Language of document : ECLI:EU:F:2011:44

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Απριλίου 2011

Υπόθεση F‑113/07

Irmantas Šimonis

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Διοργανική μετάταξη – Γλωσσομαθής νομικός – Αντικατάσταση αιτιολογίας – Απαιτούμενος ελάχιστος χρόνος υπηρεσίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Ι. Šimonis ζητεί, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή τον απέκλεισε από τη διαδικασία επιλογής που προβλέπει η διοργανική ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2007/142 και παραιτήθηκε από το αίτημα μετατάξεώς του από το Δικαστήριο, αποφάσεως της οποίας ο προσφεύγων έλαβε γνώση στις 8 Μαρτίου 2007.

Απόφαση: Η απόφαση με την οποία η Επιτροπή απέκλεισε τον προσφεύγοντα από τη διαδικασία επιλογής που προέβλεπε η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2007/142 και παραιτήθηκε από το αίτημα μετατάξεώς του από το Δικαστήριο ακυρώνεται. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος. Η Δημοκρατία της Λιθουανίας, παρεμβαίνουσα υπέρ του προσφεύγοντος, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Ρητή απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως – Απόφαση ληφθείσα κατόπιν επανεξετάσεως προγενέστερης αποφάσεως – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Ανακοίνωση κενής θέσεως – Αντικείμενο – Υποχρέωση της διοικήσεως να αναφέρει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την κατάληψη της θέσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29)

3.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Κριτήρια – Συμφέρον της υπηρεσίας – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29)

4.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διαδικασίες – Επιλογή – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29 § 1)

5.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Υποχρέωση της διοικήσεως να πληρώσει την κενωθείσα θέση – Δεν υφίσταται – Εξαίρεση

6.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως κατά τη διάρκεια της δίκης – Δεν επιτρέπεται – Εξαίρεση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως, είτε ρητή είτε σιωπηρή, δεν κάνει τίποτε άλλο, όταν είναι σαφής και αμιγής, παρά να επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο υποβαλών την ένσταση και δεν συνιστά, μεμονωμένως λαμβανομένη, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί. Πράγματι, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βλαπτική μια καθαρώς επιβεβαιωτική πράξη, όπως είναι μια πράξη η οποία δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προγενέστερη βλαπτική πράξη την οποία, επομένως, δεν αντικαθιστά.

Εντούτοις, μια ρητή απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της πράξεως την οποία προσβάλλει ο προσφεύγων. Αυτό συμβαίνει όταν η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος βάσει νέων νομικών και πραγματικών στοιχείων ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, ο οποίος τη λαμβάνει υπόψη κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, ή ακόμα τη θεωρεί ως βλαπτική πράξη αντικαθιστώσα την προγενέστερη πράξη.

(βλ. σκέψεις 35 και 36)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 2 Μαρτίου 2004, T‑14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής, σκέψη 54

ΔΔΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2009, F‑86/08, Voslamber κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, εφόσον απαιτεί από τη διοίκηση να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που υπέχουν ή των δικαιωμάτων που διαθέτουν, επιβάλλει να αποτελεί ο κανόνας ο οποίος καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του προσωπικού της αντικείμενο της προσήκουσας δημοσιότητας σύμφωνα με τον τρόπο και τον τύπο που εναπόκειται στη διοίκηση να καθορίσει. Τέτοια δημοσιότητα απαιτείται στην περίπτωση εσωτερικού κανόνα που προβλέπει ότι οι υπάλληλοι διοικήσεως που ασκούν τα καθήκοντα γλωσσομαθούς νομικού πρέπει να έχουν αρχαιότητα τεσσάρων ετών από την πρώτη πρόσληψή τους προκειμένου να μπορούν να τοποθετηθούν σε άλλες θέσεις.

Ειδικότερα, προκειμένου για τους κανόνες που αφορούν την πρόσληψη των υπαλλήλων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να αναφέρει όσο το δυνατόν ακριβέστερα στην ανακοίνωση κενής θέσεως τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την κατάληψη της θέσεως, ώστε να είναι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε θέση να εκτιμήσουν κατά πόσον μπορούν να υποβάλουν υποψηφιότητα. Ασφαλώς, η εν λόγω αρχή δεν υποχρεούται να υπενθυμίσει τις προϋποθέσεις που ρητώς προβλέπονται από τον ΚΥΚ, καθόσον οι υποψήφιοι τεκμαίρεται ότι τις γνωρίζουν· όμως, μια ανακοίνωση κενής θέσεως θα στερούνταν του αντικειμένου της, που συνίσταται στην ενημέρωση των υποψηφίων σχετικά με τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν προκειμένου να καταλάβουν τη θέση, αν η διοίκηση μπορούσε να αποκλείσει υποψήφιο για λόγο ο οποίος δεν προβλέπεται ρητώς στην εν λόγω ανακοίνωση ή στον ΚΥΚ, ή ο οποίος δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο δημοσιότητας. Θα υπήρχε παράβαση των διατάξεων του ΚΥΚ και, ειδικότερα, παραβίαση της αρχής της αντικειμενικότητας αν η διοίκηση επικαλούνταν ορισμένες προϋποθέσεις, απαιτούμενες κατ’ αυτήν για την κατάληψη της συγκεκριμένης θέσεως, μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως, αναλόγως των υποψηφιοτήτων που της υποβλήθηκαν.

(βλ. σκέψεις 73 έως 75 και 90)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 30 Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου, σκέψη 40· 21 Ιουνίου 2007, C‑158/06, ROM-projecten, σκέψη 25· 11 Δεκεμβρίου 2007, C‑161/06, Skoma-Lux, σκέψη 28· 10 Μαρτίου 2009, C‑345/06, Heinrich, σκέψη 44

ΓΔΕΕ: 2 Οκτωβρίου 1996, T‑356/94, Vecchi κατά Επιτροπής, σκέψη 50

ΔΔΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2009, F‑80/08, Wenig κατά Επιτροπής, σκέψη 90

3.      Όσον αφορά, ιδίως, την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, η διοίκηση διαθέτει μεν ευρεία εξουσία, υποχρεούται, ωστόσο, πριν λάβει ατομική απόφαση, να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Έτσι, όσον αφορά την πρόσληψη, η διοίκηση δεν μπορεί να περιοριστεί στην επίκληση του συμφέροντος της υπηρεσίας, ή ακόμα της δικαιοσύνης, για να λάβει απόφαση χωρίς να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι ιδιαιτερότητες της προς πλήρωση θέσεως δικαιολογούν τη λήψη της.

Η Επιτροπή δεν τηρεί την επιταγή αυτή όταν υποστηρίζει, προς δικαιολόγηση της λήψεως αποφάσεως περί αποκλεισμού ενός γλωσσομαθούς νομικού άλλου θεσμικού οργάνου από τη διαδικασία επιλογής που προβλέπει μια διοργανική ανακοίνωση κενής θέσεως, ότι οφείλει να ευνοήσει την εντός του οργάνου κινητικότητα των υπαλλήλων της, ότι είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των διαγωνισμών που διοργανώνονται για την πρόσληψη των γλωσσομαθών νομικών και ότι οι γλωσσομαθείς νομικοί τυγχάνουν ευνοϊκότερης κατατάξεως σε βαθμό, χωρίς να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο το συμφέρον της υπηρεσίας υπαγορεύει να μην πληρωθεί η συγκεκριμένη θέση με γλωσσομαθή νομικό που έχει προσληφθεί λιγότερο από τέσσερα έτη πριν —αρχαιότητα που απαιτείται, όχι όμως συστηματικά, βάσει εσωτερικού κανόνα—, αντί απλώς των τριών ετών όπως προβλέπει η διοργανική συμφωνία του 2005.

(βλ. σκέψεις 77 και 78)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Ιουλίου 1988, 33/86, 44/86, 110/86, 226/86 και 285/86, Stahlwerke Peine-Salzgitter και Hoogovens Groep κατά Επιτροπής, σκέψη 27

ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 1995, T‑17/95, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, σκέψη 21

4.      Δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, όταν προβαίνει στην πλήρωση θέσεως, οφείλει να εξετάζει κατά σειρά, πρώτον, τις δυνατότητες προαγωγής ή μεταθέσεως εντός του οργάνου όπου υπάρχει η κενή θέση, δεύτερον, τις δυνατότητες διοργανώσεως εσωτερικών διαγωνισμών στο όργανο και, τρίτον, τις αιτήσεις μετατάξεως υπαλλήλων άλλων οργάνων, προτού κινήσει τη διαδικασία διαγωνισμού βάσει τίτλων, βάσει εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων.

Ασφαλώς, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υπέχει απόλυτη υποχρέωση να προβεί κατά προτεραιότητα σε προαγωγή ή μετάθεση, ακόμα και όταν υπάρχουν αποδεκτές υποψηφιότητες υπαλλήλων που πληρούν όλες τις απαιτήσεις και προϋποθέσεις της ανακοινώσεως κενής θέσεως. Ωστόσο, προτού διευρύνει την επιλογή της διοργανώνοντας εσωτερικό διαγωνισμό ή εξετάζοντας τις δυνατότητες διοργανικής μετατάξεως, οφείλει να εξετάσει αν με τις υφιστάμενες δυνατότητες μπορεί να καταλήξει στον διορισμό προσώπου διαθέτοντος τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας.

(βλ. σκέψη 81 και 82)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Δεκεμβρίου 1974, 176/73, Van Belle κατά Συμβουλίου, σκέψεις 5 και 6· 18 Μαρτίου 1999, C‑304/97 P, Carbajo Ferrero κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29

ΓΔΕΕ: 23 Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, σκέψη 98

5.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται μεν να δώσει συνέχεια σε διαδικασία προσλήψεως, μπορεί όμως να μη δώσει συνέχεια μόνο για αντικειμενικούς και επαρκείς λόγους, που αντισταθμίζουν την προσδοκία του ενδιαφερομένου προσώπου να διοριστεί στη θέση για την οποία υπέβαλε υποψηφιότητα, προσδοκία η οποία ποικίλλει αναλόγως του σταδίου της διαδικασίας επιλογής στην οποία έχει φθάσει το εν λόγω πρόσωπο. Οι λόγοι αυτοί θα πρέπει να ήταν αδύνατο να διαπιστωθούν από τη διοίκηση, αν αυτή είχε επιδείξει τη συνήθη επιμέλεια, πριν από τη σύνταξη της ανακοινώσεως κενής θέσεως.

(βλ. σκέψη 90)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 9 Φεβρουαρίου 1984, 316/82 και 40/83, Kohler κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 22

ΓΔΕΕ: 18 Μαρτίου 1997, T‑35/96, Rasmussen κατά Επιτροπής, σκέψη 60· 17 Φεβρουαρίου 1998, T‑56/96, Maccaferri κατά Επιτροπής, σκέψη 33· 27 Νοεμβρίου 2003, T‑331/00 και T‑115/01, Bories κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 173

6.      Κατά τη διάρκεια της δίκης, η διοίκηση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αιτιολογία μιας αποφάσεως ή να προσθέσει ένα λόγο, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι τελεί σε κατάσταση δέσμιας αρμοδιότητας, οπότε η τυχόν ακύρωση της επίδικης αποφάσεως δεν θα μπορούσε παρά να υποχρεώσει τη διοίκηση να λάβει νέα απόφαση, ταυτόσημη ως προς την ουσία με την ακυρωθείσα απόφαση.

(βλ. σκέψη 93)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 15 Δεκεμβρίου 2010, F‑67/09, Angulo Sánchez κατά Συμβουλίου, σκέψη 71