Language of document :

Προσφυγή της 30ής Απριλίου 2006 - Claudia Gualtieri κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-53/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Claudia Gualtieri (Βρυξέλλες, Βέλγιο) [εκπρόσωποι: P. Gualtieri και M. Gualtieri, δικηγόροι]

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

    να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Διευθυντή Προσωπικού και Διοικήσεως της 30ής Ιανουαρίου 2006, με την οποία απορρίφθηκε η υπ' αριθ. R/783/05 ένστασή της που πρωτοκολλήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2005 και είχε ως αντικείμενο την ακύρωση της κοινοποιηθείσας στις 5 Σεπτεμβρίου 2005 αποφάσεως της Γενικής Διευθύνσεως "Διοίκηση", με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της να της αναγνωρισθεί δικαίωμα πλήρους ημερήσιας αποζημιώσεως·

να ακυρώσει την κοινοποιηθείσα στις 5 Σεπτεμβρίου 2005 απόφαση·

να ακυρώσει όλα τα έγγραφα που κοινοποιούνταν στην προσφεύγουσα σε μηνιαία βάση και τα οποία αφορούσαν τον καθορισμό της εν λόγω ημερήσιας αποζημιώσεως·

να υποχρεώσει την καθής να της καταβάλει, από 1ης Ιανουαρίου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2005, την ημερήσια και τη μηνιαία αποζημίωση που προβλέπει η απόφαση της Επιτροπής για τους αποσπασμένους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών (στο εξής: ΑΕΚΜ)·

επικουρικώς, να υποχρεώσει την καθής να της καταβάλει τις ως άνω αποζημιώσεις από 2 Φεβρουαρίου 2005, ήτοι από την ημερομηνία του εν τοις πράγμασι χωρισμού της προσφεύγουσας και του συζύγου της και της παύσεως της συμβιώσεώς τους ή, όλως επικουρικώς, από 4 Ιουλίου 2005, ημερομηνία καταθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο των Βρυξελλών της αγωγής διαζυγίου, και έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα, εμπειρογνώμων κράτους μέλους αποσπασμένη στην Επιτροπή, υποστηρίζει ότι η μείωση του ύψους της ημερήσιας αποζημιώσεώς της στο 25% του ποσού που προβλέπεται από τις διατάξεις περί ΑΕΚΜ και η μη καταβολή της μηνιαίας αποζημιώσεως που προβλέπεται από τις ίδιες διατάξεις είναι παράνομες.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, καταρχάς, ότι στις πράξεις που προηγήθηκαν της εκ μέρους της αναλήψεως καθηκόντων αναφερόταν ρητώς ότι οι εν λόγω αποζημιώσεις, οι οποίες έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής, θα καταβάλλονταν πλήρως, παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε δηλώσει ότι ήταν σύζυγος υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατοικούσε στις Βρυξέλλες. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η εργασιακή σχέση, οι όροι της οποίας έλαβαν την τελική τους μορφή στις 7 Ιανουαρίου 2004, βασίσθηκε σε αυτά τα στοιχεία και ότι οι οικονομικοί όροι δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν μονομερώς.

Η προσφεύγουσα βάλλει επίσης κατά του παράνομου, κατά το άρθρο 241 ΕΚ, χαρακτήρα του άρθρου 20, παράγραφος 3, της αποφάσεως περί ΑΕΚΜ. Κατά την προσφεύγουσα, η διάταξη αυτή, αφενός, εισάγει διάκριση εις βάρος των μελών νόμιμης οικογένειας και υπέρ των ατόμων που επιλέγουν το καθεστώς ελεύθερης συμβιώσεως. Αφετέρου, οδηγεί σε διακριτική μεταχείριση, καθόσον δεν επιτρέπει στην προσφεύγουσα να λάβει τις πρόσθετες αμοιβές επί ίσοις όροις με τους λοιπούς ΑΕΚΜ, έγγαμους ή μη. Όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εν λόγω διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στα άρθρα 2, 3, 13 και 141 ΕΚ, καθώς και στην οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως [της] φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής1.

____________

1 - ΕΕ L 180 της 19.07.2000, σ. 22.