Language of document : ECLI:EU:F:2015:34

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 23ης Απριλίου 2015

Υπόθεση F‑131/14

David Bensai

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχος υπάλληλος — Αποδοχές — Εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας — Επιβεβαιωτικός χαρακτήρας — Μη τήρηση του τύπου της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας — Μεταρρύθμιση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων — Αύξηση του χρόνου εργασίας χωρίς αναπροσαρμογή του μισθού — Δεν ασκεί επιρροή στον επιβεβαιωτικό χαρακτήρα του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας — Άνιση μεταχείριση μεταξύ συμβασιούχων υπαλλήλων και τοπικών υπαλλήλων — Άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο D. Bensai ζητεί την ακύρωση του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας που καταρτίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον μήνα Ιανουάριο του 2014, για τον λόγο ότι η αναφερόμενη στο σημείωμα αυτό αμοιβή είναι κατώτερη από εκείνη συναδέλφου του η οποία εργάζεται στον ίδιο με αυτόν τομέα και ασκεί, κατ’ αυτόν, καθήκοντα συγκρίσιμα, αν όχι υποδεέστερα από τα δικά του.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως προδήλως αβάσιμη. Ο D. Bensai φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία — Απόφανση υπό μορφή αιτιολογημένης διατάξεως — Προϋποθέσεις — Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 81)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Πρώτο εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας μετά την αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας με νομοθετική πράξη — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 55, 90 και 91· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 1, 16 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Ίση μεταχείριση — Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προσώπων που υπηρετούν στην Ένωση όσον αφορά τις εκ του ΚΥΚ εγγυήσεις — Δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση

1.      Κατά το άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όταν η προσφυγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

Στην περίπτωση αυτή, η απόρριψη της προσφυγής με αιτιολογημένη διάταξη εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας όχι μόνο συμβάλλει στην οικονομία της δίκης, αλλά απαλλάσσει και τους διαδίκους από τα έξοδα που θα συνεπαγόταν η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, όταν, από την ανάγνωση της δικογραφίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κρίνοντας ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα στοιχεία της εν λόγω δικογραφίας, είναι απολύτως πεπεισμένο ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη και, επιπλέον, κρίνει ότι η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν είναι ικανή να παράσχει νέα στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την πεποίθησή του.

(βλ. σκέψεις 27 και 28)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ διάταξη της 10ης Ιουλίου 2014, Mészáros κατά Επιτροπής, F‑22/13, EU:F:2014:189, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Προκειμένου για το παραδεκτό προσφυγής συμβασιούχου υπαλλήλου βάλλουσας κατά του πρώτου εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας μετά την αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το εν λόγω εκκαθαριστικό σημείωμα συνιστά βλαπτική πράξη καθόσον αντικατοπτρίζει για πρώτη φορά μονομερή τροποποίηση, εκ μέρους του εργοδότη του συγκεκριμένου υπαλλήλου, των όρων εργασίας που προβλέφθηκαν συμβατικώς και, ειδικότερα, μείωση του ωρομισθίου του.

Πράγματι, αφενός, η μονομερής τροποποίηση της συμβατικής σχέσεως του εν λόγω υπαλλήλου με τη διοίκηση αποφασίστηκε όχι από τον θεσμικό εργοδότη του, αλλά από τον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποφασίζουν κατά την συνήθη νομοθετική διαδικασία. Εν προκειμένω, δυνάμει του άρθρου 1 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, το Καθεστώς εφαρμόζεται σε κάθε υπάλληλο ο οποίος έχει προσληφθεί με σύμβαση από την Ένωση. Όμως, ορισμένοι όροι εργασίας, όπως αυτοί που αφορούν τις αποδοχές των υπαλλήλων και τον χρόνο εργασίας τους, καθορίζονται από το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, το οποίο αποτελεί νομοθετική πράξη εκδιδόμενη από τον νομοθέτη και δεν εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια των θεσμικών οργάνων και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης όταν αυτά ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοπρακτικής ελευθερία τους ως αρχή αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως.

Αφετέρου, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να τροποποιήσει ανά πάσα στιγμή, τηρώντας τις διατάξεις των Συνθηκών, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και τις γενικές αρχές του δικαίου, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων της Ένωσης, μέσω κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ που επιφέρουν τροποποιήσεις στον ΚΥΚ και στο Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού και οι οποίοι έχουν εφαρμογή, πλην εξαιρέσεως, στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων γεγενημένων υπό το κράτος του προϊσχύσαντος δικαίου. Ειδικότερα, προκειμένου για τις τροποποιήσεις που αφορούν τον χρόνο εργασίας όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 55 του ΚΥΚ, οι τροποποιήσεις αυτές ισχύουν και για τους έκτακτους και τους συμβασιούχους υπαλλήλους, δυνάμει των άρθρων 16 και 91 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

Εξάλλου, από τις διατάξεις του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού προκύπτει σαφώς ότι οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται με σύμβαση αμείβονται αναλόγως της κατατάξεώς τους σε βαθμό και κλιμάκιο εντός της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκουν και ότι, συναφώς, λαμβάνουν μηνιαία αμοιβή η οποία, τυπικώς, δεν αποτελεί συνάρτηση του κανονικού χρόνου εργασίας τους, ο οποίος μπορεί να ποικίλλει σύμφωνα με τη νέα διατύπωση του άρθρου 55, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, μεταξύ 40 κατ’ ελάχιστο όριο και 42 κατά μέγιστο όριο ωρών εβδομαδιαίως, αναλόγως της συναφούς τυχόν αποφάσεως του θεσμικού οργάνου, άλλου οργάνου ή οργανισμού όπου υπηρετούν.

Συνεπώς, η μείωση του ωρομισθίου δεν συνιστά μονομερή απόφαση του εργοδότη του συγκεκριμένου υπαλλήλου, αλλ’ αποτελεί απλώς συνέπεια, στην πράξη, νομοθετικής τροποποιήσεως των συναφών διατάξεων του ΚΥΚ και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

(βλ. σκέψεις 38 έως 42)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑443/07 P, EU:C:2008:767, σκέψεις 60 και 61

3.      Το διαφορετικό καθεστώς το οποίο ισχύει μεταξύ, αφενός, των τοπικών υπαλλήλων και, αφετέρου, των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον υφίστανται ουσιώδεις αντικειμενικές νομικές διαφορές από πλευράς καταστατικών εγγυήσεων, κατατάξεως, αποδοχών και κοινωνικών πλεονεκτημάτων.

Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα συμβασιούχου υπαλλήλου σύμφωνα με το οποίο η αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας κατόπιν της τροποποιήσεως του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού επέτεινε την κατά δυσμενή διάκριση διαφορά του ωρομισθίου μεταξύ του συγκεκριμένου υπαλλήλου και άλλου συναδέλφου του, τοπικού υπαλλήλου.

(βλ. σκέψη 43)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη της 9ης Ιουλίου 2007, De Smedt κατά Επιτροπής, T‑415/06 P, EU:T:2007:205, σκέψεις 54 και 55

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2006, De Smedt κατά Επιτροπής, F‑59/05, EU:F:2006:105, σκέψη 76