Language of document : ECLI:EU:F:2011:146

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 20ής Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑45/06 REV

Sandrine De Buggenoms κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαδικασία — Αίτηση αναθεωρήσεως — Άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Αίτηση αναθεωρήσεως σχετική με διάταξη περί διαγραφής υποθέσεως κατόπιν παραιτήσεως διαδίκου — Δεδικασμένο — Δεν υφίσταται — Απαράδεκτο αυτεπαγγέλτως»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναθεωρήσεως της διατάξεως περί διαγραφής του προέδρου του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 16ης Σεπτεμβρίου 2010 στην υπόθεση F‑45/06, Avendano κ.λπ. κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η αίτηση αναθεωρήσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Οι αιτούντες την αναθεώρηση φέρουν τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής. Το Συμβούλιο, παρεμβαίνον στη διαδικασία αναθεωρήσεως, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Διαδικασία — Αναθεώρηση αποφάσεως — Αίτηση που αφορά διάταξη περί διαγραφής λόγω παραιτήσεως του προσφεύγοντος — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 44 και παράρτημα I, άρθρο 7· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 74, 89 § 5 και 119)

2.      Διαδικασία — Εκπροσώπηση των διαδίκων — Εντολή ad litem — Δεν απαιτείται προσκόμιση

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 35 § 5, 39 § 1, εδ. 3, και 74)

3.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Περιεχόμενο

(Άρθρο 6 § 1 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 52 § 7)

1.      Δεδομένου ότι μια αιτιολογημένη διάταξη περί καταργήσεως ή περατώσεως της δίκης λόγω της αναρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης ή επειδή η προσφυγή ήταν απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη παράγει αποτελέσματα ανάλογα προς εκείνα που παράγει μια απόφαση, χωρεί αίτηση αναθεωρήσεως βάσει του άρθρου 44 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο ισχύει για το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 7 του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού, κατά τέτοιας διατάξεως, καίτοι τούτο δεν προβλέπεται ρητώς στο προαναφερθέν άρθρο 44. Υπό την ίδια έννοια, το γράμμα του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν περιορίζει την αίτηση αναθεωρήσεως στις αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, αλλά προβλέπει ότι μπορεί να ζητηθεί η αναθεώρηση αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Εντούτοις, παρότι το γράμμα του προαναφερθέντος άρθρου 119 αναφέρεται, χωρίς διάκριση μεταξύ αποφάσεων και διατάξεων, σε κάθε απόφαση του Δικαστηρίου ως δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναθεωρήσεως, μολοταύτα, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, η αναθεώρηση δεν αποτελεί ένδικο μέσον αλλά έκτακτο ένδικο βοήθημα, το οποίο καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση του κύρους του δεδικασμένου που προσδίδεται στις οριστικές αποφάσεις ή διατάξεις.

Συναφώς, στο μέτρο που μια διάταξη περί διαγραφής βάσει του άρθρου 74 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν αποφαίνεται ούτε επί του παραδεκτού ούτε επί της ουσίας της υποθέσεως, δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να εξομοιωθεί προς αιτιολογημένη διάταξη η οποία θα παρήγαγε ανάλογα αποτελέσματα προς εκείνα μιας αποφάσεως. Πράγματι, όταν, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 74, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διατάσσει, μέσω διατάξεως, τη διαγραφή μιας υποθέσεως από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, περιορίζεται στην καταγραφή της προθέσεως του προσφεύγοντος να παραιτηθεί από τη δίκη. Σε μια τέτοια διάταξη, οι μόνες διατάξεις που επηρεάζουν τους διαδίκους είναι εκείνες με τις οποίες ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 89, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 31 έως 33, 35, 36, 38, 39 και 41)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 7 Μαρτίου 1995, C‑130/91 REV, ISAE/VP και Interdata κατά Επιτροπής σκέψη 6· 5 Μαρτίου 1998, C‑199/94 P και C‑200/94 P‑REV, Inpesca κατά Επιτροπής, σκέψη 16· 29 Νοεμβρίου 2007, C‑12/05 P‑REV, Meister κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 16· 2 Απριλίου 2009, C-255/06 P‑REV, Yedaş Tarim ve Otomotiv Sanayi ve Ticaret κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 15 έως 17

2.      Κατά τα άρθρα 35, παράγραφος 5, και 39, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ο δικηγόρος που επικουρεί ή εκπροσωπεί ένα διάδικο δεν οφείλει να τηρήσει κάποια άλλη διατύπωση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πέραν του να αποδείξει ότι έχει την ιδιότητα του δικηγόρου και δεν υποχρεούται να προσκομίσει πληρεξούσιο παρά μόνον προς απόδειξη της εξουσίας αυτής σε περίπτωση αμφισβητήσεως. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που ο δικηγόρος δεν χρειάζεται, κατ’ αρχήν, πληρεξούσιο του πελάτη του ούτε για να ασκήσει την προσφυγή ούτε για να γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο ΔΔ ότι ο πελάτης του προτίθεται να παραιτηθεί από τη δίκη, δεδομένου ότι η απόφαση του τελευταίου μπορεί, κατά το άρθρο 74 του προαναφερθέντος Κανονισμού, να κοινοποιηθεί στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακόμα και προφορικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ύπαρξη, καθώς και η έκταση ή η ανάκληση της εντολής δικαστικής εκπροσωπήσεως μεταξύ ενός δικηγόρου και του πελάτη του συνιστούν, πλην περιπτώσεως αμφισβητήσεως, ζητήματα που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 45 και 46)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 16 Φεβρουαρίου 1965, 14/64, Barge κατά Ανωτάτης Αρχής

ΠΕΚ: 26 Σεπτεμβρίου 1990, T‑139/89, Virgili-Schettini κατά Κοινοβουλίου

3.      Όσον αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, από τις σχετικές με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εξηγήσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του εν λόγω Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, προκύπτει ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, καίτοι, στο δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα στην απονομή δικαιοσύνης δεν εφαρμόζεται μόνο σε διαφορές σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικού χαρακτήρα. Ως προς το πρώτο εδάφιο του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τούτο βασίζεται στο άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εντούτοις, η προστασία είναι πιο ευρεία στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι διασφαλίζει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστή και όχι μόνον την αποτελεσματική προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν περιορίζεται στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά περιλαμβάνει επίσης την προστασία όλων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 53)