Language of document : ECLI:EU:F:2011:8

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 4ης Φεβρουαρίου 2011

Υπόθεση F‑54/10

Luc Verheyden

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) περί διαβιβάσεως πληροφοριών που αφορούν φυσικά πρόσωπα στις ιταλικές δικαστικές αρχές — Αποτελέσματα δικαστικής αποφάσεως έναντι των τρίτων — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΧ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο L. Verheyden ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία η τελευταία αρνήθηκε να του καταβάλει την ίδια αποζημίωση ύψους 3 000 ευρώ με εκείνη την οποία η Επιτροπή καταδικάσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να καταβάλει σε κάθε έναν εκ των προσφευγόντων στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2009, F‑5/05 και F‑7/05, Violetti κ.λπ. κατά Επιτροπής.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Ο L. Verheyden καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία — Εξέταση της ουσίας πριν από την εξέταση του παραδεκτού — Επιτρέπεται

2.      Υπάλληλοι — Ίση μεταχείριση — Διαφορετική μεταχείριση αποδεκτών παρόμοιων ατομικών αποφάσεων, εκ των οποίων ορισμένοι προσέφυγαν επιτυχώς στη δικαιοσύνη αναφορικά με τις αποφάσεις αυτές και άλλοι όχι — Δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση

3.      Υπάλληλοι — Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Περιεχόμενο — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

1.      Ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εκτιμήσει αν, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, μια προσφυγή πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί του παραδεκτού της εν λόγω προσφυγής.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Bohringer, σκέψεις 51 και 52

2.      Οι αποδέκτες διάφορων παρόμοιων ατομικών αποφάσεων, εκδοθεισών στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας, μπορεί να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως αναλόγως του αν κάποιοι μόνον εξ αυτών επέτυχαν δικαστικώς ακύρωση, ενώ άλλοι προσέφυγαν ανεπιτυχώς ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων.

Η περίπτωση, όμως, υπαλλήλου, η προσφυγή του οποίου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, είναι αντικειμενικώς διαφορετική από εκείνη άλλων υπαλλήλων, οι οποίοι άσκησαν εμπροθέσμως τις προσφυγές τους, απέδειξαν συνεπώς την τέλεση παραβάσεως εις βάρος τους και, υπό τις συνθήκες αυτές, επέτυχαν, να καταδικασθεί το θεσμικό όργανο από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Εξ αυτού προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο δεν παραβίασε προδήλως την αρχή ίσης μεταχειρίσεως επειδή αρνήθηκε να καταβάλει στον ενδιαφερόμενο το ίδιο ποσό με εκείνο που κατέβαλε στους λοιπούς υπαλλήλους.

(βλ. σκέψεις 34 και 35)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Σεπτεμβρίου 1999, C‑310/97 P, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., σκέψεις 49 έως 71

3.      Κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως και του καθήκοντος αρωγής, η διοίκηση έχει την υποχρέωση, όταν αποφασίζει σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να καθορίζουν την απόφασή της και, με την ενέργειά της, να συνυπολογίζει όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Για λόγους ιδιαίτερης αρωγής έναντι του προσωπικού τους, επιτρέπεται, επίσης, στα θεσμικά όργανα να επεκτείνουν σε ορισμένους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν αμφισβήτησαν εμπροθέσμως τις ατομικές αποφάσεις που τους αφορούν, τις συνέπειες των ευνοϊκών για άλλους υπαλλήλους δικαστικών αποφάσεων.

Λαμβανομένης, εντούτοις, υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα θεσμικά όργανα κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσον το οικείο θεσμικό όργανο ενήργησε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας του εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψεις 36 και 37)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Φεβρουαρίου 1987, 417/85, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 12· 11 Ιανουαρίου 2001, C‑389/98 P, Gevaert κατά Επιτροπής, σκέψεις 44, 45 και 56

ΓΔΕΕ: 15 Σεπτεμβρίου 1998, T‑3/96, Haas κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 53· 16 Μαρτίου 2004, T‑11/03, Afari κατά ΕΚΤ, σκέψη 42