Language of document : ECLI:EU:C:2019:86

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 31ης Ιανουαρίου 2019 (1)

Υπόθεση C25/18

Brian Andrew Kerr

κατά

Pavlo Postnov,

Natalia Postnova

[αίτηση του Okrazhen sad – Blagoevgrad
(περιφερειακού δικαστηρίου Blagoevgrad, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Άρθρο 24, σημείο 1, πρώτο εδάφιο – Αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων – Άρθρο 24, σημείο 2 – Αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος αποφάσεων των οργάνων εταιριών ή νομικών προσώπων – Άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ – Ειδική δικαιοδοσία ως προς διαφορές εκ συμβάσεως – Αγωγή περί καταβολής συνεισφοράς για τη συντήρηση ακινήτου βάσει αποφάσεως ενώσεως συνιδιοκτητών χωρίς νομική προσωπικότητα – Εφαρμοστέο δίκαιο – Δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008»






I.      Εισαγωγή

1.        Ποιο εθνικό δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια (2), όταν ένωση συνιδιοκτητών διεκδικεί δικαστικώς την καταβολή των συνεισφορών για τη συντήρηση ακινήτου, αλλά οι υπερήμεροι συνιδιοκτήτες είναι κάτοικοι άλλου κράτους μέλους; Το ερώτημα αυτό τίθεται, εν προκειμένω, σε σχέση με υποχρέωση καταβολής η οποία στηρίζεται σε αποφάσεις ενώσεως συνιδιοκτητών που δεν έχει δική της νομική προσωπικότητα βάσει του εθνικού δικαίου.

2.        Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, αντί για τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου, μπορεί να εφαρμοσθεί η ειδική δωσιδικία του τόπου εκπληρώσεως της επίδικης παροχής στον βαθμό που οι επίμαχες αξιώσεις καταβολής συνιστούν σε «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινισθεί εάν ο κανονισμός Ρώμη Ι (3) δύναται να εφαρμοσθεί σε σχέση με αποφάσεις ενώσεως συνιδιοκτητών όπως οι επίδικες εν προκειμένω, και σύμφωνα με ποιο καθεστώς πρέπει να εκτιμηθούν, από απόψεως ουσιαστικού δικαίου, οι αξιώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω αποφάσεις.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια

3.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια έχουν, μεταξύ άλλων, ως εξής:

«(15) Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(16) Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. […]»

4.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προβλέπει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

5.        Το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια ορίζει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1.      α)      ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

β)      για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

–      εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

–      εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

γ)      το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β)·».

6.        Το άρθρο 24 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προβλέπει, μεταξύ άλλων, τις εξής αποκλειστικές δικαιοδοσίες:

«Τα ακόλουθα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων:

1)      σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου.

[…]

2)      σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος της σύστασης, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων ή ενώσεων φυσικών ή νομικών προσώπων ή το κύρος αποφάσεων των οργάνων τους, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο η εταιρεία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση έχουν την έδρα τους. Προκειμένου να καθορισθεί η έδρα, το δικαστήριο εφαρμόζει τους ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνες του·

[…]».

7.        Κατά το άρθρο 27 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, «όταν δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να κρίνει, ως κύριο ζήτημα, διαφορά επί της οποίας τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24, διαπιστώνει αυτεπάγγελτα ότι δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία». Βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, εάν δεν εμφανισθεί στο δικαστήριο ο εναγόμενος που έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός εάν η δικαιοδοσία του απορρέει από τον κανονισμό.

2.      Ο κανονισμός Ρώμη Ι

8.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Ρώμη Ι, «[τ]ο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Βρυξέλλες I) […]». Συνεπεία τούτου, η αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού Ρώμη Ι διαλαμβάνει ότι «η έννοια της “παροχής υπηρεσιών” και της “πώλησης αγαθών” θα πρέπει να ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο όπως κατά την εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, στο μέτρο που η πώληση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό».

9.        Με βάση το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Ρώμη Ι αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού «τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως η ίδρυση, με εγγραφή ή άλλως πως, η νομική ικανότητα, η εσωτερική λειτουργία ή η λύση, καθώς και η προσωπική ευθύνη των εταίρων και των οργάνων για τις υποχρεώσεις της εταιρείας ή της άλλης ένωσης».

2.      Το εθνικό δίκαιο

10.      Στη Βουλγαρία, οι έννομες σχέσεις που συνδέονται με την ιδιοκτησία ακινήτου διέπονται από τον Zakon za sobstvenostta (νόμο περί ιδιοκτησίας). Το άρθρο 38 του εν λόγω νόμου ορίζει τα τμήματα κτιρίου επί των οποίων χωρεί συνιδιοκτησία.

11.      Ο Zakon za upravlenie na etazhnata sobstvenost (νόμος περί διαχειρίσεως της ιδιοκτησίας, ZUES) καθορίζει τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών, των χρηστών και των κατοίκων στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της συνιδιοκτησίας. Το άρθρο 10 του νόμου αυτού ορίζει ως όργανα διαχειρίσεως τη γενική συνέλευση και το διοικητικό συμβούλιο (διαχειριστής). Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, σημείο 5, του ZUES, η γενική συνέλευση καθορίζει το ύψος των συνεισφορών για τις δαπάνες διαχειρίσεως και συντηρήσεως των κοινόχρηστων χώρων του κτηρίου. Με βάση το άρθρο 38, παράγραφος 2, του ZUES, οι σχετικές αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως είναι εκτελεστές σύμφωνα με τον βουλγαρικό κώδικα πολιτικής δικονομίας, ενώ το άρθρο 40 του ZUES παρέχει δυνατότητα έννομης προστασίας διά της ακυρώσεως της αντίστοιχης αποφάσεως. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 8, του ZUES καθιστά σαφές ότι οι αποφάσεις των οργάνων διαχειρίσεως της ενώσεως συνιδιοκτητών είναι δεσμευτικές για τους συνιδιοκτήτες. Επίσης, κατά το σημείο 9 της διατάξεως αυτής, οι συνιδιοκτήτες οφείλουν να συμμετέχουν, ανάλογα με τα ιδανικά μερίδια ιδιοκτησίας που διαθέτουν, στις δαπάνες ανακαινίσεως και στη δημιουργία αποθεματικού, καθώς και στις δαπάνες για τη διαχείριση και συντήρηση των κοινόχρηστων τμημάτων του κτηρίου, όπως ορίζει το σημείο 10 της εν λόγω διατάξεως.

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

12.      Ο πρωτοδίκως ενάγων και νυν εκκαλών στη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Brian Andrew Kerr, είναι διαχειριστής ενώσεως συνιδιοκτητών ακινήτου που βρίσκεται στην πόλη Μπάνσκο (Βουλγαρία). Κίνησε ενώπιον του Rayonen sad Razlog (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Razlog, Βουλγαρία) διαδικασία κατά δύο συνιδιοκτητών, του Pavlo Postnov και της Natalia Postnova. Η υπόθεση αφορούσε την καταβολή συνεισφορών οι οποίες οφείλονταν εν όλω ή εν μέρει κατόπιν αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως των συνιδιοκτητών που είχαν ληφθεί, κατά τα έτη 2013 έως 2017, με σκοπό τη συντήρηση των κοινόχρηστων χώρων του κτηρίου. Βάσει της επιχειρηματολογίας που προβάλλει ο εκκαλών στο πλαίσιο της κύριας δίκης, με το δικόγραφο της αγωγής υποβλήθηκε αίτημα διασφαλίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως της απαιτήσεως.

13.      Από τις επισημάνσεις του αιτούντος δικαστηρίου δεν προκύπτουν στοιχεία σχετικά με τυχόν αιτήσεις των εναγομένων ή άλλων συνιδιοκτητών περί ακυρώσεως των σχετικών αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 40 του ZUES.

14.      Η διεύθυνση κατοικίας των εναγομένων που χρησιμοποιήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο βρίσκεται στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.

15.      Μετά τη διόρθωση πλημμελειών του δικογράφου της αγωγής σύμφωνα με τις υποδείξεις του Rayonen sad Razlog (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Razlog) που επιλήφθηκε της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, το εν λόγω δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για να κρίνει την αγωγή. Ο διαχειριστής βάλλει πλέον με την έφεσή του κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως.

IV.    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.      Με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2018, το Okrazhen sad – Blagoevgrad (περιφερειακό δικαστήριο Blagoevgrad, Βουλγαρία) υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Συνιστούν οι αποφάσεις νομικών ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, που έχουν συσταθεί εκ του νόμου βάσει ειδικού δικαιώματος των δικαιούχων, οι οποίες λαμβάνονται με την πλειοψηφία των μελών τους, αλλά δεσμεύουν το σύνολό τους, ακόμη και όσους δεν συμφώνησαν με αυτές, έρεισμα «συμβατικής υποχρεώσεως» όσον αφορά τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ЕΕ) 1215/2012;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: εφαρμόζονται στις αποφάσεις αυτές οι κανόνες για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε συμβατικές ενοχές του κανονισμού (ЕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I);

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα: εφαρμόζονται στις αποφάσεις αυτές οι διατάξεις του κανονισμού (ЕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) και ποια από τις εκτιθέμενες στον κανονισμό εξωσυμβατικές νομικές βάσεις ασκεί εν προκειμένω επιρροή;

4)      Σε περίπτωση που στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση: πρέπει οι αποφάσεις ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα που αφορούν τις δαπάνες συντηρήσεως κτηρίου να θεωρηθούν ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 593/2008 ή ως σύμβαση με αντικείμενο «εμπράγματο δικαίωμα» ή «μίσθωση» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού;

17.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου, η Δημοκρατία της Λεττονίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

V.      Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

18.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η κύρια δίκη κινήθηκε με την έφεση που άσκησε ο πρωτοδίκως ενάγων κατά διατάξεως του Rayonen sad Razlog (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Razlog), με την οποία το εν λόγω δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία για να κρίνει την ασκηθείσα αγωγή.

19.      Από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει ρητώς αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης επιδόθηκε στους εναγόμενους στον πρώτο βαθμό σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία –εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού περί επιδόσεως (4).

20.      Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί να τεθεί, εκ πρώτης όψεως, το ζήτημα αν η εξεταζόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι όντως αναγκαία για την κρίση επί της διαφοράς της κύριας δίκης. Δηλαδή, εάν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν επιδόθηκε στους εναγόμενους στον πρώτο βαθμό, το εθνικό δικαστήριο που επιλήφθηκε της υποθέσεως πρωτοδίκως δεν επιτρεπόταν, ενδεχομένως, να εξετάσει αν διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία. Στην περίπτωση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα έπρεπε να δεχθεί την έφεση του διαχειριστή για τον λόγο αυτόν και μόνο και δεν θα ήταν κρίσιμη η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.

21.      Μολονότι το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν εξαρτάται, καταρχήν, από τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της κύριας δίκης (5) –εν προκειμένω, της διαδικασίας στον δεύτερο βαθμό–, πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η δέουσα διαβίβαση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο κατά την εξέταση της διεθνούς δικαιοδοσίας από εθνικό δικαστήριο (6) βάσει των διατάξεων του κανονισμού Βρυξέλλες Ια όσο και για την αναγνώριση μεταγενέστερης αποφάσεως επί της ουσίας (7). Η απαίτηση ορθής διαβιβάσεως έχει ιδιαίτερη σημασία ως έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως (8) του εναγομένου και της διαφυλάξεως των δικαιωμάτων άμυνάς (9) του.

22.      Εν προκειμένω, όμως, το γεγονός ότι από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει ρητώς αν και με ποιον τρόπο έχει επιδοθεί το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν αρκεί, καθεαυτό, για να θέσει εν αμφιβόλω τη λυσιτέλεια της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

23.      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης καλύπτονται από τεκμήριο λυσιτέλειας (10). Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπιστώνει μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν είναι λυσιτελή και συγκεκριμένα όταν τούτο είναι πρόδηλο (11). Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

24.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι η έφεση του ενάγοντος στηρίζεται στο ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν προβάλει καμία αντίρρηση σχετικά με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου μέχρι τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης διατάξεως. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι οι διαπιστώσεις του «από πραγματική και νομική άποψη» προέκυψαν «μετά από εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων και λαμβανομέν[ης] υπόψη της αποφάσεως της οποίας ζητείται η εξαφάνιση». Τούτο υποδηλώνει ότι διαβιβάσθηκε πράγματι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο.

25.      Εν πάση περιπτώσει, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να μεριμνήσει για τη δέουσα επίδοση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, πριν αποφανθεί επί της ουσίας και ενδεχομένως μετά τη λήψη της απαντήσεως του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερμηνευτικά ερωτήματα.

26.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πρακτική αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο και τον τρόπο διαβιβάσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου –τόσο πρωτοδίκως όσο και στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαδικασίας στον δεύτερο βαθμό– δεν μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

VI.    Επί της ουσίας εκτίμηση των προδικαστικών ερωτημάτων

27.      Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα αφορά την ειδική δωσιδικία για συμβάσεις και διαφορές εκ συμβάσεως δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Σε περίπτωση που η εν λόγω δωσιδικία δεν πρέπει να εφαρμοσθεί, υποβάλλεται δεύτερο ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι. Εάν οι διατάξεις του κανονισμού Ρώμη Ι δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε τέτοια περίπτωση, ζητείται με το τρίτο ερώτημα να διευκρινισθεί η δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη ΙΙ (12). Τέλος, με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνισθεί –από απόψεως κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου– αν οι εξεταζόμενες αποφάσεις πρέπει να θεωρηθούν ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Ρώμη Ι ή ως σύμβαση με αντικείμενο «εμπράγματο δικαίωμα» (στοιχείο γʹ) ή «μίσθωση» (στοιχείο δʹ) κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη Ι.

28.      Ακολούθως, λοιπόν, επιβάλλεται καταρχάς η ερμηνεία του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Στη συνέχεια θα καταστεί σαφές ότι η εξέταση των ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, τα οποία αποτελούν αντικείμενο του δεύτερου έως τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος, δεν απαιτεί τη χρήση άλλων νομικών εργαλείων.

1.      Επί της ερμηνείας του κανονισμού Βρυξέλλες Ια

29.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια αφορά «αποφάσεις νομικών ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, που έχουν συσταθεί εκ του νόμου βάσει ειδικού δικαιώματος των δικαιούχων, οι οποίες λαμβάνονται με την πλειοψηφία των μελών τους, αλλά δεσμεύουν το σύνολό τους, ακόμη και όσους δεν συμφώνησαν με αυτές». Κατά τις επισημάνσεις του αιτούντος δικαστηρίου σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, αντικείμενο της κύριας δίκης δεν συνιστούν οι αποφάσεις της ενώσεως συνιδιοκτητών, αλλά αξιώσεις καταβολής οι οποίες στηρίζονται στις αποφάσεις αυτές.

30.      Το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (13) προβλέπει ειδική δωσιδικία στον τόπο εκπληρώσεως της σχετικής παροχής «ως προς διαφορές εκ συμβάσεως» (14). Ωστόσο, από συστηματικής απόψεως, πρέπει να επισημανθεί καταρχάς ότι η εφαρμογή αυτής της ειδικής δωσιδικίας αποκλείεται σε περίπτωση αποκλειστικής δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 24 (15).

31.      Στις αποκλειστικές δικαιοδοσίες καταλέγεται, αφενός, η προβλεπόμενη στο άρθρο 24, σημείο 1, αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων (16). Αφετέρου, αποκλειστική είναι και η κατά το άρθρο 24, σημείο 2, δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο η εταιρία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση έχουν την έδρα τους όσον αφορά συγκεκριμένες δίκες με αντικείμενο που άπτεται του εταιρικού δικαίου (17).

32.      Υπό αυτές τις συνθήκες, η δέουσα απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα επιτάσσει προηγούμενη εξέταση των αποκλειστικών δικαιοδοσιών δυνάμει του άρθρου 24, σημεία 1 και 2, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Η ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια είναι αναγκαία μόνον εάν δεν χωρεί εφαρμογή αποκλειστικής δικαιοδοσίας με βάση τις ανωτέρω διατάξεις.

1.      Επί των αποκλειστικών δικαιοδοσιών δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια

1)      Επί της αποκλειστικής δωσιδικίας για τα ακίνητα (άρθρο 24, σημείο 1)

33.      Καταρχάς ανακύπτει το ζήτημα αν υποθέσεις περί αξιώσεων καταβολής που ανάγονται σε αποφάσεις ενώσεως συνιδιοκτητών χωρίς νομική προσωπικότητα οι οποίες αφορούν τη διαχείριση του σχετικού ακινήτου πρέπει να θεωρούνται «υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων».

34.      Ιδίως το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα καθιστά σαφές ότι το εθνικό δικαστήριο αμφιβάλλει –έστω και σε σχέση με την εφαρμογή του κανονισμού Ρώμη Ι και την ενδεχόμενη σημασία του για τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου που ισχύουν για τον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως– αν η υπόθεση που εκκρεμεί στην περίπτωση της κύριας δίκης πρέπει να θεωρηθεί υπόθεση «εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων».

35.      Η αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Ρώμη Ι διευκρινίζει ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού πρέπει να συνάδουν, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι (18). Επίσης, το αιτούν δικαστήριο ορθώς λαμβάνει ως δεδομένο ότι αυτή η επιταγή περί συμφωνίας ισχύει και μεταξύ του κανονισμού Βρυξέλλες Ια και του κανονισμού Ρώμη Ι (19).

36.      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ερμηνευτική αμφιβολία του αιτούντος δικαστηρίου σε σχέση με το αν η παρούσα υπόθεση αφορά εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου καλύπτει και το άρθρο 24, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.

37.      Όπως έχει ήδη επισημανθεί, το αντικείμενο της κύριας δίκης συνίσταται στην καταβολή των ανεξόφλητων συνεισφορών που φέρονται να οφείλουν δύο συνιδιοκτήτες για τη διαχείριση και τη συντήρηση του οικείου ακινήτου. Επομένως, πρόκειται για υποχρεώσεις που απορρέουν –κατά τη διατύπωση του αιτούντος δικαστηρίου– «από το δικαίωμα επί των μεριδίων συνιδιοκτησίας» ως εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου.

38.      Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, η έννοια «εμπράγματο δικαίωμα» επί ακινήτου κατά το άρθρο 24, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς και συσταλτικώς (20), ώστε το επίμαχο δικαίωμα να παράγει τα αποτελέσματά του έναντι όλων (erga omnes) (21). Επιπλέον, η νομολογία απαιτεί η υπόθεση να έχει ως αντικείμενο το είδος ή την έκταση του δικαιώματος αυτού (22).

39.      Ωστόσο, στην κύρια δίκη, η αγωγή του διαχειριστή στηρίζεται σε ενοχικές αξιώσεις την ενώσεως συνιδιοκτητών για την καταβολή των συνεισφορών που σκοπούν στη συντήρηση των κοινόχρηστων χώρων του ακινήτου. Στο πλαίσιο αυτό δεν θίγονται τα εμπράγματα δικαιώματα των εναγομένων συνιδιοκτητών επί της κοινής ιδιοκτησίας –υπό μορφή ιδανικών μεριδίων συνιδιοκτησίας– και, ως εκ τούτου, δεν χωρεί αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 24, σημείο 1, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω νομολογίας.

40.      Εν προκειμένω όμως διαφορετική εκτίμηση θα μπορούσε να στηριχθεί στο ότι ο εκκαλών προβάλλει στο πλαίσιο της κύριας δίκης ότι με το δικόγραφο της αγωγής υποβλήθηκε αίτημα διασφαλίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως (23) επί του οποίου δεν αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Τέτοιο αίτημα θα μπορούσε να επηρεάσει τα εμπράγματα δικαιώματα των εναγομένων που απορρέουν από τα μερίδια συνιδιοκτησίας τους, παραδείγματος χάρη λόγω περιορισμού της εξουσίας διαθέσεώς τους (24). Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατόν να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 24, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα. Απόκειται, λοιπόν, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει τις εμπράγματες επιπτώσεις για τα μερίδια συνιδιοκτησίας των εναγομένων που θα μπορούσε να επιφέρει, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αίτημα διασφαλίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως (25).

41.      Μόνο για λόγους πληρότητας πρέπει να σημειωθεί ότι η διαχείριση ενώσεως συνιδιοκτητών δεν δύναται να εξομοιωθεί με τη χρήση ακινήτου και για τον λόγο αυτόν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η κύρια δίκη να έχει ως αντικείμενο τη «μίσθωση ακινήτων».

2)      Επί της αποκλειστικής δικαιοδοσίας για τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα (άρθρο 24, σημείο 2)

42.      Το άρθρο 24, σημείο 2, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προβλέπει αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο η εταιρία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση (26) έχουν την έδρα τους, μεταξύ άλλων, για υποθέσεις που αφορούν το κύρος των αποφάσεων των οργάνων τους (τέταρτη περίπτωση).

43.      Από τη διάκριση μεταξύ εταιριών και νομικών προσώπων μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι «ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα», δηλαδή ενώσεις προσώπων οι οποίες δεν διαθέτουν αυτοτελή νομική προσωπικότητα, όπως η ένωση συνιδιοκτητών κατά το βουλγαρικό δίκαιο στην περίπτωση της κύριας δίκης, καλύπτονται καταρχήν από το άρθρο 24, σημείο 2, χωρίς να απαιτείται πιο αναλυτική εξέταση της έννοιας της εταιρίας.

44.      Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 24, σημείο 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια καλύπτει μόνο δίκες που έχουν ως αντικείμενο τη δυνατότητα αποφάσεως να παράγει έννομα αποτελέσματα (27). Απαιτείται διάκριση από δίκες που έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση τέτοιων αποφάσεων, όπως για παράδειγμα η εν λόγω αγωγή περί καταβολής συνεισφορών δυνάμει σχετικής αποφάσεως.

45.      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δίκη όπως η εξεταζόμενη εν προκειμένω δεν καλύπτεται από την αποκλειστική δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 24, σημείο 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.

3)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

46.      Εάν, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της κύριας δίκης (28), δεν δύναται να θεμελιωθεί αποκλειστική δικαιοδοσία ούτε με βάση το άρθρο 24, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, τότε καθίσταται αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.

2.      Επί της ειδικής δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια

47.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια ζητείται να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν οι εξεταζόμενες αξιώσεις καταβολής πρέπει να θεωρηθούν ως διαφορές εκ συμβάσεως κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

48.      Δεδομένου ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια αντικατέστησε τον κανονισμό Βρυξέλλες I, το Δικαστήριο δέχεται κατά πάγια νομολογία (29) ότι η ερμηνεία των διατάξεων του τελευταίου αυτού κανονισμού από το Δικαστήριο ισχύει και για τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια, στον βαθμό που οι διατάξεις των δύο αυτών νομοθετημάτων της Ένωσης μπορούν να χαρακτηρισθούν ισοδύναμες. Εφόσον το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια αντιστοιχεί στις προγενέστερες διατάξεις του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I, καθώς και του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (30), η ερμηνεία των προγενέστερων αυτών διατάξεων από το Δικαστήριο εξακολουθεί να είναι κρίσιμη και για το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (31).

49.      Σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες I, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η σύναψη συμβάσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του (32). Εντούτοις, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός μιας υποχρεώσεως, δεδομένου ότι βάσει της εν λόγω διατάξεως η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται με γνώμονα τον τόπο όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η υποχρέωση. Επομένως, η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» κατά την εν λόγω διάταξη δεν δύναται να νοηθεί ως αναφερόμενη σε μια κατάσταση όπου δεν υφίσταται δέσμευση την οποία ανέλαβε ελεύθερα ο συμβαλλόμενος έναντι του αντισυμβαλλομένου του (33).

50.      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο συνάγει το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του κανόνα ειδικής δωσιδικίας για τις διαφορές εκ συμβάσεως προϋποθέτει τον προσδιορισμό νομικής υποχρεώσεως ελευθέρως αναληφθείσας έναντι άλλου και στην οποία στηρίζεται η αγωγή (34).

51.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι υφίσταται η απαιτούμενη ελεύθερη ανάληψη υποχρεώσεως ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες νομική βάση της επίδικης υποχρεώσεως συνιστούσαν καταστατικά σωματείου ή αποφάσεις οργάνων σωματείου (35), η άσκηση της δραστηριότητας του διαχειριστή σύμφωνα με το εταιρικό δίκαιο (36), η νομοθεσία (37), ο κανονισμός για τα δικαιώματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών (38) ή μια μονομερής δήλωση (39). Οι περιπτώσεις αυτές μαρτυρούν ότι το Δικαστήριο δεν ερμηνεύει συσταλτικώς την προϋπόθεση υπάρξεως «διαφορών εκ συμβάσεως» (40), μολονότι στη νομολογία επισημαίνεται συχνά με τυπικό τρόπο η σχέση κανόνα και εξαιρέσεως μεταξύ της γενικής δωσιδικίας κάτ’ άρθρο 4 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια και των ειδικών δωσιδικιών (41).

52.      Συνεπώς, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι κρίσιμο το αν στην υπόθεση της κύριας δίκης υφίσταται «νομική υποχρέωση την οποία ανέλαβε ελεύθερα ένα πρόσωπο έναντι άλλου». Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση υπόθεση το σκεπτικό που ανέπτυξε το Δικαστήριο στην υπόθεση Peters Bauunternehmung (42). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε τον χαρακτηρισμό μιας υποχρεώσεως καταβολής η οποία στηριζόταν στην εθελοντική συμμετοχή σε ένωση επιχειρήσεων. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «η προσχώρηση σε σωματείο δημιουργεί μεταξύ των μελών του στενές σχέσεις της ίδιας φύσεως όπως οι δημιουργούμενες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συμβάσεως» (43) και, επομένως, είναι ορθό οι εξεταζόμενες παροχές να θεωρηθούν ως συμβατικές υποχρεώσεις για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (44). Στο πλαίσιο αυτό, δεν έχει σημασία «το αν η ένδικη υποχρέωση απορρέει απευθείας από την προσχώρηση ή προκύπτει συγχρόνως από την προσχώρηση και από απόφαση οργάνου του σωματείου» (45).

53.      Υπό το πρίσμα της παρούσας υποθέσεως, λοιπόν, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι οι λεπτομέρειες της διαδικασίας λήψεως της αποφάσεως στην οποία στηρίζεται η απαίτηση καταβολής (46) ή το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε η ακύρωση της σχετικής αποφάσεως από τους υπερήμερους συνιδιοκτήτες δεν έχουν σημασία όσον αφορά την εκτίμηση του αν οι συνιδιοκτήτες ανέλαβαν ελεύθερα την υποχρέωση που αναγόταν στην εν λόγω απόφαση.

54.      Όσον αφορά την προσχώρηση στην ένωση συνιδιοκτητών, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι αυτή επιβάλλεται εκ του νόμου, καθόσον η κρίσιμη, εν προκειμένω, βουλγαρική νομοθεσία υπαγορεύει υποχρεωτικώς τη διαχείριση της κοινής ιδιοκτησίας από ένωση συνιδιοκτητών. Αφετέρου, οι λεπτομέρειες της διαχειρίσεως ρυθμίζονται ενδεχομένως διά συμβάσεως και η προσχώρηση στην ένωση πραγματοποιείται με την ελεύθερη επιλογή αγοράς ιδιόκτητου διαμερίσματος συμπεριλαμβανομένων των μεριδίων συνιδιοκτησίας στους κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου. Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά δικαιολογούν την παραδοχή ότι η εν λόγω υποχρέωση των συνιδιοκτητών έναντι της ενώσεως συνιδιοκτητών συνιστά εν τέλει νομική δέσμευση ελευθέρως αναληφθείσα (47).

55.      Το συμπέρασμα αυτό συνάδει και με τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16, «οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας» και «[η] δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης». Συναφώς, στην απόφαση Peters Bauunternehmung (48), το Δικαστήριο επισήμανε ότι, «λόγω του ότι τα εθνικά νομικά συστήματα προσδιορίζουν τις περισσότερες φορές τον τόπο της έδρας του σωματείου ως τόπο εκπληρώσεως των ενοχών που απορρέουν από την πράξη προσχωρήσεως, η εφαρμογή […] [της δωσιδικίας για τις διαφορές εκ συμβάσεως] […] παρουσιάζει […] πρακτικά οφέλη: ο δικαστής του τόπου της έδρας του σωματείου είναι, πράγματι, κατά φυσική συνέπεια ο περισσότερο ικανός να κατανοήσει το καταστατικό, τους κανονισμούς και τις αποφάσεις του σωματείου, καθώς και τις περιστάσεις που αναφέρονται στη γένεση της διαφοράς».

56.      Οι εκτιμήσεις αυτές φαίνεται ότι μπορούν να ισχύσουν στην υπό κρίση υπόθεση. Όπως ορθώς επισημαίνει η Λεττονική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, η δημιουργία μιας δωσιδικίας για διαφορές που αφορούν τη διαχείριση συνιδιοκτησίας στον τόπο της λήψεως αποφάσεων (49), εφόσον ο τόπος αυτός συνιστά και τόπο εκπληρώσεως της εξεταζόμενης υποχρεώσεως (50), συνάδει με τους σκοπούς των ειδικών δικαιοδοσιών δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 1, όπως οι σκοποί αυτοί ορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.

57.      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποτρέπεται ιδίως το ενδεχόμενο να εξετάζονται ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων οι αξιώσεις καταβολής κατά συνιδιοκτητών οι οποίοι μπορεί να κατοικούν σε διαφορετικά κράτη και τα ζητήματα κύρους των σχετικών αποφάσεων.

58.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης αποκλειστικής δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 24, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα, διαφορές σχετικές με αξιώσεις που απορρέουν από αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται από την πλειοψηφία των μελών ενώσεως συνιδιοκτητών χωρίς νομική προσωπικότητα, αλλά δεσμεύουν όλα τα μέλη, ακόμη και εκείνα που δεν συμφώνησαν με αυτές, πρέπει να θεωρούνται ως διαφορές εκ συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα.

2.      Συμπεράσματα σε σχέση με τα λοιπά προδικαστικά ερωτήματα

1.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

59.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι υποβλήθηκε στο Δικαστήριο για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα. Δεδομένου ότι προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, θα μπορούσε να παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

60.      Εντούτοις, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εφαρμογή αυτή δεν προκύπτει απλώς από το γεγονός ότι μια αγωγή καλύπτεται από την ειδική δικαιοδοσία για διαφορές εκ συμβάσεων δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (51). Πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι εξαιρέσεις από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, ο κανονισμός Ρώμη Ι δεν εφαρμόζεται ιδίως για «τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, […]». Από την εξαίρεση αυτή προκύπτει ότι αξιώσεις καταβολής μιας νομικής ενώσεως έναντι των μελών της δεν πρέπει να εξετάζονται, από απόψεως ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, με βάση τον κανονισμό Ρώμη Ι, μολονότι τέτοιες αξιώσεις θεωρούνται ως «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ο οποίος δεν προβλέπει καμία αντίστοιχη εξαίρεση (52).

2.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

61.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη ΙΙ υποβάλλεται επίσης μόνο για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της προτεινόμενης απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση σε αυτό το ερώτημα.

3.      Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

62.      Αντιθέτως, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού Ρώμη Ι υποβάλλεται για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα, δηλαδή για την περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή της ειδικής δικαιοδοσίας του τόπου εκπληρώσεως συμβατικής υποχρεώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για τις συμβατικές ενοχές.

63.      Ωστόσο, από τις προηγούμενες παρατηρήσεις μου σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι (53) προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να εφαρμοσθεί καταρχήν ως προς την έννομη σχέση που εξετάζεται στο πλαίσιο της κύριας δίκης όπως μαρτυρά και το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, του εν λόγω κανονισμού.

64.      Όπως έχει ήδη επισημανθεί (54) όμως, με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί προφανώς να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν ο χαρακτηρισμός της έννομης σχέσεως στην οποία στηρίζεται η επίδικη αξίωση καταβολής στο πλαίσιο της κύριας δίκης επηρεάζει τις διατάξεις της νομοθεσίας που πρέπει να εφαρμοσθούν για τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως της σχετικής παροχής.

65.      Δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, απόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του (55).

66.      Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ερμηνευτικές αμφιβολίες που προέβαλε το αιτούν δικαστήριο στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης στην οποία στηρίζεται η αγωγή περί καταβολής ως «σύμβασης παροχής υπηρεσιών» (56) ή ως σύμβασης με αντικείμενο «εμπράγματο δικαίωμα» (57) ή ακόμη ως μίσθωσης (58) θα μπορούσαν να εκληφθούν ως συνέχεια της ερμηνευτικής αμφιβολίας σχετικά με το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Υπέρ αυτού συνηγορεί ιδίως το ότι το αιτούν δικαστήριο, στη διάταξή του περί παραπομπής, στηρίζεται στο άρθρο 68 του Zakon za zadalzheniata i dogovorite (βουλγαρικού νόμου περί ενοχών και συμβάσεων) ως προς τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως ορισμένης απαιτήσεως.

67.      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, επομένως, πρέπει να αναδιατυπωθεί και να ερμηνευθεί ως προοριζόμενο να διαπιστωθεί αν ο τόπος εκπληρώσεως της εξεταζόμενης υποχρεώσεως πρέπει να προσδιορισθεί δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.

68.      Όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προβλέπει κανόνα για τον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως της παροχής κατά τρόπο αυτοτελή στο πλαίσιο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική σύμβαση δεν περιέχει διαφορετική συμφωνία. Βάσει του κανόνα αυτού, κρίσιμος είναι ο τόπος όπου, δυνάμει της συμβάσεως, έγινε ή έπρεπε να πραγματοποιηθεί η παροχή που προβλέπει η σύμβαση –δηλαδή, η παροχή υπηρεσιών.

69.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες I, το γράμμα του οποίου συμπίπτει με εκείνο του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα, «η έννοια των υπηρεσιών προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστον, ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες ασκεί συγκεκριμένη δραστηριότητα έναντι αμοιβής» (59) (60).

70.      Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα με ποιον τρόπο συνδέονται οι συνεισφορές που παρέχουν οι συνιδιοκτήτες, την καταβολή των οποίων αφορά η κύρια δίκη, με τη διαχειριστική δραστηριότητα της ενώσεως συνιδιοκτητών. Η δραστηριότητα συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στη συντήρηση του ακινήτου και στη σύναψη συμβάσεων διαφορετικής φύσεως με τρίτους στο πλαίσιο ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής, παραδείγματος χάρη με σκοπό τον καθαρισμό και τη συντήρηση των κοινόχρηστων χώρων του ακινήτου, την εκτέλεση επισκευών ή τον ενεργειακό εφοδιασμό.

71.      Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω δραστηριότητα μέριμνας δεν ασκείται κατ’ ανάγκη έναντι αμοιβής. Τούτο συμβαίνει μόνο στην περίπτωση που η διαχείριση ακινήτου αποτελούμενου από ιδιόκτητα διαμερίσματα ανατίθεται σε εξειδικευμένο πάροχο υπηρεσιών –και δεν ασκείται, παραδείγματος χάρη, εθελοντικά από έναν εκ των συνιδιοκτητών. Επιπλέον, οι συνεισφορές που καταβάλλουν οι συνιδιοκτήτες στην ένωση καλύπτουν σε σημαντικό βαθμό φόρους και τέλη και, ως εκ τούτου, δεν προορίζονται για την εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων έναντι τρίτων που ενεργούν εξ ονόματος και για λογαριασμό της ενώσεως συνιδιοκτητών.

72.      Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων σχετικά με τη μικτή ή τουλάχιστον ανομοιόμορφη φύση των εν λόγω συνεισφορών, εκτιμώ ότι οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας κατά τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας (61) επιτάσσουν να μην εφαρμοσθεί το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης.

73.      Κατά συνέπεια, ο τόπος εκπληρώσεως θα έπρεπε να προσδιορισθεί δυνάμει του –κατά το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα– επικουρικού κανόνα του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα, βάσει του οποίου ισχύει δωσιδικία για διαφορές εκ συμβάσεων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής στον τόπο «όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή».

74.      Σύμφωνα με τον λεγόμενο κανόνα Tessili (62), για τον δέοντα προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως είναι κρίσιμο το lex causae που πρέπει να εφαρμοσθεί με βάση τους εφαρμοστέους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους, τα δικαστήρια του οποίου έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν της διαφοράς.

75.      Συναφώς, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι ο τόπος εκπληρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, θα έπρεπε να προσδιορισθεί με βάση τη συγκεκριμένη επίδικη υποχρέωση (63) –στην περίπτωση της κύριας δίκης, δηλαδή, την υποχρέωση καταβολής και όχι την παροχή που προβλέπει η σύμβαση όπως στο στοιχείο βʹ.

76.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να αναδιατυπώσει το τέταρτο ερώτημα, προκειμένου να αποσαφηνίσει τη σχέση του με το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα και να δώσει την εξής απάντηση:

Το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι

–        η άσκηση διαχειριστικής δραστηριότητας εκ μέρους ενώσεως συνιδιοκτητών στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με δαπάνες για τη συντήρηση κτηρίου δεν συνιστά «παροχή υπηρεσιών» κατά την έννοια του στοιχείου βʹ, δεύτερη περίπτωση·

–        ο τόπος όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί υποχρέωση καταβολής που προκύπτει από τέτοιες αποφάσεις πρέπει να προσδιορίζεται με βάση το εφαρμοστέο καθεστώς που ρυθμίζει την εξεταζόμενη έννομη σχέση σύμφωνα με τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους του οποίου τα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν της διαφοράς κατ’ εφαρμογήν του στοιχείου αʹ.

VII. Πρόταση

77.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Okrazhen sad – Blagoevgrad (περιφερειακού δικαστηρίου Blagoevgrad, Βουλγαρία) ως εξής:

1)      Υπό την επιφύλαξη τυχόν αποκλειστικής δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 24, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, σημείο 4, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (Βρυξέλλες Iα), διαφορές σχετικές με αξιώσεις που απορρέουν από αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται από την πλειοψηφία των μελών ενώσεως συνιδιοκτητών χωρίς νομική προσωπικότητα, αλλά δεσμεύουν όλα τα μέλη, ακόμη και εκείνα που δεν συμφώνησαν με αυτές, πρέπει να θεωρούνται ως διαφορές εκ συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (Βρυξέλλες Iα).

2)      Το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (Βρυξέλλες Ια) πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι

–      η άσκηση διαχειριστικής δραστηριότητας από τα όργανα ενώσεως συνιδιοκτητών στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με δαπάνες για τη συντήρηση κτηρίου δεν συνιστά «παροχή υπηρεσιών» κατά την έννοια του στοιχείου βʹ, δεύτερη περίπτωση·

–      ο τόπος όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί υποχρέωση καταβολής που προκύπτει από τέτοιες αποφάσεις πρέπει να προσδιορίζεται με βάση το εφαρμοστέο καθεστώς που ρυθμίζει την εξεταζόμενη έννομη σχέση σύμφωνα με τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους του οποίου τα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν της διαφοράς κατ’ εφαρμογήν του στοιχείου αʹ.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 6) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ια).


3      Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6) (στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι).


4      Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ 2007, L 324, σ. 79) (στο εξής: κανονισμός περί επιδόσεως).


5      Πρβλ. ιδίως απόφαση της 3ης Μαρτίου 1994, Eurico Italia κ.λπ. (C‑332/92, C‑333/92 και C‑335/92, EU:C:1994:79, σκέψεις 11 και 13).


6      Βλ., παραδείγματος χάρη, την υποχρέωση αναστολής της διαδικασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού περί επιδόσεως σε συνδυασμό με το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα, μέχρι να διαπιστωθεί η δέουσα διαβίβαση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου.


7      Βλ., σχετικά με την έννομη συνέπεια της παραλείψεως επιδόσεως, καθώς και της εσφαλμένης ή μη έγκαιρης επιδόσεως στο πλαίσιο της αναγνωρίσεως, το άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.


8      Peiffer E./Peiffer M., σε Paulus D./Peiffer E./Peiffer M., Europäische Gerichtsstands- und Vollstreckungsverordnung (Brüssel Ia), Kommentar, άρθρο 28, σημεία 18 και 29.


9      Queirolo I., σε Magnus/Mankowski (επιμ.), ECPIL Commentary of Brussels Ibis Regulation, άρθρο 28, σημείο 20. Βλ., σχετικά, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση A (C‑112/13, EU:C:2014:207, σημεία 53 επ.), και απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 (C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψεις 51 επ.).


10      Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, Beck και Bergdorf (C‑355/97, ΕU:C:1999:391, σκέψη 22), της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, ECLI:EU:C:2018:25, σκέψη 45), της 29ης Μαΐου 2018, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ. (C‑426/16, EU:C:2018:335, σκέψη 31), και της 25ης Ιουλίου 2018, Confédération paysanne κ.λπ. (C‑528/16, EU:C:2018:583, σκέψη 73).


11      Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου η οποία παρατίθεται στην υποσημείωση 10 προκύπτει ότι το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί.


12      Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 73).


13      Βλ. σημείο 5 των παρουσών προτάσεων.


14      Συναφώς, το γερμανικό κείμενο της διατάξεως αυτής [«wenn ein Vertrag oder Ansprüche aus einem Vertrag den Gegenstand des Verfahrens bilden»] διαφέρει από τα κείμενα άλλων γλωσσών τα οποία είναι εν μέρει πιο αόριστα (αγγλικό κείμενο: «matters relating to a contract», ισπανικό κείμενο: «materia contractual», γαλλικό κείμενο: «en matière contractuelle», ουγγρικό κείμενο: «egy szerződés», ιταλικό κείμενο: «materia contrattuale», ρουμανικό κείμενο: «materie contractuală»).


15      Βλ., σχετικά, και άρθρο 27 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.


16      Καθώς και για τις μισθώσεις ακινήτων.


17      Βλ. σημείο 6 των παρουσών προτάσεων.


18      Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ι).


19      Πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda (C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψη 32), με παραπομπή στην απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, ERGO Insurance και Gjensidige Baltic (C‑359/14 και C‑475/14, ΕU:C:2016:40, σκέψη 43).


20      Σχετικά με τους συστηματικούς και τελολογικούς λόγους της αρχής αυτής, βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Schmidt (C‑417/15, EU:C:2016:535, σημεία 35 και 37) και την απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016 στην ίδια υπόθεση (EU:C:2016:881, σκέψη 28 επ.).


21      Απόφαση Schmidt (C‑417/15, ΕU:C:2016:881, σκέψη 31), με παραπομπή στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Komu κ.λπ. (C‑605/14, EU:C:2015:833, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Απόφαση Schmidt (C‑417/15, ΕU:C:2016:881, σκέψη 30), επίσης με παραπομπή στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Komu κ.λπ. (C‑605/14, EU:C:2015:833, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      Κατά το άρθρο 397, παράγραφος 1, του βουλγαρικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο πλαίσιο αυτό μπορεί να επιβληθεί, προφανώς, στον οφειλέτη δικαστική απαγόρευση της διαθέσεως ακινήτου.


      Βλ. https://e-justice.europa.eu/content_interim_and_precautionary_measures-78-bg-de.do?member=1 (τελευταία ενημέρωση: 26.11.2018).


24      Κατά τρόπο σύμφωνο προς την προσέγγιση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση Komu κ.λπ. (C‑605/14, EU:C:2015:833) ότι αίτηση λύσεως της συγκυριότητας επί ακινήτων με εκποίησή τους, η υλοποίηση της οποίας ανατίθεται σε διαχειριστή, καλύπτεται από τη δωσιδικία για τις υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων.


25      Εάν, στην προκειμένη περίπτωση, θεωρηθεί ότι η δικαιοδοσία των βουλγαρικών δικαστηρίων δυνάμει του άρθρου 24, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια στηρίζεται στο αίτημα διασφαλίσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, η δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών θα μπορούσε να θεμελιωθεί ενδεχομένως και στο άρθρο 8, σημείο 4, του κανονισμού σε σχέση με την εξασφαλισμένη χρηματική απαίτηση που διεκδικείται με την αγωγή.


26      Στο σημείο αυτό όμως διαφέρουν επίσης τα κείμενα ορισμένων γλωσσών: παραδείγματος χάρη, στο αγγλικό κείμενο γίνεται λόγος για «companies or other legal persons or associations of natural or legal persons».


27      Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, Hassett και Doherty (C‑372/07, EU:C:2008:534, σκέψη 26).


28      Βλ. σχετικά σημείο 40 των παρουσών προτάσεων.


29      Αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2016, Schmidt (C‑417/15, EU:C:2016:881, σκέψη 26), και της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 31).


30      Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7).


31      Πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda (C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψη 27). Βλ., επίσης, την εσχάτως εκδοθείσα απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Kuhn (C‑308/17, EU:C:2018:911, σκέψη 31).


32      Αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 38), και της 21ης Απριλίου 2016, Austro-Mechana (C‑572/14, EU:C:2016:286, σκέψη 34).


33      Αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Česka spořitelna (C‑419/11, ΕU:C:2013:165, σκέψη 46), της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 39), και της 21ης Απριλίου 2016, Austro-Mechana (C‑572/14, EU:C:2016:286, σκέψη 35). Βλ. επίσης, σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992, Handte (C‑26/91, EU:C:1992:268, σκέψη 15).


34      Αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda (C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψη 28), της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 47), της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 39), και της 21ης Απριλίου 2016, Austro-Mechana (C‑572/14, EU:C:2016:286, σκέψη 36).


35      Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 13).


36      Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ. (C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 54).


37      Απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Flightright κ.λπ. (C‑274/16, C‑447/16 και C‑448/16, ΕU:C:2018:160, σκέψη 64). Βλ. προγενέστερη απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Rehder (C‑204/08, EU:C:2009:439, σκέψη 28).


38      Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1).


39      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler (C‑27/02, EU:C:2005:33, σκέψη 53) (υπόσχεση κέρδους).


40      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler (C‑27/02, EU:C:2005:33, σκέψη 48).


41      Απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo (C‑196/15, EU:C:2016:559, σκέψεις 18 και 19), με παραπομπή στην απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, ÖFAB (C‑147/12, ΕU:C:2013:490, σκέψεις 30 και 31).


42      Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 13).


43      Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 13).


44      Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, Powell Duffryn (C‑214/89, EU:C:1992:115), σχετικά με την εφαρμογή έναντι μετόχων μιας συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας προβλεπόμενης στα καταστατικά εταιρίας, καθώς και με την προαναφερθείσα απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler (C‑27/02, EU:C:2005:33, σκέψη 45).


45      Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 18).


46      Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι δαπάνες συντηρήσεως, στις οποίες συμμετέχουν όλοι οι συνιδιοκτήτες ανάλογα με τα ιδανικά μερίδια που κατέχουν, αποφασίζονται κατά πλειοψηφία από τη συνέλευση των συνιδιοκτητών. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας της σχετικής αποφάσεως, επομένως, δεν εξαρτάται από το αν ένας συνιδιοκτήτης έχει υποστηρίξει την απόφαση ή όχι.


47      Στην υπόθεση C‑421/18, το Δικαστήριο θα πρέπει να διευκρινίσει αν οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να μεταφερθούν και στην περίπτωση που δικηγορικός σύλλογος προβάλλει ενδίκως αξιώσεις καταβολής συνδρομών έναντι ενός μέλους του.


48      Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 14).


49      Αυτός συμπίπτει και με την τοποθεσία του ακινήτου.


50      Σχετικά με τον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως, βλ. τις παρατηρήσεις μου επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος, κατωτέρω, σημεία 62 επ.


51      Συναφώς, η αναφορά της Επιτροπής στην απαίτηση συμφωνίας δεν είναι πειστική.


52      Βλ. επίσης, Von Hein σε Rauscher, Großkommentar EuZPR/EuIPR, τόμος III, Rom I-VO, Rom II-VO, 4η έκδοση, 2015, άρθρο 1 του κανονισμού Ρώμη Ι, σημείο 47.


53      Βλ. σημείο 60 των παρουσών προτάσεων.


54      Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


55      Βλ. πρόσφατη απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Smith (C‑122/17, EU:C:2018:631, σκέψη 34). Βλ., επίσης, ιδίως την απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige (C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 72).


56      Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια της παροχής υπηρεσιών κατά το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα αντιστοιχεί στην ίδια έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Ρώμη Ι. Πρβλ. Paulus, σε Paulus/Peiffer/Peiffer, Kommentar zur VO (EU) Nr. 1215/2012, άρθρο 7, σημείο 97 με περαιτέρω παραπομπές.


57      Βλ. σχετικά, ανωτέρω, όσον αφορά το άρθρο 24, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, σημεία 33 επ.


58      Βλ. σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.


59      Βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Falco Privatstiftung και Rabitsch (C‑533/07, EU:C:2009:257, σκέψη 29). Βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo (C‑196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 37).


60      Κατά την ερμηνεία της προϋποθέσεως αυτής όμως το Δικαστήριο εκτιμά ότι αρκεί η απόκτηση «οικονομικής αξίας» ως αντιπαροχής, όταν δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής. Βλ., παραδείγματος χάρη, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Corman-Collins (C‑9/12, EU:C:2013:860, σκέψη 40).


61      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.


62      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, Industrie tessili italiana Como (12/76, EU:C:1976:133).


63      Πάγια νομολογία μετά την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, De Bloos (14/76, EU:C:1976:134).