Language of document : ECLI:EU:C:2018:805

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας – Άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ – Έννοια των “διαφορών εκ συμβάσεως” – Παυλιανή αγωγή»

Στην υπόθεση C-337/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Szczecinie (περιφερειακό δικαστήριο Szczecin, Πολωνία) με απόφαση της 29ης Μαΐου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουνίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Feniks sp. z o.o.

κατά

Azteca Products & Services SL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader (εισηγήτρια), A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 11ης Απριλίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Feniks sp. z o.o., εκπροσωπούμενη από τους P. Zimmerman και B. Sierakowski, radcowie prawni,

–        η Azteca Products & Services SL, εκπροσωπούμενη από τον M. Świrgoń, adwokat,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Nowak, καθώς και από την K. Majcher,

–        η Ελβετική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Schöll,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin, καθώς και από τις M. Heller και A. Stobiecka-Kuik,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Feniks sp. z o.o. και της Azteca Products & Services SL (στο εξής: Azteca) με αντικείμενο σύμβαση πώλησης ακινήτου που συνήφθη μεταξύ της Azteca και του οφειλέτη της Feniks και η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της τελευταίας, προσέβαλλε τα δικαιώματά της.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1215/2012

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 15, 16 και 34 του κανονισμού 1215/2012 έχουν ως εξής:

«(15)      Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(16)      Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης.

[…]

(34)      Θα πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της σύμβασης [της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7)], του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1)] και του παρόντος κανονισμού, και γι’ αυτό το σκοπό θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και των κανονισμών που την αντικατέστησαν.»

4        Στο κεφάλαιο Ι του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», το άρθρο 1 προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. […]

2.      Εξαιρούνται από την εφαρμογή του:

[…]

β)      οι πτωχεύσεις, οι διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης αφερέγγυων επιχειρήσεων ή άλλων νομικών προσώπων, οι δικαστικοί συμβιβασμοί, οι πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες·

[…]».

5        Στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία», περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων το τμήμα 1, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», και το τμήμα 2, με τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες». Το άρθρο 4, παράγραφος 1, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

6        Το άρθρο 7, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ του ίδιου κανονισμού, έχει ως εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)      α)      ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου [εκπλήρωσης της επίδικης παροχής]·

β)      για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

–        εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

–        εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

[…]».

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 1346/2000

7        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2000, L 160, σ. 1), φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής» και στην παράγραφο 1 ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις συλλογικές διαδικασίες οι οποίες προϋποθέτουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, συνεπάγονται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και το διορισμό συνδίκου.»

 Το πολωνικό δίκαιο

8        Τα άρθρα 527 επ. του ustawa Kodeks cywilny (νόμου περί αστικού κώδικα), της 23ης Απριλίου 1964 (Dz. U. του 1964, αριθ. 16, θέση 93), όπως ίσχυε στην υπόθεση της κύριας δίκης (Dz. U. του 2017, θέση 459) (στο εξής: αστικός κώδικας), διέπουν τη λεγόμενη «παυλιανή» αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η διάρρηξη, υπέρ του δανειστή που τη ζητεί, απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη του δανειστή. Το άρθρο 527 του αστικού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«§1.      Σε περίπτωση που τρίτος αποκόμισε περιουσιακό όφελος από καταδολιευτική δικαιοπραξία του οφειλέτη, κάθε δανειστής δύναται να ζητήσει τη διάρρηξη, υπέρ αυτού, της εν λόγω δικαιοπραξίας, εφόσον ο οφειλέτης ενήργησε εν γνώσει της προκλήσεως βλάβης στον δανειστή και ο τρίτος το γνώριζε ή θα μπορούσε να το πληροφορηθεί επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια.

§2.      Καταδολιευτική είναι η δικαιοπραξία του οφειλέτη που προκάλεσε την περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή που επέτεινε την κατάσταση αυτή σε σχέση με τον χρόνο πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας.

§3.      Σε περίπτωση που άτομο στενά συνδεδεμένο με τον οφειλέτη αποκόμισε περιουσιακό όφελος από καταδολιευτική δικαιοπραξία του οφειλέτη, τεκμαίρεται ότι το άτομο αυτό γνώριζε ότι ο οφειλέτης ενήργησε εν γνώσει της προκλήσεως βλάβης στους δανειστές.

§4.      Σε περίπτωση που επιχειρηματίας ο οποίος έχει διαρκείς συναλλακτικές σχέσεις με τον οφειλέτη αποκόμισε περιουσιακό όφελος από καταδολιευτική δικαιοπραξία του οφειλέτη, τεκμαίρεται ότι ο επιχειρηματίας αυτός γνώριζε ότι ο οφειλέτης ενήργησε εν γνώσει της προκλήσεως βλάβης στους δανειστές.»

9        Το άρθρο 528 του ως άνω κώδικα έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση που τρίτος αποκόμισε από καταδολιευτική δικαιοπραξία του οφειλέτη περιουσιακό όφελος από χαριστική αιτία, ο δανειστής μπορεί να ζητήσει τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας, ακόμη και αν ο τρίτος αυτός δεν γνώριζε και ούτε θα μπορούσε να πληροφορηθεί επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια ότι ο οφειλέτης ενήργησε εν γνώσει της προκλήσεως βλάβης στους δανειστές.»

10      Το άρθρο 530 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται κατ’ αναλογία όταν ο οφειλέτης ενήργησε με την πρόθεση να ζημιώσει μελλοντικούς δανειστές. Ωστόσο, αν τρίτος απέκτησε περιουσιακό όφελος εξ επαχθούς αιτίας, ο δανειστής μπορεί να ζητήσει τη διάρρηξη, υπέρ αυτού, της δικαιοπραξίας, μόνο εφόσον ο εν λόγω τρίτος γνώριζε τις προθέσεις του οφειλέτη.»

11      Το άρθρο 531 του ίδιου κώδικα προβλέπει τα εξής:

«§1.      H διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας του οφειλέτη πραγματοποιείται κατόπιν ασκήσεως αγωγής ή προβολής σχετικής ενστάσεως κατά του τρίτου ο οποίος αποκόμισε περιουσιακό όφελος από τη δικαιοπραξία.

§2.      Σε περίπτωση που ο τρίτος διέθεσε το αποκομισθέν όφελος, ο δανειστής δύναται να εναγάγει απευθείας τον πρόσωπο προς το οποίο έγινε η διάθεση, εφόσον εκείνο γνώριζε τις περιστάσεις που δικαιολογούν τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε από τον οφειλέτη ή εφόσον η διάθεση πραγματοποιήθηκε από χαριστική αιτία.»

12      Το άρθρο 532 του αστικού κώδικα έχει ως εξής:

«Ο δανειστής υπέρ του οποίου έγινε η διάρρηξη της δικαιοπραξίας του οφειλέτη δύναται να απαιτήσει να ικανοποιηθεί προνομιακώς, έναντι των δανειστών του τρίτου, από τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία, λόγω της δικαιοπραξίας της οποίας έγινε η διάρρηξη, αφαιρέθηκαν από την περιουσία του οφειλέτη ή δεν προστέθηκαν σε αυτή.»

13      Το άρθρο 533 του κώδικα αυτού προβλέπει τα εξής:

«Τρίτος που αποκόμισε περιουσιακό όφελος από καταδολιευτική δικαιοπραξία του οφειλέτη δύναται να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του να ικανοποιήσει το αίτημα του δανειστή περί διάρρηξης της δικαιοπραξίας, εφόσον ικανοποιήσει τον δανειστή ή εφόσον του γνωστοποιήσει περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που επαρκούν για την ικανοποίησή του.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Η Coliseum 2101 sp. z o.o. (στο εξής: Coliseum), η οποία εδρεύει στην Πολωνία, ενεργώντας ως εργολάβος, συνήψε σύμβαση κατασκευαστικών εργασιών με τη Feniks, εταιρία με έδρα επίσης στην Πολωνία η οποία ενεργούσε ως επενδυτής, στο πλαίσιο επενδυτικού σχεδίου σε ακίνητο ευρισκόμενο στο Γκντανσκ (Πολωνία). Για την εκτέλεση της σύμβασης αυτής η Coliseum συνήψε μεγάλο αριθμό συμβάσεων με υπεργολάβους.

15      Η Coliseum δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της έναντι ορισμένων υπεργολάβων και για τον λόγο αυτό η Feniks υποχρεώθηκε να τους εξοφλήσει βάσει των διατάξεων του αστικού κώδικα για την εις ολόκληρον ευθύνη του επενδυτή, καθιστάμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο δανείστρια της Coliseum για συνολικό ποσό ύψους 1 396 495,48 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 336 174 ευρώ).

16      Με συμβάσεις που συνήφθησαν στις 30 και στις 31 Ιανουαρίου 2012 στο Szczecin (Πολωνία), η Coliseum πώλησε στην Azteca, εταιρία με έδρα στην Alcora (Ισπανία), ακίνητο ευρισκόμενο στο Szczecin, για ποσό ύψους 6 079 275 PLN (περίπου 1 463 445 ευρώ), προβαίνοντας σε μερική αποπληρωμή προηγούμενων απαιτήσεων της Azteca. Η Azteca όφειλε, ωστόσο, να καταβάλει περαιτέρω στην Coliseum το ποσό των 1 091 413,70 PLN (περίπου 262 732 ευρώ). Σύμφωνα με όσα αναφέρει η Feniks, κατά τον χρόνο σύναψης της από 30 Ιανουαρίου 2012 σύμβασης πωλήσεως, ο πρόεδρος του οργάνου διαχείρισης της Coliseum ήταν συγχρόνως εκπρόσωπος της εταιρίας Horkios Gestion SA, με έδρα στην Alcora, η δε εταιρία Horkios Gestion SA ήταν το μοναδικό μέλος του οργάνου διαχείρισης της Azteca.

17      Καθώς η Coliseum δεν είχε περιουσιακά στοιχεία, στις 11 Ιουλίου 2016 η Feniks, στηριζόμενη στα άρθρα 527 επ. του αστικού κώδικα, άσκησε αγωγή κατά της Azteca ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Sąd Okręgowy w Szczecinie (περιφερειακού δικαστηρίου Szczecin, Πολωνία), για τη διάρρηξη, υπέρ αυτής, της ανωτέρω σύμβασης πώλησης, δεδομένου ότι η σύμβαση είχε συναφθεί από την οφειλέτριά της προς καταδολίευση των δικαιωμάτων της.

18      Προκειμένου να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού, η Feniks επικαλείται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012.

19      Η Azteca προέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας. Υποστήριξε ότι η διεθνής δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγής διάρρηξης πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του γενικού κανόνα του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, ανήκει στα ισπανικά δικαστήρια. Μια τέτοια αγωγή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αγωγή «εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού.

20      Στο πλαίσιο της ανάλυσης της ένστασης ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, το αιτούν δικαστήριο περιγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά της παυλιανής αγωγής του πολωνικού δικαίου, όπως αυτά προκύπτουν από τις διατάξεις του αστικού κώδικα που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 8 έως 13 της παρούσας απόφασης, και διευκρινίζει ότι η αγωγή αυτή αποτελεί εξαίρεση από την αρχή ότι ο δανειστής μπορεί να στραφεί μόνον κατά της περιουσίας του οφειλέτη. Προσθέτει δε ότι, κατά το άρθρο 527, παράγραφος 3, του αστικού κώδικα, από την ύπαρξη στενής σχέσης μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου συνάγεται τεκμήριο γνώσης, εκ μέρους του τρίτου, του γεγονότος ότι με τη δικαιοπραξία της οποίας ζητείται η διάρρηξη ο οφειλέτης ζημίωσε εν γνώσει του τον δανειστή. Συνέπεια του τεκμηρίου αυτού είναι ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο δανειστής οφείλει απλώς να αποδείξει την ύπαρξη στενής σχέσης μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου.

21      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διεθνής δικαιοδοσία των πολωνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση αγωγής όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιόν του μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012. Επισημαίνει, επ’ αυτού, ότι, μολονότι η επίμαχη διαφορά δεν αποτελεί διαφορά μεταξύ των μερών της σύμβασης κατασκευής, δηλαδή της Feniks και της Coliseum, και δεν έχει ως αντικείμενο την εξέταση του κύρους της σύμβασης αυτής, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο θα χρειαστεί να εξετάσει αν η σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της Azteca και της Coliseum είναι έγκυρη έναντι της Feniks.

22      Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 εμπίπτουν όλες οι διαφορές που αφορούν μια σύμβαση. Όσον αφορά τη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του, η επίλυσή της συνδέεται με τη σύμβαση η οποία συνήφθη μεταξύ της Azteca και της Coliseum και της οποίας ζητείται η διάρρηξη υπέρ της Feniks.

23      Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνεύεται στενά, συγχρόνως όμως επισημαίνει τα προβλήματα που θεωρεί ότι θα προέκυπταν από την εφαρμογή του γενικού κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, αν ο δανειστής, στο πλαίσιο αγωγής διάρρηξης πλειόνων δικαιοπραξιών που έχουν συναφθεί από τον οφειλέτη με αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους σε διάφορα κράτη μέλη, όφειλε να προσφύγει στα δικαστήρια όλων αυτών των διαφορετικών κρατών μελών ασκώντας χωριστή αγωγή και να υποστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο δυσανάλογα μεγάλα έξοδα σε σχέση με τον σκοπό της διαδικασίας.

24      Κατά το αιτούν δικαστήριο, μολονότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992, Handte (C-26/91, EU:C:1992:268), το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της «διαφοράς εκ συμβάσεως» δεν μπορεί να νοηθεί ως αφορώσα μια κατάσταση στην οποία δεν υφίσταται καμία ελευθέρως αναληφθείσα από έναν συμβαλλόμενο δέσμευση έναντι ενός άλλου συμβαλλομένου, το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης εκείνης παρουσίαζε ιδιαιτερότητες, καθώς αφορούσε αλυσίδα διεθνών συμβάσεων δυνάμει των οποίων οι συμβατικές υποχρεώσεις των μερών μπορούσαν να ποικίλλουν από σύμβαση σε σύμβαση.

25      Ωστόσο, εν προκειμένω, μία από τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την παυλιανή αγωγή του πολωνικού δικαίου συνίσταται, κατά το αιτούν δικαστήριο, στο ότι ο τρίτος οφείλει ή μπορεί να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης ζημιώνει εν γνώσει του τους δανειστές και, κατά συνέπεια, ότι οι εν λόγω δανειστές μπορεί να στραφούν και εναντίον του.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Szczecinie (περιφερειακό δικαστήριο Szczecin), αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εμπίπτει στην έννοια των “διαφορ[ών] εκ συμβάσεως” κατ’ άρθρον 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 1215/2012] η περίπτωση στην οποία ασκείται αγωγή κατά αγοραστή εγκατεστημένου σε κράτος μέλος με αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα συμβάσεως πωλήσεως ακινήτου ευρισκόμενου σε άλλο κράτος μέλος λόγω βλάβης των δανειστών του πωλητή, η δε σύμβαση συνάπτεται και εκτελείται εξ ολοκλήρου στο άλλο αυτό κράτος μέλος;

2)      Πρέπει στο ανωτέρω ερώτημα να δοθεί απάντηση κατ’ εφαρμογήν της θεωρίας περί “acte éclairé”, ήτοι να θεωρηθεί ότι πρόκειται περί ζητήματος το οποίο έχει αποτελέσει αντικείμενο επαρκούς ερμηνείας, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1992, Handte (C-26/91, EU:C:1992:268), καίτοι η εν λόγω απόφαση αφορούσε την ευθύνη παραγωγού για ελαττώματα του προϊόντος σε μια περίπτωση όπου ο παραγωγός δεν μπορούσε να προβλέψει σε ποιον θα μεταπωληθεί το προϊόν και ποιος θα μπορεί, ως εκ τούτου, να προβάλει απαιτήσεις εναντίον του, ενώ προϋπόθεση για το βάσιμο της υπό κρίση αγωγής κατά του πωλητή, με αίτημα “να αναγνωριστεί η ακυρότητα συμβάσεως πωλήσεως ακινήτου” λόγω βλάβης των δανειστών του πωλητή, αποτελεί η γνώση του αγοραστή περί του γεγονότος ότι η δικαιοπραξία (ήτοι η σύμβαση πωλήσεως) καταρτίστηκε προς βλάβη των δανειστών, πράγμα που σημαίνει ότι ο αγοραστής θα πρέπει να αναμένει ότι θα ασκηθεί εναντίον του τέτοια αγωγή από προσωπικό δανειστή του οφειλέτη;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

27      Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν εμπίπτει στον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 η παυλιανή αγωγή με την οποία ο δανειστής ζητεί τη διάρρηξη, υπέρ αυτού, καταδολιευτικής μεταβίβασης ακινήτου από τον οφειλέτη σε τρίτον.

 Επί του ζητήματος αν εφαρμόζεται ο κανονισμός 1215/2012

28      Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής απόφασης, διαδικασίες εκτέλεσης που είχαν κινηθεί σε βάρος της Coliseum περατώθηκαν λόγω ανεπάρκειας περιουσιακών στοιχείων, καθώς η εταιρία αυτή έχει περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας.

29      Ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα αν η αγωγή της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012ή αν εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας διεπόμενης από τον κανονισμό 1346/2000, ο οποίος ισχύει ratione temporis στην υπόθεση της κύριας δίκης.

30      Πρέπει να υπενθυμιστεί ως προς το ζήτημα αυτό ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, οι κανονισμοί 1215/2012 και 1346/2000 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε επικάλυψη μεταξύ των κανόνων δικαίου που αυτοί προβλέπουν και οποιοδήποτε κενό δικαίου. Επομένως, οι αγωγές οι οποίες εξαιρούνται, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, καθόσον εμπίπτουν στην κατηγορία στην οποία περιλαμβάνονται «οι πτωχεύσεις, οι διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης αφερέγγυων επιχειρήσεων ή άλλων νομικών προσώπων, οι δικαστικοί συμβιβασμοί, οι πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες», εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000. Αντιστοίχως, οι αγωγές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000 εμπίπτουν σε εκείνο του κανονισμού 1215/2012 (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Valach κ.λπ., C-649/16, EU:C:2017:986, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι μια αγωγή συναρτάται με διαδικασία πτώχευσης όταν αυτή απορρέει άμεσα από την πτώχευση και συνδέεται στενά με διαδικασία ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων ή δικαστικού διακανονισμού (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Seagon, C-339/07, EU:C:2009:83, σκέψη 19, καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Ωστόσο, εν προκειμένω, η αγωγή που άσκησε η Feniks ουδόλως φαίνεται να συνδέεται με διαδικασία ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων ή δικαστικού διακανονισμού. Περαιτέρω, η απάντηση που δόθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε ερώτηση του Δικαστηρίου ήταν ότι δεν έχει κινηθεί καμία διαδικασία αφερεγγυότητας κατά της Coliseum, κάτι που απόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει.

33      Στο μέτρο που η αγωγή της κύριας δίκης, η οποία έχει ασκηθεί βάσει των άρθρων 527 επ. του αστικού κώδικα, σκοπεί να διαφυλάξει τα συμφέροντα του δανειστή και όχι να αυξήσει την περιουσία της Coliseum, η αγωγή αυτή εμπίπτει στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012.

 Επί της ουσίας

34      Υπενθυμίζεται ότι σκοπός του κανονισμού 1215/2012 είναι να ενοποιήσει τους κανόνες σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με τη θέσπιση κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας. Συνεπώς, ο κανονισμός αυτός υπηρετεί τον σκοπό της ασφάλειας δικαίου, υπό την έννοια της ενίσχυσης της δικαστικής προστασίας των προσώπων που είναι εγκατεστημένα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχοντας στον μεν ενάγοντα τη δυνατότητα να προσδιορίζει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να ασκήσει αγωγή, στον δε εναγόμενο τη δυνατότητα να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo, C-196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύστημα κοινών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται στο κεφάλαιο II του κανονισμού 1215/2012 στηρίζεται στον γενικό κανόνα του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, κατά τον οποίο τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους εντός κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους. Μόνον κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της κατοικίας του εναγομένου προβλέπεται, στο κεφάλαιο II, τμήμα 2, του κανονισμού 1215/2012, σειρά ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των οποίων καταλέγεται αυτή του άρθρου 7, σημείο 1, του ίδιου κανονισμού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo, C-196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Η εν λόγω δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 16 του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να συμπληρώνεται από εναλλακτικές δωσιδικίες που ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

37      Ωστόσο, οι ειδικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπουν τις εναλλακτικές αυτές δωσιδικίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά και δεν επιδέχονται ερμηνεία βαίνουσα πέραν των περιπτώσεων που ρητώς προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός (απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo, C-196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Όσον αφορά την ειδική δωσιδικία του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 για τις διαφορές εκ συμβάσεως, υπενθυμίζεται ότι η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή της εντός όλων των κρατών μελών (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, flightright κ.λπ., C‑274/16, C-447/16 και C-448/16, EU:C:2018:160, σκέψη 58 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, η εφαρμογή του εν λόγω κανόνα ειδικής δικαιοδοσίας προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου προσώπου και στην οποία στηρίζεται η αγωγή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler, C-27/02, EU:C:2005:33, σκέψη 51, της 18ης Ιουλίου 2013, ÖFAB, C-147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 33, καθώς και της 21ης Ιανουαρίου 2016, ERGO Insurance και Gjensidige Baltic, C-359/14 και C-475/14, EU:C:2016:40, σκέψη 44).

40      Η παυλιανή αγωγή θεμελιώνεταιστο ενοχικό δικαίωμα του δανειστή, προσωπικό δικαίωμα έναντι του οφειλέτη, και έχει ως αντικείμενο την προστασία του δικαιώματος του δανειστή να στραφεί κατά της περιουσίας του οφειλέτη (αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 1990, Reichert και Kockler, C-115/88, EU:C:1990:3, σκέψη 12, καθώς και της 26ης Μαρτίου 1992, Reichert και Kockler, C-261/90, EU:C:1992:149, σκέψη 17).

41      Προστατεύει, συνεπώς, τα συμφέροντα του δανειστή ενόψει, ιδίως, μεταγενέστερης ικανοποίησης των απαιτήσεων του δανειστή μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης (απόφαση της 26ης Μαρτίου 1992, Reichert και Kockler, C-261/90, EU:C:1992:149, σκέψη 28).

42      Εν προκειμένω, ακόμη και αν από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Feniks πλήρωσε τους υπεργολάβους που είχε χρησιμοποιήσει η Coliseum για τις κατασκευαστικές εργασίες βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου που θεσπίζει την εις ολόκληρον ευθύνη του επενδυτή με τον κατασκευαστή, γεγονός παραμένει ότι τόσο το δικαίωμαπου έχει η Feniks να στραφεί κατά της περιουσίας του οφειλέτη όσο και η αγωγή διάρρηξης της πώλησης μεταξύ του οφειλέτη και τρίτου απορρέουν από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ελεύθερα η Coliseum έναντι της Feniks με τη σύναψη της σύμβασης που αφορούσε τις εν λόγω κατασκευαστικές εργασίες.

43      Συγκεκριμένα, με την αγωγή αυτή ο δανειστής επιδιώκει να αναγνωρισθεί ότι η μεταβίβαση, από τον οφειλέτη, περιουσιακών στοιχείων σε τρίτον πραγματοποιήθηκε προς βλάβη των δικαιωμάτων που αντλεί ο δανειστής από τη δεσμευτική ισχύ της σύμβασης και που αντιστοιχούν στις υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε ελεύθερα ο οφειλέτης. Επομένως, η αιτία της αγωγής αυτής έγκειται, κατ’ ουσίαν, στην αθέτηση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο οφειλέτης έναντι του δανειστή.

44      Κατά συνέπεια, η παυλιανή αγωγή, εφόσον ασκείται βάσει απαιτήσεων που γεννήθηκαν από υποχρεώσεις αναληφθείσες με τη σύναψη σύμβασης, αποτελεί αγωγή «εκ συμβάσεως» κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης. Συνεπώς, η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από τη δωσιδικία του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, καθώς μια τέτοια δωσιδικία, δεδομένης της συμβατικής προέλευσης των σχέσεων μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, ικανοποιεί τόσο την απαίτηση της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας όσο και τον σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

45      Σε διαφορετική περίπτωση, ο δανειστής θα ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του εναγομένου, δωσιδικία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 και η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να μη συνδέεται καθόλου με τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής του οφειλέτη προς τον δανειστή.

46      Συνεπώς, ο δανειστής που έχει αξιώσεις από σύμβαση και ο οποίος προτίθεται να ασκήσει παυλιανή αγωγή δικαιούται να την ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του «τόπου [εκπλήρωσης της επίδικης παροχής]», δωσιδικίας που προβλέπεται από το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αγωγή του δανειστή αποσκοπεί στη διαφύλαξη των συμφερόντων του σε σχέση με την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση κατασκευαστικών εργασιών, ο «τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής» είναι, σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, ο τόπος στον οποίο, δυνάμει της σύμβασης, πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες αυτές, ήτοι η Πολωνία.

47      Το συμπέρασμα αυτό ανταποκρίνεται στον σκοπό της προβλεψιμότητας των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά μείζονα λόγο διότι ο επαγγελματίας που έχει συνάψει σύμβαση για την αγορά ακινήτου μπορεί ευλόγως να αναμένει ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα εναχθεί, σε περίπτωση που δανειστής του αντισυμβαλλομένου του υποστηρίξει ότι η εν λόγω σύμβαση θίγει παρανόμως την εκπλήρωση υποχρεώσεων που υπέχει ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος έναντι του δανειστή αυτού, θα είναι το δικαστήριο του τόπου εκπλήρωσης των εν λόγω υποχρεώσεων.

48      Το συμπέρασμα που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη ουδόλως αναιρείται από το ότι, κατά το άρθρο 531, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, η αγωγή στρέφεται κατά του τρίτου και όχι κατά του οφειλέτη. Πρέπει να υπομνησθεί, επ’ αυτού, ότι ο κανόνας της ειδικής δικαιοδοσίας για τις διαφορές εκ συμβάσεως που θεσπίζεται στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 στηρίζεται στην αιτία της αγωγής και όχι στην ταυτότητα των διαδίκων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, flightright κ.λπ., C-274/16, C‑447/16 και C-448/16, EU:C:2018:160, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Συνεπώς, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η παυλιανή αγωγή με την οποίαο δανειστής που έχει αξίωση από σύμβαση ζητεί τη διάρρηξη, υπέρ αυτού, καταδολιευτικής μεταβίβασης ακινήτου που έγινε από τον οφειλέτη προς τρίτον εμπίπτει στον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η παυλιανή αγωγή με την οποία ο δανειστής που έχει αξίωση από σύμβαση ζητεί τη διάρρηξη, υπέρ αυτού, καταδολιευτικής μεταβίβασης ακινήτου που έγινε από τον οφειλέτη προς τρίτον εμπίπτει στον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.