μολονότι τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα αφορούν τον νόμο περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών, το πέμπτο έως όγδοο εκ των ερωτημάτων αφορούν τον νόμο περί οινοπνεύματος. Θα εξετάσω, καταρχάς, το πρώτο έως και τέταρτο ερώτημα από κοινού πριν ασχοληθώ με το πέμπτο έως όγδοο ερώτημα.

33.      Μολονότι τα δύο αυτά νομοθετήματα διακρίνονται μεταξύ τους, σημειώνω ότι η επίμαχη περίπτωση της κύριας δίκης παραμένει η ίδια.

34.      Υπενθυμίζω ότι προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο V. Visnapuu πώλησε οινοπνευματώδη ποτά μέσω διαδικτύου και τα παρέδωσε στη συνέχεια άμεσα σε Φινλανδούς αγοραστές. Όπως ήδη έχω επισημάνει, τα γεγονότα αυτά δεν αμφισβητήθηκαν από τον V. Visnapuu και πρέπει επομένως να θεωρηθούν αποδεδειγμένα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρείται ο V. Visnapuu ως εξ αποστάσεως πωλητής που εισήγαγε και πώλησε λιανικώς αυτά τα οινοπνευματώδη ποτά στη Φινλανδία;

35.      Βάσει των στοιχείων του φακέλου, επιβάλλεται καταφατική απάντηση.

36.      Πράγματι, όπως διαπιστώνει η Φινλανδική Κυβέρνηση στις γραπτές της παρατηρήσεις, όταν ένας εξ αποστάσεως πωλητής όπως ο V. Visnapuu μεταφέρει και παραδίδει ο ίδιος τα οινοπνευματώδη ποτά στους Φινλανδούς αγοραστές, πρέπει να γίνει δεκτό, βάσει του νόμου περί οινοπνεύματος, ότι ο πωλητής αυτός προέβη σε λιανική πώληση στη Φινλανδία. Αντιθέτως, όταν η κυριότητα επί των οινοπνευματωδών ποτών μεταβιβάστηκε στην αλλοδαπή, και στη συνέχεια το ίδιο το άτομο που τα παρήγγειλε ή μεταφορέας ανεξάρτητος έναντι του πωλητή παραδίδει τα εν λόγω οινοπνευματώδη ποτά στη Φινλανδία, η πώληση θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι λαμβάνει χώρα εκτός της Φινλανδίας.

37.      Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι αυτή η ερμηνεία του νόμου περί οινοπνεύματος βασίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές και τις ανακοινώσεις στις οποίες προέβησαν οι φινλανδικές αρχές. Στα κείμενα αυτά αναφέρεται κυρίως το αιτούν δικαστήριο όταν εκθέτει, στην απόφασή του περί παραπομπής, τις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις.

38.      Ειδικότερα, η λύση μου φαίνεται αδιαμφισβήτητη. Πράγματι, στις πωλήσεις υλικών αγαθών που έχουν την ίδια φύση με αυτά που αγοράζονται από τον V. Visnapuu, δηλαδή πράγματα ορισμένα κατά γένος, η μεταβίβαση κυριότητας με την οποία πραγματώνεται η πώληση λαμβάνει χώρα τη στιγμή της παραδόσεως. Εφόσον αυτή έλαβε χώρα στη Φινλανδία, η πώληση ολοκληρώθηκε από νομική άποψη στη φινλανδική επικράτεια.

39.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι, εν προκειμένω, ο V. Visnapuu προέβη σε εισαγωγή, στη συνέχεια δε σε λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών.

40.      Με βάση αυτήν την κατάσταση θα αναλύσω τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο.

 Β –      Επί του πρώτου έως και τετάρτου ερωτήματος

41.      Με τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν μια εθνική ρύθμιση, όπως αυτή του νόμου περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών, σύμφωνα με την οποία ο φόρος αυτός επιβάλλεται εφόσον η συσκευασία δεν εντάσσεται σε σύστημα επιστροφών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 110 ΣΛΕΕ ή σε αυτό του άρθρου 34 ΣΛΕΕ και αν, ενδεχομένως, η ρύθμιση αυτή είναι συμβατή με το πρώτο ή το δεύτερο από τα άρθρα αυτά.

42.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης το Δικαστήριο αν μία τέτοια ρύθμιση είναι συμβατή με τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62.

43.      Προκειμένου να παρασχεθεί λυσιτελής απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, θα εξετάσω, πρώτον, το ερώτημα σχετικά με τον χαρακτηρισμό του νόμου περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών. Συνιστά ο νόμος αυτός ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή ή ΜΙΑ βάσει του άρθρου 34 ΣΛΕΕ ή θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως «εσωτερικός φόρος» κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 110 ΣΛΕΕ;

44.      Δεύτερον, θα αναλύσω το ερώτημα αν ο εν λόγω νόμος συνάδει με τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις της οδηγίας 94/62 και του άρθρου 110 ΣΛΕΕ.

1.      Επί του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ αντιστοίχως

45.      Καταρχάς, παρατηρώ ότι η Συνθήκη ΛΕΕ περιέχει τρία ειδικά σύνολα διατάξεων που απαγορεύουν τα εμπόδια στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο προϊόντων. Πρόκειται για τα άρθρα 28 ΣΛΕΕ και 30 ΣΛΕΕ, 34 ΣΛΕΕ έως 36 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ (7).

46.      Το ερώτημα που αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 28 ΣΛΕΕ και 30 ΣΛΕΕ, σχετικά, μεταξύ άλλων, με τους εισαγωγικούς δασμούς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, ουδέποτε υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο ούτε έγινε αντικείμενο επικλήσεως στο πλαίσιο των γραπτών παρατηρήσεων.

47.      Προκειμένου, ωστόσο, να καλύψω πλήρως όλα τα ζητήματα, θα εξηγήσω σύντομα τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι οι διατάξεις αυτές δεν πρέπει να τύχουν εφαρμογής.

48.      Προφανώς, ο επίδικος στην κύρια δίκη ειδικός φόρος καταναλώσεως δεν αποτελεί κατά κυριολεξία τελωνειακό δασμό.

49.      Ωστόσο, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι μια χρηματική επιβάρυνση, ακόμα και ελάχιστη, μονομερώς επιβαλλόμενη, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, η οποία πλήττει τα εμπορεύματα λόγω του ότι τα εμπορεύματα αυτά διέρχονται τα σύνορα, όταν δεν αποτελεί δασμό κατά κυριολεξία, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια των άρθρων 28 ΣΛΕΕ και 30 ΣΛΕΕ (8).

50.      Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο επίδικος στην κύρια δίκη φόρος καταναλώσεως επιβάλλεται σε ορισμένες συσκευασίες ποτών που δεν έχουν ενταχθεί σε σύστημα επιστροφών στη Φινλανδία. Με άλλα λόγια, η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως αφορά μόνο τις συσκευασίες ποτών που έχουν ενταχθεί σε σύστημα επιστροφών.

51.      Ο επίμαχος φόρος επιβαρύνει αυτές τις συσκευασίες ποτών όχι λόγω της διελεύσεως των συνόρων, αλλά λόγω του ότι δεν εντάσσονται σε αποτελεσματικό σύστημα επιστροφών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο φόρος που προβλέπεται από τον νόμο περί ειδικού φόρου καταναλώσεως ορισμένων συσκευασιών ποτών δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου προς δασμό αποτελέσματος.

52.      Αφού τα άρθρα 28 ΣΛΕΕ και 30 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω, επιβάλλεται να εξεταστεί, εν τέλει, αν τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ μπορούν να τύχουν εφαρμογής.

53.      Τόσο ο V. Visnapuu όσο και η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν, με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, ότι σχετικά με τον νόμο περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών μπορεί να τύχει εφαρμογής όχι το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, αλλά το άρθρο 110 ΣΛΕΕ (9).

54.      Συμφωνώ με την άποψη αυτή.

55.      Συναφώς, διαπιστώνω ότι το άρθρο 34 ΣΛΕΕ απαγορεύει κάθε ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή καθώς και κάθε ΜΙΑ μεταξύ των κρατών μελών. Το Δικαστήριο έδωσε μια διασταλτική ερμηνεία στην έννοια του ΜΙΑ θεωρώντας ότι περιλαμβάνει κάθε εθνικό μέτρο «ικανό να εμποδίσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά το ενδοκοινοτικό εμπόριο» (10).

56.      Το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, κατά το γράμμα αυτού, απαγορεύει να επιβάλλονται στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικοί φόροι υψηλότεροι από εκείνους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα ή εσωτερικοί φόροι των οποίων η φύση οδηγεί εμμέσως στην προστασία άλλων προϊόντων (11). Αντίθετα προς τα προβλεπόμενα στο πλαίσιο του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, το άρθρο 110 ΣΛΕΕ απαγορεύει όχι την εσωτερική φορολογία, αυτήν καθεαυτήν, αλλά το αποτέλεσμά της που συνιστά δυσμενή διάκριση ή προστατευτισμό, και επομένως, αρκεί η εξάλειψη του εισάγοντος δυσμενή διάκριση ή προστατευτισμό στοιχείου για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 110 (12).

57.      Προσθέτω ότι εθνικό μέτρο που καταλαμβάνεται από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ μπορεί να δικαιολογηθεί από έναν εκ των λόγων που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ και στη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμα και αν εκφεύγει της απαγορεύσεως. Μια τέτοια δυνατότητα δικαιολογήσεως, αντιθέτως, δεν προβλέπεται κατά την εφαρμογή του άρθρου 110 ΣΛΕΕ.

58.      Προκύπτει εκ των ανωτέρω ότι τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ διακρίνονται σαφώς ως προς το πεδίο και τις συνέπειες της εφαρμογής τους.

59.      Στο πλαίσιο αυτό, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνει τα εμπόδια στα οποία αναφέρονται άλλες ειδικές διατάξεις της Συνθήκης αυτής, τα δε εμπόδια φορολογικής φύσεως ή ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς, στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 28 ΣΛΕΕ, 30 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 34 ΣΛΕΕ (13).

60.      Το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, όπως και τα άρθρα 28 ΣΛΕΕ και 30 ΣΛΕΕ, πρέπει να θεωρηθεί ως lex specialis, ενώ το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει πολύ ευρύ πεδίο εφαρμογής, λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, ως πλέγμα ασφαλείας και χαρακτηρίζεται ως lex generalis (14). Επιπλέον, μόνον ένα εκ των άρθρων 30 ΣΛΕΕ, 34 ΣΛΕΕ ή 110 ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί σε συγκεκριμένο εθνικό μέτρο (15).

61.      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί, καταρχάς, αν ο νόμος περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών εμπίπτει στο άρθρο 110 ΣΛΕΕ και, μόνον σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν ο νόμος αυτός εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ (16).

62.      Όπως και η Επιτροπή, φρονώ ότι ο επίδικος στην κύρια δίκη ειδικός φόρος καταναλώσεως έχει προδήλως φορολογικό χαρακτήρα. Πράγματι, υπενθυμίζω, ότι πρόκειται για ειδικό φόρο καταναλώσεως που επιβάλλεται υπέρ του φινλανδικού δημοσίου επί ορισμένων συσκευασιών ποτών.

63.      Εξάλλου, επισημαίνω ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι αυτός ο ειδικός φόρος καταναλώσεως εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της προελεύσεως ή του προορισμού των συσκευασιών ποτών. Πράγματι, εφαρμόζεται, υπενθυμίζω, συστηματικά σε ορισμένες συσκευασίες ποτών βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή ανά λίτρο συσκευασμένου προϊόντος και σε περίπτωση μη εντάξεως στο σύστημα επιστροφών.

64.      Ένα φορολογικό μέτρο όπως αυτό της κύριας δίκης, το οποίο επιβάλλεται όχι λόγω της διελεύσεως των συνόρων του κράτους μέλους που το καθιέρωσε, αλλά λόγω της μη εντάξεως ενός προϊόντος σε ένα σύστημα επιστροφών κατά την κυκλοφορία του στην αγορά, και το οποίο εφαρμόζεται τόσο στα εισαγόμενα προϊόντα όσο και στα παραγόμενα από αυτό το κράτος μέλος προϊόντα, εμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, σε ένα εσωτερικό γενικό καθεστώς φορολογικής επιβαρύνσεως και πρέπει, συνεπώς, να κριθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ (17).

65.      Κατά το μέτρο που εκτιμώ ότι το επίδικο στην κύρια δίκη φορολογικό μέτρο πρέπει να κριθεί βάσει του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, η εξέτασή του υπό το πρίσμα του άρθρου 34 ΣΛΕΕ δεν είναι αναγκαία.

2.      Επί της συμβατότητας του νόμου περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών με το άρθρο 110 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62

66.      Όπως υποστηρίζει ορθώς η Επιτροπή με τις γραπτές της παρατηρήσεις, τίθεται ένα προκαταρκτικό ερώτημα. Αποτέλεσαν τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62 αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως, ούτως ώστε ο νόμος περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών θα έπρεπε να εκτιμηθεί αποκλειστικώς βάσει των διατάξεων αυτών;

67.      Το ερώτημα αυτό είναι ιδιαίτερης σημασίας κατά το μέτρο που προκύπτει από πάγια νομολογία ότι, όταν ένα ζήτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, κάθε σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των εναρμονισμένων διατάξεων και όχι υπό το πρίσμα των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου (18).

68.      Φρονώ, όπως και η Επιτροπή, ότι το εναρμονιστικό αποτέλεσμα της οδηγίας 94/62 παραμένει περιορισμένο στον τομέα της οργανώσεως των συστημάτων επιστροφών των συσκευασιών ποτών (19).

69.      Σχετικώς, διαπιστώνω ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[α]ντιθέτως προς τη σήμανση και την αναγνώριση των συσκευασιών και τις απαιτήσεις τις σχετικές με τη σύνθεση και τον επαναχρησιμοποιήσιμο ή αξιοποιήσιμο χαρακτήρα τους, που ρυθμίζονται με τα άρθρα 8 έως 11 και με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 94/62, η οργάνωση εθνικών συστημάτων για την προώθηση της επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών δεν αποτελεί αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως» (20).

70.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/62, αφού διαπιστώθηκε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα προς θέσπιση συστημάτων επιστροφών, συλλογής και αξιοποιήσεως, ρυθμίζει την οργάνωση των συστημάτων αυτών (21).

71.      Ωστόσο, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν κάποιο περιθώριο χειρισμών κατά τη συγκεκριμένη οργάνωση των εν λόγω συστημάτων. Πράγματι, προβλέπεται, με γενικούς όρους, ότι τα συστήματα αυτά εφαρμόζονται επίσης για τα εισαγόμενα προϊόντα, υπό συνθήκες που δεν εισάγουν διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών που ισχύουν και των τυχόν τελών που επιβάλλονται για την πρόσβαση στα συστήματα. Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη παραπέμπει στη συνέχεια ρητά στη Συνθήκη ΛΕΕ διευκρινίζοντας ότι τα συστήματα επιστροφών πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται εμπόδια στο εμπόριο ή στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, «σύμφωνα με τη Συνθήκη».

72.      Εξάλλου, το άρθρο 15 της οδηγίας 94/62 σχετικά με τα «[ο]ικονομικά μέσα», καταλείπει περιθώριο ευρείας εκτιμήσεως στα κράτη μέλη ως προς την επιλογή των μέσων αυτών. Πράγματι, κατά το άρθρο 15, ελλείψει μέτρων εναρμονίσεως, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μέτρα για την υλοποίηση των στόχων της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», και τηρουμένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

73.      Υπενθυμίζω ότι η εν λόγω οδηγία «αποσκοπεί στην εναρμόνιση των εθνικών μέτρων που αφορούν τη διαχείριση των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας, προκειμένου, αφενός, να προληφθούν και να μειωθούν οι επιπτώσεις τους επί του περιβάλλοντος όλων των κρατών μελών καθώς και των τρίτων χωρών, εξασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν εμπόδια στο εμπόριο καθώς και στρεβλώσεις και περιορισμοί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας» (22).

74.      Εν προκειμένω, όπως διευκρίνισε η Φινλανδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο επίδικος στην κύρια δίκη ειδικός φόρος καταναλώσεως υιοθετήθηκε βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 94/62, και ειδικότερα κατ’ εφαρμογήν της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει».

75.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι αφού οι κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν αποτέλεσαν αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως, ένα εθνικό σύστημα διαχειρίσεως συσκευασιών που βασίζεται στην επιβολή ειδικού φόρου καταναλώσεως, όπως αυτού της κύριας δίκης, πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (23).

76.      Συναφώς, διαπιστώνω ότι το άρθρο 110 ΣΛΕΕ αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών, υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, απαγορεύοντας κάθε μορφή προστατευτισμού που θα μπορούσε να προκύψει από την επιβολή εσωτερικών φόρων οι οποίοι εισάγουν διακρίσεις εις βάρος προϊόντων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη (24). Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να διασφαλίσει, με τον τρόπο αυτό, την απόλυτη ουδετερότητα των εσωτερικών φόρων από πλευράς ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων (25).

77.      Κατά πάγια νομολογία, ένα σύστημα φορολογίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με το άρθρο 110 ΣΛΕΕ παρά μόνον αν αποδειχθεί ότι είναι διαρθρωμένο κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται σε κάθε περίπτωση το ενδεχόμενο τα εισαγόμενα προϊόντα να φορολογούνται βαρύτερα από τα εγχώρια και ότι, επομένως, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται αποτελέσματα εισάγοντα δυσμενή διάκριση (26).

78.      Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι το άρθρο 110 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικώς ώστε να περιλάβει όλες τις φορολογικές μεθόδους που θα μπορούσαν να θίξουν, αμέσως ή εμμέσως, την ίση μεταχείριση εγχώριων και εισαγομένων προϊόντων. Η απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή κάθε φορά που μια φορολογική επιβάρυνση είναι ικανή να αποθαρρύνει την εισαγωγή αγαθών καταγομένων από άλλα κράτη μέλη προς όφελος της εγχώριας παραγωγής (27).

79.      Διαπιστώνω ότι, τυπικώς, το καθεστώς φορολογήσεως που έχει καθιερωθεί από τον νόμο περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών δεν επιχειρεί διάκριση μεταξύ των συσκευασιών ποτών ανάλογα με την προέλευσή τους.

80.      Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο επίδικος στην κύρια δίκη ειδικός φόρος καταναλώσεως οφείλεται τόσο για τα εγχώρια προϊόντα όσο και για τα εισαγόμενα, βάσει των ίδιων προϋποθέσεων και των ίδιων όρων εφαρμογής. Υπενθυμίζω ότι, εν προκειμένω, κάθε συσκευασία ποτού, εισαγόμενη ή εγχώρια, υπόκειται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως ίδιου ύψους και ότι η απαλλαγή από τον ειδικό αυτό φόρο καταναλώσεως χορηγείται στις συσκευασίες, εισαγόμενες ή εγχώριες, εφόσον εντάσσονται σε σύστημα επιστροφών. Ως εκ τούτου, όπως υπογραμμίζει η Φινλανδική Κυβέρνηση με τις γραπτές της παρατηρήσεις, τόσο οι προϋποθέσεις για την καταβολή του επίδικου στην κύρια δίκη ειδικού φόρου καταναλώσεως όσο και αυτές για την απαλλαγή από τον φόρο αυτό είναι οι ίδιες τόσο για τους αλλοδαπούς επιχειρηματίες όσο και για τους εγχώριους.

81.      Προσθέτω ότι η Φινλανδική Κυβέρνηση διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η συλλογή, η μεταφορά καθώς και η ανακύκλωση συσκευασιών ποτών που δεν εντάσσονται σε σύστημα επιστροφών επιβαρύνονται με σημαντικά κόστη, τα οποία πρέπει να βαρύνουν τους επιχειρηματίες που αποφασίζουν να μην ενταχθούν σε σύστημα επιστροφών κατ’ εφαρμογήν της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Στο πλαίσιο αυτό, ο ειδικός φόρος καταναλώσεως καθιερώθηκε ως κίνητρο και καθορίσθηκε, από την Φινλανδική Κυβέρνηση, σε επίπεδο που επιτρέπει την εξασφάλιση σημαντικών πόρων για την προστασία του περιβάλλοντος (28).

82.      Όπως και η Επιτροπή, εκτιμώ ότι, ως μέσο παροτρύνσεως στην ανακύκλωση, στην επαναχρησιμοποίηση ή στην επαναπλήρωση, ο ειδικός φόρος καταναλώσεως συνδυάζει τους προαναφερθέντες σκοπούς του άρθρου 1 της οδηγίας 94/62 για τη μείωση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των απορριμμάτων συσκευασίας.

83.      Ωστόσο, ακόμη και αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας άμεσης δυσμενούς διακρίσεως, ένας φόρος μπορεί να δημιουργήσει έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις λόγω των συνεπειών του (29).

84.      Κατά τον V. Visnapuu, ένας ειδικός φόρος καταναλώσεως, όπως αυτός στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθιερώνει μια τέτοια έμμεση δυσμενή διάκριση.

85.      Πρώτον, κατά τη γνώμη του, υφίστανται πολυάριθμα εμπόδια στην ένταξη αλλοδαπών επιχειρηματιών στο σύστημα επιστροφών, με αποτέλεσμα, κατά την επίμαχη περίοδο, να είναι αδύνατο για την EIG να ενταχθεί στο σύστημα αυτό.

86.      Μεταξύ των εμποδίων αυτών περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, αφενός, το γεγονός ότι, μεταξύ των υφισταμένων συστημάτων, ένα μόνο θα δεχόταν την ένταξη αλλοδαπών επιχειρηματιών και, αφετέρου, η ανάγκη να τυπωθεί στις συσκευασίες ένας φινλανδικός κωδικός European Article Numbering (EAN) (30), πράγμα που θα απαιτούσε να δημιουργηθεί ειδική συσκευασία για τη φινλανδική αγορά. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο V. Visnapuu υπογράμμισε ότι η ένταξη στο σύστημα επιστροφών ήταν αδύνατη κυρίως λόγω του σημαντικού κόστους που μια τέτοια ένταξη θα συνεπαγόταν για τους εισαγωγείς (31). Δεν είναι επομένως, κατά τη γνώμη του, οικονομικά βιώσιμο για έναν μικρό ή μικρομεσαίο επιχειρηματία να ενταχθεί σε ένα τέτοιο σύστημα.

87.      Δεύτερον, ο V. Visnapuu εκτιμά ότι η ίδρυση ενός αυτοτελούς συστήματος είναι, στην πράξη, αδύνατη για έναν αλλοδαπό επιχειρηματία όπως η EIG, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων όσον αφορά τις ελάχιστες ποσοστώσεις, την καλή λειτουργία του συστήματος και την απόδειξη της εν λόγω καλής λειτουργίας.

88.      Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη του, το γεγονός ότι η ένταξη σε ένα σύστημα επιστροφών ή ότι η δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος είναι αδύνατη για έναν εισαγωγέα, μολονότι η ένταξη αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως, θα είχε ως αποτέλεσμα ότι ο ειδικός αυτός φόρος καταναλώσεως θα έπληττε, στην πράξη, αποκλειστικά τα εισαγόμενα προϊόντα και θα ήταν επομένως αντίθετος προς το άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

89.      Συναφώς, σημειώνω ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι, εν προκειμένω, οι όροι εντάξεως στο σύστημα επιστροφών εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε κάθε επιχειρηματία, αλλοδαπό ή ημεδαπό (32). Επομένως, ένας μικρός επιχειρηματίας ή ένας ημεδαπός μικρομεσαίος επιχειρηματίας πρέπει να πληροί, όπως και ένας εισαγωγέας σαν τον V. Visnapuu, τους όρους εντάξεως στο σύστημα επιστροφών και επιβαρύνεται, κατά συνέπεια, μεταξύ άλλων, με το ίδιο κόστος εντάξεως όταν αποφασίζει να ενταχθεί σ’ αυτό (33).

90.      Συνεπώς, όπως ορθώς επισημαίνει η Φινλανδική Κυβέρνηση, ο αλλοδαπός επιχειρηματίας και ο ημεδαπός επιχειρηματίας έχουν την ίδια δυνατότητα να ενταχθούν στο σύστημα επιστροφών σε εθνικό επίπεδο για να αποφύγουν την καταβολή ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των συσκευασιών ποτών.

91.      Ως προς τη δυνατότητα ιδρύσεως ιδίου αυτοτελούς συστήματος επιστροφών, δεν βλέπω για ποιο λόγο ένας αλλοδαπός επιχειρηματίας όπως ο V. Visnapuu θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με έναν ημεδαπό επιχειρηματία, κατά το μέτρο που ο τελευταίος πρέπει να πληροί τις ίδιες απαιτήσεις.

92.      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεικνύουν, κατά τη γνώμη μου, ότι, a priori, κανένα ζήτημα έμμεσης διακρίσεως δεν μπορεί να εγερθεί όσον αφορά τους όρους εντάξεως στο σύστημα επιστροφών ή τους όρους ιδρύσεως ενός τέτοιου συστήματος.

93.      Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται ως προς τη συμβατότητα του νόμου περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών σχετικά με το σύστημα επιστροφών συσκευασιών ποτών με το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62 (34).

94.      Βάσει των προεκτεθέντων εκτιμώ ότι μια εθνική ρύθμιση όπως αυτή του νόμου περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών, η οποία απαλλάσσει από την καταβολή του φόρου αυτού ορισμένες συσκευασίες ποτών υπό τον όρο ότι υπάγονται σε σύστημα επιστροφών, πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ. Το άρθρο αυτό και τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στη ρύθμιση αυτή.

95.      Κατά το μέτρο που απέκλεισα τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, δεν είναι απαραίτητο να απαντήσω στο τρίτο και τέταρτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

 Γ –      Επί του πέμπτου έως και ογδόου ερωτήματος

96.      Με το πέμπτο έως όγδοο ερώτημα, τα οποία πρέπει επίσης να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν, σε περίπτωση στην οποία Φινλανδός αγοραστής απέκτησε, μέσω εξ αποστάσεως πωλήσεως, οινοπνευματώδη ποτά από πωλητή που δραστηριοποιείται σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και ο οποίος εξασφαλίζει την παράδοση στη Φινλανδία, μία εθνική ρύθμιση όπως αυτή που απορρέει από το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί οινοπνεύματος, η οποία εξαρτά την εισαγωγή για εμπορικούς σκοπούς οινοπνευματωδών ποτών από την προϋπόθεση της λήψεως ειδικής άδειας, πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 34 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 37 ΣΛΕΕ και, ενδεχομένως, αν αυτό το μέτρο πρέπει να θεωρηθεί ότι συνάδει με το ένα ή το άλλο εκ των άρθρων αυτών.

97.      Από την απόφαση περί προδικαστικής παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ερωτά ειδικώς το Δικαστήριο επί της συμβατότητας του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί οινοπνεύματος με τις διατάξεις του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ περί απαγορεύσεως των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών (35).

98.      Εκτιμώ, όπως και όλες οι κυβερνήσεις που άσκησαν παρέμβαση ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου η εισαγωγή των οινοπνευματωδών ποτών ελάμβανε χώρα με σκοπό τη «λιανική πώληση» των ποτών αυτών, η εκτίμηση περί της συμβατότητας του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί οινοπνεύματος με τις κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να πραγματοποιηθεί λαμβανομένων επίσης υπόψη των άρθρων 13 και 14 του νόμου αυτού, τα οποία αναφέρονται, αντιστοίχως, στο μονοπώλιο της λιανικής πωλήσεως των οινοπνευματωδών ποτών και στην απαίτηση χορηγήσεως άδειας λιανικής πωλήσεως για ορισμένα οινοπνευματώδη ποτά.

99.      Για τον λόγο αυτό φαίνεται χρήσιμη μια προκαταρκτική παρουσίαση των εθνικών αυτών διατάξεων, όπως προκύπτουν από τα στοιχεία της δικογραφίας.

1.      Το φινλανδικό μονοπώλιο της λιανικής πωλήσεως των οινοπνευματωδών ποτών και η απαίτηση χορηγήσεως άδειας λιανικής πωλήσεως ορισμένων οινοπνευματωδών ποτών

100. Η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Φινλανδίας στην Ένωση κατέστησε αναγκαία την οργάνωση του εθνικού μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα περί των οινοπνευματωδών ποτών προς συμμόρφωση με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, και κυρίως, με το άρθρο 37 ΣΛΕΕ (36).

101. Υπό το πρίσμα αυτό, η Δημοκρατία της Φινλανδίας δέχθηκε να καταργήσει τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής, εξαγωγής, παραγωγής και πωλήσεως χονδρικής (37), θεσπίζοντας, στις 8 Δεκεμβρίου 1994, τον νόμο περί οινοπνεύματος (38).

102. Από τον συνδυασμό των άρθρων 8, πρώτο εδάφιο, και 13 του νόμου αυτού προκύπτει ότι το φινλανδικό μονοπώλιο, το οποίο κατέχει στην Alko, εξ ολοκλήρου ανήκουσα στο Φινλανδικό Δημόσιο, αφορά αποκλειστικώς τη λιανική πώληση των οινοπνευματωδών ποτών.

103. Πράγματι, υπενθυμίζω ότι, βάσει του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί οινοπνεύματος, η Alko «έχει το μονοπώλιο της λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών» (39). Προσθέτω ότι προκύπτει επίσης από το άρθρο 36, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, του νόμου αυτού ότι η αποστολή της Alko είναι να διαχειρίζεται τη λιανική πώληση το μονοπώλιο της οποίας χορηγήθηκε από τον εν λόγω νόμο.

104. Το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του νόμου περί οινοπνεύματος ορίζει, υπενθυμίζω, ότι «[ε]πιτρέπεται η εισαγωγή χωρίς ειδική άδεια οινοπνευματωδών ποτών για προσωπική κατανάλωση ή για εμπορικό ή επαγγελματικό σκοπό» (40). Επομένως, κανένα αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής δεν έχει διατηρηθεί από την Alko.

105. Ωστόσο, όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες, όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, κατά τη γνώμη μου, η εισαγωγή των οινοπνευματωδών ποτών εξαρτάται από τη χορήγηση ειδικής άδειας.

106. Πράγματι, υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του νόμου περί οινοπνεύματος, «[ό]ποιος χρησιμοποιεί οινοπνευματώδη ποτά για εμπορικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς έχει υποχρέωση, για τη δραστηριότητά του, να λάβει ειδική άδεια εισαγωγής οινοπνευματωδών ποτών που προβλέπεται από τον παρόντα νόμο» (41).

107. Συνεπώς, αν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ένας εξ αποστάσεως πωλητής με έδρα στην Εσθονία επιθυμεί να εισάγει οινοπνευματώδη ποτά για να τα πωλεί σε αγοραστή με έδρα στη Φινλανδία, οφείλει να διαθέτει «ειδική άδεια» κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής.

108. Όπως επισημαίνει η Σουηδική Κυβέρνηση με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η μορφή της απαιτούμενης αδείας φαίνεται ότι εξαρτάται από την τύχη των οινοπνευματωδών ποτών μετά την εισαγωγή τους. Αν ο εισαγωγέας επιθυμεί να προβεί σε χονδρική πώληση, θα πρέπει να λάβει άδεια χονδρικής πωλήσεως. Αν, όπως εν προκειμένω, επιθυμεί να πωλήσει σε καταναλωτή, πρέπει να λάβει άδεια λιανικής πωλήσεως από την αρμόδια εθνική αρχή.

109. Από το άρθρο 14 του νόμου περί οινοπνεύματος προκύπτει ότι αυτή η ειδική άδεια λιανικής πωλήσεως δεν θα μπορούσε να ληφθεί για όλα τα οινοπνευματώδη ποτά, αλλά μόνον για αυτά με χαμηλή περιεκτικότητα οινοπνεύματος.

110. Πράγματι, υπενθυμίζω ότι, βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του νόμου αυτού, «[η] λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών που αποτελούν προϊόντα ζυμώσεως και περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη επιτρέπεται […] σε όποιον έχει λάβει σχετική άδεια λιανικής πωλήσεως από την αρμόδια αρχή».

111. Προσθέτω ότι, βάσει του άρθρου 14, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω νόμου, η λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών που αποτελούν προϊόντα ζυμώσεως και περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 13 % vol αιθυλική αλκοόλη επιτρέπεται, πέραν της Alko και σε όποιον έχει λάβει άδεια παραγωγής του επίμαχου προϊόντος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που έχει ορίσει το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών (42).

112. Από τον συνδυασμό των άρθρων 8, πρώτο εδάφιο, 13 και 14 του νόμου περί οινοπνεύματος, για έναν εξ αποστάσεως πωλητή όπως ο V. Visnapuu, με έδρα στην Εσθονία, ο οποίος επιθυμεί τη λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών στη Φινλανδία, απαιτείται η λήψη άδειας λιανικής πωλήσεως για την εισαγωγή και πώληση σε Φινλανδό αγοραστή οινοπνευματωδών ποτών που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη.

113. Ως προς τα οινοπνευματώδη ποτά με μεγαλύτερη περιεκτικότητα οινοπνεύματος, δεν απαιτείται η χορήγηση καμίας άδειας λιανικής πωλήσεως σε έναν εξ αποστάσεως πωλητή, όπως τον V. Visnapuu, κατά το μέτρο που τα ποτά αυτά επιτρέπεται αποκλειστικά να πωλούνται λιανικώς από την Alko.

114. Διαπιστώνω, ευθύς εξαρχής, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο V. Visnapuu διευκρίνισε ότι όλα τα επίδικα στην κύρια δίκη οινοπνευματώδη ποτά περιείχαν πλέον του 4,7 % vol αιθυλικής αλκοόλης, οπότε αποτελούσαν μέρος όχι ποτών που εμπίπτουν στο άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί οινοπνεύματος, αλλά αυτών που εμπίπτουν στο φινλανδικό μονοπώλιο της λιανικής πωλήσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 13 του νόμου αυτού.

115. Βάσει ακριβώς των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξεταστεί αν τα άρθρα 8, πρώτο εδάφιο, 13 και 14 του νόμου περί οινοπνεύματος, που απονέμουν αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως στην Alko και εξαρτούν την εισαγωγή ορισμένων οινοπνευματωδών ποτών για λιανική πώληση από την προϋπόθεση της λήψεως άδειας λιανικής πωλήσεως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ ή στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ και αν, ενδεχομένως, οι διατάξεις αυτές συνάδουν με το πρώτο ή το δεύτερο εκ των άρθρων αυτών.

2.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ

116. Εμπίπτουν τα άρθρα 8, πρώτο εδάφιο, 13 και 14 του νόμου περί οινοπνεύματος στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ ή σε αυτό του άρθρου 34 ΣΛΕΕ;

117. Διαπιστώνω ότι το ζήτημα της οριοθετήσεως του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ σε σχέση με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ αποτέλεσε ήδη νομολογιακώς αντικείμενο συζητήσεων, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Franzén (43) καθώς και Rosengren κ.λπ. (44).

118. Στην πρώτη απόφαση, το Δικαστήριο υιοθέτησε ένα κριτήριο διακρίσεως κρίνοντας, αρχικώς, ότι «πρέπει να εξεταστούν οι κανόνες που αφορούν την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 37 [ΣΛΕΕ], εφαρμοστέων ειδικά κατά την άσκηση, από κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα, των δικαιωμάτων της αποκλειστικότητας» (45) και ακολούθως ότι, «[α]ντίθετα, η επίπτωση επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου των λοιπών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες μπορούν να αποσπασθούν από το πλαίσιο λειτουργίας του μονοπωλίου αν και έχουν επίπτωση επ’ αυτού, πρέπει να εξεταστεί υπό το φως του άρθρου [34 ΣΛΕΕ]» (46).

119. Η διάκριση αυτή θεμελιωνόταν σε παλαιότερη νομολογία, με την οποία το Δικαστήριο είχε ήδη οριοθετήσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ. Θα περιοριστώ στην παράθεση τριών αποφάσεων.

120. Το Δικαστήριο, στην απόφασή του Miritz (47), είχε διαπιστώσει ότι, «αφού ο αντισταθμιστικός φόρος συνδέεται, από τον σκοπό και τη φύση του, με το σύστημα του γερμανικού μονοπωλίου οινοπνεύματος, η απάντηση [...] πρέπει να αναζητηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 37 [ΣΛΕΕ] που ασχολείται αποκλειστικά με την οργάνωση των εθνικών μονοπωλίων» (48).

121. Ομοίως, στην απόφασή του Rewe-Zentral (49), έκρινε ότι «το άρθρο 37 [ΣΛΕΕ] είναι ειδική διάταξη για τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα» (50) και ότι «αυτή η διάταξη δεν αναφέρεται σε εθνικές διατάξεις που δεν αφορούν την άσκηση, από κρατικό μονοπώλιο, της ειδικής λειτουργίας –δηλαδή του δικαιώματος αποκλειστικότητας– αλλά αναφέρεται γενικά στην παραγωγή και τη διάθεση στο εμπόριο των οινοπνευματωδών ποτών, χωρίς να ενδιαφέρει το αν υπάγονται ή όχι στο εν λόγω μονοπώλιο» (51).

122. Ή ακόμη, το Δικαστήριο, στην απόφασή του Grandes distilleries Peureux (52), διευκρίνισε ότι «οι κανόνες τους οποίους θεσπίζει το άρθρο 37 [ΣΛΕΕ] […] δεν αφορούν παρά τις δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά προς την άσκηση της ειδικής λειτουργίας του οικείου μονοπωλίου, δεν ασκούν όμως επιρροή όσον αφορά εθνικές διατάξεις ξένες προς την άσκηση της εν λόγω ειδικής λειτουργίας» (53).

123. Υπό το πρίσμα των εν λόγω νομολογιακών λύσεων, εξακολουθούσε να υπάρχει κάποια αμφισημία σχετικά με το ακριβές εύρος του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ. Πρέπει το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής να περιοριστεί στην ειδική λειτουργία του μονοπωλίου, δηλαδή το αποκλειστικό του δικαίωμα; Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως μια εθνική ρύθμιση που υπερβαίνει stricto sensu την άσκηση του αποκλειστικού δικαιώματος που έχει ανατεθεί στο μονοπώλιο, αλλά συνδέεται με την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου αυτού λόγω του εγγενούς δεσμού του με την άσκηση της ειδικής λειτουργίας που έχει ανατεθεί στο μονοπώλιο;

124. Η αμφισημία αυτή δεν είχε αρθεί πλήρως με την απόφαση Franzén (54), κατά το μέτρο που δεχόταν ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ μια εθνική διάταξη περί της εισαγωγής που υπερέβαινε stricto sensu την άσκηση, με το μονοπώλιο, του αποκλειστικού του δικαιώματος λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών (55).

125. Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό δόθηκε στη συνέχεια από το Δικαστήριο στην απόφασή του Rosengren κ.λπ. (56), η οποία αφορά το σουηδικό μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών.

126. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο, το οποίο απαγορεύει, καταρχήν, σε πρόσωπα να εισάγουν ιδιωτικώς οινοπνευματώδη ποτά, «δεν διέπει, αφ’ εαυτού, την εκ μέρους του μονοπωλίου […] άσκηση του δικαιώματος αποκλειστικότητας για τη λιανική πώληση [αυτών των] ποτών» (57). Ως εκ τούτου, κατά το Δικαστήριο, «[κ]ατά συνέπεια, το μέτρο αυτό, το οποίο επομένως δεν αφορά την εκ μέρους του μονοπωλίου άσκηση της ειδικής του λειτουργίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί σχετικό με την ύπαρξη του μονοπωλίου αυτού» (58).

127. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «ένα τέτοιο απαγορευτικό μέτρο δεν ρυθμίζει στην πραγματικότητα τη λειτουργία του μονοπωλίου, καθότι δεν αφορά τις λεπτομέρειες λιανικής πωλήσεως των οινοπνευματωδών ποτών» (59). Για τον λόγο αυτό διευκρίνισε ότι, «[ε]ιδικότερα, δεν έχει ως σκοπό να ρυθμίσει ούτε το σύστημα επιλογής προϊόντων από το μονοπώλιο ούτε το δίκτυο πωλήσεως ούτε την οργάνωση της διαθέσεως στο εμπόριο ή τη διαφήμιση των προϊόντων που διανέμει το εν λόγω μονοπώλιο» (60), προτού συμπεράνει ότι, «[υ]πό τις συνθήκες αυτές, μια τέτοια απαγόρευση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κανόνας σχετικός με την ύπαρξη ή τη λειτουργία του μονοπωλίου» (61).

128. Επομένως, το Δικαστήριο καθιέρωσε μια συσταλτική ερμηνεία σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ περιορίζοντας το πεδίο αυτό στις ρυθμίσεις που αφορούν άμεσα το ανατεθέν στο μονοπώλιο αποκλειστικό δικαίωμα.

129. Η λύση αυτή που έγινε δεκτή στην απόφαση Rosengren κ.λπ. (62) ήταν αντίθετη προς τις προτάσεις των γενικών εισαγγελέων Α. Tizzano και Ρ. Mengozzi στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή και επικρίθηκε από τη θεωρία (63). Ωστόσο, σε πιο πρόσφατες αποφάσεις, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εν λόγω λύση (64).

130. Υπό το πρίσμα της πρόσφατης αυτής νομολογίας, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα άρθρα 8, πρώτο εδάφιο, 13 και 14 του νόμου περί οινοπνεύματος συνιστούν κανόνες σχετικούς με την ύπαρξη ή τη λειτουργία του μονοπωλίου (65).

131. Εκτιμώ, όπως και όλες οι κυβερνήσεις που άσκησαν παρέμβαση, ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο κανόνας του άρθρου 13 του νόμου περί οινοπνεύματος, που αναθέτει στο κρατικό μονοπώλιο το αποκλειστικό δικαίωμα της λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών, αναφέρεται στην ίδια την ύπαρξη του επίδικου στην κύρια δίκη φινλανδικού μονοπωλίου και εμπίπτει, προφανώς, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 ΣΛΕΕ.

132. Αλλά τι ισχύει ως προς την απαίτηση άδειας εισαγωγής και λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη, όπως προβλέπεται στα άρθρα 8, πρώτο εδάφιο, και 14 του νόμου περί οινοπνεύματος;

133. Κατά τη Φινλανδική και τη Νορβηγική Κυβέρνηση, οι διατάξεις αυτές έπρεπε να κριθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, κατά το μέτρο που τα οινοπνευματώδη ποτά που αφορούν οι εν λόγω διατάξεις δεν καλύπτονται από την αποκλειστικότητα που έχει αναγνωρισθεί στο μονοπώλιο.

134. Δεν συμμερίζομαι την επιχειρηματολογία αυτή. Κατά τη γνώμη μου, τα άρθρα 8, πρώτο εδάφιο, 13 και 14 του νόμου περί οινοπνεύματος πρέπει επίσης να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 37 ΣΛΕΕ, κατά το μέτρο που αφορούν την άσκηση, από το φινλανδικό μονοπώλιο, της ειδικής του λειτουργίας.

135. Συναφώς, πρώτον, διαπιστώνω ότι η ειδική λειτουργία που έχει ανατεθεί στο επίδικο στην κύρια δίκη μονοπώλιο συνίσταται στη διατήρηση αποκλειστικότητας υπέρ αυτού και επομένως στη διαχείριση της λιανικής πωλήσεως των οινοπνευματωδών ποτών στη Φινλανδία, με την εξαίρεση των οινοπνευματωδών ποτών που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη για τα οποία μία άδεια λιανικής πωλήσεως, χορηγούμενη από την αρμόδια φινλανδική αρχή, απαιτείται για κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να εισαγάγει και να πωλήσει λιανικώς τα ποτά αυτά στη Φινλανδία.

136. Δεύτερον, παρατηρώ ότι η επίμαχη περίπτωση είναι ειδική και διακρίνεται από τις περιπτώσεις που απασχόλησαν την παλαιότερη νομολογία, μεταξύ άλλων, από αυτήν της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Rosengren κ.λπ. (66). Πράγματι, σε αντίθεση με την επίμαχη ρύθμιση στην υπόθεση αυτή, τα άρθρα 8, πρώτο εδάφιο, και 14 του νόμου περί οινοπνεύματος δεν απαγορεύουν την εισαγωγή, από έναν εξ αποστάσεως πωλητή όπως ο V. Visnapuu, οινοπνευματωδών ποτών που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη, αλλά εξαρτούν την εισαγωγή αυτή από τη λήψη άδειας λιανικής πωλήσεως, «όταν» αυτός ο εξ αποστάσεως πωλητής επιθυμεί να προβεί σε λιανική πώληση στη Φινλανδία.

137. Όπως διαπιστώνει ορθώς η Σουηδική Κυβέρνηση, αυτό που υπάγεται στο καθεστώς προηγούμενης άδειας δεν είναι το γεγονός ότι τα οινοπνευματώδη ποτά διέρχονται των συνόρων, αλλά ότι τα ποτά αυτά «πωλούνται λιανικώς».

138. Εξάλλου, επισημαίνω ότι, μολονότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του Rosengren κ.λπ. (67), είχε κρίνει ότι, ρυθμίζοντας την εισαγωγή και επομένως ένα προηγούμενο στάδιο της λιανικής πωλήσεως, το εθνικό μέτρο, που ήταν επίδικο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, δεν αφορούσε την άσκηση, από το μονοπώλιο, του δικαιώματος αποκλειστικότητας, ωστόσο τα επίδικα στην κύρια δίκη εθνικά μέτρα ρυθμίζουν, προφανώς, τη λιανική πώληση, με τέτοιο τρόπο ώστε η ύπαρξη δεσμού εγγενούς με το φινλανδικό μονοπώλιο που δραστηριοποιείται στην ίδια αυτή αγορά λιανικής πωλήσεως φαίνεται δεδομένη.

139. Τρίτον, φρονώ ότι αυτή η άδεια λιανικής πωλήσεως δεν θα είχε κανένα λόγο να υφίσταται χωρίς την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου αυτού (68).

140. Πράγματι, αν δεν είχε καθιερωθεί μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών, η απαίτηση άδειας λιανικής πωλήσεως μόνο για τα οινοπνευματώδη ποτά που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη θα ήταν άνευ σημασίας.

141. Αντιθέτως, σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η αποκλειστικότητα της λιανικής πωλήσεως είχε χορηγηθεί σε κρατική εταιρία, η απαίτηση άδειας λιανικής πωλήσεως αποσκοπεί στη διασφάλιση της ασκήσεως, από το μονοπώλιο αυτό της ειδικής του λειτουργίας.

142. Πράγματι, τι θα συνέβαινε αν δεν απαιτείτο καμία άδεια λιανικής πωλήσεως σε μία περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης;

143. Η EIG, με έδρα σε άλλο κράτος μέλος, θα μπορούσε να εισάγει και να πωλεί λιανικώς, χωρίς έλεγχο, όλα τα οινοπνευματώδη ποτά στους Φινλανδούς καταναλωτές, ανεξαρτήτως της περιεκτικότητάς τους σε οινόπνευμα.

144. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο εξ αποστάσεως πωλητής, όπως ο V. Visnapuu, θα μπορούσε να καταστρατηγήσει και να θίξει την ίδια την ύπαρξη του μονοπωλίου που έχει θεσπιστεί από τον νόμο περί οινοπνεύματος.

145. Συνεπώς, η απαίτηση άδειας λιανικής πωλήσεως επιτρέπει να εξακριβωθεί ότι τα οινοπνευματώδη ποτά που εισάγονται προς λιανική πώληση δεν εμπίπτουν στο αποκλειστικό δικαίωμα που έχει ανατεθεί στο εθνικό μονοπώλιο και διασφαλίζει, κατ’ αποτέλεσμα, την ίδια την άσκηση, από το μονοπώλιο αυτό, του αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως.

146. Ένα εθνικό μέτρο, όμως, που αφορά την άσκηση, από το μονοπώλιο, της δικής του λειτουργίας πρέπει να εκλαμβάνεται ως σχετικό με την ίδια την ύπαρξη του τελευταίου (69).

147. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, αυτή η απαίτηση άδειας όχι μόνο συνδέεται εγγενώς με την άσκηση της ειδικής λειτουργίας του μονοπωλίου λιανικής πωλήσεως, αλλά αφορά επίσης την ίδια την άσκηση, από το μονοπώλιο αυτό, της ειδικής του λειτουργίας.

148. Τέταρτον, όπως η Σουηδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, σημειώνω ότι, κατ’ εφαρμογήν του νόμου περί οινοπνεύματος, οι Φινλανδοί καταναλωτές μπορούν να αγοράζουν και να εισάγουν όλα τα οινοπνευματώδη ποτά προελεύσεως άλλων κρατών μελών, υπό τον όρο να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ενός ανεξάρτητου σε σχέση με τον πωλητή μεταφορέα ή να οργανώνουν οι ίδιοι την παράδοση στη φινλανδική επικράτεια, η δε ιδιοκτησία επί των οινοπνευματωδών ποτών να έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή προ της εισαγωγής στη Φινλανδία.

149. Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία ο Φινλανδός καταναλωτής αγοράζει εξ αποστάσεως οινοπνευματώδη ποτά, η δε μεταβίβαση ιδιοκτησίας και η μετακύλιση των κινδύνων σχετικά με τα ποτά αυτά λαμβάνει χώρα εκτός της φινλανδικής επικράτειας, η υποχρέωση χορηγήσεως άδειας δεν θα μπορούσε να επιβληθεί στον εξ αποστάσεως πωλητή, όπως τον V. Visnapuu, κατά το μέτρο που καμία λιανική πώληση δεν λαμβάνει χώρα στη Φινλανδία.

150. Ελλείψει λιανικής πωλήσεως στη φινλαδική επικράτεια, η άδεια λιανικής πωλήσεως δεν έχει επομένως κανένα λόγο να υφίσταται, δοθέντος ότι κανένας κίνδυνος καταστρατηγήσεως του μονοπωλίου λιανικής πωλήσεως δεν θα υπήρχε.

151. Τούτο βεβαιώνει και πάλι ότι η άδεια λιανικής πωλήσεως πρέπει να θεωρηθεί ως αναφερόμενη στην ειδική λειτουργία που έχει ανατεθεί στο φινλανδικό μονοπώλιο, η οποία συνίσταται στη διατήρηση υπέρ αυτού της διαχειρίσεως της λιανικής πωλήσεως των οινοπνευματωδών ποτών που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη.

152. Κατόπιν των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι τόσο το άρθρο 13 του νόμου περί οινοπνεύματος όσο και τα άρθρα 8, πρώτο εδάφιο, και 14 του νόμου αυτού πρέπει να κριθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 37 ΣΛΕΕ.

3.      Επί της συμβατότητας με το άρθρο 37 ΣΛΕΕ

153. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι «[α]πό το κείμενο του άρθρου 37 [ΣΛΕΕ] καθώς και από τη θέση του στο σύστημα της Συνθήκης προκύπτει ότι το άρθρο αυτό αποβλέπει στην εξασφάλιση της τηρήσεως του θεμελιώδους κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων σε ολόκληρη την [εσωτερική] αγορά, ιδίως με την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών και των [ΜΙΑ] στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και στην κατ’ αυτόν τον τρόπο διατήρηση κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών, στην περίπτωση που, σε κάποιο από τα κράτη, ένα συγκεκριμένο προϊόν υπόκειται σε κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα» (70).

154. Σύμφωνα με μια επίσης πάγια νομολογία, «το εν λόγω άρθρο δεν επιβάλλει την ολοκληρωτική κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα, αλλά επιτάσσει τη διαρρύθμισή τους κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ υπηκόων των κρατών μελών» (71).

155. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο έχει «ως αντικείμενο τον συγκερασμό της δυνατότητας των κρατών μελών να διατηρούν ορισμένα μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα, ως όργανα επιτεύξεως στόχων δημοσίου συμφέροντος, με τις απαιτήσεις της εγκαθιδρύσεως και της λειτουργίας της [εσωτερικής] αγοράς. Στοχεύει στην κατάργηση των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, με την εξαίρεση, πάντως, των περιοριστικών αποτελεσμάτων επί του εμπορίου που είναι σύμφυτα με την ύπαρξη των επιδίκων μονοπωλίων» (72).

156. Έτσι, το άρθρο 37 ΣΛΕΕ «απαιτεί η οργάνωση και λειτουργία του μονοπωλίου να διαρρυθμίζονται έτσι ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οπότε να μη βλάπτεται ούτε νομικά ούτε πραγματικά το εμπόριο των προερχομένων από τα άλλα κράτη μέλη προϊόντων σε σχέση με το εμπόριο των εγχωρίων προϊόντων και να μη νοθεύεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών» (73).

157. Εν προκειμένω, υπενθυμίζω, πρώτον, όπως η Φινλανδική Κυβέρνηση, ότι ο σκοπός του νόμου περί οινοπνεύματος, όπως αυτός προκύπτει από το άρθρο 1, είναι να αποτρέψει τα αρνητικά αποτελέσματα των οινοπνευματωδών ουσιών στην κοινωνία, στην κοινωνική ζωή και στην υγεία ελέγχοντας την κατανάλωση του οινοπνεύματος.

158. Σχετικά με τη λιανική πώληση, διασφαλίζεται η ρύθμιση της καταναλώσεως οινοπνεύματος, κατά την ίδια αυτήν κυβέρνηση, με την εφαρμογή ενός φινλανδικού μονοπωλίου και, για ορισμένα ποτά με ισχνή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, μέσω ενός συστήματος άδειας λιανικής πωλήσεως.

159. Προσθέτω ότι, κατά τη Σουηδική Κυβέρνηση, μελέτες είχαν αποδείξει ότι μια αυξημένη πρόσβαση σε οινοπνευματώδη ποτά συνεπάγεται αύξηση της συνολικής καταναλώσεώς τους. Ομοίως, κατά την κυβέρνηση αυτή, η συνολική κατανάλωση οινοπνεύματος και ο αριθμός των θυμάτων του θα μειώνονταν, ειδικά όταν είναι δύσκολη η προμήθεια οινοπνευματωδών ποτών.

160. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αμφισβητείται ότι, καθόσον αποβλέπουν στην προστασία της δημοσίας υγείας από τις επιβλαβείς συνέπειες του οινοπνεύματος, το φινλανδικό μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως και η απαίτηση άδειας λιανικής πωλήσεως επιδιώκουν σκοπό δημοσίου συμφέροντος (74).

161. Σημειώνω, δεύτερον, ότι δεν υποστηρίχθηκε ούτε με τις γραπτές παρατηρήσεις ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το φινλανδικό μονοπώλιο παραβίαζε τις καθοριζόμενες στο άρθρο 37 ΣΛΕΕ απαιτήσεις.

162. Για τον λόγο αυτό, παρατηρώ εκ νέου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η οργάνωση και λειτουργία αυτού του μονοπωλίου λιανικής πωλήσεως δεν εμποδίζουν τους πωλητές που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη να πωλούν οινοπνευματώδη ποτά σε Φινλανδούς καταναλωτές, υπό την προϋπόθεση ότι οι καταναλωτές αυτοί οργανώνουν οι ίδιοι τη μεταφορά προς τη Φινλανδία. Επιπλέον, τόσο οι εγχώριοι όσο και οι αλλοδαποί επιχειρηματίες μπορούν να πωλούν οινοπνευματώδη ποτά στο κρατικό μονοπώλιο που στη συνέχεια τα μεταπωλεί στον Φινλανδό καταναλωτή.

163. Δεν υπάρχουν, στην προκειμένη περίπτωση, στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι η ζήτηση των καταναλωτών, για τα οινοπνευματώδη ποτά, δεν θα ικανοποιούταν, ούτε τα εισαγόμενα προϊόντα θα ετίθεντο σε μειονεκτικότερη θέση σε σχέση με τα εγχώρια.

164. Εξάλλου, όπως και η Φινλανδική Κυβέρνηση, παρατηρώ ότι προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι ουδείς ισχυρίστηκε ότι οι όροι της άδειας λιανικής πωλήσεως, κατά τον νόμο περί οινοπνεύματος, εισήγαγαν δυσμενή διάκριση.

165. Συναφώς, σημειώνω ότι προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις της κυβερνήσεως αυτής ότι η άδεια λιανικής πωλήσεως θα απαιτείτο τόσο για τους εγχώριους επιχειρηματίες που επιθυμούν να πωλούν λιανικώς όσο και για αλλοδαπούς επιχειρηματίες που επιθυμούν να εισάγουν και να πωλούν λιανικώς τα οινοπνευματώδη ποτά που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη και θα εφαρμοζόταν αδιακρίτως μεταξύ των παραγόμενων στη Φινλανδία προϊόντων και αυτών που παράγονται σε άλλα κράτη μέλη.

166. Συνεπώς, οι εθνικοί κανόνες περί άδειας λιανικής πωλήσεως θα είχαν, νομικά και πραγματικά, την ίδια επίδραση επί της πωλήσεως εθνικών προϊόντων με την πώληση εισαγόμενων από άλλα κράτη μέλη προϊόντων και θα εφαρμόζονταν αδιακρίτως έναντι των εγχώριων και αλλοδαπών επιχειρηματιών.

167. Εξάλλου, προσθέτω ότι, αν, σε μια κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης όπου τα οινοπνευματώδη ποτά εισάγονται από ένα κράτος μέλος διαφορετικό από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και παραδίδονται από τον πωλητή στον Φινλανδό αγοραστή, δεν απαιτείτο καμία άδεια, το σύστημα άδειας λιανικής πωλήσεως θα ήταν ικανό να προκαλέσει καταστάσεις αντίστροφων διακρίσεων, κατά το μέτρο που μόνο τα εγχώρια οινοπνευματώδη ποτά θα υπάγονταν επομένως στην απαίτηση μιας τέτοιας άδειας.

168. Μολονότι όλα τα προεκτεθέντα στοιχεία δεικνύουν ότι ούτε η νομιμότητα του μονοπωλίου ούτε η νομιμότητα της άδειας λιανικής πωλήσεως δεν θα μπορούσαν a priori να αμφισβητηθούν, ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν μας παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση και τη συγκεκριμένη λειτουργία του μονοπωλίου αυτού, και κυρίως σχετικά με το σύστημα επιλογής των προϊόντων από το μονοπώλιο, σχετικά με το δίκτυο μονοπωλιακών πωλήσεων ή σχετικά με την προώθηση των οινοπνευματωδών ποτών. Κυρίως επί τη βάσει των κριτηρίων αυτών, όμως, το Δικαστήριο μπόρεσε να εκτιμήσει τη συμβατότητα των κανόνων σχετικά με τη λειτουργία του μονοπωλίου υπό το πρίσμα του άρθρου 37 ΣΛΕΕ (75).

169. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, βάσει του συνόλου των στοιχείων που διαθέτει, να καθορίσει αν η οργάνωση και η λειτουργία του φινλανδικού μονοπωλίου λιανικής πωλήσεως δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις ή, ως εκ φύσεώς τους, θέτουν σε μειονεκτικότερη θέση τα εισαγόμενα προϊόντα.

170. Τέλος, προσθέτω ότι η Φινλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα λιγότερο περιοριστικά σε σύγκριση με αυτό της εξάρτησης της πραγματοποιηθείσας στη Φινλανδία λιανικής πωλήσεως από άδεια λιανικής πωλήσεως ή από το αποκλειστικό δικαίωμα του φινλανδικού μονοπωλίου. Πράγματι, κατά την κυβέρνηση αυτή, αν ένας αλλοδαπός πωλητής μπορούσε να πωλήσει ο ίδιος στον Φινλανδό αγοραστή, θα εμφανιζόταν ένας νέος δίαυλος διανομής οινοπνευματωδών ποτών που θα ανταγωνιζόταν το μονοπώλιο και την πώληση υπό τον όρο της προηγούμενης αδείας, χωρίς να υπάγεται σε κανένα έλεγχο εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών.

171. Για τον λόγο αυτό, η Φινλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το σύστημα αδείας είναι απαραίτητο για να ελέγχεται αν οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια πωλήσεως τηρούν τις διατάξεις σχετικά με την πώληση οινοπνευματωδών ποτών (76).

172. Ομοίως, υπενθυμίζω ότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι καταναλωτές μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να παραγγέλνουν και να εισάγουν οινοπνευματώδη ποτά σε αλλοδαπό πωλητή. Επομένως, ο νόμος περί οινοπνεύματος δεν απαγορεύει τις ιδιωτικές εισαγωγές.

173. Βάσει των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι τα άρθρα 8, πρώτο εδάφιο, 13 και 14 του νόμου περί οινοπνεύματος πρέπει να θεωρούνται αναγκαία και ανάλογα προς τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας.

174. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, εκτιμώ ότι το άρθρο 37 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή του νόμου περί οινοπνεύματος, υπό τον όρο η οργάνωση και λειτουργία του μονοπωλίου να διαρρυθμίζονται έτσι ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οπότε να μη βλάπτεται ούτε νομικά ούτε πραγματικά το εμπόριο των προερχομένων από άλλα κράτη μέλη προϊόντων σε σχέση με το εμπόριο των εγχωρίων προϊόντων, γεγονός που εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει.

175. Κατά το μέτρο που απέκλεισα τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, δεν είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση στο έβδομο και όγδοο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

IV – Πρόταση

176. Υπό το φως των προεκτεθεισών σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Helsingin hovioikeus ως εξής:

1)      Εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, κατά την οποία απαλλάσσονται από την πληρωμή ειδικού φόρου καταναλώσεως ορισμένες συσκευασίες ποτών υπό τον όρο ότι υπάγονται σε σύστημα επιστροφών, πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ.

Το άρθρο 110 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 7 και 15 της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε μια τέτοια ρύθμιση.

2)      Εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία καθιερώνει μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως και εξαρτά την εισαγωγή οινοπνευματωδών ποτών που προορίζονται για λιανική πώληση από την προϋπόθεση της αποκτήσεως άδειας λιανικής πωλήσεως, πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 37 ΣΛΕΕ.

Το άρθρο 37 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε μια τέτοια ρύθμιση, υπό τον όρο η οργάνωση και λειτουργία του μονοπωλίου αυτού να διαρρυθμίζονται έτσι ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οπότε να μην βλάπτεται ούτε νομικά ούτε πραγματικά το εμπόριο των προερχομένων από τα άλλα κράτη μέλη προϊόντων σε σχέση με το εμπόριο των εγχωρίων προϊόντων, γεγονός που εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365, σ. 10).


3 –      Στο εξής: ΜΙΑ.


4 –      Βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως, το αποτελεσματικό σύστημα επιστροφών ορίζεται ως ένα σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών στο πλαίσιο του οποίου ο συσκευαστής ή ο εισαγωγέας ποτών –ενεργώντας μόνος ή με τον τρόπο που ορίζεται στον νόμο 1072/1993 περί απορριμμάτων [jätelaki (1072/1993)] ή στις αντίστοιχες διατάξεις που εφαρμόζονται στις νήσους Åland– μεριμνά για την επαναχρησιμοποίηση ή την ανακύκλωση των συσκευασιών ποτών διασφαλίζοντας ότι η συσκευασία χρησιμοποιείται εκ νέου ή ως πρώτη ύλη.


5 – Στο εξής: επίμαχη περίοδος.


6 –      Η απόφαση περί προδικαστικής παραπομπής διευκρινίζει ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, η EIG είχε εισάγει 4 507,30 λίτρα μπίρας, 1 499,40 λίτρα μηλίτη, 238,70 λίτρα οίνου και 3 452,30 λίτρα οινοπνευματωδών ποτών στη Φινλανδία.


7 –      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση De Danske Bilimportører (C‑383/01, EU:C:2003:116, σημείο 2).


8 –      Βλ. αποφάσεις Brzeziński (C‑313/05, EU:C:2007:33, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) καθώς και Orgacom (C‑254/13, EU:C:2014:2251, σκέψη 23).


9 –      Συναφώς, σημειώνω, πρώτον, ότι η Σουηδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση δεν διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με το ερώτημα αυτό, δεύτερον, ότι ο V. Visnapuu υποστηρίζει ότι το άρθρο 34 ΣΛΕΕ εφαρμόζεται μόνον επικουρικώς και, τρίτον, ότι η Φινλανδική Κυβέρνηση εξετάζει τη συμβατότητα του νόμου περί ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων συσκευασιών ποτών με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ στην περίπτωση που το Δικαστήριο θα έκρινε ότι αυτό τυγχάνει εφαρμογής.


10 – Βλ. απόφαση Dassonville (8/74, EU:C:1974:82, σκέψη 5).


11 – Βλ. αποφάσεις De Danske Bilimportører (C‑383/01, EU:C:2003:352, σκέψη 36), και Brzeziński (C‑313/05, EU:C:2007:33, σκέψη 27).


12 –      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση De Danske Bilimportører (C‑383/01, EU:C:2003:116, σημείο 28).


13 –      Βλ. αποφάσεις Lornoy κ.λπ. (C‑17/91, EU:C:1992:514, σκέψη 14) καθώς και De Danske Bilimportører (C‑383/01, EU:C:2003:352, σκέψη 32).


14 –      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση De Danske Bilimportører (C‑383/01, EU:C:2003:116, σημείο 30).


15 –      Όπ.π. Στο σημείο 32 των προτάσεών του, ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs υποστήριξε ότι, λόγω των διαφορετικών πεδίων εφαρμογής τους, μόνον ένα εκ των άρθρων αυτών μπορεί να τύχει εφαρμογής επί ενός συγκεκριμένου μέτρου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Brzeziński, C‑313/05, EU:C:2006:598, σημεία 31 και 32).


16 –      Όπ.π. (σημείο 33).


17 –      Βλ, υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις De Danske Bilimportører (C‑383/01, EU:C:2003:352, σκέψη 34) και Brzeziński (C‑313/05, EU:C:2007:33, σκέψεις 23 και 24) καθώς και διάταξη Kawala (C‑134/07, EU:C:2007:770, σκέψη 26).


18 –      Βλ. απόφαση Radlberger Getränkegesellschaft και S. Spitz (C‑309/02, EU:C:2004:799, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


19 –      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, ανακοίνωση της Επιτροπής – Συσκευασία ποτών, συστήματα εγγύησης και ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (ΕΕ 2009, C 107, σ. 1).


20 –      Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑463/01, EU:C:2004:797, σκέψη 44) καθώς και Radlberger Getränkegesellschaft και S. Spitz (C‑309/02, EU:C:2004:799, σκέψη 56).


21 – Βλ. Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-463/01, EU:C:2004:797, σκέψη 43).


22 – Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/62.


23 – Σημειώνω ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο ειδικός φόρος καταναλώσεως των συσκευασιών ποτών θα καθιέρωνε προστατευτισμό προς όφελος ανταγωνιστικής εθνικής παραγωγής συσκευασιών οινοπνευματωδών ποτών. Ως εκ τούτου, ο επίδικος στην κύρια δίκη ειδικός φόρος καταναλώσεως δεν θα μπορούσε να κριθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 110, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.


24 – Βλ. αποφάσεις Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten (C‑221/06, EU:C:2007:657, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) καθώς και Tatu (C‑402/09, EU:C:2011:219, σκέψη 34).


25 – Βλ. αποφάσεις De Danske Bilimportører (C‑383/01, EU:C:2003:352, σκέψη 37) και Tatu (C‑402/09, EU:C:2011:219, σκέψη 35).


26 – Βλ. αποφάσεις Brzeziński (C‑313/05, EU:C:2007:33, σκέψη 40)· Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten (C‑221/06, EU:C:2007:657, σκέψη 50), καθώς και Oil Trading Poland (C‑349/13, EU:C:2015:84, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27 – Βλ. αποφάσεις Bergandi (252/86, EU:C:1988:112, σκέψη 25), καθώς και Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten (C‑221/06, EU:C:2007:657, σκέψη 40).


28 – Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Φινλανδικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι το σύστημα ανακυκλώσεως που βασίζεται σε σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών λειτουργεί στην πράξη αποτελεσματικά. Το 2011, το ποσοστό ανακυκλώσεως ανερχόταν περίπου σε 97 % για τις συσκευασίες ποτών που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά, ενώ, για τις επαναχρησιμοποιημένες συσκευασίες, ανερχόταν περίπου σε 96 % για τις μεταλλικές, 91 % για τις γυάλινες και 96 % για τις πλαστικές ύλες τύπου τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET).


29 – Βλ. απόφαση Tatu (C‑402/09, EU:C:2011:21, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)


30 –      Ο γραμμικός κώδικας επιτρέπει την ταυτοποίηση ενός προϊόντος.


31 – Κατά τη γνώμη του, τα δικαιώματα εντάξεως στο φινλανδικό σύστημα επιστροφών ανέρχονταν τουλάχιστον σε 3 600 ευρώ για τις ανακυκλώσιμες γυάλινες φιάλες και σε 6 200 ευρώ για τα μεταλλικά κουτιά ποτών. Σε αυτά προστίθενται το δικαίωμα για τον κωδικό που χρησιμοποιείται για κάθε προϊόν που επιστρέφει στο σύστημα, το δικαίωμα παρακρατήσεως ποσού και το δικαίωμα ανακυκλώσεως που βασίζεται στον πωλούμενο όγκο.


32 –      Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Φινλανδική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η Suomen Palautuspakkaus Oy (στο εξής: PALPA) και η θυγατρική της Palpa Lasi Oy είναι φορείς των κυριότερων συστημάτων επιστροφών στη Φινλανδία και ότι οι όροι εντάξεως στο σύστημα επιστροφών της PALPA και οι τιμές διατίθενται ελεύθερα στη φινλανδική, αγγλική και σουηδική γλώσσα στην ιστοσελίδα της PALPA.


33 – Υπενθυμίζω ότι η ένταξη στο σύστημα επιστροφών των συσκευασιών ποτών δεν είναι υποχρεωτική. Πράγματι, ένας επιχειρηματίας ενδέχεται να προτιμά να καταβάλει τον ειδικό φόρο καταναλώσεως αντί να επιβαρυνθεί με το κόστος εντάξεως.


34 –      Υπενθυμίζω ότι, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής τα εθνικά συστήματα επιστροφών πρέπει, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζονται στα εισαγόμενα προϊόντα, υπό συνθήκες που δεν εισάγουν διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών που ισχύουν και των τυχόν τελών που επιβάλλονται για την πρόσβαση στα συστήματα, και σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται εμπόδια στο εμπόριο ή στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΛΕΕ.


35 –      Το κεφάλαιο 3 περιλαμβάνει τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ έως 37 ΣΛΕΕ.


36 –      Βλ. σημείο 126 της XXVης εκθέσεως για την πολιτική του ανταγωνισμού 1995 [COM(96) 126 τελικό].


37 –      Όπ.π.


38 – Ο νόμος περί οινοπνεύματος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1995.


39 – Η υπογράμμιση δική μου.


40 – Όπ.π.


41 – Όπ.π.


42 – Βάσει των στοιχείων του φακέλου, σημειώνω ότι η εν λόγω διάταξη σχετικά με τη λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 13 % vol αιθυλική αλκοόλη δεν έγινε αντικείμενο της συζητήσεως, οπότε εκτιμώ ότι δεν αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης.


43 – C‑189/95, EU:C:1997:504.


44 – C‑170/04, EU:C:2007:313.


45 – Βλ. απόφαση Franzén (C-189/95, EU:C:1997:504, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


46 – Όπ.π. (σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


47 – 91/75, EU:C:1976:23.


48 – Σκέψη 5.


49 – 120/78, EU:C:1979:42.


50 – Σκέψη 7.


51 – Όπ.π.


52 – 86/78, EU:C:1979:64.


53 – Σκέψη 35.


54 – C‑189/95, EU:C:1997:504.


55 –      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Rosengren κ.λπ. (C‑170/04, EU:C:2006:213, σημείο 41) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Rosengren κ.λπ. (C‑170/04, EU:C:2006:747, σημείο 35).


56 – C‑170/04, EU:C:2007:313.


57 – Σκέψη 21.


58 – Σκέψη 22.


59 – Σκέψη 24.


60 – Όπ.π.


61 – Σκέψη 26.


62 – C‑170/04, EU:C:2007:313.


63 – Βλ. Bernard, E., «Monopole sur l’alcool et régime d’autorisation d’importation», Revue Europe, αριθ. 8, Αύγουστος 2007, comm. 207. Ο συγγραφέας υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι «δεν μπορούμε παρά να εκπλαγούμε με τον λακωνικό τρόπο τον οποίο χρησιμοποίησε ο κοινοτικός δικαστής για να απαντήσει στο τεθέν ερώτημα που δεν αντιστοιχεί στην παλαιότερη νομολογία του και η οποία διαφέρει από την απάντηση που έδωσαν οι δύο γενικοί εισαγγελείς». Βλ. επίσης, Johansson, M., «Rosengren – The ECJ makes a narrow interpretation of Franzén», European Law Reporter, 7-8, 2007, σ. 250.


64 –      Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Σουηδίας (C‑186/05, EU:C:2007:571, σκέψεις 22 και 23), καθώς και ANETT (C‑456/10, EU:C:2012:241, σκέψεις 21 έως 30).


65 –      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Rosengren κ.λπ. (C‑170/04, EU:C:2007:313, σκέψη 19) και ANETT (C‑456/10, EU:C:2012:241, σκέψη 24).


66 – C‑170/04, EU:C:2007:313.


67 – Όπ.π.


68 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Rosengren κ.λπ. (C‑170/04, EU:C:2006:747, σημείο 60).


69 –      Βλ., a contrario, απόφαση ANETT (C‑456/10, EU:C:2012:241, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


70 – Βλ. απόφαση Franzén (C-189/95, EU:C:1997:504, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


71 – Όπ.π. (σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


72 – Όπ.π. (σκέψη 39).


73 – Όπ.π. (σκέψη 40).


74 – Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Franzén (C‑189/95, EU:C:1997:504, σκέψη 41).


75 – Βλ. απόφαση Franzén (C-189/95, EU:C:1997:504, σκέψεις 43 έως 66).


76 –      Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η κυβέρνηση αυτή διευκρινίζει ότι τα οινοπνευματώδη ποτά που περιέχουν κατ’ ανώτατο όριο 4,7 % vol αιθυλική αλκοόλη υπόκεινται σε ειδικό ρυθμιστικό καθεστώς. Πράγματι, μπορούν, για παράδειγμα, να πωλούνται μόνον μεταξύ 07.00 και 21.00. Ομοίως, η πώληση των ποτών αυτών σε πρόσωπα ηλικίας κάτω των 18 ετών και σε πρόσωπα σε κατάσταση μέθης απαγορεύεται.