Language of document : ECLI:EU:F:2008:50

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 29ης Απριλίου 2008

Υπόθεση F-133/07

André Hecq

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Διάρκεια ιατρικής διαδικασίας – Αγωγή αποζημιώσεως – Μη υποβολή διοικητικής ενστάσεως – Προδήλως απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο A. Hecq ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2007, επί της διοικητικής ενστάσεως του, καθόσον η Επιτροπή με την απόφαση αυτή απέρριψε το αίτημά του, αφενός, περί καταβολής τόκων υπερημερίας επί των ποσών που θα του αποδίδονταν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 του ΚΥΚ και, αφετέρου, περί καταβολής ποσού 2 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι υπέστη εξαιτίας της ανεπίτρεπτης βραδύτητας της διοικήσεως στην επεξεργασία του φακέλου του.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε χωρίς να προηγηθεί η κατά τον ΚΥΚ διοικητική διαδικασία – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 73, 90 και 91)

1.      Τα ακυρωτικά αιτήματα τα οποία στρέφονται κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως και δεν επιδιώκουν παρά την καταβολή αποζημιώσεως στον προσφεύγοντα, η οποία απορρίφθηκε από την εν λόγω απόφαση συγχέονται με τα αιτήματα περί καταβολής αποζημιώσεως, οπότε, στο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων το οποίο καθιερώνουν τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), δεν είναι παραδεκτά παρά μόνον αν έχει προηγηθεί διοικητική διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΥΚ. Η διαδικασία αυτή διαφέρει αναλόγως του αν η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση απορρέει από βλαπτική πράξη υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ή από συμπεριφορά της διοικήσεως μη έχουσα τον χαρακτήρα αποφάσεως. Στην πρώτη περίπτωση, απόκειται στον ενδιαφερόμενο να υποβάλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, εντός της τασσομένης προθεσμίας, διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω πράξεως. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, η διοικητική διαδικασία πρέπει να κινηθεί με την υποβολή αιτήσεως υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ έχουσας ως αντικείμενο την καταβολή αποζημιώσεως. Η ρητή ή σιωπηρή απόρριψη αυτής της αιτήσεως και μόνον αποτελεί βλαπτική απόφαση κατά της οποίας μπορεί να υποβληθεί διοικητική ένσταση, μόνον δε μετά την απόφαση που απορρίπτει ρητά ή σιωπηρά αυτή την ένσταση μπορεί να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

Γίνεται μεν δεκτό ότι αγωγή αποζημιώσεως μπορεί να ασκηθεί νομίμως και στο στάδιο της διοικητικής ενστάσεως και, συνεπώς, δεν απαιτείται προγενέστερη υποβολή αιτήσεως κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, υπό τον όρον, όμως, της θεμελιώσεως της αγωγής αποζημιώσεως στον παράνομο χαρακτήρα της πράξεως εναντίον της οποίας υποβλήθηκε η εν λόγω ένσταση. Σε αυτήν την περίπτωση, υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της προσφυγής ακυρώσεως και της αγωγής αποζημιώσεως, οπότε η δεύτερη, ως παρεπόμενη της προσφυγής ακυρώσεως, είναι παραδεκτή χωρίς να πρέπει κατ’ ανάγκη να έχει προηγηθεί αίτηση καλούσα την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να αποκαταστήσει την προβαλλόμενη ζημία. Αντιθέτως, όταν η αγωγή αποζημιώσεως δεν βασίζεται στην εξέταση της βλαπτικής πράξης, είναι ανεξάρτητη της προσφυγής ακυρώσεως και δεν μπορεί να ασκηθεί αν δεν έχει προηγουμένως αμφισβητηθεί ενώπιον της διοικήσεως η επίμαχη απορριπτική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 18, 23 και 24)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Φεβρουαρίου 1992, T‑64/91, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑243, σκέψεις 31 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 13 Ιουλίου 1995, T‑44/93, Saby κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑175 και II‑541, σκέψη 31· 12 Μαΐου 1998, T‑184/94, O’Casey κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑183 και II‑565, σκέψη 98· 28 Ιανουαρίου 2003, T‑138/01, F κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑25 και II‑137, σκέψη 57

2.      Παρ’ όλο που ο κοινοτικός δικαστής μπορεί αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, να χορηγήσει αποζημίωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο προσφεύγων εξαιτίας της αφύσικης διάρκειας της ιατρικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΥΚ, χωρίς ο ενδιαφερόμενος να έχει ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως βάσει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και χωρίς να πληρούνται, εξ ορισμού, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα αυτά, η αίτηση για υποχρέωση της διοικήσεως προς καταβολή αποζημιώσεως είναι απαράδεκτη εάν η ασκηθείσα από τον υπάλληλο αγωγή αποζημιώσεως δεν αποτέλεσε αντικείμενο της συνήθους κατά τα άρθρα του ΚΥΚ διοικητικής διαδικασίας και η ιατρική διαδικασία δεν έχει ακόμη περατωθεί.

Πράγματι, αφενός, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να κάνει χρήση των δικαιοδοτικών προνομιών του, και κυρίως της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας την οποία διαθέτει σε καθαρά οικονομικού χαρακτήρα διαφορές, εάν δεν έχει νομίμως επιληφθεί της υποθέσεως. Αφετέρου, το γεγονός ότι η έκβαση της διαδικασίας κατά το άρθρο 73 δεν είναι γνωστή στο δικαστή τον εμποδίζει να εκτιμήσει την ύπαρξη και την έκταση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης. Τέλος, εν πάση περιπτώσει, παρόμοια ικανοποίηση δεν μπορεί να χορηγηθεί αυτεπαγγέλτως παρά μόνον ως επακόλουθο της διαπιστώσεως της αφύσικης διάρκειας της ιατρικής διαδικασίας, όταν, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, αυτή η παρατυπία δεν θα μπορούσε παρά ταύτα να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 26 και 28 έως 30)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 11 Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑95 και II‑A‑2‑441, σκέψεις 162 έως 167

ΔΔΔ: 1 Φεβρουαρίου 2008, F‑77/07, Labate κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 20 έως 22