Language of document : ECLI:EU:F:2007:208

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Νοεμβρίου 2007 (*)

«Δημόσια διοίκηση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Σύστημα υγειονομικής ασφάλισης – Σχέση συμβίωσης – Άρθρο 72 του ΚΥΚ – Άρθρο 1 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Άρθρο 12 της ρύθμισης σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ασθενείας»

Στην υπόθεση F‑122/06,

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Anton Pieter Roodhuijzen, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενος από τον É. Boigelot, avocat,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και D. Martin,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel, πρόεδρο, Χ. Ταγαρά (εισηγητή) και S. Gervasoni, δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Ο Α. P. Roodhuijzen, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 23 Οκτωβρίου 2006, ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να ακυρώσει, αφενός, την απόφαση της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2006 που επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006, με την οποία δεν αναγνωρίστηκε η σχέση συμβίωσής του με τη Maria Helena Astrid Hart και, ως εκ τούτου, αυτή δεν υπήχθη στο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΣΥΑ) και, αφετέρου, την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) στις 12 Ιουλίου 2006.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 72, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει τα εξής:

«Εντός του ορίου του 80 % των αναληφθέντων εξόδων και βάσει ρυθμίσεως θεσπιζόμενης με κοινή συμφωνία από τα όργανα των Κοινοτήτων κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος, ο (η) σύζυγός του, εφόσον ο (η) τελευταίος (α) δεν μπορεί να επωφεληθεί παροχών της αυτής φύσης και του αυτού επιπέδου, κατ’ εφαρμογή οιωνδήποτε άλλων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, τα τέκνα του και τα λοιπά συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του παραρτήματος VII, καλύπτονται κατά των κινδύνων ασθενείας. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 85 % για τις ακόλουθες παροχές: επισκέψεις στο ιατρείο και στο σπίτι, χειρουργικές επεμβάσεις, νοσοκομειακή περίθαλψη, φαρμακευτικά προϊόντα, ακτινολογικές εξετάσεις και ακτινοβολίες, αναλύσεις, εργαστηριακές εξετάσεις και προθέσεις με ιατρική εντολή, εκτός από τις οδοντικές προθέσεις. Ανέρχεται σε 100 % σε περιπτώσεις φυματίωσης, πολυομελίτιδας, καρκίνου, διανοητικής ασθένειας και άλλων ασθενειών που αναγνωρίζονται ως εξίσου σοβαρές από την [ΑΔΑ], καθώς και για προληπτικές εξετάσεις για την έγκαιρη διάγνωση παθήσεων και σε περίπτωση τοκετού. Πάντως, οι κατά 100 % προβλεπόμενες επιστροφές δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος που επέφεραν την εφαρμογή του άρθρου 73.

Ο/η σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται ως σύζυγος στο πλαίσιο του [συστήματος υγειονομικής ασφάλισης, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1, παράγραφος 2, [στοιχείο] γ΄, του παραρτήματος VII.

[…]»

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«2. Δικαιούται επιδόματος στέγης:

α)      ο έγγαμος υπάλληλος·

β)      ο υπάλληλος ο οποίος διατελεί εν χηρεία, έχει λάβει διαζύγιο ή είναι χωρισμένος ή άγαμος και έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 και 3·

γ)      ο υπάλληλος ο οποίος έχει καταχωρηθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, υπό τον όρο ότι:

i)      το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που βεβαιώνει το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης,

ii)      κανείς από τους συντρόφους της σχέσης συμβίωσης δεν διατελεί σε έγγαμη σχέση συμβίωσης ούτε σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης,

iii)      οι σύντροφοι δεν έχουν μεταξύ τους κανένα από τους εξής δεσμούς: γονείς, τέκνα, πάπποι ή μάμμες, εγγονοί ή εγγονές, αδελφοί και αδελφές, θείοι, θείες, ανεψιοί, ανεψιές, γαμβροί και νύφες,

iv)      το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος· ένα ζεύγος θεωρείται ότι δύναται νομίμως να τελέσει γάμο, για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τα μέλη του ζεύγους πληρούν όλους τους όρους που τίθενται από τη νομοθεσία κράτους μέλους το οποίο επιτρέπει το γάμο ενός τέτοιου ζεύγους,

[…]»

4        Το άρθρο 12 της ρύθμισης σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ασθενείας (στο εξής: κοινή ρύθμιση) ορίζει τα εξής:

«Είναι έμμεσα ασφαλισμένοι, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στα άρθρα 13 και 14:

–        ο/η σύζυγος του άμεσα ασφαλισμένου, εφόσον δεν είναι ο/η ίδιος/-α άμεσα ασφαλισμένος/-η στο παρόν [καθεστώς],

–        ο/η αναγνωρισμένος/-η σύντροφος του άμεσα ασφαλισμένου, ακόμα και στην περίπτωση που δεν πληρούται ο όρος ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, [στοιχείο] γ΄, τελευταίο εδάφιο του παραρτήματος VII του [κ]ανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

–        ο/η σύζυγος ή ο/η αναγνωρισμένος/-η σύντροφος που βρίσκεται σε άδεια για προσωπικούς λόγους όπως προβλέπεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.»

5        Όπως προκύπτει από το φυλλάδιο που επισύναψε η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως και το οποίο, κατά την Επιτροπή, προέρχεται από την ολλανδική διοίκηση, το ολλανδικό δίκαιο προβλέπει, εκτός από τον παραδοσιακό γάμο, δύο μορφές ένωσης, ήτοι την καταχωρημένη σχέση συμβίωσης (geregistreerd partnerschap) και τη σύμβαση συμβίωσης (samenlevingsovereenkomst). Μολονότι η πρώτη μορφή ένωσης συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα, περιουσιακά και μη, παρόμοια, εν πολλοίς, με τα αποτελέσματα της σύμβασης γάμου, η δεύτερη μορφή ένωσης, αντιθέτως, εξαρτάται από την αυτονομία της βούλησης των μερών και επιφέρει, μεταξύ των ενδιαφερομένων, τα αποτελέσματα που απορρέουν από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που τα μέρη περιέλαβαν στη σύμβαση.

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

6        Ο προσφεύγων, ολλανδικής ιθαγένειας, είναι υπάλληλος της Eurostat από τις 15 Φεβρουαρίου 2006. Στις 20 Φεβρουαρίου 2006, ζήτησε από την Επιτροπή να αναγνωρίσει τη συμβίωσή του με τη Maria Helena Astrid Hart, η οποία ρυθμίζεται από σύμβαση συμβίωσης (samenlevingsovereenkomst) που καταρτίστηκε στις Κάτω Χώρες ενώπιον συμβολαιογράφου στις 29 Δεκεμβρίου 2005, προκειμένου η σύντροφός του να υπαχθεί στο ΣΥΑ.

7        Η Υπηρεσία διαχείρισης και εκκαθάρισης ατομικών δικαιωμάτων (ΡΜΟ), με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2006, απέρριψε την αίτησή του με την αιτιολογία ότι η σύμβαση συμβίωσης που καταρτίστηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του δεν δύναται να θεωρηθεί ως σχέση συμβίωσης αναγνωριζόμενη από την ολλανδική νομοθεσία (νόμος περί geregistreerd partnerschap που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1998) όπως απαιτεί το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

8        Στις 13 Μαρτίου 2006, ο προσφεύγων αμφισβήτησε την απόρριψη της αίτησής του και προσκόμισε βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο, σύμφωνα με την οποία το samenlevingsovereenkomst που υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του αναγνωρίζεται από τις Κάτω Χώρες και, ως εκ τούτου, βεβαιώνει την ιδιότητά τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης.

9        Ωστόσο, η Επιτροπή, με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2006, επιβεβαίωσε την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2006. Κατά την Επιτροπή, αν και η σύμβαση συμβίωσης βεβαιώνει τυπικά την ιδιότητα του προσφεύγοντος και της συντρόφου του ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, δημιουργεί, ωστόσο, μόνον τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που οι σύντροφοι συναποδέχθηκαν εγγράφως. Το γεγονός ότι η σύμβαση υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι πρόκειται απλώς για ιδιωτική σύμβαση, χωρίς έννομες συνέπειες για τους τρίτους και χωρίς υποχρέωση καταχώρησης. Πάντως, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ απαιτεί από τους συντρόφους μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης την καταχώρηση αυτή, αφού η καταχώρηση δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα με τις έννομες συνέπειες του γάμου.

10      Ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση στις 31 Μαρτίου 2006, με την οποία έβαλε κατά της υπερβολικά στενής, κατά την άποψή του, ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ από την Επιτροπή. Με την ένσταση αυτή, υποστήριξε ότι ο συμβολαιογραφικός τύπος της σύμβασης αρκεί και επικαλέστηκε ορισμένες περιστάσεις που αποδεικνύουν ότι υπάρχουν λίγες διαφορές μεταξύ της σχέσης συμβίωσής του και του θεσμού του γάμου. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η σχέση με τη σύντροφό του είχε διάρκεια πάνω από δύο χρόνια, ότι έχουν μαζί ένα τέκνο, το οποίο έχει αναγνωρίσει επισήμως και ότι περίμεναν και δεύτερο τέκνο. Ο προσφεύγων πρόσθετε ότι έχουν συντάξει με τη σύντροφό του αμοιβαίες διαθήκες και ότι έχει συνάψει ασφάλιση ζωής υπέρ της συντρόφου του.

11      Η διαχειριστική επιτροπή του ΣΥΑ (στο εξής: διαχειριστική επιτροπή), με γνωμοδότηση της 1ης Ιουνίου 2006, έκρινε, βάσει των εγγράφων που προσκόμισε ο προσφεύγων, ιδίως δε της σύμβασης συμβίωσης που καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και της βεβαίωσης της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο, ότι η επίμαχη σχέση συμβίωσης πρέπει να θεωρηθεί ότι πληροί του όρους του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, ιδίως δε τον όρο του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

12      Παρά τη θετική αυτή γνωμοδότηση της διαχειριστικής επιτροπής, η ΑΔΑ, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος. Θεώρησε ότι οι διατάξεις του ΚΥΚ έχουν ως σκοπό την υπαγωγή στο ΣΥΑ μόνο των συντρόφων που δεσμεύονται στο πλαίσιο παρόμοιας με τον γάμο σχέσης, η οποία περιλαμβάνει αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις που καθορίζει ο νόμος. Η ΑΔΑ επισήμανε ότι η σύμβαση συμβίωσης αποτελεί απλώς ιδιωτική σύμβαση που μπορεί να συναφθεί από περισσότερα από δύο άτομα, το περιεχόμενό της μπορεί να συναποφασιστεί από τα μέρη και, μολονότι η εν λόγω σχέση συμβίωσης εν τοις πράγμασι καταρτίζεται ενώπιον συμβολαιογράφου, δεν δημιουργεί έννομες συνέπειες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη έγγαμη σχέση συμβίωσης που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

13      Η απόφαση της ΑΔΑ κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 13 Ιουλίου 2006.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      O προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2006 που επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006, με την οποία δεν αναγνωρίζεται η σχέση συμβίωσής του με τη Maria Helena Astrid Hart ως μη έγγαμη σχέση συμβίωσης έναντι του ΣΥΑ·

–        να ακυρώσει την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που υπέβαλε στις 27 Μαρτίου 2006, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η οποία εκδόθηκε στις 12 Ιουλίου 2006 και κοινοποιήθηκε στις 13 Ιουλίου 2006·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

15      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

16      Ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2006 που επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006, με την οποία δεν αναγνωρίζεται η σχέση συμβίωσής του με τη σύντροφό του και, ως εκ τούτου, αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί στο ΣΥΑ, καθώς και την ακύρωση της απόφασης με την οποία η ΑΔΑ απέρριψε την ένσταση στις 12 Ιουλίου 2006. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται στην πραγματικότητα, κατά πάγια νομολογία, μόνον των βλαπτικών πράξεων κατά των οποίων υποβλήθηκε η ένσταση (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2006, F-100/05, Χατζηιωαννίδου κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24). Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα αιτήματα του προσφεύγοντος αφορούν την ακύρωση της απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2006, όπως επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006.

 Σκεπτικό

17      Ο προσφεύγων, προς στήριξη των αιτημάτων του, προβάλλει παράβαση του άρθρου 72 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, ιδίως δε της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων των υπαλλήλων, της αρχής της χρηστής διοίκησης και του καθήκοντος αρωγής, καθώς και παραβίαση των αρχών που επιβάλλουν στην ΑΔΑ να αποφασίζει μόνον βάσει ενός νομικά βάσιμου σκεπτικού, δηλαδή βάσει ορθών σκέψεων απαλλαγμένων από νομικό ή πραγματικό πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

18      Το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τους λόγους που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 72 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Αφενός, ο προσφεύγων φρονεί ότι από το άρθρο 72 του ΚΥΚ, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης που πρέπει να ερμηνευθούν συστηματικά προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 72 του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου πρέπει, για να υπαχθεί στο ΣΥΑ, να πληροί απλώς τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ήτοι τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα σημεία i, ii και iii. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων επισήμανε επίσης ότι η γραμματική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων επιβεβαιώνει την ανάλυση αυτή. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση προς αυτά που υποστηρίζει η ΡΜΟ με την απορριπτική της αίτησης αναγνώρισης της σχέσης συμβίωσης του προσφεύγοντος απόφαση και, στη συνέχεια, η ΑΔΑ με την απορριπτική της ένστασης απόφασή της, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης που έχουν καταρτιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές στο πλαίσιο του ΣΥΑ χωρίς να πρέπει υποχρεωτικώς και να καταχωρηθούν· η Επιτροπή δεν μπορεί έτσι να προσθέτει στα προπαρατεθέντα άρθρα προϋποθέσεις που αυτά δεν περιλαμβάνουν. Συνεπώς, οι σύντροφοι μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης που αναγνωρίζονται υπό την ιδιότητα αυτή από κράτος μέλος, όπως προδήλως ισχύει στην περίπτωση της σχέσης συμβίωσης μεταξύ του προσφεύγοντος και της συντρόφου του, πρέπει να μπορούν να τύχουν των προνομίων που προβλέπει ο ΚΥΚ.

20      Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, πέρα από τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στα σημεία ii και iii, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δυσκολίες στην περίπτωσή του, πληροί επίσης την προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Πράγματι, ο προσφεύγων προσκόμισε επίσημο έγγραφο που αναγνωρίζεται ως τέτοιο από κράτος μέλος, εν προκειμένω τη σύμβαση συμβίωσης, η οποία καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και αναγνωρίζει την ιδιότητά του ως συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης· εξάλλου, πέρα από το επίσημο έγγραφο που αρκεί, κατά τον προσφεύγοντα, από μόνο του, στον φάκελο της υπόθεσης περιλαμβάνεται βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο που βεβαιώνει την αναγνώριση της σχέσης συμβίωσης. Η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, εν πάση περιπτώσει, να λάβει υπόψη της τη σύμβαση συμβίωσης που διαβιβάστηκε με τον φάκελο και δεν μπορούσε να αρνηθεί στην περίπτωση του προσφεύγοντος τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά του ως αναγνωρισμένου συντρόφου σχέσης συμβίωσης ούτε να αναγορευθεί σε νομομαθή της εθνικής νομοθεσίας των Κάτω Χωρών.

21      Ο προσφεύγων επισημαίνει επίσης ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, με το έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2006, ότι η σύμβαση συμβίωσης μεταξύ εκείνου και της συντρόφου του αποτελεί επίσημη βεβαίωση της ιδιότητάς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης. Επομένως, είναι παράδοξο να εμμένει να μην αναγνωρίζει στον προσφεύγοντα και στη σύντροφό του το κεκτημένο δικαίωμα που απορρέει από τη διαπίστωση αυτή. Στο μέτρο που οι διατάξεις του ΚΥΚ παραπέμπουν στην εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση ενός εγγράφου και μιας καταστάσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να οχυρωθεί πίσω από την αρχή της αυτόνομης ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να αρνηθεί να λάβει υπόψη τα προσκομιζόμενα έγγραφα και την κατάσταση που πιστοποιούν. Περαιτέρω, η σύμβαση που συνήψε με τη σύντροφό του αποτελεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, ήτοι πράξη που συντάσσεται από πρόσωπο που ασκεί δημόσια εξουσία και που μπορεί ακόμη να συντάσσει και εκτελεστά δημόσια έγγραφα.

22      Εξάλλου, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, περίπτωση iv, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, που αφορά την προϋπόθεση της αδυναμίας των συντρόφων να τελέσουν πολιτικό γάμο σε κράτος μέλος, αποκλείεται ρητώς από το άρθρο 72 του κανονισμού και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης, γεγονός που αποδεικνύει σαφώς ότι το ζήτημα του γάμου δεν είναι ουσιώδες για την αναγνώριση της σχέσης συμβίωσης προκειμένου να υπαχθεί στο ΣΥΑ ο σύντροφος υπαλλήλου, αντίθετα προς όσα του αντέτεινε η Επιτροπή. Είτε υπάρχει είτε όχι δυνατότητα γάμου, τα άτομα είναι ελεύθερα να επιλέξουν ή να προτιμήσουν τη σχέση συμβίωσης , αφού οι δύο θεσμοί δεν είναι όμοιοι και οι ομοιότητές τους περιορίζονται στη δημόσια δήλωση και την αναγνώριση που αυτή συνεπάγεται.

23      Τέλος, ο προσφεύγων, επικαλούμενος την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 1986, 59/85, Reed (Συλλογή 1986, σ. 1283, σκέψη 15), θεωρεί ότι η εξέλιξη των ηθών στην κοινωνία, σε πολλά κράτη μέλη, δικαιολογεί ακόμη περισσότερο τη διασταλτική ερμηνεία των όρων «σύζυγος» και «σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», προκειμένου να συμπεριληφθούν σε αυτούς οι σύντροφοι διαφορετικού φύλου που έχουν δεσμευτεί στο πλαίσιο αναγνωρισμένης μόνιμης σχέσης.

24      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, ο νομοθέτης δεν θέλησε να επεκτείνει τη δυνατότητα υπαγωγής στο ΣΥΑ σε όλους τους μόνιμους συντρόφους των υπαλλήλων των οποίων η «σχέση συμβίωσης» είναι «αναγνωρισμένη», αλλά μόνο στους συντρόφους των οποίων η σχέση συμβίωσης προσομοιάζει ευρέως με τον «γάμο» σε κράτος μέλος εντός του οποίου έχει καταρτισθεί.

25      Καταρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του κοινοτικού δικαίου είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της αλλά και το πλαίσιο καθώς και ο σκοπός της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται. Αφενός, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν αμφισβητείται ότι σκοπός τόσο του άρθρου 72 του ΚΥΚ, όσο και του άρθρου 1 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, είναι να περιλάβει τα πρόσωπα που «εξομοιώνονται» με τους «συζύγους» των υπαλλήλων. Κατά την Επιτροπή, ο σκοπός αυτός διαφαίνεται άλλωστε μέσα από τις διατάξεις του άρθρου72 του ΚΥΚ, που αναφέρεται στον σύντροφο μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου που δύναται να «θεωρηθεί» ως σύζυγός του. Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το «ουδέτερο» γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ εξηγείται ειδικότερα από τη μεγάλη ποικιλία των υπαρχουσών εντός των κρατών μελών εθνικών νομοθεσιών περί «σχέσεων συμβίωσης που εξομοιώνονται με τον γάμο» και, κατά συνέπεια, από την αδυναμία του νομοθέτη να υιοθετήσει μια πιο ρητή διατύπωση, η οποία, λόγω της υπερβολικής ακριβολογίας της, θα μπορούσε να παραλείψει τις σχέσεις συμβίωσης που συνάπτονται προς τούτο σε ορισμένα κράτη μέλη.

26      Επομένως, αν ο κοινοτικός νομοθέτης ήθελε να επεκτείνει τη δυνατότητα υπαγωγής στο ΣΥΑ και σε άλλες κατηγορίες μονίμων συντρόφων, θα το είχε διατυπώσει ρητά. Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι στις Κάτω Χώρες υπάρχει ένα μόνο είδος «καταχωρημένης σχέσης συμβίωσης» που εξομοιώνεται με τον γάμο. Η σύμβαση συμβίωσης που έχει συνάψει ο προσφεύγων δεν συνιστά νομικώς τέτοια καταχωρημένη σχέση συμβίωσης, αλλά μάλλον συμβόλαιο ή «συμφωνία συγκατοίκησης» που μπορεί να συναφθεί από δύο ή περισσότερα άτομα, ενώ η τελευταία αυτή δυνατότητα αποκλείεται στο πλαίσιο της «καταχωρημένης σχέσης συμβίωσης». Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι η κατάρτιση της σύμβασης συμβίωσης ενώπιον συμβολαιογράφου είναι υποχρεωτική μόνο για την απόλαυση ορισμένων προνομίων. Εξάλλου, η πραγματική «καταχωρημένη σχέση συμβίωσης» στηρίζεται στον νόμο, ενώ η σύμβαση συμβίωσης εξαρτάται από την αυτονομία της βούλησης των μερών και μόνον. Επίσης, από την καταχωρημένη σχέση συμβίωσης απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που ορίζει ο νόμος όπως και στην περίπτωση του γάμου, ενώ από τη σύμβαση συμβίωσης απορρέουν μόνον περιουσιακά δικαιώματα.

27      Κατά την Επιτροπή, ο ισχυρισμός ότι η σύμβαση συμβίωσης καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και ότι οι Κάτω Χώρες αναγνωρίζουν τη συμφωνία αυτή συγκατοίκησης προβάλλεται αλυσιτελώς. Η αναγνώριση αυτή δεν έχει έννομες συνέπειες ως προς το ζήτημα αν η εν λόγω «συμφωνία συγκατοίκησης» είναι υποχρεωτική για τον κοινοτικό εργοδότη προκειμένου να επεκταθεί η υπαγωγή στο ΣΥΑ στον σύντροφο υπαλλήλου.

28      Τέλος, η Επιτροπή, προς απάντηση στο επιχείρημα του προσφεύγοντος που αντλείται από την προπαρατεθείσα απόφαση Reed, υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 31ης Μαΐου 2001, C-122/99 P και C-125/99 P, D και Σουηδία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. Ι-4319, σκέψεις 37 και 38), αποφάνθηκε ρητά ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να ερμηνεύει διασταλτικώς τις έννοιες των όρων «γάμος» ή «καταχωρημένη συμβίωση», αλλά, αντιθέτως, μόνο στον νομοθέτη εναπόκειται να τροποποιήσει τον ΚΥΚ προκειμένου να εξομοιώσει ορισμένα είδη καταχωρημένης σχέσης συμβίωσης με τον γάμο. Η Επιτροπή προσθέτει ότι από την απόφαση αυτή προκύπτει άλλωστε ρητά ότι ο νομοθέτης θέλησε να υπαγάγει στο ΣΥΑ μόνον τα πρόσωπα που έχουν δεσμευθεί στο πλαίσιο μόνιμης σχέσης συμβίωσης της οποίας τα αποτελέσματα είναι αντίστοιχα με εκείνα του γάμου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

29      Από το γράμμα του άρθρου 72 του ΚΥΚ προκύπτει ότι, για να καθοριστεί η έννοια του όρου «σύντροφος υπαλλήλου στο πλαίσιο μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», το άρθρο αυτό παραπέμπει ευθέως στις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αφού το ζήτημα της καταχώρησης της σχέσης συμβίωσης, που περιλαμβάνεται στην εισαγωγική περίοδο του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δεν δύναται να θεωρηθεί ως προαπαιτούμενο. Αν ο νομοθέτης ήθελε να ορίσει διαφορετικά, το άρθρο 72 του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης δεν θα αναφέρονταν αντιστοίχως στον «σύντροφο μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» και στον «αναγνωρισμένο σύντροφο σχέσης συμβίωσης» ενός υπαλλήλου, αλλά στον σύντροφο «που έχει καταχωρηθεί», όρος που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ· σημειωτέον, εξάλλου, ότι η αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), η οποία αφορά την επέκταση των πλεονεκτημάτων των έγγαμων ζευγαριών σε διαφορετικές από τον γάμο μορφές ένωσης, αναφέρεται στους «υπαλλήλ[ους] που τελούν σε μη έγγαμη σχέση συμβίωσης αναγνωρισμένη από ένα κράτος μέλος ως σταθερή σχέση συμβίωσης», χωρίς να κάνει μνεία σε προϋποθέσεις σχετικές με την καταχώρηση της επίμαχης σχέσης. Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι, στην ουσία, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των εννοιών του συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου του άρθρου 72 του ΚΥΚ και του αναγνωρισμένου συντρόφου σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης.

30      Επομένως, στον κοινοτικό δικαστή εναπόκειται, προκειμένου να αποφανθεί ως προς την επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής στο ΣΥΑ του συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου, να ελέγξει την τήρηση των τριών πρώτων προϋποθέσεων, και μόνον, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

31      Όσον αφορά τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι πληρούνται εν προκειμένω οι δύο τελευταίες από αυτές, οι οποίες αναφέρονται, αντιστοίχως, στη μη δέσμευση των συντρόφων σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης και στη μη ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ τους.

32      Εξάλλου, η πρώτη προϋπόθεση στην οποία ερείδεται ουσιαστικώς η διαφορά της ερμηνείας μεταξύ των διαδίκων (στο εξής: επίμαχη προϋπόθεση) ορίζει ότι το ζεύγος πρέπει να προσκομίσει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης. Η προϋπόθεση αυτή περιλαμβάνει τρία σκέλη:

–        το πρώτο σκέλος αφορά την προσκόμιση «επίσημου» εγγράφου σχετικά με το καθεστώς των προσώπων·

–        το δεύτερο σκέλος απαιτεί το εν λόγω επίσημο έγγραφο να «αναγνωρίζεται» ως τέτοιο από κράτος μέλος·

–        τέλος, το τρίτο σκέλος απαιτεί το επίσημο αυτό έγγραφο σχετικά με το καθεστώς των προσώπων να πιστοποιεί το καθεστώς των ενδιαφερομένων ως «συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης».

33      Στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη προϋπόθεση πληρούται ως προς τα δύο πρώτα σκέλη της. Πράγματι, ο προσφεύγων προσκόμισε τη σύμβαση συμβίωσης που έχει καταρτίσει με τη σύντροφό του ενώπιον συμβολαιογράφου στις Κάτω Χώρες και βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο που βεβαιώνει ότι το έγγραφο αυτό που πιστοποιεί το καθεστώς του προσφεύγοντος και της συντρόφου του ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης αναγνωρίζεται στις Κάτω Χώρες. Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ούτε τον «επίσημο» χαρακτήρα της εν λόγω σύμβασης συμβίωσης, ούτε την «αναγνώρισή» της από κράτος μέλος.

34      Όσον αφορά το τρίτο σκέλος, ο προσφεύγων φρονεί ότι, στο μέτρο που η βεβαίωση της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο βεβαιώνει ρητά ότι το samenlevingsovereenkomst αναγνωρίζει σε αυτόν και τη σύντροφό του το καθεστώς τους ως «συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», το έγγραφο αυτό αρκεί για να θεωρηθεί ότι πληρούται η επίμαχη προϋπόθεση και ως προς το τρίτο σκέλος της.

35      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο ΔΔ. Το ζήτημα αν δύο άτομα εμπίπτουν στο καθεστώς των «συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», κατά την έννοια του ΚΥΚ, δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικώς από την εκτίμηση των εθνικών αρχών ενός κράτους μέλους. Συνεπώς, ειδικότερα το samenlevingsovereenkomst δεν πιστοποιεί το καθεστώς των ενδιαφερομένων ως «συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» αποκλειστικώς επειδή ένα επίσημο έγγραφο αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος πιστοποιεί την ύπαρξη ενός τέτοιου καθεστώτος. Πράγματι, η σύμβαση συμβίωσης του ολλανδικού δικαίου αποτελεί σύμβαση της οποίας το περιεχόμενο συναποφασίζεται ελεύθερα από τα μέρη υπό την επιφύλαξη της τήρησης των κανόνων περί δημοσίας τάξεως και χρηστών ηθών. Η εν λόγω σύμβαση μπορεί να συναφθεί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων και δεν υπάρχει νομική υποχρέωση να περιληφθούν σε αυτή δεσμεύσεις ή δηλώσεις σχετικά, μεταξύ άλλων, με την υποχρέωση συμβίωσης. Εξάλλου, η εν λόγω σύμβαση δεσμεύει καταρχήν τα μέρη αποκλειστικώς ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτά προβλέπουν και τα περιορισμένα, εν πάση περιπτώσει, έννομα αποτελέσματά της έναντι των τρίτων απαιτούν ειδικές διαδικασίες και δηλώσεις.

36      Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ως ένα βαθμό, η θέση της Επιτροπής, καθό μέτρο δέχεται ότι το άρθρο 72 του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης αφορούν τις σχέσεις συμβίωσης που μπορούν να «εξομοιωθούν» με τον γάμο και ότι μια σχέση συμβίωσης, για να εμπίπτει στις εν λόγω διατάξεις, πρέπει να παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τον γάμο.

37      Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι το τρίτος σκέλος της επίμαχης προϋπόθεσης πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει αθροιστικώς τρεις επιμέρους προϋποθέσεις.

38      Πρώτον, το τρίτο αυτό σκέλος της επίμαχης προϋπόθεσης προϋποθέτει, το δε γράμμα της εφαρμοστέας διάταξης του ΚΥΚ επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή, ότι οι σύντροφοι σχέσης συμβίωσης πρέπει να αποτελούν «ζεύγος», ήτοι ένωση δύο προσώπων, αντίθετα προς άλλες ενώσεις προσώπων που μπορούν να αποτελούν μέρη της σύμβασης συμβίωσης του ολλανδικού δικαίου. Διαπιστώνεται, χωρίς να το αμφισβητούν οι διάδικοι, ότι περί αυτού πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση.

39      Περαιτέρω, η χρήση του όρου «καθεστώς» αποδεικνύει ότι η σχέση των συντρόφων σχέσης συμβίωσης πρέπει να παρουσιάζει στοιχεία δημοσιότητας και τύπου. Η δεύτερη αυτή επιμέρους προϋπόθεση του τρίτου σκέλους, η οποία συνδέεται εν μέρει με το πρώτο σκέλος της επίμαχης προϋπόθεσης (βλ. σκέψη 32 της παρούσας απόφασης), εκτείνεται πάντως πέρα από την απλή απαίτηση προσκόμισης ενός «επίσημου» εγγράφου. Δεν αμφισβητείται ότι πληρούται στην προκειμένη περίπτωση. Αφενός, η σύμβαση που ρυθμίζει τη συμβίωση του προσφεύγοντος και της συντρόφου του, η οποία καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου χωρίς να υφίσταται υποχρέωση προς τούτο, αποτελεί δημόσιο έγγραφο αφού έχει περιβληφθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο· αφετέρου, ρυθμίζει τη συμβίωση των συντρόφων κατά τρόπο συστηματικό και λεπτομερή ακολουθώντας τον τρόπο διατύπωσης των νομικών κειμένων.

40      Τέλος, η έννοια του όρου «σύντροφοι μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» πρέπει να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα μια κατάσταση στην οποία οι σύντροφοι συμβιώνουν κατά τρόπο σταθερό και δεσμεύονται, στο πλαίσιο της συμβίωσης αυτής, από αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις σχετικά με τον κοινό τους βίο.

41      Περί αυτού πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση.

42      Καταρχάς, ο προσφεύγων και η σύντροφός του, στο προοίμιο του samenlevingsovereenkomst που κατάρτισαν, δηλώνουν ρητά ότι συμβιώνουν και έχουν ένα κοινό νοικοκυριό από την 1η Ιουλίου 2004. Επιπλέον, όπως επισήμανε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 7 της σύμβασης συμβίωσης επιβάλλει στο ζεύγος την υποχρέωση να έχει κοινή κατοικία.

43      Διαπιστώνεται περαιτέρω ότι η σύμβαση συμβίωσης του προσφεύγοντος και της συντρόφου του περιλαμβάνει ευρεία ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σχετικά με τη συμβίωσή τους ως ζεύγους. Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 3 της σύμβασης, οι σύντροφοι έχουν εξουσιοδοτηθεί αμοιβαίως ως προς τις νομικές πράξεις που πραγματοποιούνται υπέρ του καθημερινού νοικοκυριού. Εξάλλου, το άρθρο 4 της σύμβασης ορίζει ότι τα πράγματα του καθημερινού νοικοκυριού ανήκουν κατά συγκυριότητα και στους δύο, πλην αν τα πράγματα αυτά περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σύμβασης ή αν τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικώς εγγράφως. Τα κοινά αυτά πράγματα του νοικοκυριού απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της σύμβασης. Οι σύντροφοι υπέχουν, βάσει του άρθρου 5 της σύμβασης, αμοιβαία υποχρέωση να συνεισφέρουν μηνιαίως και κατ’ αναλογία των καθαρών εισοδημάτων της εργασίας τους σε κοινό ταμείο ώστε να αντιμετωπίζονται τα έξοδα του καθημερινού νοικοκυριού. Εξάλλου, το άρθρο 8 της σύμβασης ορίζει ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης της κυριότητας ενός πράγματος, τεκμαίρεται ότι αυτή ανήκει και στους δυο εξ αδιαιρέτου. Επισημαίνεται, τέλος, το άρθρο 9 της σύμβασης, κατά το οποίο κάθε σύντροφος ορίζει τον έτερο ως δικαιούχο της «σύνταξης του συντρόφου» σε περίπτωση που οι αντίστοιχοι κανονισμοί των συντάξεών τους αναγνωρίζουν μια τέτοια σύνταξη.

44      Μολονότι ως προς τα τέκνα δεν ρυθμίζει τίποτε η σύμβαση συμβίωσης, από το φυλλάδιο που επισυνάπτεται στο υπόμνημα αντίκρουσης και μνημονεύεται στη σκέψη 5 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι, στην περίπτωση που οι γονείς είναι απλώς σύντροφοι σχέσης συμβίωσης, το ολλανδικό δίκαιο επιτρέπει στον πατέρα του τέκνου, μέσω της αναγνώρισης του τέκνου αλλά και άλλων διαδικασιών, να αποκτήσει τα ίδια δικαιώματα έναντι του τέκνου ως εάν είχε συνάψει γάμο με τη μητέρα του. Μεταξύ άλλων, ασκεί τη γονική μέριμνα από κοινού με τη μητέρα του· επιπλέον, το τέκνο αποκτά ενδεχομένως το επώνυμο του πατέρα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων, χωρίς αυτό να αμφισβητείται από την Επιτροπή, δήλωσε ότι έχει αναγνωρίσει το πρώτο τέκνο του από τη γέννησή του, γεγονός που του αναγνωρίζει πλείονα δικαιώματα ως πατέρα.

45      Εξάλλου, αν και η σύναψη σύμβασης συμβίωσης δεσμεύει καταρχήν τους συντρόφους και μόνον (βλ. σκέψη 35 της παρούσας απόφασης), επισημαίνεται ότι στο προαναφερθέν φυλλάδιο, αφού αναφέρεται ότι τα ολλανδικά δικαστήρια αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τα ζεύγη που έχουν συνάψει σχέση συμβίωσης όπως τα ζεύγη που έχουν συνάψει καταχωρημένη σχέση συμβίωσης ή γάμο (courts are starting to put couples with a cohabitation agreement on the same footing as married and registered couples), γίνεται ρητά δεκτό ότι μπορούν να αναγνωριστούν υπέρ των ζευγαριών που έχουν συνάψει σύμβαση συμβίωσης συνέπειες έναντι τρίτων, όσον αφορά, ειδικότερα, τις συντάξεις· ακριβώς, όπως επισημάνθηκε στο τέλος της σκέψης 43 της παρούσας απόφασης, οι σύντροφοι, στην υπό κρίση διαφορά, ορίστηκαν αμοιβαίως δικαιούχοι της «σύνταξης του συντρόφου» σε περίπτωση που οι αντίστοιχοι κανονισμοί των συντάξεών τους αναγνωρίζουν μια τέτοια σύνταξη.

46      Τα ανωτέρω στοιχεία καθιστούν πρόδηλο ότι, ακόμη και αν οι συνέπειες της σύμβασης συμβίωσης που κατάρτισαν ο προσφεύγων και η σύντροφός του δεν είναι τόσο ευρείες όσο οι συνέπειες του γάμου ή του geregistreerd partnerschap, προσομοιάζουν εν πολλοίς αν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι σύντροφοι τις ρυθμίζουν συμβατικώς.

47      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων (σκέψεις 42 έως 46 της παρούσας απόφασης), διαπιστώνεται ότι η τρίτη επιμέρους προϋπόθεση του τρίτου σκέλους της επίμαχης προϋπόθεσης, ήτοι η προϋπόθεση σχετικά με την έννοια του όρου «σύντροφοι μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», όπως καθορίζεται στη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, πληρούται και, ως εκ τούτου, πληρούται επίσης το τρίτο σκέλος της επίμαχης προϋπόθεσης.

48      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, πληρούνται οι τρεις πρώτες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και περιλαμβάνονται στο άρθρο 72 του ΚΥΚ.

49      Η ερμηνεία αυτή είναι επιπλέον σύμφωνη με την εξέλιξη των ηθών στην κοινωνία, η σημασία των οποίων για την ερμηνεία του ΚΥΚ επισημάνθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Reed, που επικαλείται ο προσφεύγων με τα υπομνήματά του. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής στο ΣΥΑ στον σύντροφο του υπαλλήλου ισχύει επίσης για τον σύντροφο του ιδίου φύλου, αφού έχει γίνει δεκτό από τους συντάκτες του ΚΥΚ ότι μπορούν να αναγνωριστούν νέα δικαιώματα σε πρόσωπα που δεν έχουν συνάψει σύμβαση γάμου. Εξάλλου, και αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η ανωτέρω ερμηνεία που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο δημόσιας διοίκησης –ερμηνεία που άλλωστε αφορά ειδικότερα τη φιλοσοφία της «σχέσης συμβίωσης»– δεν αντιβαίνει στη νομολογία κατά την οποία ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να ερμηνεύσει διασταλτικά την έννοια του «γάμου» (βλ. απόφαση D και Σουηδία, όπ.π., σκέψεις 37 έως 39). Στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνεται, κατά τα λοιπά, ότι η επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής στο ΣΥΑ στον μόνιμο σύντροφο του υπαλλήλου συμβάλλει στην επίτευξη στόχων αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής που διαφέρουν από τους σκοπούς που επιδιώκουν οι διατάξεις που απονέμουν στους υπαλλήλους καθαρώς χρηματικά πλεονεκτήματα, εν είδει συμπληρώματος του μισθού, όπως, για παράδειγμα, το επίδομα στέγης του συντρόφου του υπαλλήλου που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ· δεν είναι επομένως παράλογο η χορήγηση των εν λόγω πλεονεκτημάτων να υπόκειται σε αυστηρότερες προϋποθέσεις, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του υπαλλήλου και του συντρόφου του μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, συγκριτικά με το πλεονέκτημα της υπαγωγής του συντρόφου αυτού στο ΣΥΑ.

50      Συνεπώς, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η σύντροφος του προσφεύγοντος μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 72 του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης, να υπαχθεί στο ΣΥΑ στο οποίο εμπίπτουν ο «σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου» και ο «αναγνωρισμένος σύντροφος σχέσης συμβίωσης του άμεσα ασφαλισμένου».

51      Τα αντίθετα επιχειρήματα που επικαλείται η Επιτροπή δεν μπορούν να καταρρίψουν την άποψη αυτή.

52      Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, ως προς το επιχείρημα κατά το οποίο υπάγονται στο ΣΥΑ αποκλειστικώς οι σχέσεις συμβίωσης που «μπορούν να εξομοιωθούν» με τον γάμο, επιχείρημα που αντλεί η Επιτροπή από ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της όχι μόνον το γράμμα των κανόνων αυτών, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τους σκοπούς που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία υπάγονται. Το Δικαστήριο ΔΔ, κρίνοντας ότι η ερμηνεία αυτή υπερισχύει έναντι της καθαρώς γραμματικής ερμηνείας, δεν αντιλαμβάνεται γιατί θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη υπαγωγή του συντρόφου του προσφεύγοντος στο ΣΥΑ. Αντιθέτως, το Δικαστήριο ΔΔ, ακολουθώντας ακριβώς τη στηριζόμενη σε πάγια νομολογία (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1983, 292/82, Συλλογή 1983, σ. 3781, σκέψη 12, απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 14ης Δεκεμβρίου 2006, F‑10/06, André κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 35) ερμηνευτική μέθοδο που προτείνει η Επιτροπή, χωρίς να αρκεστεί στο περιεχόμενο της βεβαίωσης της πρεσβείας των Κάτω Χωρών στο Λουξεμβούργο, επέλεξε να εξετάσει, με τις σκέψεις 42 έως 46 της παρούσας απόφασης, την ουσία της επίμαχης σχέσης συμβίωσης και αποφάνθηκε ότι παρουσιάζει ομοιότητες με τον γάμο, οι οποίες καθιστούν δυνατή την εφαρμογή του άρθρου 72 του ΚΥΚ υπέρ της συντρόφου του προσφεύγοντος, παρά το γεγονός ότι στην οικεία εθνική έννομη τάξη υπάρχει ένα άλλο είδος καταχωρημένης σχέσης συμβίωσης που προσομοιάζει ακόμη περισσότερο με τον γάμο και εμπίπτει ευθέως στο εν λόγω άρθρο. Αντιθέτως, στο μέτρο που το επιχείρημα της ομοιότητας μεταξύ σχέσης συμβίωσης και γάμου θα υπερέβαινε την απαίτηση των στοιχείων ομοιότητας που έγιναν δεκτά στην προκειμένη περίπτωση (βλ. σκέψη 36 και, για κάθε επιμέρους στοιχείο από αυτά, σκέψεις 38, 39 και 40 έως 47 της παρούσας απόφασης), η αποδοχή του επιχειρήματος αυτού θα σήμαινε την απαίτηση μιας επιπλέον προϋπόθεσης που δεν υπάρχει στο γράμμα του άρθρου 72 του ΚΥΚ.

53      Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από τη φράση του άρθρου 72 του ΚΥΚ «αντιμετωπίζεται ως σύζυγος», κατά το οποίο ο όρος «αντιμετωπίζεται» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει τους συντρόφους σχέσης συμβίωσης που «μπορούν να εξομοιωθούν» στην ουσία με τους συζύγους και αποτελεί έτσι προϋπόθεση προκειμένου ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου να υπαχθεί στο ΣΥΑ. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, και κατ’ αναλογία με αυτό που γίνεται δεκτό για την εφαρμογή άλλων διατάξεων του ΚΥΚ (όπως, για παράδειγμα, του άρθρου 2, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, βάσει του οποίου δύναται να «εξομοιωθεί» προς συντηρούμενο τέκνο κάθε πρόσωπο, έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει νομίμους υποχρεώσεις διατροφής και του οποίου η συντήρηση συνεπάγεται για αυτόν σημαντική επιβάρυνση), η φράση «αντιμετωπίζεται ως σύζυγος» του άρθρου 72 του ΚΥΚ πρέπει απλώς να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης και ο σύζυγος υπαλλήλου πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο ως προς την υπαγωγή τους στο ΣΥΑ, αφ’ ης στιγμής πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

54      Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η παραπομπή του άρθρου 72 του ΚΥΚ στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στις προϋποθέσεις i έως iii της τελευταίας αυτής διάταξης, αλλά εκτείνεται και στην εισαγωγική περίοδό της που αναφέρεται στην απαίτηση καταχώρησης, διαπιστώνεται ότι, και αληθούς υποτιθεμένης της ερμηνείας αυτής της παραπομπής του άρθρου 72 του ΚΥΚ, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος πρέπει εντούτοις να γίνουν δεκτοί. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισήμανε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η σύμβαση συμβίωσης καταρτίστηκε ενώπιον συμβολαιογράφου, ήτοι ενώπιον δημόσιου λειτουργού επιφορτισμένου με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Το έγγραφο αυτό, λόγω του συμβολαιογραφικού του τύπου, «επισημοποιήθηκε», τρόπον τινά, και απέκτησε, ως εκ τούτου, ορισμένα χαρακτηριστικά των δημοσίων εγγράφων που είναι γνωστά στα εθνικά δίκαια, όπως η βεβαίωση τόσο της συναίνεσης και του γνησίου της υπογραφής των μερών όσο και του περιεχομένου της σύμβασης. Τα χαρακτηριστικά αυτά διευκολύνουν όχι μόνον την τήρηση και την εκτέλεση της σύμβασης συμβίωσης μεταξύ των συντρόφων, αλλά καθιστούν επίσης δυνατή την επέκταση των αποτελεσμάτων της σύμβασης συμβίωσης έναντι των τρίτων· πράγματι, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν φυλλάδιο της ολλανδικής διοίκησης (βλ. σκέψη 45 της παρούσας απόφασης), τρίτοι, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, μπορούν να εξαρτήσουν την αναγνώριση της σύμβαση συμβίωσης από την τήρηση της προϋπόθεσης η σύμβαση αυτή να έχει καταρτιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου. Επομένως, και αν υποτεθεί ως αναγκαία η προϋπόθεση της καταχώρησης, η προϋπόθεση αυτή, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, δεν απαιτεί τη σύναψη ενός geregistreerd partnerschap, αφού ο συμβολαιογραφικός τύπος ικανοποιεί τις απαιτήσεις του κειμένου.

55      Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων δεν ήταν υποχρεωμένος να αποδείξει την ύπαρξη ενός geregistreerd partnerschap μεταξύ αυτού και της συντρόφου του προκειμένου η σύντροφός του να υπαχθεί στο ΣΥΑ.

56      Επιπλέον, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η άποψη της Επιτροπής ως προς την απαίτηση σύμβασης υπό μορφήν geregistreerd partnerschap του ολλανδικού δικαίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάκριση. Πράγματι, δεδομένου ότι πλείονα κράτη δεν αναγνωρίζουν παρόμοιες με το geregistreerd partnerschap μορφές ένωσης, η απαίτηση της Επιτροπής να υπάρχει «καταχωρημένη» σχέση συμβίωσης αυτού του τύπου, θα συνεπαγόταν, για τα μη έγγαμα ζεύγη, που, λόγω, μεταξύ άλλων, τόσο του τόπου κατοικίας τους όσο και της ιθαγένειας των συντρόφων, έχουν στενότερους δεσμούς με τα κράτη αυτά, την οριστική μη υπαγωγή του συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης του υπαλλήλου στο ΣΥΑ. Αντιστρόφως, αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δέχεται για τα ζεύγη αυτά τις σχέσεις συμβίωσης που συνάπτονται με συμβάσεις συμβίωσης, η άρνησή της να αναγνωρίσει τις «απλές» συμβάσεις συμβίωσης για τα ζεύγη που έχουν στενότερους δεσμούς, κατά την ανωτέρω έννοια, με τα κράτη που αναγνωρίζουν διαφορετικές από τον γάμο ή την «καταχωρημένη» σχέση συμβίωσης μορφές ένωσης, θα οδηγούσε σε διάκριση εις βάρος των ζευγαριών αυτών· πράγματι, για τα ζεύγη αυτά, η επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής του συντρόφου στο ΣΥΑ δεν θα γινόταν δεκτή, ενώ θα επιτρεπόταν για τα ζεύγη που έχουν δεσμούς, κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, με τα κράτη που δεν αναγνωρίζουν «καταχωρημένες» σχέσεις συμβίωσης. Οι διακρίσεις αυτές θα δικαιολογούνταν ακόμη δυσκολότερα προκειμένου περί σχέσεων συμβιώσεως που δεν έχουν «καταχωρηθεί» κατά την έννοια που υποστηρίζει η Επιτροπή, αλλά, εντούτοις, παρουσιάζουν περισσότερες ομοιότητες με τον γάμο συγκριτικά με το geregistreerd partnerschap του ολλανδικού δικαίου. Εξάλλου, αν και αληθεύει ότι, κατά τη νομολογία, τα άρθρα 12 ΕΚ, 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, απαγορεύοντας σε κάθε κράτος μέλος να συναρτά τον τρόπο εφαρμογής του δικαίου του προς την ιθαγένεια, δεν αφορούν τις διαφορές μεταχειρίσεως που ενδέχεται να προκύπτουν μεταξύ των κρατών μελών από τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών, εφόσον οι νομοθεσίες αυτές εφαρμόζονται σε όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ασχέτως της ιθαγένειάς τους (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1978, 1/78, Kenny, Συλλογή τόμος 1978, σ. 461, σκέψη 18· της 7ης Μαΐου 1992, C‑251/90 και C‑252/90, Wood και Cowie, Συλλογή 1992, σ. Ι-2873, σκέψη 19· της 3ης Ιουλίου 1979, 185/78 έως 204/78, Van Dam en Zonen κ.λπ., Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 143, σκέψη 10, και της 1ης Φεβρουαρίου 1996, C‑177/94, Perfili, Συλλογή 1996, σ. 161, σκέψη 17), διακρίσεις, όπως αυτές που διαπιστώνονται στην παρούσα σκέψη, δεν εμπίπτουν στη νομολογία αυτή· πράγματι, αφενός, και αντιθέτως προς την προϋπόθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω νομολογία, η διάκριση που επισημαίνεται στην παρούσα σκέψη οφείλεται στην ιθαγένεια των ενδιαφερομένων και στον τόπο κατοικίας τους, κριτήριο που συχνά καλύπτει το κριτήριο της ιθαγένειας, αφετέρου, στις υποθέσεις επί τον οποίων εκδόθηκε η προπαρατεθείσα νομολογία το ζήτημα της διάκρισης ετίθετο αναφορικά με τους κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται περί της εγγυήσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως αρχής του δικαίου της κοινοτικής δημόσιας διοίκησης.

57      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι λόγοι ακυρώσεως του προσφεύγοντος που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 72 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και του άρθρου 12 της κοινής ρύθμισης και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, οι οποίοι άλλωστε, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, αορίστως προβάλλονται ενώ, κατά τα λοιπά, ορισμένοι λόγοι ουδόλως αναπτύσσονται.

58      Πράγματι, η ερμηνεία που υιοθέτησε το Δικαστήριο ΔΔ σχετικά με το άρθρο 72 του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο i, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και το άρθρο 12 της κοινής ρύθμισης, ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να οδηγήσει τις υπηρεσίες, στις οποίες υποβάλλονται αιτήσεις για την υπαγωγή στο ΣΥΑ του συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης υπαλλήλου, σε έρευνες και επαληθεύσεις, ενώ ο κοινοτικός νομοθέτης, με τον κανονισμό 723/2004, θέλησε να απλοποιήσει τις διοικητικές διαδικασίες των οργάνων. Πάντως, ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται, σε μεγάλο βαθμό, με τους νέους κανόνες περί αποζημιώσεων και επιδομάτων, μοναδικοί τομείς στους οποίους αναφέρεται ως προς την απλοποίηση ο κανονισμός 723/2004, στην αιτιολογική του σκέψη 26, και οι οποίοι, άλλωστε, όχι μόνο διακρίνονται από την επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής στο ΣΥΑ, αλλά και είναι λιγότερο ευαίσθητοι κοινωνικά από τη δυνατότητα αυτή (βλ, σχετικώς, σκέψη 49 της παρούσας απόφασης). Εξάλλου, ο σκοπός της απλοποίησης πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να συνάδει με τις ανώτερες αρχές του δικαίου και τους κανόνες του ΚΥΚ· οι δυσκολίες που μπορούν να ανακύψουν για τις διοικήσεις, από την ερμηνεία που έγινε δεκτή στην προκειμένη περίπτωση, αποτελούν απόρροια αποκλειστικώς της εφαρμογής από το Δικαστήριο ΔΔ των εν λόγω αρχών και κανόνων προκειμένου να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενο του όρου «σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» του άρθρου 72 του ΚΥΚ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Σύμφωνα με το άρθρο 122 του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Αυγούστου 2007 (ΕΕ L 225, σ. 1), οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ υποθέσεων και τούτο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού, ήτοι από την 1η Νοεμβρίου 2007. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

60      Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Επιτροπή που ηττήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 28ης Φεβρουαρίου 2006 που επιβεβαιώθηκε στις 20 Μαρτίου 2006, με την οποία δεν αναγνωρίζεται η σχέση συμβίωσης του Anton Pieter Roodhuijzen με τη Maria Helena Astrid Hart ως μη έγγαμη σχέση συμβίωσης στο πλαίσιο του συστήματος υγειονομικής ασφάλισης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.


Kreppel

Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Νοεμβρίου 2007.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kreppel

Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σε αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου των ΕΚ: www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.