Language of document : ECLI:EU:F:2015:23

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Μαρτίου 2015 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προσφυγή ακυρώσεως — Άρθρο 12α του ΚΥΚ — Εσωτερικός κανονισμός της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας — Άρθρο 24 του ΚΥΚ — Αίτηση αρωγής — Πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Δεν υφίσταται — Ρόλος και εξουσίες της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας — Προαιρετική αίτηση γνωμοδοτήσεως από τον υπάλληλο — Αγωγή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση F‑124/13,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

CW, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον C. Bernard-Glanz, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου από τις E. Taneva και M. Dean,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Barents, πρόεδρο, E. Perillo και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 19 Δεκεμβρίου 2013, η CW ζητεί συγκεκριμένα, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 8ης Απριλίου 2013, περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής που υπέβαλε λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως της οποίας εκτιμά ότι υπήρξε θύμα συνεπεία της συμπεριφοράς των ιεραρχικώς προϊσταμένων της και, αφετέρου, να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να της καταβάλει αποζημίωση.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 31του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιγράφεται «Δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας», προβλέπει τα εξής στην παράγραφο 1:

«Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του.»

3        Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την ισχύουσα επί της υπό κρίση διαφοράς εκδοχή του (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει:

«Ως “ηθική παρενόχληση”, νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.»

4        Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει:

«Η Ένωση παρέχει βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων, [δυσφημίσεων] ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.»

5        Την 21η Φεβρουαρίου 2006, το Κοινοβούλιο εξέδωσε νέο «[εσωτερικό κανονισμό της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στο χώρο εργασίας]» για την εφαρμογή του άρθρου 12α του ΚΥΚ (στο εξής: εσωτερικός κανονισμός). Από το άρθρο 9 του εσωτερικού κανονισμού προκύπτει ότι οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού του εν λόγω θεσμικού οργάνου το οποίο αντιμετωπίζει πρόβλημα δυνάμενο να συνιστά παρενόχληση ή το οποίο θεωρεί ότι υπάρχει πρόβλημα τέτοιου είδους στο περιβάλλον εργασίας του μπορεί να υποβάλει το ζήτημα στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας (στο εξής: επιτροπή ή συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση). Το άρθρο 11 του εσωτερικού κανονισμού προβλέπει ότι μέλος του προσωπικού που αισθάνεται θύμα παρενοχλήσεως πρέπει να γίνεται δεκτό σε ακρόαση από την επιτροπή εντός δέκα εργασίμων ημερών από την υποβολή της αιτήσεως του εν λόγω προσώπου. Κατά τους όρους των άρθρων 12 έως 14 του εσωτερικού κανονισμού, η επιτροπή δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να απευθύνει συστάσεις προς τη διεύθυνση προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα· οφείλει, προκειμένου να διασφαλίσει την απρόσκοπτη διεκπεραίωση της υποθέσεως, να παραμείνει σε επαφή με το ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού και, εάν χρειασθεί, με τους ιεραρχικώς ανωτέρους του· και, εάν το πρόβλημα συνεχισθεί, η εν λόγω επιτροπή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου η οποία περιλαμβάνει προτάσεις ως προς την ενέργεια ή τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν και, οσάκις τούτο ενδείκνυται, μπορεί να του ζητήσει οδηγίες για τη διενέργεια εμπεριστατωμένης εξετάσεως.

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

6        Στις 6 Οκτωβρίου 2003, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσλήφθηκε ως επικουρική υπάλληλος στο Κοινοβούλιο. Αρχικά τοποθετήθηκε στο σλοβακικό τμήμα διερμηνείας της διευθύνσεως διερμηνείας της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Υποδομές και Διερμηνεία», νυν ΓΔ «Διερμηνεία και Συνέδρια». Από τις 8 Οκτωβρίου 2004, προσλήφθηκε ως έκτακτη υπάλληλος στο ίδιο αυτό τμήμα.

7        Την 1η Οκτωβρίου 2008, η προσφεύγουσα-ενάγουσα διορίστηκε δόκιμη υπάλληλος στο Κοινοβούλιο και τοποθετήθηκε στο τσεχικό τμήμα διερμηνείας (στο εξής: τμήμα). Μονιμοποιήθηκε την 1η Ιουλίου 2009.

8        Από το 2008 έως το 2010, η προσφεύγουσα-ενάγουσα και η H. ήταν συνάδελφοι στο τμήμα. Όταν κενώθηκε η θέση του προϊσταμένου τμήματος, αμφότερες υπέβαλαν υποψηφιότητα. Κατόπιν της διαδικασίας επιλογής, η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας-ενάγουσας απορρίφθηκε και έγινε δεκτή αυτή της H. (στο εξής: προϊσταμένη τμήματος), η οποία διορίσθηκε στην εν λόγω θέση στις 17 Μαΐου 2010.

9        Οι σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και της προϊσταμένης τμήματος επιδεινώθηκαν, ιδίως κατόπιν συγκεντρώσεως του τμήματος που πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου 2011 (στο εξής: συγκέντρωση της 23ης Μαΐου 2011).

10      Συναφώς, τον Μάϊο 2011, κατόπιν της συντάξεως καταλόγου ερωτημάτων του τμήματος εν όψει συναντήσεως με τη διεύθυνση προγραμματισμένης για τις 13 Μαΐου 2011, ανέκυψε διαφωνία μεταξύ, αφενός, της προσφεύγουσας‑ενάγουσας και πολλών άλλων μελών του τμήματος και, αφετέρου, της προϊσταμένης τμήματος και των μελών του τμήματος που την υποστήριξαν. Κατ’ ουσίαν, τα ερωτήματα που είχαν προετοιμασθεί υπό την αιγίδα συναδέλφου της προσφεύγουσας-ενάγουσας, της CQ, υποβλήθηκαν ως είχαν στον διευθυντή της διευθύνσεως της διερμηνείας (στο εξής: διευθυντής) με τη μεσολάβηση της προϊσταμένης τμήματος. Ο διευθυντής αντέδρασε ζωηρά, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο περιεχόμενο των προτεινομένων ερωτημάτων, αμφισβητώντας το κατά πόσον αντιπροσώπευαν την άποψη του συνόλου των μελών του τμήματος. Συναφώς, η προϊσταμένη τμήματος απέστειλε, στις 12 Μαΐου 2011, προς καθένα από τα μέλη του προσωπικού του τμήματος μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την εξής διατύπωση: «[…] Τα ερωτήματα επ’ ονόματι των διερμηνέων του θαλάμου [διερμηνείας του τμήματος] προετοιμάσθηκαν εν όψει της αυριανής συναντήσεως με τη διεύθυνση. Είχες λάβει γνώση των ερωτημάτων αυτών και εκφράζουν επίσης καθ’ ολοκληρίαν την άποψή σου; […]»

11      Κατά τη συγκέντρωση της 23ης Μαΐου 2011, ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, από την προϊσταμένη τμήματος να διευκρινίσει τον λόγο για τον οποίο είχε αποστείλει το μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Μαΐου 2011 προς τα μέλη του τμήματος. Ακολούθησε πολύμηνη αντιπαράθεση όσον αφορά τη σύνταξη της τελικής εκδοχής των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011. Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα και πολλοί από τους συναδέλφους της, μεταξύ των οποίων η CQ, αμφισβήτησαν επανειλημμένα το περιεχόμενο των εν λόγω πρακτικών και ζήτησαν από την προϊσταμένη τμήματος, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απεστάλη προς ολόκληρο το τμήμα, να τους γνωρίσει τη νομική βάση που της παρείχε τη δυνατότητα να διαμορφώσει, σε τελική μορφή, το περιεχόμενο των πρακτικών της επίμαχης συγκεντρώσεως. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2011, μετά από διαβούλευση με τον διευθυντή και αναγνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε γραπτός κανόνας επί του ζητήματος, η προϊσταμένη τμήματος απέστειλε προς τα μέλη του τμήματος μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο τους εξέθετε τις αρχές που διέπουν την έκδοση των πρακτικών, ιδίως το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα, υπό την ιδιότητά της ως προϊσταμένη τμήματος, να αρνηθεί τη διόρθωση των πρακτικών συγκεντρώσεως οσάκις η αιτούμενη διόρθωση δεν απηχούσε τα διαμειφθέντα κατά τη συγκέντρωση. Στις 6 Οκτωβρίου 2011, η προσφεύγουσα-ενάγουσα απέστειλε εκ νέου μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς το σύνολο του τμήματος, περιλαμβανομένης της προϊσταμένης τμήματος, επί του θέματος των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011.

12      Στις 17 Φεβρουαρίου 2012, ο διευθυντής απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα προκειμένου αυτή να εκτελέσει τις υποδείξεις που της είχε απευθύνει με σημείωμα, της 1ης του ίδιου μήνα, το οποίο της είχε εγχειρίσει, ήτοι να ζητήσει συγγνώμη, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απευθυνόμενο προς τα μέλη του τμήματος, συμπεριλαμβανομένης της προϊσταμένης τμήματος, για τον λόγο ότι είχε υπονοήσει ότι η προϊσταμένη τμήματος είχε παραβεί τους κανόνες σχετικά με τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων για τα μαθήματα γλωσσών που είχαν οργανωθεί κατά τη θερινή περίοδο.

13      Στις 19 Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εξήγησε, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση (στο εξής: πρόεδρος της επιτροπής) ότι, «[α]πό την 1η Φεβρουαρίου 2012, [ήταν] εκτεθειμένη σε τεράστια πίεση ασκούμενη από τους δύο ανωτέρους [της], [ότι βρισκόταν] σε πολύ δύσκολη θέση και [ότι] θα επιθυμούσ[ε] να ζητήσει επαγγελματική συνδρομή επί του εν λόγω θέματος». Μολονότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα, με το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, είχε ζητήσει από τον πρόεδρο της επιτροπής να την ενημερώσει επί της δυνατότητας συναντήσεώς τους εντός συντόμου διαστήματος, ο τελευταίος δεν απάντησε γραπτώς στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Κατόπιν αυτού, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικοινώνησε με τη W., γραμματέα της επιτροπής, η οποία, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της επομένης, της απάντησε ότι ο πρόεδρος της επιτροπής βρισκόταν υπό μετεγκατάσταση σε νέο γραφείο, γεγονός που πιθανώς εξηγούσε το ότι δεν είχε λάβει τα μηνύματά του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και της πρότεινε να επικοινωνήσει με την E.-H. ή με την R., αμφότερες μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση, προς τις οποίες είχε επίσης κοινοποιηθεί το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της γραμματείας. Χωρίς να έχει απευθείας επικοινωνήσει με οποιοδήποτε από τα εν λόγω μέλη, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, με απαντητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας Φεβρουαρίου 2012, το οποίο επίσης κοινοποιήθηκε προς τον πρόεδρο της επιτροπής, επισήμανε στη W. ότι επιθυμούσε να συμβουλευθεί τον πρόεδρο της επιτροπής το συντομότερο δυνατόν. Η W. της επιβεβαίωσε τότε ότι το μήνυμά της θα διαβιβαζόταν στον πρόεδρο της επιτροπής το ταχύτερο δυνατόν. Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, ο πρόεδρος της επιτροπής δεν έδωσε συνέχεια στα εν λόγω μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

14      Στις 29 Μαρτίου 2012, η προσφεύγουσα-ενάγουσα έλαβε σημείωμα του διευθυντή που την πληροφορούσε ότι, λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης καταστάσεως της υγείας της, απαλλασσόταν από τα δευτερεύοντα καθήκοντα σε σχέση με αυτά της διερμηνείας. Έκτοτε, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκτέλεσε μόνον τα κύρια καθήκοντά της, ήτοι διερμηνεία στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) καθώς και στους άλλους δύο τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου. Συνέχισε επίσης να μετέχει, μεταξύ άλλων, σε μάθημα πολωνικής γλώσσας. Επιπλέον, κατόπιν συναντήσεως που έλαβε χώρα στις αρχές Ιουνίου 2013, ο διευθυντής επιβεβαίωσε, με σημείωμα της 11ης Ιουνίου 2013 απευθυνόμενο προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα με κοινοποίηση προς την προϊσταμένη τμήματος, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε εφεξής την άδεια να παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής καταρτίσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

15      Στις 4 Ιουλίου 2012, διορίσθηκε νέος πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση (στο εξής: νέος πρόεδρος της επιτροπής) και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Κοινοβουλίου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσκλήθηκε στη συνέχεια επανειλημμένως να επικοινωνήσει με την επιτροπή.

16      Στις 5 Φεβρουαρίου 2013, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε στο Κοινοβούλιο, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτηση αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ (στο εξής: αίτηση αρωγής). Προς στήριξη της εν λόγω αιτήσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα παρέσχε λεπτομερή περιγραφή δεκατεσσάρων περιστατικών ή συμβάντων τα οποία, κατ’ αυτήν, θεωρούμενα μεμονωμένως ή από κοινού, συνιστούσαν ηθική παρενόχληση από μέρους της προϊσταμένης του τμήματός της και του διευθυντή της. Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα τόνισε επίσης ότι ο εν λόγω κατάλογος περιστατικών δεν ήταν εξαντλητικός και ότι «[το] θεσμικό όργανο, ενώπιον του οποίου είχ[αν] υποβληθεί [από τη CQ] επίσημη αίτηση αρωγής και διοικητική ένσταση, [είχε] πλήρη γνώση της καταστάσεως και [είχε] παράσχει εντολή στον γενικό διευθυντή [της ΓΔ “Διερμηνεία και Συνέδρια”] να ερευνήσει την υπόθεση». Διατεινόταν περαιτέρω ότι η προβαλλόμενη παρενόχληση που την αφορούσε λάμβανε διάφορες μορφές, όπως «παραπλανητικές επικοινωνίες [“deceptive or misleading communications”], άρνηση επικοινωνίας, απαξιωτικά σχόλια, απόπειρες δημόσιου εξευτελισμού, δυσφήμιση, πιέσεις, εκφοβισμούς και απειλές, ή αδικαιολόγητη στέρηση επαγγελματικών καθηκόντων». Όλα τα εν λόγω συμβάντα την είχαν οδηγήσει σε «burnout» που δικαιολογούσε τη θέση της σε παρατεταμένη αναρρωτική άδεια.

17      Με την αίτηση αρωγής, με την οποία αποδοκίμαζε το γεγονός ότι, παρά τις αιτήσεις και υπενθυμίσεις της, ο πρόεδρος της επιτροπής ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της επιτροπής δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της σε συνέχεια του μηνύματός της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 19ης Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζήτησε από το Κοινοβούλιο, αφενός, να τοποθετήσει την προϊσταμένη του τμήματός της και/ή τον διευθυντή της σε άλλη θέση εργασίας ή να λάβει απόφαση με ισοδύναμο αποτέλεσμα προς προστασία της από την κακή τους συμπεριφορά και, αφετέρου, να διεξαγάγει έρευνα ευρείας κλίμακος επί των μεθόδων διοικήσεως και επί της συμπεριφοράς των ιεραρχικώς προϊσταμένων της.

18      Με επιστολή της 5ης Μαρτίου 2013, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Προσωπικό» (στο εξής: γενικός διευθυντής προσωπικού), υπό την ιδιότητά του ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), εκφράζοντας τη λύπη του για το γεγονός ότι η πρώτη άκαρπη προσπάθεια της προσφεύγουσας-ενάγουσας να επικοινωνήσει με τη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση τον Φεβρουάριο 2012 «δεν οδήγησε σε ευρείας κλίμακας εξέταση των καταγγελιών [της]», συνέστησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα να απευθυνθεί στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση η οποία, διαθέτοντας ευρείες εξουσίες προς ενδελεχή εξέταση όλων των ενδεχομένων περιπτώσεων παρενοχλήσεως και προς διατύπωση συστάσεων, ήταν η πλέον ενδεδειγμένη να εξακριβώσει αν τα γεγονότα που περιέγραφε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα μπορούσαν να θεωρηθούν ψυχολογική παρενόχληση. Προς διευκόλυνση της υποβολής αιτήσεως στην επιτροπή, τα στοιχεία επικοινωνίας του νέου προέδρου της αναγράφονταν στην εν λόγω επιστολή. Εντούτοις, με απαντητική επιστολή του νομικού συμβούλου της της 11ης Μαρτίου του ιδίου έτους, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παρατήρησε εν πρώτοις ότι είχε ήδη «εξαντλήσει τη δυνατότητα αυτή», διότι είχε «επιχειρήσει να διαμαρτυρηθεί προς τη [συμβουλευτική] επιτροπή [για την ηθική παρενόχληση]», στη συνέχεια δε διευκρίνισε ότι είχε υποβάλει αίτηση αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ακριβώς για τον λόγο ότι η επιτροπή, στην οποία είχε απευθυνθεί αρχικά, είχε αποτύχει στην αποστολή της, έτσι όπως αυτή καθορίζεται από τον εσωτερικό κανονισμό. Ο νομικός σύμβουλος της προσφεύγουσας-ενάγουσας διευκρίνισε ότι, στο πλαίσιο αυτό, «θεωρ[ούσε τη] σύσταση [του γενικού διευθυντή προσωπικού] επαίσχυντη και απαράδεκτη».

19      Με απόφαση της 8ης Απριλίου 2013, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα στις 10 Απριλίου, η ΑΔΑ, διά του γενικού διευθυντή προσωπικού, κατόπιν εξετάσεως της αιτήσεως αρωγής και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στο τμήμα της οποίας είχε λάβει γνώση στο πλαίσιο της εξετάσεως καταγγελίας για παρενόχληση που είχε υποβληθεί από συνάδελφο του εν λόγω τμήματος, εν προκειμένω τη CQ (βλ. απόφαση CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214), απέρριψε την αίτηση αρωγής της προσφεύγουσας-ενάγουσας (στο εξής: απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση).

20      Συναφώς, η ΑΔΑ ανέφερε ότι λυπόταν για την άρνηση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας να απευθυνθεί στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση, καθότι η στάση αυτή είχε ως συνέπεια να στερηθεί η ΑΔΑ αυτού που θα συνιστούσε, γι’ αυτήν, «πολύτιμη γνωμάτευση επί των ισχυρισμών της [προσφεύγουσας-ενάγουσας, δεδομένου ότι η συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση] [ήταν] η πλέον ενδεδειγμένη για [τη διεξαγωγή] της έρευνας σε ευρεία κλίμακα που ζητ[ούσε] [η προσφεύγουσα-ενάγουσα]».

21      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απευθύνθηκε στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση, η ΑΔΑ αποφάσισε, κατόπιν εξετάσεως των ογκωδών εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα και αφού έλαβε πληροφορίες περί της καταστάσεως που επικρατούσε στο τμήμα, προερχόμενες από άλλη έρευνα που είχε διεξαχθεί από την επιτροπή εντός του εν λόγω τμήματος, να απορρίψει την αίτηση αρωγής της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Πράγματι, εξετάζοντας καθένα από τα επίμαχα συμβάντα που εξέθεσε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, η ΑΔΑ θεώρησε είτε ότι ήταν ήσσονος σημασίας είτε ότι είχαν ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα της εκθέσεως βαθμολογίας της για το έτος 2011 (στο εξής: έκθεση βαθμολογίας του 2011), είτε, ακόμη, ότι επρόκειτο για θεμιτές αποφάσεις ή συμπεριφορές της ΑΔΑ ή των ιεραρχικώς προϊσταμένων έναντι της συμπεριφοράς της ίδιας της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

22      Στις 9 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της απορριπτικής της αιτήσεως αρωγής αποφάσεως. Με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2013, η ΑΔΑ, διά του γενικού γραμματέως του Κοινοβουλίου, απέρριψε τη διοικητική ένσταση ως προώρως, κατά το στάδιο εκείνο, ασκηθείσα (στο εξής: απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση). Συναφώς, η ΑΔΑ τόνισε ιδιαιτέρως ότι είχε υποχρέωση λήψεως μέτρων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 του ΚΥΚ μόνον εφόσον είχαν αποδειχθεί τα πραγματικά περιστατικά του ιστορικού της αιτήσεως και ότι, στο Κοινοβούλιο, εναπόκειτο ακριβώς στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση να προβεί σε έρευνες προκειμένου περί πραγματικών περιστατικών υποτιθέμενης ηθικής παρενοχλήσεως. Πλην όμως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε αρνηθεί να θέσει την περίπτωσή της υπό τον έλεγχο της επιτροπής.

23      Υπενθυμίζοντας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι, κατά τη νομολογία, η ύπαρξη δύσκολων σχέσεων, ακόμη και η σύγκρουση μεταξύ υπαλλήλου και του ιεραρχικώς προϊσταμένου του δεν συνιστά, καθεαυτή, απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως, η ΑΔΑ την πληροφόρησε ότι είχε ζητήσει από τον νέο πρόεδρο της επιτροπής, που είχε αναλάβει καθήκοντα από τις 4 Ιουλίου 2012, να επικοινωνήσει μαζί της προκειμένου να της εξηγήσει τη διαδικασία ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και να της δώσει τη δυνατότητα, βάσει των πληροφοριών που θα της παρείχε, να αποφασίσει αν θα κινούσε ή όχι τη διαδικασία.

24      Στις 15 Ιανουαρίου 2014, εν προκειμένω μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής, ο νέος πρόεδρος της επιτροπής επικοινώνησε με την προσφεύγουσα-ενάγουσα. Συναντήθηκαν στις 20 του ίδιου μήνα. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, ο νέος πρόεδρος της επιτροπής επιβεβαίωσε τη δυνατότητα της προσφεύγουσας-ενάγουσας να απευθυνθεί στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση ατύπως και «καθ’ ον χρόνο θα θεωρούσε [αυτή] κατάλληλο».

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

25      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να κηρύξει την προσφυγή-αγωγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει την απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση·

–        να ακυρώσει, καθόσον απαιτείται, την απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση·

–        να της επιδικάσει, αφενός, ποσό 50 000 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη και, αφετέρου, να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να της καταβάλει, λόγω της υλικής ζημίας που υπέστη, το τέταρτο του ποσού των ιατρικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε λόγω της επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας της, το σύνολο δε του ποσού νομιμοτόκως έως την καταβολή·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

26      Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη της προσφυγής-αγωγής ως αβάσιμης και την καταδίκη της προσφεύγουσας-ενάγουσας στα δικαστικά έξοδα.

27      Με την προπαρασκευαστική έκθεση ακροατηρίου που επιδόθηκε στους διαδίκους την 21η Νοεμβρίου 2014, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, τους έθεσε ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν προσηκόντως και καθένας από αυτούς είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί των αντιστοίχων απαντήσεών τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα στις 11 Δεκεμβρίου 2014.

28      Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι διέθετε πρόσβαση εξ αποστάσεως στη θυρίδα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της του Κοινοβουλίου και ότι είχε φοιτήσει σε τέσσερα θερινά πανεπιστήμια, στο ένα εκ των οποίων, το 2004, παρακολούθησε μαθήματα στην αγγλική γλώσσα. Από πλευράς του, το Κοινοβούλιο εξήγησε, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την παράλειψη απαντήσεως του προέδρου της επιτροπής στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 19ης Φεβρουαρίου 2012, ότι ο τελευταίος είχε αναλάβει νέα καθήκοντα στις 25 Ιανουαρίου 2012 σε άλλη ΓΔ, τονίζοντας συνάμα ότι είχε εντούτοις επιχειρήσει να επικοινωνήσει με την προσφεύγουσα-ενάγουσα κατόπιν του μηνύματός της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 19ης Φεβρουαρίου 2012. Όσον αφορά την τοποθέτηση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας στο τσεχικό τμήμα, ενώ προηγουμένως ανήκε στο σλοβακικό τμήμα διερμηνείας, το Κοινοβούλιο ανέφερε ότι δεν είχε διατηρήσει στοιχεία για τη καταγγελία περί παρενοχλήσεως που είχε κατατεθεί κατά τον χρόνο εκείνο από την προσφεύγουσα-ενάγουσα και ότι η μεταβολή της τοποθετήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας είχε λάβει χώρα κατά τον διορισμό της ως δόκιμης υπαλλήλου. Όσον αφορά τη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση, το Κοινοβούλιο διευκρίνισε ότι η εν λόγω επιτροπή δεν ήταν κατ’ ουδένα τρόπο αρμόδια να αποφανθεί επ’ ονόματι της ΑΔΑ επί αιτήσεως αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να λάβει απόφαση περί απορρίψεως τέτοιου είδους αιτήσεως.

29      Εξάλλου, με επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, αφενός, διατύπωσε σχόλια, συνοδευόμενα από τρία νέα παραρτήματα, επί της προπαρασκευαστικής εκθέσεως ακροατηρίου και, αφετέρου, υπέβαλε, βάσει του άρθρου 57 του Κανονισμού Διαδικασίας, πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων που αφορούσε, συγκεκριμένα, δύο υπεύθυνες δηλώσεις δύο εκ των συναδέλφων της που ήταν προσαρτημένες στο υπόμνημα αντικρούσεως. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάσισε να συμπεριλάβει τα έγγραφα αυτά στη δικογραφία και να μην περατώσει την προφορική διαδικασία κατά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως προκειμένου να παράσχει στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα υποβολής τυχόν παρατηρήσεων επί των νέων αυτών εγγράφων, πράγμα που το Κοινοβούλιο έπραξε στις 17 Δεκεμβρίου 2014.

30      Περαιτέρω, με την ίδια επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει τη μετάφραση των συντεταγμένων στην τσεχική γλώσσα μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από ανεξάρτητο μεταφραστή, στην περίπτωση που τυχόν εκτιμούσε ότι τα μηνύματα αυτά ήταν κρίσιμα προκειμένου να αποφανθεί στην υπό κρίση υπόθεση, διότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβητούσε, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, την ακρίβεια της μεταφράσεως των εν λόγω μηνυμάτων στην αγγλική γλώσσα που είχε εκπονήσει το Κοινοβούλιο.

31      Στις 18 Δεκεμβρίου 2014, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περάτωσε την προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

1.     Επί του αντικειμένου της προσφυγής-αγωγής

32      Αιτήματα ακυρώσεως στρεφόμενα ρητώς κατά απορριπτικής διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, όταν τα αιτήματα καθεαυτά δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8, και CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 69).

33      Εντούτοις, εν προκειμένω, η αιτιολογία που παρατίθεται στην απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση διαφέρει από εκείνη που παρατίθεται στην απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση, ούτως ώστε τα αιτήματα ακυρώσεως της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως δεν στερούνται αυτοτελούς περιεχομένου και πρέπει, συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί και επί της βασιμότητάς τους. Επιπλέον, η απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση διευκρινίζει ορισμένες πτυχές της αιτιολογίας της απορριπτικής της αιτήσεως αρωγής αποφάσεως. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη του εξελικτικού χαρακτήρα της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η εν λόγω αιτιολογία πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της νομιμότητας της απορριπτικής της αιτήσεως αρωγής αποφάσεως, καθώς η εν λόγω αιτιολογία θεωρείται ότι συμπίπτει με αυτή της εν λόγω πράξεως (βλ. απόφαση Mocová κατά Επιτροπής, F‑41/11, EU:F:2012:82, σκέψη 21).

2.     Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της απορριπτικής της αιτήσεως αρωγής αποφάσεως και της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως

34      Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει ρητώς δύο λόγους ακυρώσεως της απορριπτικής της αιτήσεως αρωγής αποφάσεως και της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει τρία σκέλη: το πρώτο αντλείται από πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από τη συνακόλουθη παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, το δεύτερο από κατάχρηση εξουσίας και το τρίτο από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και της υποχρεώσεως αρωγής, που καθιερώνεται με το άρθρο 24 του ΚΥΚ, καθώς και από την παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως έχει δύο σκέλη: το πρώτο αντλείται από την παράβαση της υποχρεώσεως αρωγής που καθιερώνεται με το άρθρο 24 του ΚΥΚ και το δεύτερο από την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, την παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και την παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη.

35      Τούτου δοθέντος, στα σημεία 112 και 113 της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα διευκρίνισε ρητώς ότι ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως αφορά την ουσιαστική νομιμότητα των αιτιολογιών της απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής όπως αυτές παρατίθενται στην απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, ενώ ο δεύτερος λόγος αφορά την εκτιθέμενη στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως αιτιολογία, που αντλείται από τον φερόμενο χαρακτήρα της διοικητικής ενστάσεως ως προώρως ασκηθείσας. Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί, όπως παραδέχθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, από κατάχρηση εξουσίας και από τη συνακόλουθη παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ καθώς και του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη ενώ ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και της υποχρεώσεως αρωγής που καθιερώνεται με το άρθρο 24 του ΚΥΚ.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις ως προς την έκταση της υποχρεώσεως αρωγής σε περίπτωση ισχυρισμών περί παρενοχλήσεως

36      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 24 του ΚΥΚ θεσπίσθηκε με σκοπό να προστατεύσει τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης από κάθε είδους παρενόχληση ή απαξιωτική μεταχείριση, προερχόμενη όχι μόνον από τρίτους αλλά και από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους τους ή τους συναδέλφους τους (αποφάσεις V. κατά Επιτροπής, 18/78, EU:C:1979:154, σκέψη 15· Schmit κατά Επιτροπής, T‑144/03, EU:T:2005:158, σκέψη 96, και Lo Giudice κατά Επιτροπής, T‑154/05, EU:T:2007:322, σκέψη 135).

37      Δυνάμει της υποχρεώσεως αρωγής, η Διοίκηση οφείλει, ενόψει επεισοδίου που απάδει προς την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επεμβαίνει με όλη την απαιτούμενη ενεργητικότητα και να ανταποκρίνεται με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως ώστε να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να συναγάγει, εν γνώσει του θέματος, τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο αρκεί ο υπάλληλος που ζητεί την προστασία του θεσμικού του οργάνου να προσκομίσει αρχή αποδείξεως ως προς το υποστατό των επιθέσεων που υποστηρίζει ότι υφίσταται. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, το εμπλεκόμενο όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προκαλώντας ιδίως τη διενέργεια έρευνας, προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγείλαντα (αποφάσεις Koutchoumoff κατά Επιτροπής, 224/87, EU:C:1989:38, σκέψεις 15 και 16· Tallarico κατά Κοινοβουλίου, T‑5/92, EU:T:1993:37, σκέψη 31· Campogrande κατά Επιτροπής, T‑136/98, EU:T:2000:281, σκέψη 42· Schochaert κατά Συμβουλίου, T‑136/03, EU:T:2004:229, σκέψη 49, και Lo Giudice κατά Επιτροπής, EU:T:2007:322, σκέψη 136).

38      Όταν προβάλλονται ισχυρισμοί περί παρενοχλήσεως, η υποχρέωση αρωγής περιλαμβάνει, ειδικότερα, το καθήκον της Διοικήσεως να εξετάζει με σοβαρότητα, ταχύτητα και πλήρη εμπιστευτικότητα την καταγγελία περί παρενοχλήσεως και να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για τη συνέχεια που δίδεται στην καταγγελία του (απόφαση Klug κατά EMEA, F‑35/07, EU:F:2008:150, σκέψη 74).

39      Όσον αφορά τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, στην επιλογή των μέτρων και των μέσων για την εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης συνίσταται έτσι αποκλειστικά στην εκτίμηση κατά πόσον το οικείο όργανο παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας του εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (βλ. αποφάσεις Haas κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑3/96, EU:T:1998:202, σκέψη 54· Schmit κατά Επιτροπής, EU:T:2005:158, σκέψη 98, και Lo Giudice κατά Επιτροπής, EU:T:2007:322, σκέψη 137).

40      Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι το θεσμικό όργανο μπορεί να επιβάλει πειθαρχικές κυρώσεις σε υπαλλήλους κατά των οποίων υποβλήθηκε καταγγελία για παρενόχληση, είτε πρόκειται περί ιεραρχικώς προϊσταμένων του φερομένου ως παθόντος είτε όχι, ή να αποφασίσει την τοποθέτησή τους σε άλλη θέση μόνον αν από τη διαταχθείσα διοικητική έρευνα αποδεικνύεται με βεβαιότητα συμπεριφορά των εν λόγω υπάλληλων που παρακωλύει την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας ή θίγει την τιμή και την υπόληψη άλλου υπαλλήλου (αποφάσεις Κατσούφρος κατά Δικαστηρίου, 55/88, EU:C:1989:409, σκέψη 16· Δημητριάδης κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑294/94, EU:T:1996:24, σκέψη 39, και Schmit κατά Επιτροπής, EU:T:2005:158, σκέψη 108).

41      Όσον αφορά την έννοια της «ηθικής παρενοχλήσεως», αυτή ορίζεται ως «καταχρηστική διαγωγή» που, πρώτον, εκδηλώνεται με είδη συμπεριφοράς, προφορικό ή γραπτό λόγο, χειρονομίες ή πράξεις εκδηλούμενες «επί ορισμένο χρονικό διάστημα, κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», γεγονός που σημαίνει ότι η ηθική παρενόχληση πρέπει να νοείται ως διαδικασία με χρονική συνέχεια, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανομένων ή εξακολουθητικών ενεργειών οι οποίες είναι «ηθελημένες» κατ’ αντιδιαστολή προς τις «τυχαίες». Δεύτερον, προκειμένου να υπαχθούν στην έννοια αυτή, απαιτείται οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες, προφορικός ή γραπτός λόγος να έχουν ως αποτέλεσμα να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα προσώπου (βλ. απόφαση CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψεις 76 και 77 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Δεν απαιτείται, συνεπώς, να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή γραπτός ή προφορικός λόγος έχουν εκδηλωθεί με πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα προσώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση χωρίς να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο που παρενοχλεί επεδίωξε, με τις ενέργειές του, να υποτιμήσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει εσκεμμένως τις συνθήκες εργασίας του. Αρκεί οι εν λόγω ενέργειες, εφόσον ήταν εκούσιες, να προκάλεσαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες (βλ. αποφάσεις Cantisani κατά Επιτροπής, F‑71/10, EU:F:2012:71, σκέψη 89, και CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 77, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Τέλος, δεδομένου ότι η κρίσιμη ενέργεια πρέπει, βάσει του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, να έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, έπεται ότι ο χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως «παρενοχλήσεως» υπόκειται στην προϋπόθεση να παρουσιάζει αυτή μια επαρκή αντικειμενική πραγματικότητα, υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και τελών υπό τις ίδιες συνθήκες, θα έκρινε την επίμαχη συμπεριφορά ή ενέργεια υπέρμετρη και κατακριτέα (απόφαση Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 65).

44      Οι προβαλλόμενοι από την προσφεύγουσα-ενάγουσα λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από τη συνακόλουθη παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ και του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ, αρνούμενη να αναγνωρίσει ότι τα επικαλούμενα από αυτήν γεγονότα, ιδίως όταν εξετασθούν εντός ευρυτέρου πλαισίου, συνιστούν ηθική παρενόχληση προερχόμενη από την προϊσταμένη τμήματος και τον διευθυντή, υπέπεσε πολλαπλώς σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των επελθόντων γεγονότων και, ως εκ τούτου, συμπέρανε, εσφαλμένως, ότι δεν υφίστατο ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, παραβαίνοντας έτσι την εν λόγω διάταξη, καθώς και το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη.

46      Προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται σειρά «μεμονωμένων περιστατικών», τα οποία προσδιορίζει ως αποτελούντα, θεωρούμενα τόσο χωριστά όσο και από κοινού, ηθική παρενόχληση σε βάρος της.

47      Τα εν λόγω διάφορα «μεμονωμένα περιστατικά», που πρέπει να εξετασθούν ως αποτελούντα τη βάση ισαρίθμων αιτιάσεων των οποίων γίνεται επίκληση στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, να ενταχθούν και εξετασθούν στο γενικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώθηκε η επικαλούμενη παρενόχληση. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα περιγράφει, κατ’ ουσίαν, το εν λόγω πλαίσιο βασιζόμενη στα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: πρώτον, στα πραγματικά περιστατικά που συνδέονται με την προετοιμασία και υποβολή «ερωτήσεων προς τη διεύθυνση» και με την έκδοση των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011· δεύτερον, στα πραγματικά περιστατικά που συνδέονται με την εφαρμογή των κριτηρίων που καθορίσθηκαν για την επιλογή των υποψηφίων για θερινά μαθήματα γλώσσας στην Ιρλανδία και με την υπόδειξη να ζητήσει συγγνώμη που της απηύθυνε ο διευθυντής· τρίτον, στο σημείωμα του διευθυντή, της 29ης Μαρτίου 2012, που την απήλλασσε από ορισμένα καθήκοντα· και τέταρτον, στη γενική κατάσταση της υγείας της, όπως περιγράφεται σε πολλές ιατρικές βεβαιώσεις που συντάχθηκαν μεταξύ της 15ης Φεβρουαρίου 2012 και της 13ης Δεκεμβρίου 2013.

48      Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβασίμου, υποστηρίζοντας ότι τα περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά ουδόλως υπάγονται στην έννοια της παρενοχλήσεως, αλλά καταδεικνύουν μόνον την ύπαρξη δύσκολων σχέσεων και συγκρούσεων μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και των ιεραρχικώς προϊσταμένων της. Έτσι, τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά δεν επιτρέπουν τη διαπίστωση συνδρομής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως της ΑΔΑ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

49      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προτίθεται, προς τον σκοπό της έρευνας του πρώτου λόγου ακυρώσεως, να εξετάσει καταρχάς χρονολογικά καθένα από τα συμβάντα που ανέφερε η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπό το πρίσμα του άρθρου 12α του ΚΥΚ πριν τα εξετάσει από κοινού.

–       Επί του περιστατικού που αφορά αίτηση συμμετοχής σε επιμορφωτικά μαθήματα αγγλικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Bath (Ηνωμένο Βασίλειο) κατά το θέρος 2011

50      Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, η παρακολούθηση επιμορφωτικών μαθημάτων αγγλικής γλώσσας είχε μνημονευθεί στην έκθεση βαθμολογίας της που αφορούσε το έτος 2010 στο πλαίσιο των στόχων καταρτίσεως για το έτος 2011. Προς τον σκοπό αυτό, η προϊσταμένη τμήματος της παρέδωσε, στις 7 Απριλίου 2011, συστατική επιστολή προς στήριξη της αιτήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας προς την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου. Εντούτοις, αφού είχε προβεί στα απαραίτητα διαβήματα προκειμένου να συμμετάσχει στην εν λόγω κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής της σε δαπάνες κρατήσεως σχετικά με τη μετάβαση και/ή το κατάλυμα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα πληροφορήθηκε, στις 20 Απριλίου 2011, ότι η εγγραφή της σε τέτοιου είδους μαθήματα αντέβαινε στους διοικητικούς κανόνες του Κοινοβουλίου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει κατά της προϊσταμένης τμήματος την αιτίαση ότι παρέλειψε να της επισημάνει ότι το ευεργέτημα ιδιαιτέρων μαθημάτων τελειοποιήσεως ουδέποτε παρέχεται και ότι την προέτρεψε να υποβάλει αίτηση παρακολουθήσεως τέτοιου είδους μαθημάτων «μολονότι γνώριζε βασίμως ότι η υποψηφιότητά της θα απορριπτόταν».

51      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξέταση των αιτήσεων συμμετοχής σε μαθήματα γλωσσικής καταρτίσεως, που διοργανώνονται εν μέρει ή εν όλω κατά τον χρόνο εργασίας, εκτός του τόπου εργασίας και που χρηματοδοτούνται από το θεσμικό όργανο, υπάγεται, στο Κοινοβούλιο όπως και σε άλλα θεσμικά όργανα, στην αρμόδια για την επαγγελματική κατάρτιση υπηρεσία η οποία εξετάζει τους φακέλους αιτήσεων προκειμένου να επιλέξει, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες του προϋπολογισμού, τα πρόσωπα που πληρούν τους όρους που καθορίζονται από το θεσμικό όργανο με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας.

52      Μολονότι είναι δυνατόν να αναμένεται ευλόγως από προϊστάμενο τμήματος να γνωρίζει, κατά τρόπο γενικό, τους κανόνες που έχουν εφαρμογή επί του θέματος, δεν μπορεί εντούτοις να απαιτείται από αυτόν να είναι σε θέση να καθορίζει ή να προβλέπει κατά πόσον αίτηση καταρτίσεως ενός από τους υφισταμένους του πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, ότι η προϊσταμένη τμήματος γνώριζε βασίμως, κατά τον χρόνο που της παρέδωσε συστατική επιστολή, ότι οι κανόνες που είχαν εφαρμογή επί του θέματος στο Κοινοβούλιο δεν επέτρεπαν τη χρηματοδότηση του είδους μαθημάτων που σκόπευε να παρακολουθήσει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

53      Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι, όπως προκύπτει από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Μαΐου 2011 που απέστειλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα προς υπάλληλο του τμήματος επιφορτισμένο με τα ζητήματα επαγγελματικής καταρτίσεως στη ΓΔ «Διερμηνεία και Συνέδρια», η προσφεύγουσα-ενάγουσα, κατά τον χρόνο υποβολής της υποψηφιότητάς της, είχε ενημερωθεί για το ενδεχόμενο να ανακύψουν δυσχέρειες ως προς την αποδοχή της αιτήσεώς της.

54      Συνεπώς, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά συνιστούν ηθική παρενόχληση.

–       Επί των περιστατικών που συνδέονται με αποστολή στο Μπακού

55      Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, με την απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση, η ΑΔΑ έσφαλε θεωρώντας ότι τα περιστατικά που περιέγραψε, σε σχέση με αποστολή στο Μπακού (Αζερμπαϊτζάν) που έλαβε χώρα στις 20 και 21 Ιουνίου 2011 (στο εξής: αποστολή στο Μπακού), αποτελούσαν «προβλήματα ήσσονος σημασίας». Πράγματι, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, στο μέτρο που τα προβλήματα που εκδηλώθηκαν σε σχέση με την εν λόγω αποστολή αποτέλεσαν αφορμή επικριτικού σημειώματος του διευθυντή, που συντάχθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011, και αρνητικών παρατηρήσεων στην έκθεση βαθμολογίας της του 2011, η ΑΔΑ κατ’ ανάγκην υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας τα εν λόγω προβλήματα ως ελάσσονα.

56      Τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα-ενάγουσα στο πλαίσιο της εν λόγω δεύτερης αιτιάσεώς της σχετίζονται, αφενός, με το γεγονός ότι είχε παραλείψει, υπό την ιδιότητά της ως επικεφαλής ομάδας, να επισημάνει στην έκθεση της επικεφαλής ομάδας ένα πρόβλημα που ανέκυψε επί τόπου και αφορούσε το μέγεθος των θαλάμων διερμηνείας που τέθηκαν στη διάθεση της ομάδας κατά την αποστολή στο Μπακού.

57      Αφετέρου, όταν της ζητήθηκε, στις 7 Ιουνίου 2011, να παραδώσει το διαβατήριό της στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, προκειμένου η τελευταία να της εξασφαλίσει εγκαίρως προξενική θεώρηση εν όψει της εν λόγω αποστολής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, παρότι αντελήφθη ότι κατά το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ήτοι αυτό της 4ης και 5ης Ιουνίου 2011, είχε αφήσει το διαβατήριό της στην κατοικία των γονέων της στην Τσεχική Δημοκρατία, αρκέσθηκε να πληροφορήσει την προϊσταμένη τμήματος, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, ότι η υπηρεσία πρωτοκόλλου ενδέχεται να μην είναι σε θέση να της εξασφαλίσει εγκαίρως προξενική θεώρηση. Η προϊσταμένη τμήματος επέκρινε, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 8ης Ιουνίου 2011, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν είχε ήδη δηλώσει, όταν υπέβαλε, στις 7 Ιουνίου 2011, αίτηση ετήσιας άδειας για τις 10 του εν λόγω μηνός, ότι δεν θα ήταν σε θέση να παραδώσει το διαβατήριό της προκειμένου να τηρηθούν οι διατυπώσεις για τη χορήγηση προξενικής θεωρήσεως. Με νέο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο επίσης απεστάλη στις 8 Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα απάντησε ότι το πρόβλημα που ανέκυψε δεν είχε καμία σχέση με την αίτησή της προς χορήγηση άδειας. Στο πλαίσιο αυτό, δήλωσε, με το ίδιο πάντοτε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: «[…] παρότι δεν σε αφορά, προς πληροφόρησή σου, σου επισημαίνω ότι δεν θα μπορέσω να παραδώσω το διαβατήριό μου αυτή την Παρασκευή [10 Ιουνίου 2011], με ή χωρίς [την αίτηση] ετήσιας άδειας […]». Στις 10 Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα-ενάγουσα διαβίβασε εντέλει το διαβατήριό της στην υπηρεσία πρωτοκόλλου. Έτσι, κατέστη δυνατή η συμμετοχή της στην αποστολή στο Μπακού κατά τα αρχικώς προβλεφθέντα. Συναφώς, κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας-ενάγουσας, κατά τη διάρκεια συζητήσεως που έλαβε χώρα στις 4 Ιουλίου 2011, η προϊσταμένη τμήματος και η ίδια είχαν αποφασίσει από κοινού να διακανονίσουν φιλικά την «υπόθεση του διαβατηρίου».

58      Με σημείωμα της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, ο διευθυντής προσήψε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι προκάλεσε και συντήρησε τη σύγχυση όσον αφορά τη δυνατότητα συμμετοχής της στην αποστολή στο Μπακού, ιδίως με την αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επί του εν λόγω θέματος προς την αντιπροσωπεία στις επιτροπές κοινοβουλευτικής συνεργασίας Ευρωπαϊκής Ένωσης‑Αρμενίας, Ευρωπαϊκής Ένωσης‑Αζερμπαϊτζάν και Ευρωπαϊκής Ένωσης‑Γεωργίας. Ο διευθυντής τής προσήψε επίσης ότι δεν πληροφόρησε νωρίτερα τους ιεραρχικώς προϊσταμένους της περί της ενδεχόμενης μη διαθεσιμότητας του διαβατηρίου της, πράγμα που θα επέτρεπε, εν ανάγκη, στην υπηρεσία των αποστολών να αντικαταστήσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα. Ανάγκασε έτσι την υπηρεσία πρωτοκόλλου να ενεργήσει τα απαιτούμενα προκειμένου να της εξασφαλίσει προξενική θεώρηση εντός τεσσάρων ημερών. Το επεισόδιο του διαβατηρίου έγινε αφορμή, ως προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα, της μνείας «[π]ρέπει να υιοθετήσει λιγότερο αδιάλλακτη στάση έναντι των ιεραρχικώς προϊσταμένων της (βλ. σημείωμα της [14ης Σεπτεμβρίου 2011]» στην έκθεση βαθμολογίας της του 2011.

59      Συναφώς, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν υπέβαλε πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επαναλαμβάνει την κρίση που διατύπωσε στη σκέψη 84 της αποφάσεως CW κατά Κοινοβουλίου (F‑48/13, EU:F:2014:186), αποφαινόμενο επί της προσφυγής κατά της εκθέσεως βαθμολογίας 2011, ήτοι ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι είχε ενημερώσει σχετικά προφορικά την προϊσταμένη τμήματος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, εν πάση περιπτώσει, δεν σημείωσε στην έκθεση της ως επικεφαλής ομάδας το πρόβλημα της στενότητας των θαλάμων διερμηνείας στο Μπακού, μολονότι τούτο συνιστούσε επί τόπου παράβαση των ορισμών του άρθρου 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως του γενικού γραμματέα του Κοινοβουλίου της 3ης Ιανουαρίου 2006, για τον καθορισμό των διατάξεων που έχουν εφαρμογή στους μόνιμους, έκτακτους και επικουρικούς διερμηνείς του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Συνεπώς, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δέχθηκε σχετική επίκριση, η οποία περιέχεται στην έκθεση βαθμολογίας του 2011, εμπίπτει στην άσκηση, από την ΑΔΑ, της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεώς της όσον αφορά την ποιότητα των παρεχομένων από τους υπαλλήλους της υπηρεσιών, αλλά δεν σηματοδοτεί κανενός είδους παρενόχληση, υπενθυμιζομένου επιπλέον ότι βαθμοί και αξιολογήσεις, τόσο αρνητικοί όσο και θετικοί, που περιέχονται σε έκθεση βαθμολογίας δεν μπορούν να θεωρηθούν, αυτοί καθεαυτούς, ως ενδείξεις για το ότι η εν λόγω έκθεση καταρτίστηκε με σκοπό ηθικής παρενοχλήσεως (βλ. απόφαση Faita κατά ΕΟΚΕ, F‑92/11, EU:F:2013:130, σκέψη 90).

60      Κατά τον ίδιο τρόπο, από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και της προϊσταμένης τμήματος προκύπτει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα πράγματι δεν επέδειξε ούτε προσαρμοστικότητα ούτε ευθυκρισία, παραλείποντας να ενημερώσει τους ιεραρχικώς προϊσταμένους της σχετικά με το ενδεχόμενο αδυναμίας έγκαιρης παραδόσεως του διαβατηρίου της εν όψει της συμμετοχής της στην αποστολή στο Μπακού.

61      Οι επιπλήξεις που διατυπώθηκαν συναφώς, από τον διευθυντή με το σημείωμα της 14ης Σεπτεμβρίου 2011 και από την ΑΔΑ με την έκθεση βαθμολογίας του 2011, δεν μπορούν να ερμηνευθούν εύλογα, από αμερόληπτο και συνετό παρατηρητή, με τη συνήθη ευαισθησία και τελούντα υπό τις ίδιες συνθήκες, ως υπέρμετρες και κατακριτέες. Συνεπώς, δεν μπορούν να ερμηνευθούν εύλογα ως οποιασδήποτε μορφής παρενόχληση.

–       Επί του περιστατικού που αφορά τον συντονισμό των εθελοντών για τις αποστολές

62      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσάπτει στην ΑΔΑ ότι δεν δέχθηκε ως απόδειξη της υποτιμήσεως την οποία υπέστη από την προϊσταμένη του τμήματός της το γεγονός ότι η τελευταία, χωρίς να προειδοποιήσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα, ανακοίνωσε αιφνιδίως, κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεως του τμήματος της 15ης Ιουνίου 2011, ότι αυτή δεν θα συμμετείχε πλέον στην οργάνωση των αποστολών, ιδίως στον συντονισμό των εθελοντών και στην εκπόνηση των σχετικών με τις συμμετοχές του τμήματος στατιστικών, μολονότι η προϊσταμένη τμήματος γνώριζε την προτίμηση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας για το εν λόγω καθήκον που της είχε ανατεθεί από τον προηγούμενο προϊστάμενο του τμήματος. Συναφώς τονίζει ότι, αρχικά, η προϊσταμένη τμήματος δεν είχε αιτιολογήσει την απόφασή της και ότι στη συνέχεια προέβαλε διαδοχικά διαφορετικές αιτιολογίες, ήτοι το γεγονός ότι επιθυμούσε, υπό την ιδιότητά της ως προϊσταμένη τμήματος, να πληροφορηθεί τις προτιμήσεις των μελών του τμήματος σχετικά με τις αποστολές, στη συνέχεια τη διαθεσιμότητα νέου λογισμικού στατιστικής και, τέλος, κατά τη διάρκεια κοινής συγκεντρώσεως των μονίμων διερμηνέων και των συμβασιούχων διερμηνέων συνεδρίων («Joint staff — AIC meeting»), ότι η απόφασή της οφειλόταν σε λόγους πρακτικής φύσεως.

63      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα θεσμικά όργανα ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους, ούτε διοικητικές αποφάσεις επί ζητημάτων που αφορούν την οργάνωση των υπηρεσιών, ακόμη κι’ αν γίνονται δυσχερώς αποδεκτές ούτε διαφωνίες με τη Διοίκηση επί των αυτών ζητημάτων αποδεικνύουν, καθεαυτές, την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, κατά μείζονα λόγο οσάκις, όπως εν προκειμένω, η θέση που υιοθετεί ο ιεραρχικώς προϊστάμενος εντάσσεται ακριβώς στα καθήκοντά του συντονισμού και διευθύνσεως του τμήματος (απόφαση CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 98, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Μολονότι, λαμβανομένου υπόψη του τεταμένου κλίματος εντός του τμήματος, θα ήταν ασφαλώς περισσότερο ενδεδειγμένο, προς αποφυγή επίσης της ενισχύσεως της δυσφορίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας λόγω των δυσχερειών στις προσωπικές τους σχέσεις, να της αναγγείλει κατ’ ιδίαν η προϊσταμένη τμήματος την απόφασή της να μην εμπλέκεται πλέον η προσφεύγουσα-ενάγουσα στην οργάνωση των αποστολών και να χειρίζεται εφεξής απευθείας η ίδια το εν λόγω ζήτημα υπό την ιδιότητά της ως προϊσταμένης τμήματος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι τέτοιου είδους απόφαση μπορεί να ανακοινώνεται κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεως τμήματος, χωρίς τούτο να συνιστά, καθεαυτό, πράξη δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως ηθική παρενόχληση. Επιπλέον, ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής μπορεί να θεωρήσει μια τέτοιου είδους αναδιοργάνωση των καθηκόντων, η οποία επιπροσθέτως αποφασίζεται από προϊσταμένη τμήματος κατά το πέρας του πρώτου της έτους στα νέα της καθήκοντα, ως θεμιτή άσκηση των εξουσιών που συνδέονται με τα εν λόγω καθήκοντα.

–       Επί της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011 και των περιστατικών που ακολούθησαν και συνδέονται με την έκδοση των πρακτικών της εν λόγω συγκεντρώσεως

65      Μολονότι, όπως τονίζει το Κοινοβούλιο, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν εξέθεσε παρά μόνον στο τμήμα της προσφυγής-αγωγής της που αφορά την «[έκθεση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς]» τις διαφωνίες που την έφεραν αντιμέτωπη, ιδίως από κοινού με την CQ, με την προϊσταμένη τμήματος σχετικά με το ζήτημα της συντάξεως των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει, εντέλει, ότι τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με το εν λόγω ζήτημα, τα οποία εξετάσθηκαν με την απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση, συνιστούν απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως.

66      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει εξαρχής ότι, μολονότι δεν αποκλείεται να υιοθέτησε κατά λάθος η προϊσταμένη τμήματος μη προσήκον ύφος κατά τη συγκέντρωση της 23ης Μαΐου 2011, τυχαία λεγόμενα ή χειρονομίες, ακόμη και αν μπορούν να εκληφθούν ως μη προσήκοντα, εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ (βλ. απόφαση CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 95).

67      Προκειμένου περί των γενικών όρων τροποποιήσεως των σχεδίων πρακτικών συγκεντρώσεων, η προϊσταμένη τμήματος ανέφερε, σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 29ης Ιουλίου 2011 που απαντούσε σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 28ης Ιουλίου 2011, το οποίο απεστάλη επίσης προς όλα τα μέλη του τμήματος και αμφισβητούσε την αρμοδιότητα της προϊσταμένης τμήματος επί του θέματος, ότι είναι καθιερωμένο να λαμβάνεται από τον προϊστάμενο τμήματος η απόφαση περί καθορισμού του τελικού κειμένου πρακτικών και ότι θα κατέβαλλε προσπάθεια εντοπισμού των τυχόν υφισταμένων συναφώς γραπτών διατάξεων κατά την επιστροφή της από τις θερινές διακοπές.

68      Ακολούθως, η προϊσταμένη τμήματος εξέθεσε τις αρχές που διέπουν την έκδοση των πρακτικών των συγκεντρώσεων τμήματος σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 που απευθυνόταν στο τμήμα. Εντούτοις, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Οκτωβρίου 2011, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επανέλαβε το αίτημά της να συμπεριληφθούν, σε παράρτημα στα πρακτικά της συγκεντρώσεως, τα σχόλια που είχαν εγκριθεί από πολλούς εκ των συμμετασχόντων στη συγκέντρωση της 23ης Μαΐου 2011, στους οποίους συγκαταλεγόταν και η ίδια. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Οκτωβρίου 2011, η προϊσταμένη τμήματος την ενημέρωσε ότι είχε ήδη αναφέρει τους λόγους της αρνήσεώς της να προσθέσει τα εν λόγω σχόλια και την παρακάλεσε να σεβασθεί την απόφασή της καθώς και να παύσει κάθε αλληλογραφία επί του θέματος αυτού.

69      Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκτιμά ότι η κλήση της από τον διευθυντή, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 19ης Οκτωβρίου 2001, σε συνάντηση στο γραφείο του που ορίσθηκε για τις 24 του ίδιου μήνα, ενώ κατά τον χρόνο εκείνο ήταν απασχολημένη με τη διερμηνεία νυκτερινής κοινοβουλευτικής συνόδου, συνιστούσε περαιτέρω εκδήλωση παρενοχλήσεως δεδομένου ότι είχε ήδη καταπονηθεί πολύ από την προηγούμενη συζήτηση με τον διευθυντή σχετικά με την αποστολή στο Μπακού. Έτσι, επιβεβαιώνοντάς του, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 19ης Οκτωβρίου 2011, την παρουσία της στην εν λόγω συνάντηση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε από τον διευθυντή να την πληροφορήσει για τους λόγους πραγματοποιήσεώς της, τονίζοντας ότι η προηγούμενη συνάντησή τους είχε αποτελέσει τραυματική εμπειρία για την ίδια. Την επομένη, ο διευθυντής την πληροφόρησε ότι επιθυμούσε να συζητήσει μαζί της επί του ζητήματος των σχέσεών της με την προϊσταμένη τμήματος και με τους συναδέλφους της στο τμήμα.

70      Κατά τη συνάντηση της 24ης Οκτωβρίου 2011, που πραγματοποιήθηκε παρουσία της προϊσταμένης τμήματος και αποτέλεσε αντικείμενο σημειώματος που καταχωρίσθηκε στον προσωπικό φάκελο της προσφεύγουσας-ενάγουσας, ο διευθυντής τής ζήτησε να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της προϊσταμένης τμήματος, να μην τροφοδοτεί εσωτερικές συζητήσεις στο τμήμα με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αλλά να δώσει προβάδισμα στον διμερή διάλογο με την προϊσταμένη του τμήματός της, καθώς και να παύσει να επανέρχεται επί του ζητήματος της συντάξεως των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011.

71      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει εκ νέου ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα θεσμικά όργανα ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους, ούτε διοικητικές αποφάσεις επί ζητημάτων που αφορούν την οργάνωση των υπηρεσιών, ακόμη κι’ αν γίνονται δυσχερώς αποδεκτές, ούτε διαφωνίες με τη Διοίκηση επί των αυτών ζητημάτων αποδεικνύουν, καθεαυτές, την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως (απόφαση CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 98, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω δε, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι η θέση που υιοθετήθηκε από την προϊσταμένη τμήματος επί του θέματος του τελικού κειμένου των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011 εντασσόταν ακριβώς στα καθήκοντά της συντονισμού και διευθύνσεως του τμήματος.

72      Όσον αφορά τη συνάντηση της 24ης Οκτωβρίου 2011, αυτή μπορεί ευχερώς να εκληφθεί, από τη σκοπιά αμερόληπτου και συνετού παρατηρητή, ως τελευταία προσπάθεια των ιεραρχικώς προϊσταμένων να θέσουν πέρας στην κλιμάκωση των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προσφεύγουσας-ενάγουσας, που αποστέλλονταν κατά κύριο λόγο κατά τη διάρκεια του ωραρίου που, υπό κανονικές συνθήκες, είναι αφιερωμένο στην εργασία της διερμηνείας και της προετοιμασίας των συνεδριών διερμηνείας, καθώς και στις διάφορες διενέξεις επί του ζητήματος της συντάξεως των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011.

73      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας-ενάγουσας, σύμφωνα με τον οποίο ο διευθυντής τής υπέδειξε ότι ένας προϊστάμενος τμήματος έχει πάντοτε δίκαιο και πρέπει να εισακούεται, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να καθιστά δυνατή τη διαπίστωση του υποστατού, του ύφους ή ακόμη του περιεχομένου της εν λόγω δηλώσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι εγγενές στη λειτουργία διοικητικής αρχής να δύνανται οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι να λαμβάνουν αποφάσεις όπως αυτές που σχετίζονται με την έκδοση πρακτικών ή με τους τρόπους επικοινωνίας που πρέπει να προκρίνονται μεταξύ των μελών διοικητικής μονάδας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση CW κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:186, σκέψη 123), ειδικότερα στις περιπτώσεις καταστάσεων που προδήλως υπερβαίνουν τα όρια και καταλήγουν σε προσωπικές διενέξεις.

74      Βάσει των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι τα περιστατικά που συνδέονται με την έκδοση των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011 δεν αντιστοιχούν στον ορισμό της ηθικής παρενοχλήσεως αλλά αντικατοπτρίζουν, στην πραγματικότητα, κατάσταση συγκρούσεων στο εσωτερικό διοικητικής υπηρεσίας, στη δημιουργία της οποίας συνετέλεσε η προσφεύγουσα-ενάγουσα και την οποία επιχείρησαν να θεραπεύσουν οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί της, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ανάγκες της υπηρεσίας όσο και τις ευαισθησίες της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

–       Επί του περιστατικού που σχετίζεται με την ομάδα εργασίας επί θεμάτων επαγγελματικής καταρτίσεως

75      Αφού η προσφεύγουσα-ενάγουσα ορίστηκε, κατόπιν αιτήσεώς της, εκπρόσωπος του τσεχικού θαλάμου σε ομάδα εργασίας επί ζητημάτων καταρτίσεως («Training Working Party»), η προϊσταμένη του τμήματός της τής ζήτησε, στις 30 Αυγούστου 2011, να της διαβιβάζει κατόπιν κάθε συνεδριάσεως τις πληροφορίες σχετικά με τα συμπεράσματα της ομάδας εργασίας. Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, αυτό εξελίχθηκε στην πράξη σε προηγούμενο έλεγχο από την προϊσταμένη τμήματος της ανακεφαλαιώσεως των συμπερασμάτων των συνεδριάσεων της ομάδας εργασίας πριν μπορέσει η προσφεύγουσα-ενάγουσα να τη γνωστοποιήσει στους λοιπούς συναδέλφους του τμήματος.

76      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι, στο μέτρο που τόσο η συνάδελφος που είχε προηγηθεί της ιδίας στην άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, εν προκειμένω η CQ, όσο και αυτή που την διαδέχθηκε στα ίδια καθήκοντα δεν υποχρεώθηκαν στη λήψη της προηγούμενης εγκρίσεως της προϊσταμένης τμήματος πριν τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που είχαν συλλεγεί κατά τις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας καθώς και των συμπερασμάτων της εν λόγω ομάδας στα λοιπά μέλη του τμήματος, η προϊσταμένη τμήματος προέβη σε κατάχρηση της ιεραρχικής της εξουσίας. Αυτό συνιστά, συνεπώς, πρόσθετη εκδήλωση της ηθικής παρενοχλήσεως που έλαβε χώρα σε βάρος της.

77      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι, εν γένει, η απόφαση της προϊσταμένης τμήματος να λαμβάνει γνώση του περιεχομένου των πληροφοριών που είχαν συλλεγεί κατά τις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας επί ζητημάτων καταρτίσεως από την εκπρόσωπο του τσεχικού θαλάμου προτού αυτές δημοσιοποιηθούν στο σύνολο του τμήματος εμπίπτει στις εξουσίες της ως προϊσταμένης τμήματος και, εν προκειμένω, ήταν απολύτως κατανοητή, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου, που είχε πραγματωθεί κατά το παρελθόν, η δημοσιοποίηση εσφαλμένων πληροφοριών να εμποδίσει την εύρυθμη λειτουργία του τμήματος (βλ. απόφαση CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψεις 102 έως 104), κινδύνου ακόμη μεγαλύτερου στην περίπτωση προσώπου προσφάτως ορισμένου και πρωτόπειρου στην εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων, όπως ήταν η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

78      Το γεγονός ότι η διάδοχος της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην ομάδα εργασίας επί ζητημάτων καταρτίσεως δεν υποβλήθηκε σε προηγούμενο έλεγχο του περιεχομένου των πληροφοριών που ήταν εξουσιοδοτημένη να διαβιβάζει απευθείας προς το τμήμα κατά το πέρας των συνεδριάσεων της ομάδας εργασίας δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι, όπως υποστήριξε το Κοινοβούλιο, η εν λόγω ομάδα εργασίας εκδίδει πλέον τα πρακτικά των συνεδριάσεών της, γεγονός που καθεαυτό αποτελεί πηγή αξιόπιστης και μονοσήμαντης πληροφορήσεως, ανεξαρτήτως της ενδεχομένης αποδόσεως του συναφούς περιεχομένου από τον εκπρόσωπο του τμήματος στην ομάδα εργασίας.

79      Εξ αυτών συνάγεται ότι η προϊσταμένη τμήματος, απαιτώντας να μπορεί να ελέγχει εκ των προτέρων την πληροφόρηση που σκόπευε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα να παράσχει στα μέλη του τμήματος σχετικά με τις συζητήσεις στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας επί ζητημάτων καταρτίσεως, παρέμεινε εντός των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεώς της. Εν πάση περιπτώσει, τέτοιου είδους απόφαση, ακόμη και αν ενδεχομένως δυσαρέστησε την προσφεύγουσα-ενάγουσα, ουδόλως αποτελεί ηθική παρενόχληση.

–       Επί των πραγματικών περιστατικών που αφορούν το σεμινάριο καταρτίσεως της 24ης Νοεμβρίου 2011

80      Κληθείσα να συμμετάσχει σε σεμινάριο καταρτίσεως υπό την ιδιότητά της ως επικεφαλής ομάδος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ρώτησε την προϊσταμένη του τμήματός της σε τι θα συνίσταντο επακριβώς ο ρόλος και οι ευθύνες της κατά το εν λόγω σεμινάριο. Με απαντητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Νοεμβρίου 2011, η προϊσταμένη τμήματος της υπέδειξε να συμβουλευθεί το αντίστοιχο τμήμα του ενδοδικτυακού ιστότοπου με την ονομασία EPIweb. Αφού έλαβε γνώση του εν λόγω ιστοτόπου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ρώτησε εκ νέου την προϊσταμένη τμήματος ποια θα ήταν τα καθήκοντά της ως επικεφαλής ομάδας κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου, διότι οι οδηγίες που αναφέρονταν στον εν λόγω ενδοδικτυακό ιστότοπο EPIweb δεν παρείχαν καμία ένδειξη επί του θέματος. Από τα επόμενα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και της προϊσταμένης τμήματος προκύπτει ότι, κατ’ ουσίαν, δεν υπήρχε καμία ειδική οδηγία επί του θέματος στον ενδοδικτυακό ιστότοπο EPIweb και ότι η προϊσταμένη τμήματος εξέφρασε την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα έλαβε γνώση των κανόνων σχετικά με τα καθήκοντα του επικεφαλής ομάδας, ενώ η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσήψε στην προϊσταμένη τμήματος ότι δεν της είπε εξαρχής ότι ουδείς κανόνας υφίστατο επί του θέματος, παρακινώντας την κατ’ αυτόν τον τρόπο να συμβουλευθεί ανώφελα τον ενδοδικτυακό ιστότοπο EPIweb.

81      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν εντοπίζει στο περιεχόμενο των προαναφερθέντων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προϊσταμένης τμήματος, που υποβλήθηκαν σε παράρτημα της προσφυγής-αγωγής, λόγο εξαιτίας του οποίου θα μπορούσαν να συνιστούν πράξη ή συμπεριφορά εμπίπτουσα στον προβλεπόμενο στον ΚΥΚ ορισμό της ηθικής παρενοχλήσεως. Πράγματι, πέραν του γεγονότος ότι το ύφος της προϊσταμένης τμήματος ήταν προσήκον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, εν πάση περιπτώσει, η προϊσταμένη τμήματος μπορούσε θεμιτώς να υποδείξει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα να συμβουλευθεί το τμήμα του ενδοδικτυακού ιστότοπου EPIweb σχετικά με τους επικεφαλής ομάδων, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κατά το παρελθόν είχε παραβεί τους εφαρμοστέους κανόνες και σχετικές παρατηρήσεις είχαν περιληφθεί στην έκθεση βαθμολογίας της του 2011. Αντιθέτως, δεν αποκλείεται ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής να διέβλεπε στις απαντήσεις της προσφεύγουσας-ενάγουσας στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προϊσταμένης τμήματος μια ορισμένη τάση της προσφεύγουσας-ενάγουσας να επιζητεί τη διένεξη με την προϊσταμένη της.

–       Επί των πραγματικών περιστατικών που σχετίζονται με την αίτηση συμμετοχής στο θερινό πανεπιστήμιο του 2012

82      Στις 16 Σεπτεμβρίου 2011, η προϊσταμένη τμήματος γνωστοποίησε στο προσωπικό του τμήματος τα κριτήρια που ορίσθηκαν από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους για την επιλογή των υποψηφίων για την παρακολούθηση μαθημάτων αγγλικής, ως παθητικής γλώσσας («γλώσσας Γ»), που διοργανώθηκαν στην Ιρλανδία κατά το θέρος 2012. Από τα κριτήρια αυτά προκύπτει ότι τα εν λόγω μαθήματα διοργανώθηκαν για τους «νέους συναδέλφους ή συναδέλφους που [είχαν] προσφάτως προσθέσει την [αγγλική ως παθητική γλώσσα]» στον γλωσσικό τους συνδυασμό.

83      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα-ενάγουσα πληροφόρησε την προϊσταμένη του τμήματός της ότι ενδιαφερόταν για τα εν λόγω μαθήματα αγγλικής γλώσσας. Στην απάντησή της της ίδιας ημέρας, η προϊσταμένη τμήματος, παραπέμποντας στα ήδη γνωστοποιηθέντα κριτήρια, υπέμνησε ότι τα εν λόγω μαθήματα προορίζονταν για τους «νέους συναδέλφους ή [για] συναδέλφους που [είχαν προσφάτως] προσ[θέσει] την [αγγλική ως παθητική γλώσσα]» στον γλωσσικό τους συνδυασμό, ενώ η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατείχε την αγγλική ως ενεργητική γλώσσα («γλώσσα Β») και δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί νέα συνάδελφος.

84      Κατόπιν της δημοσιοποιήσεως από την προϊσταμένη τμήματος των πρακτικών συγκεντρώσεως που πραγματοποιήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα-ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι δύο εκ των συναδέλφων της που είχαν, όπως η ίδια, την αγγλική ως ενεργητική γλώσσα είχαν επιλεγεί για το θερινό πανεπιστήμιο. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 14ης Δεκεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε εξηγήσεις από την προϊσταμένη τμήματος, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα αν οι κανόνες για τη συμμετοχή στα θερινά πανεπιστήμια είχαν τροποποιηθεί. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Δεκεμβρίου 2011, η προϊσταμένη τμήματος επιβεβαίωσε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι όλα τα πρόσωπα που είχαν γίνει δεκτά στα θερινά πανεπιστήμια πληρούσαν τα κριτήρια που είχε ορίσει ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Διερμηνεία και Συνέδρια» (στο εξής: γενικός διευθυντής), τα οποία είχαν παραμείνει αμετάβλητα, και ότι ο πίνακας των συμμετεχόντων για το θέρος 2012 είχε εγκριθεί από τον γενικό διευθυντή. Με απαντητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εξήγησε, μεταξύ άλλων, ότι η απόφασή της να στραφεί προς θερινό πανεπιστήμιο για μαθήματα γαλλικής ως παθητικής γλώσσας οφειλόταν στο γεγονός ότι η προϊσταμένη τμήματος είχε αρνηθεί να την εγγράψει στο θερινό πανεπιστήμιο για την αγγλική γλώσσα. Εξάλλου, επανέλαβε το αίτημά της να της παράσχει η προϊσταμένη τμήματος εξηγήσεις σχετικά με την επιλογή των προσώπων που συμμετείχαν στα θερινά πανεπιστήμια. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 16ης Δεκεμβρίου 2011, η προϊσταμένη τμήματος τόνισε ιδίως ότι, όσον αφορά την αίτησή της συμμετοχής στο θερινό πανεπιστήμιο αγγλικής γλώσσας και μολονότι λυπόταν που η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε παρερμηνεύσει τα λεγόμενά της, η τελευταία δεν πληρούσε ούτε το κριτήριο της πρόσφατης αναλήψεως καθηκόντων ούτε αυτό της πρόσφατης προσθήκης της εν λόγω γλώσσας. Επισημαίνοντας ότι δεν είχε τίποτε να προσθέσει, η προϊσταμένη τμήματος την κάλεσε να απευθυνθεί στον διευθυντή αν δεν ήταν ικανοποιημένη από την κατάσταση. Με την απάντησή της της ίδιας ημέρας, η προσφεύγουσα-ενάγουσα πληροφόρησε την προϊσταμένη τμήματος ότι, «[α]ντιθέτως προς [αυτήν], δεν θα απευθυν[όταν] [στον διευθυντή] μόνο για τον λόγο ότι δεν συμφων[ούσε] με αυτά που [έπραττε] και με τον τρόπο με τον οποίο τα [έπραττε]» και ότι, «[γ]ια μια ακόμη φορά, επιθυμ[ούσε] να [της] ζητήσει να εξηγήσει τον ισχυρισμό [της], σύμφωνα με τον οποίο οι [δύο άλλοι] συνάδελφοι […] πληρού[σαν] τα κριτήρια που είχε ορίσει ο γενικός διευθυντής ενώ η κατάστασή τους [ήταν] πανομοιότυπη με τη [δική της]». Ελλείψει απαντήσεως της προϊσταμένης τμήματος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε εκ νέου εξηγήσεις επί των εφαρμοσθέντων κριτηρίων με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Ιανουαρίου 2012.

85      Κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεως του τμήματος της 13ης Ιανουαρίου 2012, στην οποία συμμετέσχε η πλειοψηφία των μελών του τμήματος, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας-ενάγουσας, η προϊσταμένη τμήματος δήλωσε ότι ένα μέλος του τμήματος αμφισβητούσε το ότι είχε εφαρμόσει ορθώς τα κριτήρια επιλογής για τα θερινά πανεπιστήμια. Η προϊσταμένη τμήματος υποχρεώθηκε έτσι να δικαιολογήσει την εκτίμησή της ότι οι δύο συνάδελφοι του τμήματος που επιλέχθηκαν για την αγγλική γλώσσα, οι οποίες είχαν αναλάβει καθήκοντα το 2009, πληρούσαν το κριτήριο της πρόσφατης αναλήψεως καθηκόντων. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα παρενέβη στο πλαίσιο αυτό επισημαίνοντας ότι ήταν συζητήσιμο κατά πόσον ανάληψη καθηκόντων το 2009 έπρεπε να θεωρηθεί «πρόσφατη». Εντούτοις, ανέφερε ότι μπορούσε να αποδεχθεί την άποψη της προϊσταμένης τμήματος επί του εν λόγω ζητήματος, θέτοντας όμως τα ερωτήματά της όσον αφορά την ερμηνεία άλλων κριτηρίων.

86      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Ιανουαρίου 2012 που απευθύνθηκε προς όλα τα μέλη του τμήματος, η προϊσταμένη τμήματος θέλησε να παράσχει διευκρινίσεις επί πολλών θεμάτων κατόπιν της συγκεντρώσεως του τμήματος της 13ης του ίδιου μήνα. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ιδίως ότι, αντίθετα προς ό,τι είχε υπονοήσει η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ήτοι ότι παρέβη τα κριτήρια που είχαν εφαρμογή στη συμμετοχή στα θερινά πανεπιστήμια, είχε προβεί σε ολωσδιόλου ορθή εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεχόμενη την υποψηφιότητα των δύο συναδέλφων στο τμήμα, οι οποίες είχαν φθάσει το 2009. Η προϊσταμένη τμήματος τόνισε ότι, εν πάση περιπτώσει, κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω κριτηρίων, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε θερινό πανεπιστήμιο αγγλικής γλώσσας. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα απάντησε στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προϊσταμένης τμήματος με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ωσαύτως απευθυνόμενο προς όλα τα μέλη του τμήματος, στις 18 Ιανουαρίου 2012.

87      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απηύθυνε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα και κοινοποίησε στον διευθυντή, η προϊσταμένη τμήματος αμφισβήτησε, στις 19 Ιανουαρίου 2012, την ερμηνεία των γεγονότων από την προσφεύγουσα-ενάγουσα και της υπέμνησε ιδίως την υποχρέωση που υπέχει εκ του ΚΥΚ προς τήρηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους της, κατά μείζοντα λόγο λαμβανομένης υπόψη της θέσεώς της ως υπαλλήλου με αρχαιότητα. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 20ής Ιανουαρίου 2012 που απηύθυνε στην προϊσταμένη τμήματος και κοινοποίησε στον διευθυντή, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναγνώρισε ότι «ε[ίχε] υποπέσει σε σφάλμα», δεδομένου ότι «ε[ίχε] πράγματι θεωρήσει ότι, όσον αφορ[ούσε] τις υποψηφιότητες για τα θερινά πανεπιστήμια στην Ιρλανδία, τελ[ούσε] στην ίδια κατάσταση με τις δύο άλλες συναδέλφους της που είχαν την αγγλική ως [ενεργητική γλώσσα]». Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ανέφερε στην προϊσταμένη τμήματος ότι «επιθυμ[ούσε] να ζητήσ[ει] συγγνώμη σχετικά».

88      Με σημείωμα της 1ης Φεβρουαρίου 2012, που μνημονεύθηκε στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως και που παραδόθηκε ιδιοχείρως στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, ο διευθυντής την ενημέρωσε για τη δυσαρέσκειά του ως προς τη συμπεριφορά της. Ειδικότερα, τόνισε ότι αυτή δεν είχε συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του, τις οποίες είχε ρητώς διατυπώσει και υπομνήσει με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 24ης του προηγουμένου Οκτωβρίου, ήτοι, ιδίως, να αναφέρεται προς αυτόν σε περίπτωση διαφορών απόψεως με την προϊσταμένη του τμήματός της και να αποφεύγει την αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς ολόκληρο το τμήμα. Βάσει των άρθρων 12, 12α και 21 του ΚΥΚ, ο διευθυντής εκτίμησε με το εν λόγω σημείωμα ότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας αποτελούσε ισχυρή απόδειξη της ελλείψεως σεβασμού προς τους ιεραρχικώς προϊσταμένους της. Συναφώς, της απηύθυνε τη ρητή υπόδειξη να αποστείλει μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς το τμήμα προκειμένου να ζητήσει συγγνώμη από την προϊσταμένη τμήματος, πρώτον, επειδή είχε αποστείλει το μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 18ης Ιανουαρίου 2012, δεύτερον, διότι ισχυρίστηκε, εσφαλμένως, ότι η προϊσταμένη τμήματος δεν είχε εφαρμόσει ορθώς τα κριτήρια επιλογής για τη συμμετοχή στα θερινά πανεπιστήμια και, τρίτον, επειδή ισχυρίστηκε ότι η προϊσταμένη τμήματος δεν είχε απαντήσει στα μηνύματά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ο διευθυντής της υπέμνησε επίσης ότι ήταν ευνόητο ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα όφειλε να αποφύγει, αφενός, να εμπλέξει εκ νέου τους συναδέλφους της στις διαφορές της με την προϊσταμένη τμήματος και, αφετέρου, να αποστείλει μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο σύνολο του τμήματος.

89      Με απαντητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Φεβρουαρίου 2012, τεσσάρων σελίδων, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του σημειώματος της 1ης του ίδιου μήνα. Προσήψε στην προϊσταμένη τμήματος ότι δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εν λόγω κλιμάκωση μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ιδίως με το να επικοινωνεί κατά τρόπο αμφίσημο και ελλειπτικό, γεγονός που την ανάγκαζε να ζητεί περισσότερες εξηγήσεις, μολονότι τούτο μπορούσε να εκληφθεί ως ένδειξη ισχυρογνωμοσύνης από πλευράς της. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα άρχισε τις παρατηρήσεις της «επαναλαμβάν[οντας] για μια ακόμη φορά πόσο [την] έθλιβ[ε] η όλη κατάσταση […] που είχε προσλάβει υπέρμετρες διαστάσεις», τονίζοντας ότι «δεν [είχε] κατηγορήσει την [προϊσταμένη τμήματος] για παράβαση ή εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων για το θερινό πανεπιστήμιο [αγγλικής γλώσσας] ([γλώσσας] Γ)». Με σημείωμα έξι σελίδων με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 2012, ο διευθυντής απάντησε στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας-ενάγουσας, ιδίως σε αυτές που αφορούσαν την ακρίβεια των μεταφράσεων στην αγγλική γλώσσα των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τα οποία είχαν ανταλλαγεί, στην τσεχική γλώσσα, μεταξύ αυτής και της προϊσταμένης τμήματος. Ακολούθως, έλαβε χώρα ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και του διευθυντή, επί του θέματος, μεταξύ άλλων, του αιτήματος της προσφεύγουσας-ενάγουσας να της επιτραπεί να προσκομίσει τη δική της μετάφραση των εν λόγω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην αγγλική γλώσσα, αίτημα το οποίο εντέλει δέχθηκε ο διευθυντής. Τούτου δοθέντος, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Φεβρουαρίου 2012, ο διευθυντής επισήμανε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι οι εξηγήσεις της δεν τον έπειθαν και επέκρινε το γεγονός ότι η εν λόγω ογκώδης ηλεκτρονική αλληλογραφία κόστισε πολύ χρόνο εργασίας τόσο στην προσφεύγουσα-ενάγουσα και στην προϊσταμένη του τμήματός της όσο, πλέον, και σ’ αυτόν τον ίδιο υπό την ιδιότητά του ως διευθυντή. Κατά συνέπεια επανέλαβε τις υποδείξεις που περιλαμβάνονταν στο σημείωμά του της 1ης Φεβρουαρίου 2012.

90      Μετά την επιστροφή της από αναρρωτική άδεια, η προσφεύγουσα-ενάγουσα απάντησε στον διευθυντή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 16ης Φεβρουαρίου 2012. Επανήλθε επί του θέματος της ακρίβειας των μεταφράσεων των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην τσεχική γλώσσα τα οποία είχαν ανταλλαγεί με την προϊσταμένη τμήματος και αμφισβήτησε την υπόδειξη του διευθυντή να ζητήσει συγγνώμη. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της επομένης, ο διευθυντής επανέλαβε τις υποδείξεις του να ζητήσει η προσφεύγουσα-ενάγουσα συγγνώμη με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απευθυνόμενο προς όλα τα μέλη του τμήματος, προς την προϊσταμένη τμήματος και προς αυτόν τον ίδιο και διευκρίνισε ότι, σε περίπτωση αρνήσεως συμμορφώσεως, θα κινούσε χωρίς καθυστέρηση πειθαρχική διαδικασία. Στις 20 Φεβρουαρίου 2012, ο θεράπων ιατρός της προσφεύγουσας-ενάγουσας της χορήγησε αναρρωτική άδεια έως τις 2 Μαρτίου 2012. Στις 29 Φεβρουαρίου 2012, ο διευθυντής απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα με το οποίο επανέλαβε, σε προειδοποιητικό τόνο, τις υποδείξεις του και τόνισε ότι, μολονότι τελούσε σε αναρρωτική άδεια κατά τις ημερομηνίες αυτές, είχε θεαθεί εντός του Κοινοβουλίου στις 20 και 22 Φεβρουαρίου 2012, ούτως ώστε είχε τη δυνατότητα να συμμορφωθεί στις υποδείξεις του σχετικά με την αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τριών μόλις γραμμών με το οποίο να ζητά συγγνώμη. Ο διευθυντής επισήμανε ότι, αν δεν λάμβανε το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ζήτησε εντός της ημέρας, θα κινούσε πειθαρχική διαδικασία.

91      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει εξαρχής ότι, ιδίως με το μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 20ής Ιανουαρίου 2012, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα αναγνώρισε ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι δεν τελούσε στην ίδια κατάσταση με αυτή των δύο συναδέλφων της που επιλέχθηκαν να συμμετάσχουν στα μαθήματα του θερινού πανεπιστημίου στην Ιρλανδία και, κατ’ ουσίαν, εξέφρασε τη μεταμέλειά της συναφώς. Ακολούθως, προκύπτει από τη δικογραφία ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβήτησε άνευ λόγου δημοσίως το κύρος και την αξιοπιστία του άμεσου ιεραρχικού της προϊσταμένου, ήτοι της προϊσταμένης τμήματος, κατά τη συγκέντρωση του τμήματος της 13ης Ιανουαρίου 2012 και ότι, με το μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την προϊσταμένη τμήματος της 18ης Ιανουαρίου 2012, που κοινοποιήθηκε στο σύνολο των μελών του τμήματος, διατύπωσε εκ νέου αιτιάσεις σε βάρος της προϊσταμένης τμήματος. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, υπό τις οποίες η προσφεύγουσα-ενάγουσα παρέβη σαφώς την υπόδειξη του διευθυντή να παύσει να επικοινωνεί με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απευθυνόμενα σε πολλούς παραλήπτες και να απευθύνεται προς αυτόν σε περίπτωση διαφορών με την προϊσταμένη του τμήματός της, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, επί της αρχής, η εντολή του διευθυντή να ζητήσει η προσφεύγουσα-ενάγουσα συγγνώμη από τα ίδια αυτά πρόσωπα δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς του κατά τη διεύθυνση των υπηρεσιών του. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω αβάσιμης αμφισβητήσεως της προϊσταμένης τμήματος εντός του κύκλου του τμήματος και έναντι του ιεραρχικώς προϊσταμένου της, ήτοι του διευθυντή, ο τελευταίος αυτός μπορούσε να απαιτήσει, κατά τρόπο ανάλογο, να απευθυνθεί και προς τα μέλη του τμήματος η έκφραση μεταμέλειας την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε ήδη απευθύνει προς την προϊσταμένη τμήματος (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Νανόπουλος κατά Επιτροπής, F‑30/08, EU:F:2010:43, σκέψη 247).

92      Όσον αφορά το γεγονός ότι ο διευθυντής επανέλαβε την υπόδειξή του προς αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περί εκφράσεως μεταμέλειας προς όλο το τμήμα κατά την περίοδο στη διάρκεια της οποίας η προσφεύγουσα-ενάγουσα τελούσε σε αναρρωτική άδεια και ότι την απείλησε, στο πλαίσιο αυτό, με την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας σε περίπτωση που δεν συμμορφωνόταν πάραυτα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι το επίμαχο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με ημερομηνία 29 Φεβρουαρίου 2012 στις 8:03΄, απεστάλη στην επαγγελματική ηλεκτρονική διεύθυνση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, στην οποία η τελευταία είχε πρόσβαση από την κατοικία της· ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα μετέβη στον τόπο εργασίας της κατά τη διάρκεια της εν λόγω αναρρωτικής αδείας· ότι η ενέργεια του διευθυντή ήταν σαφώς συνδεδεμένη με την προσδοκία ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα θα είχε πρόσβαση στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τη θέση εργασίας της ή από την κατοικία της αν θεωρούσε σκόπιμο να ελέγξει την ηλεκτρονική της θυρίδα, προκειμένου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τελούσε σε αναρρωτική άδεια, να της δοθεί η ευκαιρία να απευθύνει σύντομο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περί εκφράσεως μεταμέλειας σχετικά με τα περιστατικά που σχετίζονταν με την επιλογή για τα θερινά πανεπιστήμια και να τεθεί τέλος στο εν λόγω περιστατικό εντός του τμήματος. Εν πάση περιπτώσει, παρά την απουσία απαντήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας, ο διευθυντής δεν πραγματοποίησε την απειλή του περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία, κατά συνέπεια, μάλλον εκλαμβάνεται ως πολλοστή απόπειρα να δοθεί τέλος στα πολυάριθμα επεξηγηματικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προσφεύγουσας-ενάγουσας που παρέβλαπταν την εύρυθμη λειτουργία του τμήματος.

93      Λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι ο διευθυντής, με το μήνυμά του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Φεβρουαρίου 2012, μολονότι προέβη σε υπόδειξη ως προς τo κείμενο του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περί εκφράσεως μεταμέλειας, κατέλιπε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τη φροντίδα της διατυπώσεως της συγγνώμης της, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα της ισχυρογνωμοσύνης της προσφεύγουσας-ενάγουσας και της τάσεώς της να αμφισβητεί τις αποφάσεις της προϊσταμένης του τμήματός της, ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και τελών υπό τις αυτές συνθήκες, δεν θα έκρινε υπέρμετρη και κατακριτέα την ενέργεια του διευθυντή και δεν θα τη θεωρούσε πράξη εμπίπτουσα στην έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως, αλλά μάλλον απόπειρα επανεντάξεως ενός μέλους του προσωπικού του οποίου η συμπεριφορά μπορούσε να παραβλάψει την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Εξάλλου, η αμφισβήτηση, εκ μέρους της προσφεύγουσας-ενάγουσας, της ορθότητας της συμμετοχής στα θερινά πανεπιστήμια των δύο συναδέλφων της, που είχαν αναλάβει καθήκοντα προσφάτως σε τμήμα ελαττωμένης δυναμικότητας, δεν είναι ενδεικτική ισχυρού ομαδικού πνεύματος.

94      Τέλος, μολονότι ο τόνος ορισμένων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μπορεί να φαίνεται αρκετά αυστηρός, οι ενδεχομένως αγανακτισμένες αντιδράσεις των προϊσταμένων της πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν συγγνωστές, λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας-ενάγουσας (βλ. απόφαση Fonzi κατά Επιτροπής, 27/64 και 30/64, EU:C:1965:73, σ. 640).

–       Επί των πραγματικών περιστατικών που αφορούν την έκδοση των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 13ης Ιανουαρίου 2012

95      Κατόπιν της συγκεντρώσεως του τμήματος της 13ης Ιανουαρίου 2012, περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 85 της παρούσας αποφάσεως, σχέδιο πρακτικών της εν λόγω συγκεντρώσεως διαβιβάσθηκε, στις 13 Φεβρουαρίου 2012, στα μέλη του τμήματος. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 20ής του ίδιου μήνα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ρώτησε αν είχε καθορισθεί προθεσμία προς υποβολή παρατηρήσεων. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, η προϊσταμένη τμήματος της επισήμανε ότι της είχε δοθεί η ευκαιρία, ήδη από εβδομάδος, να διατυπώσει τα σχόλιά της, παρέχοντάς της συνάμα προθεσμία έως τις 24 Φεβρουαρίου προκειμένου να της υποβάλει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις της.

96      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα αποδοκιμάζει το γεγονός ότι η προϊσταμένη τμήματος δεν αρκέσθηκε στο να της τάξει προθεσμία προς υποβολή των παρατηρήσεών της επί του σχεδίου πρακτικών της επίμαχης συγκεντρώσεως, αλλά αντιθέτως επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να της «απευθύνει κήρυγμα», τούτο δε ενώ, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την έκδοση των πρακτικών των συγκεντρώσεων του τμήματος, οι οποίες γνωστοποιήθηκαν από την προϊσταμένη τμήματος, τα εν λόγω πρακτικά εγκρίνονται κατά την επόμενη συγκέντρωση εφόσον δεν προβλήθηκε αντίρρηση.

97      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν εντοπίζει στο προαναφερθέν μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προϊσταμένης τμήματος κανένα στοιχείο που να αντιστοιχεί στον προβλεπόμενο στον ΚΥΚ ορισμό της ηθικής παρενοχλήσεως. Το πολύ, και αν ακόμη η προϊσταμένη τμήματος τυχόν χρησιμοποίησε διατύπωση την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα εξέλαβε ως σαρκαστική, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν υπερέβη τα όρια της υπερβολικής κριτικής, λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, της μαχητικότητας και της τάσεως προς αμφισβήτηση που είχε επιδείξει η προσφεύγουσα-ενάγουσα σχετικά με την έκδοση άλλων πρακτικών, ήτοι αυτών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011.

–       Επί των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τον αποκλεισμό της προσφεύγουσας-ενάγουσας από την άσκηση των δευτερευόντων καθηκόντων σε σχέση με αυτά της διερμηνείας

98      Με σημείωμα της 29ης Μαρτίου 2012, του οποίου έγινε μνεία στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, ο διευθυντής πληροφόρησε την προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι, λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης καταστάσεως της υγείας της, θα ήταν προτιμότερο να εστιάσει στο εξής στα καθήκοντά της διερμηνείας στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο (Γαλλία), ήτοι στην εργασία σε θάλαμο, στην προετοιμασία των συνεδριάσεων και στην παρακολούθηση μαθημάτων γλώσσας. Αντιθέτως, προκειμένου περί των άλλων καθηκόντων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, αυτά που σχετίζονται με αποστολές εκτός των τριών τόπων εργασίας του Κοινοβουλίου και με τη συμμετοχή σε μάθημα καταρτίσεως των εκπαιδευτών («Training the Trainers»), ο διευθυντής αποφάσισε ότι τα εν λόγω καθήκοντα της προσφεύγουσας-ενάγουσας θα έπρεπε, επί του παρόντος, να ανασταλούν.

99      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Απριλίου 2012, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εξέφρασε την έκπληξή της και κάλεσε τον διευθυντή να αναθεωρήσει τη θέση του, λαμβανομένης, μεταξύ άλλων, υπόψη της γνωματεύσεως του θεράποντος ιατρού της στην οποία αναφερόταν ότι είχε πλήρως ανακτήσει τις ικανότητές της και ήταν έτσι σε θέση να εκπληρώνει τα επαγγελματικά της καθήκοντα από 29ης Μαρτίου 2012. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 20ής Απριλίου 2012, ο διευθυντής τής απάντησε ότι είχε λάβει την απόφασή του προς το συμφέρον της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, τούτο δε μετά από διαβούλευση με την ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου και σε συμφωνία με αυτήν. Επισήμανε συναφώς ότι η κατάσταση θα επανεξεταζόταν μετά την πάροδο έξι μηνών.

100    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε εξηγήσεις επί του θέματος από την ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου, η εν λόγω υπηρεσία την ενημέρωσε κατ’ ουσίαν ότι δεν διαβίβαζε προς τους ιεραρχικώς προϊσταμένους πληροφορίες ή συμβουλές σε σχέση με την κατάσταση της υγείας των υπαλλήλων. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Οκτωβρίου 2012, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζήτησε εκ νέου από τον διευθυντή να επανεξετάσει την απόφασή του περί των δευτερευόντων καθηκόντων της σε σχέση με αυτά της διερμηνείας. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατ’ ουσίαν, κατόπιν συζητήσεως με την προσφεύγουσα-ενάγουσα στις 27 Νοεμβρίου 2012, ο διευθυντής εξάρτησε την εκ νέου ανάληψη από την προσφεύγουσα-ενάγουσα των δευτερευόντων καθηκόντων της από την έκφραση της μεταμέλειάς της προς την προϊσταμένη τμήματος, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απευθυνόμενο προς ολόκληρο το τμήμα, όπως είχε ζητηθεί με το σημείωμα της 1ης του προηγουμένου Φεβρουαρίου. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 25ης Ιανουαρίου 2013, η προσφεύγουσα-ενάγουσα πληροφόρησε τον διευθυντή ότι της ήταν αδύνατον να συμμορφωθεί προς την υπόδειξή του για τους ίδιους λόγους που είχε, ήδη και επανειλημμένως, εκθέσει τόσο προς αυτόν τον ίδιο όσο και προς την προϊσταμένη τμήματος. Με απαντητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 31ης Ιανουαρίου 2013, ο διευθυντής εξήγησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι η έκφραση της μεταμέλειάς της θα αρκούσε για να τεθεί τέρμα στην κατάσταση την οποία αυτή περιέγραφε ως ταπεινωτική και αφόρητη. Εξάλλου, προσήψε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι ζήτησε από την αντιπροσωπεία των υπαλλήλων μεταφραστών (DELINT — Staff Interpreters’ Delegation) να «εκφράσει την ανησυχία [της] σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόσθηκαν από [την προϊσταμένη τμήματος] προς επιλογή των υποψηφίων για τα θερινά πανεπιστήμια» κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως της εν λόγω αντιπροσωπείας που έλαβε χώρα τον Μάρτιο 2012. Κατόπιν συναντήσεως που έλαβε χώρα στις 10 Ιουνίου 2013, ο διευθυντής αποφάσισε να αναθέσει εκ νέου στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τα δευτερεύοντα καθήκοντά της, υπό τον όρο ωστόσο της από μέρους της τηρήσεως των εφαρμοστέων κανόνων, εξυπακουομένου ότι η πραγματοποίηση ταξιδίων στο πλαίσιο αποστολών με την άδεια του Κοινοβουλίου προϋπέθετε αμοιβαία εμπιστοσύνη και, κατά συνέπεια, την τήρηση των κανόνων που ισχύουν εντός του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Η εν λόγω απόφαση διατυπώθηκε επισήμως, κατόπιν αιτήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας, με σημείωμα του διευθυντή της 11ης Ιουνίου 2013, στο οποίο αναφέρεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα «εξουσιοδοτείται, όπως όλοι οι λοιποί συνάδελφοι της διευθύνσεως, να συμμετέχει σε δραστηριότητες επαγγελματικής καταρτίσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας».

101    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα παραπονείται για το γεγονός ότι, υπό την προσχηματική αιτιολογία της καταστάσεως της υγείας της, τα δευτερεύοντα καθήκοντά της τής αφαιρέθηκαν, ως επιβολή αντιποίνων και λήψη μέτρων εκφοβισμού. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αποκλείστηκε από τα δευτερεύοντα καθήκοντά της κατά κατάχρηση αρχής και εξουσίας που συνιστά συμπεριφορά παρενοχλήσεως.

102    Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι, ενώ η Διοίκηση έχει κάθε συμφέρον να τοποθετεί τους υπαλλήλους ή το λοιπό προσωπικό στις διάφορες θέσεις σε συνάρτηση με τις ικανότητες και τις προσωπικές προτιμήσεις τους, δεν δύναται να αναγνωρισθεί στους υπαλλήλους αυτούς το δικαίωμα να ασκούν ή να διατηρούν συγκεκριμένα καθήκοντα (αποφάσεις Campoli κατά Επιτροπής, T‑100/00, EU:T:2001:75, σκέψη 71, και DH κατά Κοινοβουλίου, F‑4/14, EU:F:2014:241, σκέψη 68). Συνεπώς, η αρμόδια αρχή του θεσμικού οργάνου μπορεί να αποφασίζει την αφαίρεση ορισμένων καθηκόντων από τους υπαλλήλους του.

103    Όσον αφορά τα καθήκοντα που αφαιρέθηκαν από την προσφεύγουσα-ενάγουσα, αυτά ήταν δευτερεύοντα ως προς τα κύρια καθήκοντά της, ήτοι τη διερμηνεία. Επίσης, ήσαν περιορισμένα, εφόσον επρόκειτο κυρίως περί της συμμετοχής σε αποστολές εκτός των τριών τόπων εργασίας του Κοινοβουλίου —συμμετοχή για την οποία δεν προσφέρεται συχνά η ευκαιρία στους διερμηνείς τσεχικής γλώσσας—, περί της συμμετοχής στην ομάδα εργασίας επί ζητημάτων καταρτίσεως καθώς και περί της συμμετοχής σε μαθήματα καταρτίσεως των εκπαιδευτών.

104    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι, μολονότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα αρεσκόταν στα εν λόγω δευτερεύοντα καθήκοντα, τα οποία ενδέχεται να παρουσιάζουν ψυχαγωγικό χαρακτήρα, εντούτοις τα καθήκοντα από τα οποία δεν απαλλάχθηκε ήταν αυτά που συνιστούν το επάγγελμα του διερμηνέα. Περαιτέρω, η απόφαση περί αποκλεισμού της προσφεύγουσας-ενάγουσας από τα δευτερεύοντα καθήκοντα είχε προσωρινό χαρακτήρα. Όσον αφορά το γεγονός ότι ο διευθυντής εξάρτησε την εκ νέου ανάληψη, από την προσφεύγουσα-ενάγουσα, των εν λόγω δευτερευουσών δραστηριοτήτων από την ανάληψη δεσμεύσεώς εκ μέρους της να υιοθετήσει συμπεριφορά περισσότερο σύμφωνη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, που συνεπαγόταν την έκφραση μεταμέλειας που της είχε ζητηθεί, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα των δυσχερειών στις διαπροσωπικές σχέσεις που προκλήθηκαν εν μέρει από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα, η εν λόγω απόφαση δεν υπερέβαινε τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως του διευθυντή.

105    Επομένως, η απόφαση του διευθυντή περί προσωρινής αφαιρέσεως από την προσφεύγουσα-ενάγουσα ορισμένων από τα δευτερεύοντα επαγγελματικά της καθήκοντα, τα οποία ουσιαστικά συνίσταντο σε δραστηριότητες αποστολών και καταρτίσεως, δεν συνιστά, καθεαυτή, απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως (βλ. απόφαση K κατά Κοινοβουλίου, F‑15/07, EU:F:2008:158, σκέψη 38) και κατ’ ουδένα τρόπο μπορεί να χαρακτηρισθεί κατάχρηση εξουσίας. Το γεγονός ότι ο διευθυντής επεδίωξε, συναφώς, να ενισχύσει τη νομιμότητα της αποφάσεώς του επικοινωνώντας με την ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου επί του εν λόγω ζητήματος δεν ασκεί επιρροή.

–       Επί των πραγματικών περιστατικών που αφορούν την ενημέρωση γλωσσαρίου

106    Όσον αφορά το γεγονός ότι η προϊσταμένη τμήματος θεώρησε ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκπλήρωσε με καθυστέρηση το ευχερές καθήκον που της είχε ανατεθεί, στις 31 Αυγούστου 2011, να ενημερώσει το γλωσσάριο για την κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εισοδήματος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επαναλαμβάνει ότι, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα‑ενάγουσα και όπως ήδη διαπιστώθηκε στις σκέψεις 114 έως 117 της αποφάσεως CW κατά Κοινοβουλίου (EU:F:2014:186), οι παρατηρήσεις της προϊσταμένης τμήματος επί του εν λόγω θέματος ουδόλως έπασχαν από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Εξάλλου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν αντιλαμβάνεται με ποιον τρόπο η μνεία, από ιεραρχικώς προϊστάμενο, της μη ικανοποιητικής αποδόσεως υπαλλήλου αποτελεί συμπεριφορά που συνιστά ηθική παρενόχληση, ιδίως οσάκις η επίμαχη ανεπάρκεια είναι πρόδηλη.

–       Επί των πραγματικών περιστατικών που αφορούν τη μετάβαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην Τσεχική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας

107    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναχώρησε από τις Βρυξέλλες προκειμένου να επισκεφθεί την οικογένειά της στην Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία) από τις 2 έως τις 5 Μαρτίου 2012, ενόσω τελούσε σε αναρρωτική άδεια. Στις 4 Ιουνίου 2012, ο γενικός διευθυντής ζήτησε από την προσφεύγουσα-ενάγουσα να τον ενημερώσει αν είχε ταξιδέψει από τις Βρυξέλλες στην Πράγα την Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012 και αν είχε πραγματοποιήσει το ταξίδι της επιστροφής την επόμενη Δευτέρα 5 Μαρτίου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα επιβεβαίωσε την εν λόγω πληροφορία, ο γενικός διευθυντής την ρώτησε αν είχε λάβει προηγούμενη άδεια για το εν λόγω ταξίδι. Στις 6 Ιουνίου 2012, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δήλωσε τα εξής: «Η απάντηση στην ερώτησή σας είναι όχι, δεν έλαβα προηγουμένως την άδεια που προβλέπεται στο [άρθρο] 60 του ΚΥΚ, διότι δεν θεωρούσα ότι είχα την υποχρέωση να την ζητήσω». Ακολούθως, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Ιουνίου 2012, ο γενικός διευθυντής γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε τηρήσει τους κανόνες του ΚΥΚ επί θεμάτων παραμονής εκτός του τόπου τοποθετήσεως κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας, μολονότι αυτοί προβλέπονται ιδίως προς προστασία του υπαλλήλου όσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη, και ότι, αν είχε υποβάλει αίτηση προεγκρίσεως, ενδέχεται να είχε επιτραπεί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα να παραμείνει επί μεγαλύτερο διάστημα με τους οικείους της.

108    Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η Διοίκηση τελούσε εν γνώσει, λεπτομερώς, των πτήσεων στις οποίες είχε επιβιβασθεί προκειμένου να μεταβεί στην Πράγα και να επιστρέψει ακολούθως στις Βρυξέλλες, είναι σαφές ότι κατά τη χρονική εκείνη περίοδο είχε καταστεί αντικείμενο στενής παρακολουθήσεως από τη Διοίκηση, γεγονός που συνέβαλε στην επιδείνωση του άγχους, της πιέσεως και των εκφοβισμών που αντιμετωπίζει.

109    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι, υπό την κάλυψη ισχυρισμών περί παρενοχλήσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επιχειρεί, με την επιχειρηματολογία της, να ελαχιστοποιήσει την έκταση της έκδηλης εκ μέρους της παραβάσεως του ίδιου του γράμματος του άρθρου 60 του ΚΥΚ.

110    Όσον αφορά το γεγονός ότι η Διοίκηση ενημερώθηκε από συνάδελφο της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί του ότι αυτή είχε επιβιβασθεί στις πτήσεις της 2ας και της 5ης Μαρτίου 2012, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ουδόλως αποδεικνύει ότι ο εν λόγω συνάδελφος είχε λάβει την εντολή να την παρακολουθεί στις μετακινήσεις της κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής της άδειας. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αποκλείεται να επέβαιναν στις ίδιες πτήσεις ορισμένοι από τους συναδέλφους της προκειμένου να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, ιδίως κατά τη διάρκεια των σαββατοκύριακων.

–       Επί των πραγματικών περιστατικών που αφορούν την εξόφληση των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα στο πλαίσιο αποστολής

111    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναφέρεται στο γεγονός ότι, ενώ βρισκόταν σε διαδικασία μετακομίσεως σε άλλο γραφείο, η προϊσταμένη τμήματος δεν την πληροφόρησε ότι το έντυπό της αιτήσεώς της περί επιστροφής των εξόδων στα οποία είχε υποβληθεί στο πλαίσιο αποστολής μπορούσε να έχει κατατεθεί στο προηγούμενο γραφείο της. Εξάλλου, όταν η προσφεύγουσα-ενάγουσα την ρώτησε ποιος ήταν ο αριθμός του νέου της γραφείου, η προϊσταμένη τμήματος της απάντησε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Μαΐου 2012 ότι η εν λόγω πληροφορία ήταν διαθέσιμη στον ενδοδικτυακό ιστότοπο του Κοινοβουλίου, αλλά ότι, προκειμένου να την διευκολύνει, της επισήμαινε ότι μπορούσε να βρει τον εν λόγω αριθμό στην ηλεκτρονική υπογραφή του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

112    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συμπεριφορά της προϊσταμένης τμήματος κατά τη διάρκεια του εν λόγω επεισοδίου, δεν μπορεί κατ’ ουδένα τρόπο, τόσο ως προς τον τύπο όσο και επί της ουσίας, να εξομοιωθεί προς ηθική παρενόχληση. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα την εξέλαβε ως παρενόχληση ανάγεται προδήλως σε υποκειμενική αντίληψη.

–       Επί των πραγματικών περιστατικών που αφορούν την επιτυχή συμμετοχή στην εξέταση πολωνικής γλώσσας

113    Έχοντας μπορέσει να λάβει γνώση των γραπτών δηλώσεων τεσσάρων εκ των συναδέλφων της, μεταξύ των οποίων και αυτής του G., τις οποίες προσκόμισε το Κοινοβούλιο για τις ανάγκες της άμυνάς του στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που περατώθηκε με την απόφαση CW κατά Κοινοβουλίου (EU:F:2014:186), στις 15 Νοεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε συγκεκριμένα να μη μετάσχει ο G. στην επιτροπή στην οποία ανατέθηκε η εξέταση των ικανοτήτων της στην πολωνική γλώσσα, την οποία επιθυμούσε να προσθέσει στα προσόντα της στη διερμηνεία. Πράγματι, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαζόντως αρνητικής μαρτυρίας του σε βάρος της, ο G. δεν διέθετε τον απαιτούμενο βαθμό ουδετερότητας.

114    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι ο G. προέβη σε δηλώσεις που απεικόνιζαν με αρνητικό τρόπο τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας‑ενάγουσας δεν μπορεί, καθεαυτό, να στερήσει από τον G. τη δυνατότητα αντικειμενικής εκτιμήσεως των γλωσσικών ικανοτήτων της. Πράγματι, η συλλογιστική της προσφεύγουσας-ενάγουσας, αν γινόταν δεκτή, θα είχε ως συνέπεια, βάσει των δηλώσεων και υποκειμενικών αντιλήψεων σχετικά με το επαγγελματικό της περιβάλλον και μόνον, σχεδόν το ήμισυ των μελών του τμήματος καθώς και η προϊσταμένη του εν λόγω τμήματος και ο διευθυντής να πρέπει να στερούνται της δυνατότητας εκτιμήσεως των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας-ενάγουσας στις επαγγελματικές της δραστηριότητες.

115    Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα συμμετέσχε επιτυχώς στη δοκιμασία της πολωνικής γλώσσας, γεγονός που αφαιρεί από τη συναφή επιχειρηματολογία της κάθε αληθοφάνεια και αξιοπιστία.

116    Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω διαπιστώσεων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, εξεταζόμενα μεμονωμένα, τα πραγματικά περιστατικά και οι ακολουθίες πραγματικών περιστατικών που προαναφέρθηκαν σχετικά με τα συμβάντα που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν μπορούν να θεωρηθούν εκδηλώσεις ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ.

–       Επί της συνολικής εξετάσεως των επιδίκων συμβάντων

117    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι τα συμβάντα που προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα και που μόλις εξετάσθηκαν μεμονωμένα (στο εξής: επίδικα συμβάντα) ασφαλώς αποκαλύπτουν, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, συγκρουσιακή σχέση εντός δυσχερούς διοικητικού πλαισίου, αλλά δεν αποδεικνύουν ενέργειες που εμφανίζουν καταχρηστικό ή ηθελημένο χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα λεχθέντα και οι συμπεριφορές που έχουν τεκμηριωθεί καταδεικνύουν το πολύ μια αδέξια αντιμετώπιση της συγκρουσιακής καταστάσεως από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους και όχι εσκεμμένη βούληση καταχρηστικής συμπεριφοράς σε βάρος της προσφεύγουσας-ενάγουσας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 128).

118    Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, που χαρακτηρίζεται από ισχυρογνωμοσύνη, αδιαλλαξία και που, ενίοτε, προσέγγισε την ανυπακοή, αυτή δεν μπορεί να διατείνεται ότι δεν αντιλαμβάνεται τους λόγους των αποφάσεων που έλαβαν οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί της. Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τονίζει ότι το εννοιολογικό περιεχόμενο της ηθικής παρενοχλήσεως και της υποχρεώσεως αρωγής, κατά τα άρθρα 12α και 24 του ΚΥΚ, δεν μπορεί να εκτείνεται έως του σημείου να επιτραπεί στον υποτιθέμενο παθόντα να αμφισβητεί συστηματικά κάθε ιεραρχική αρχή ή ακόμα να θεωρεί εαυτόν απαλλαγμένο από υποχρεώσεις που προβλέπονται ρητώς από τον ΚΥΚ, όπως είναι οι σχετιζόμενες με το καθεστώς των αδειών ή η υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας με τους ανωτέρους του.

119    Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει πράγματι ότι η κριτική που ασκεί ιεραρχικώς προϊστάμενος επί της διεκπεραιώσεως εργασίας ή καθήκοντος από υφιστάμενο δεν αποτελεί καθεαυτή ανάρμοστη συμπεριφορά διότι, αν συνέβαινε αυτό, θα καθίστατο πρακτικώς αδύνατη η διοίκηση της υπηρεσίας (αποφάσεις Tzirani κατά Επιτροπής, F‑46/11, EU:F:2013:115, σκέψη 97, και CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 87). Ομοίως, έχει κριθεί ότι αρνητικές παρατηρήσεις απευθυνόμενες προς υπάλληλο δεν θίγουν, κατ’ ανάγκην, την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή την ακεραιότητά του, εφόσον διατυπώνονται, όπως εν προκειμένω, ευπρεπώς και δεν στηρίζονται σε αιτιάσεις καταχρηστικές που δεν έχουν καμία σχέση με αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά (βλ. αποφάσεις Menghi κατά ENISA, F‑2/09, EU:F:2010:12, σκέψη 110, και CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 87).

120    Μολονότι είναι αναντίρρητο ότι τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται, αντίστοιχα, με τις «ερωτήσεις προς τη διεύθυνση» και με τη συγκέντρωση της 23ης Μαΐου 2011 συνέβαλαν στην επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων εντός του τμήματος, αφενός, το γεγονός ότι υπάλληλος έχει δυσχερείς, ακόμη και συγκρουσιακές, σχέσεις με τους συναδέλφους ή τους ιεραρχικώς προϊσταμένους του δεν αποτελεί, καθεαυτό, απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψεις 86, 87 και 98 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ακόμη και όταν οι εν λόγω δυσχέρειες παρέχουν αφορμή για σειρά ανακλήσεων στην τάξη από μέρους των ιεραρχικώς προϊσταμένων. Αφετέρου, με τις επανειλημμένες αποστολές μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις οποίες προέβη, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ουδόλως επιζήτησε ή συνέβαλε σε εξομάλυνση του επαγγελματικού κλίματος εντός του τμήματος.

121    Εξάλλου, όσον αφορά τη διαμάχη που προκλήθηκε λόγω της εφαρμογής των κριτηρίων επιλογής για τα μαθήματα αγγλικής γλώσσας στο πλαίσιο των θερινών πανεπιστημίων που προγραμματίσθηκαν το 2012, ο διευθυντής δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως απαιτώντας από την προσφεύγουσα-ενάγουσα να ζητήσει, μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αποδέκτες τα ίδια πρόσωπα με αυτά προς τα οποία είχε αποκτήσει τη συνήθεια να απευθύνει της πολυάριθμες αλληλογραφίες της που αφορούσαν την προϊσταμένη τμήματος, εν προκειμένω όλα τα μέλη του τμήματος, συγγνώμη για το ότι υπονόησε ότι η προϊσταμένη τμήματος δεν είχε εφαρμόσει ορθώς τα κριτήρια συμμετοχής στα εν λόγω μαθήματα (βλ., επίσης, απόφαση CW κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:186, σκέψεις 71, 72 και 74). Άλλωστε, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε ήδη ζητήσει συγγνώμη, αλλά μόνο με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εν προκειμένω της 20ής Ιανουαρίου 2012, απευθυνόμενο προς την προϊσταμένη τμήματος με κοινοποίηση στον διευθυντή. Πλην όμως, δεδομένου ότι αν ένας από τους προϊσταμένους της είχε διαβιβάσει το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στα μέλη του τμήματος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα θα είχε κατά πάσα πιθανότητα εκλάβει τη χειρονομία αυτή ως επιπρόσθετη μορφή παρενοχλήσεως, ήταν ακόμη πιο εύλογο, προκειμένου να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της προϊσταμένης τμήματος, που είχε θιγεί λόγω της στάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας, να αξιώσουν οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι της προσφεύγουσας-ενάγουσας από αυτή να απευθύνει, προς τους ίδιους αποδέκτες με αυτούς των επικριτικών για την προϊσταμένη τμήματος μηνυμάτων, την έκφραση μεταμέλειας που είχε την πρόθεση να απευθύνει στην εν λόγω προϊσταμένη τμήματος.

122    Ως προς αυτή την πτυχή του ζητήματος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, όπως ακριβώς η αποστολή από ιεραρχικώς προϊσταμένους μηνυμάτων που τυχόν περιέχουν δυσφημιστικές ή κακόβουλες εκφράσεις, κατά μείζονα λόγο όταν αποστέλλονται, χωρίς ειδική αιτιολόγηση, προς πρόσωπα άλλα από τον ενδιαφερόμενο, μπορεί να θεωρηθεί εκδήλωση παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ (βλ., a contrario, αποφάσεις Lo Giudice κατά Επιτροπής, EU:T:2007:322, σκέψεις 104 και 105, και Tzirani κατά Επιτροπής, EU:F:2013:115, σκέψη 97), το καθήκον πίστεως κατ’ άρθρο 11 του ΚΥΚ, όπως άλλωστε και η υποχρέωση κάθε υπαλλήλου, βάσει του άρθρου 12 του ΚΥΚ, προς αποχή από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που μπορούν να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του συνεπάγονται, για κάθε υφιστάμενο, την υποχρέωση αποχής από αμφισβήτηση, χωρίς λόγο, του κύρους των προϊσταμένων του και, εν πάση περιπτώσει, την υποχρέωση επιδείξεως μετριοπάθειας και σωφροσύνης σχετικά με την αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εντάσσονται σε τέτοιου είδους διάβημα και με την επιλογή των αποδεκτών των εν λόγω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

123    Όσον αφορά την επί βραχύτατο διάστημα ανάκληση ορισμένων καθηκόντων και δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας-ενάγουσας, ανεξαρτήτως του ζητήματος της διαβουλεύσεως με την ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου και των συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εν λόγω διαβούλευση, αυτή μπορούσε να δικαιολογηθεί εκ λόγων ιατρικής φύσεως, αφής στιγμής η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε απουσιάσει, επανειλημμένως, λόγω ασθενείας και είχε επικαλεσθεί «burnout». Παρά ταύτα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα στερήθηκε των εν λόγω δευτερευουσών, ως προς τα κύρια καθήκοντά της, δραστηριοτήτων πρωτίστως προς αποφυγή εξακολουθητικών διενέξεων, που σχετίζονταν με τις συμμετοχές της σε εξωτερικές ως προς το τμήμα δραστηριότητες. Στο μέτρο που η προσφεύγουσα‑ενάγουσα κατ’ ουδένα τρόπο στερήθηκε των εν λόγω κυρίων καθηκόντων της, τα οποία είναι τα σημαντικότερα από την άποψη του συμφέροντος της υπηρεσίας, ήτοι της εργασίας διερμηνείας την οποία επιτελεί, όπως φαίνεται, κατά τρόπο ικανοποιητικό για το θεσμικό της όργανο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν αντιλαμβάνεται με ποιόν τρόπο η στέρηση ορισμένων παρεπομένων καθηκόντων, ασφαλώς αρεστών στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα, θα είχε αντικειμενικά ως αποτέλεσμα, στο ευρύτερο πλαίσιο των περιστατικών που περιγράφηκαν, να θιγεί η προσωπικότητά της, η αξιοπρέπειά της ή η σωματική ή ψυχολογική της ακεραιότητα.

124    Όσον αφορά τα διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά και εκθέσεις που προσάρτησε στην προσφυγή-αγωγή της η προσφεύγουσα-ενάγουσα προκειμένου να πιστοποιήσει ότι η επίδικη συμπεριφορά της προϊσταμένης του τμήματός της και του διευθυντή της έθιξαν την προσωπικότητά της, την αξιοπρέπειά της ή τη σωματική ή ψυχική της ακεραιότητα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι, μολονότι, ασφαλώς, τα εν λόγω ιατρικά πιστοποιητικά και εκθέσεις τεκμηριώνουν την ύπαρξη ψυχικών προβλημάτων της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, εντούτοις δεν αποδεικνύουν ότι τα εν λόγω προβλήματα οφείλονται σε ηθική παρενόχληση, καθόσον, προκειμένου να συναγάγουν την ύπαρξη τέτοιου είδους παρενοχλήσεως, οι εκδότες των πιστοποιητικών βασίσθηκαν, κατ’ ανάγκην, αποκλειστικώς στην περιγραφή εκ μέρους της ενάγουσας των συνθηκών εργασίας της στο Κοινοβούλιο (βλ. αποφάσεις K κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2008:158, σκέψη 41, και CQ κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:214, σκέψη 127). Εν πάση περιπτώσει, οι γνωματεύσεις ιατρικών εμπειρογνωμόνων, ακόμη και αν στηρίζονται σε στοιχεία πέραν εκείνων που τους περιέγραψε ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας του, δεν δύνανται αφ’ εαυτών να αποτελέσουν απόδειξη για την ύπαρξη, από νομικής απόψεως, παρενοχλήσεως ή πταίσματος του οικείου θεσμικού οργάνου σε σχέση με το καθήκον αρωγής που αυτό υπέχει (απόφαση BQ κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑7/14 P, EU:T:2015:79, σκέψη 49).

125    Όσον αφορά, τέλος, την αιτίαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας σχετικά με την προβαλλόμενη συνήθεια του διευθυντή να την καλεί χωρίς να της αναφέρει τον λόγο της σκοπούμενης συζητήσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέχει την υποχρέωση να είναι διαθέσιμη να συναντηθεί με τον ιεραρχικώς προϊστάμενό της οσάκις αυτός την καλεί σε συνάντηση (απόφαση CW κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:186, σκέψη 123). Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κάθε φορά που διατύπωσε σχετικό αίτημα, ο διευθυντής τής ανέφερε το αντικείμενο των επιμάχων συζητήσεων ή συναντήσεων. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει επίσης ότι, εντέλει, οι εν λόγω συζητήσεις δίνουν την εντύπωση προσπαθειών των ιεραρχικώς προϊσταμένων προς υπέρβαση των δυσχερειών στις σχέσεις μεταξύ της προϊσταμένης τμήματος και της προσφεύγουσας-ενάγουσας που, κατά βάση, εξηγούνται από συμπεριφορά της τελευταίας ικανή να κλονίσει το κύρος της προϊσταμένης τμήματος, υπέρ της οποίας είχε απορριφθεί, κατά τον οικείο χρόνο, η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

126    Βάσει όλων των παραπάνω σκέψεων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι το Κοινοβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ούτε προέβη σε κατάχρηση εξουσίας αποφαινόμενο, με την απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση, ότι, υπό το πρίσμα των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του ιδίως από την προσφεύγουσα-ενάγουσα και αυτών που σχετίζονται με την έκθεση βαθμολογίας της του 2011, οι επίμαχες συμπεριφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εκδηλώσεις ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ. Ομοίως, τα στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες εργασίας της έβλαψαν την υγεία της και την αξιοπρέπειά της κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη.

127    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και της υποχρεώσεως αρωγής που καθιερώνει το άρθρο 24 του ΚΥΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

128    Προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, παρά το γεγονός ότι είχε παράσχει στην ΑΔΑ αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων των οποίων είχε καταστεί στόχος από μέρους της προϊσταμένης τμήματος και του διευθυντή, αυτή δεν έλαβε τα μέτρα που είχε ζητήσει, γεγονός που συνιστά παράβαση τόσο της υποχρεώσεώς της προς αρωγή όσο και του καθήκοντος μέριμνας.

129    Όσον αφορά την απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι κακώς της προσήψε η ΑΔΑ ότι δεν προσέφυγε στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση για τον λόγο ότι, στη γραμματεία του Κοινοβουλίου, οι έρευνες στις υποθέσεις επικαλούμενης παρενοχλήσεως ανατίθενται στην εν λόγω επιτροπή. Συνεπώς, η επικαλούμενη αιτιολογία προς στήριξη της απορρίψεως της διοικητικής της ενστάσεως, ήτοι ο πρόωρος χαρακτήρας της ελλείψει προσφυγής στην επιτροπή, είναι εσφαλμένη. Συναφώς, τονίζει ότι είχε λάβει την πρωτοβουλία να προσφύγει στην επιτροπή, αλλά ότι ο πρόεδρός της δεν επικοινώνησε εκ νέου μαζί της επί του θέματος. Κατ’ αυτήν, η παθητικότητα και η αδράνεια της εν λόγω επιτροπής καθώς και η σιωπή της, παρά τις δοθείσες από την ΑΔΑ διαβεβαιώσεις, της προκάλεσαν ανησυχίες γενικής φύσεως που δικαιολογούσαν τις αμφιβολίες της ως προς τη δυνατότητα να εμπιστευθεί την ανάθεση στην εν λόγω επιτροπή της αντιμετωπίσεως υποθέσεων ηθικής παρενοχλήσεως στο Κοινοβούλιο.

130    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, η ΑΔΑ δεν ανέθεσε στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση τις εξουσίες που διαθέτει βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα είναι ούτως ή άλλως ακατανόητο το ότι, αν όντως ήσαν έτσι τα πράγματα, η ΑΔΑ δεν παρέπεμψε αυτεπαγγέλτως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την υπόθεση στην εν λόγω επιτροπή. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει επίσης ότι η ΑΔΑ θα μπορούσε να είχε αναθέσει τη διεξαγωγή έρευνας σε ad hoc ανεξάρτητο πρόσωπο ή αρχή.

131    Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας και της σοβαρότητας των επικαλουμένων πραγματικών περιστατικών, το Κοινοβούλιο όφειλε, ήδη πριν προχωρήσει σε έρευνα προς διαπίστωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, να εκκινήσει με την τοποθέτηση της προϊσταμένης τμήματος και/ή του διευθυντή σε νέα θέση ή, επικουρικά, να τοποθετήσει την προσφεύγουσα‑ενάγουσα σε άλλη θέση, όπως το είχε ήδη ζητήσει με την αίτηση αρωγής που υπέβαλε. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα αιτιάται επίσης την ΑΔΑ διότι απέρριψε την αίτηση αρωγής που υπέβαλε βάσει γενικών πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στο τμήμα, που είχαν συλλεγεί στο πλαίσιο της έρευνας που είχε διεξαχθεί κατόπιν της καταγγελίας λόγω παρενοχλήσεως που είχε υποβάλει η συνάδελφός της, CQ, τούτο δε ενώ, αφενός, η ίδια η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε τη διεξαγωγή έρευνας ευρείας κλίμακος, και αφετέρου, οι διεκδικήσεις της δεν σχετίζονταν με τις γενόμενες διαπιστώσεις κατόπιν της έρευνας που πραγματοποιήθηκε κατ’ αίτηση της CQ.

132    Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ως αβασίμου, επισημαίνοντας ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως αρωγής της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην ΑΔΑ, ήτοι στις 5 Φεβρουαρίου 2013, η ΑΔΑ είχε ήδη πλήρη γνώση των ισχυρισμών της, ιδίως λόγω της διοικητικής ενστάσεως που είχε υποβάλει κατά της εκθέσεως βαθμολογίας της του 2011, η οποία περιείχε εμπεριστατωμένη έκθεση των πραγματικών περιστατικών, αλλά επίσης και λόγω της διαδικασίας που είχε κινήσει η συνάδελφός της, CQ, η οποία κατέληξε στη διατύπωση γνωμοδοτήσεως της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση, στη διεξαγωγή έρευνας από τον γενικό διευθυντή και στην έκδοση αποφάσεων της ΑΔΑ που, εν προκειμένω, αποτέλεσαν, ακολούθως, το αντικείμενο της προσφυγής που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως F‑12/13. Συνεπώς, η αίτηση αρωγής απορρίφθηκε με πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων και βάσει των αποδείξεων που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα καθώς και των ερευνών που είχαν ήδη διεξαχθεί και των εκθέσεων που είχαν ήδη συνταχθεί. Από την άλλη πλευρά, η υπόδειξη του γενικού γραμματέα του Κοινοβουλίου προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα να προσφύγει εκ νέου στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση διατυπώθηκε, όπως διευκρινίσθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε πνεύμα ειλικρίνειας και μέριμνας. Όσον αφορά την έλλειψη αυτεπάγγελτης προσφυγής στην εν λόγω επιτροπή από την ΑΔΑ, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το εν λόγω διάβημα βάρυνε την προσφεύγουσα-ενάγουσα λόγω της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχει έναντι του θεσμικού της οργάνου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

133    Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ της αιτήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας, που υποβλήθηκε στον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση, και της αιτήσεως αρωγής την οποία υπέβαλε, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ενώπιον της ΑΔΑ.

134    Πράγματι, όσον αφορά τη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από τον εσωτερικό κανονισμό, αυτή συστάθηκε προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 12α του ΚΥΚ και ότι τα κύρια καθήκοντά της συνίστανται στην προώθηση ήρεμου και παραγωγικού περιβάλλοντος εργασίας, στην πρόληψη και/ή πάταξη κάθε ηθικής παρενοχλήσεως μέλους του προσωπικού, καθώς και στην εκπλήρωση ενός συμφιλιωτικού, διαμεσολαβητικού, επιμορφωτικού και ενημερωτικού ρόλου. Κατά τους όρους των άρθρων 6 και 7 του εσωτερικού κανονισμού, η συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση «δέχεται τις καταγγελίες οποιουδήποτε προσώπου που εκτιμά ότι είναι θύμα παρενόχλησης και του προσφέρει όλο το χρόνο και την προσοχή που χρειάζονται, μεριμνώντας ταυτόχρονα να παραμείνει ουδέτερη, με επίγνωση ότι λειτουργεί μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον [·] εργάζεται με απόλυτη αυτονομία, ανεξαρτησία και εμπιστευτικότητα».

135    Όσον αφορά την προσφυγή στην επιτροπή, κατά τους όρους των άρθρων 9 και 11 του εσωτερικού κανονισμού, οποιοσδήποτε μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού που αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα δυνάμενο να θεωρηθεί ως πρόβλημα παρενοχλήσεως ή που εκτιμά ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα στο περιβάλλον εργασίας του μπορεί να απευθυνθεί στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση, η οποία οφείλει να τον δεχθεί σε ακρόαση εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών από την υποβολή της αιτήσεως. Μετά το πέρας της ακροάσεως του φερομένου ως παθόντος, καθώς και του φερομένου ως παρενοχλούντος και, ενδεχομένως, άλλων συναδέλφων των προσώπων αυτών εντός του επόμενου μήνα από την ακρόαση του φερομένου ως παθόντος, που υπέβαλε την αίτηση, η επιτροπή μπορεί, βάσει του άρθρου 12 του εσωτερικού κανονισμού να απευθύνει συστάσεις στους ιεραρχικώς ανώτερους του καταγγέλλοντα προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα. Εάν το εν λόγω πρόβλημα συνεχισθεί, το άρθρο 14 του εσωτερικού κανονισμού εξουσιοδοτεί τη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση να υποβάλει στον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου εμπιστευτική έκθεση συνοδευόμενη από προτάσεις ως προς τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί και, εάν χρειασθεί, ζητώντας από αυτόν να της αναθέσει τη διενέργεια εμπεριστατωμένης εξετάσεως, κατά το πέρας της οποίας η επιτροπή οφείλει πλέον να επεξεργαστεί και διαβιβάσει στον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου τα πορίσματά της και ενδεχόμενες συστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, ο τελευταίος οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 16 του εσωτερικού κανονισμού, να γνωστοποιήσει στην επιτροπή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει.

136    Επιπλέον, από τα άρθρα 10 και 11 του εσωτερικού κανονισμού προκύπτει ότι η προσφυγή οποιουδήποτε μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού του θεσμικού οργάνου στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση δεν εξαρτάται από την προσκόμιση οποιασδήποτε αρχής αποδείξεως που να επιτρέπει τη διαπίστωση παρενοχλήσεως και ότι, αφότου επιληφθεί, η εν λόγω επιτροπή οφείλει, αντιθέτως, να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί, όπως αυτά απαριθμήθηκαν ανωτέρω, χωρίς να εξαρτάται η εκπλήρωση των εν λόγω καθηκόντων από οποιαδήποτε προηγούμενη απόφαση της ΑΔΑ, εκτός εάν η ίδια η επιτροπή αποταθεί στην ΑΔΑ βάσει ιδίως του άρθρου 14 του εσωτερικού κανονισμού.

137    Εξάλλου, μολονότι θα ήταν ενδεχομένως ευκταίο σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως εν όψει διαμεσολαβήσεως, να επιλαμβάνεται η συμβουλευτική επιτροπή, τούτο δεν αποτελεί εντούτοις προαπαιτούμενο της δυνατότητας οποιουδήποτε υπαλλήλου προς υποβολή αιτήσεως αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Faita κατά ΕΟΚΕ, EU:F:2013:130, σκέψη 91). Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει όσον αφορά το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 12α του ΚΥΚ καθώς και του εσωτερικού κανονισμού που θέσπισε το Κοινοβούλιο για τη θέση σε εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, το άρθρο 24 του ΚΥΚ δεν αφορά ειδικώς την πρόληψη ή τον αγώνα κατά της παρενοχλήσεως, αλλά επιτρέπει, γενικότερα, σε κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ να ζητεί την παρέμβαση της ΑΔΑ προκειμένου αυτή να λάβει κάθε πρόσφορο μέτρο προς «[παροχή] βοήθεια[ς] στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων [δυσφημίσεων] ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας […] του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του».

138    Συνεπώς, η υποβολή αιτήσεως αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ δεν απαιτεί, ακόμη και αν πρόκειται για αίτηση αρωγής σχετιζόμενη με περίπτωση παρενοχλήσεως, να απευθυνθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, προηγουμένως, προς τη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση που συνέστησε το Κοινοβούλιο βάσει του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η ΑΔΑ μπορεί, βάσει του άρθρου 14 του εσωτερικού κανονισμού, να αποφασίζει σε ορισμένες περιπτώσεις την ανάθεση στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση της ευθύνης διεξαγωγής έρευνας επί των πραγματικών περιστατικών φερομένης παρενοχλήσεως που περιέρχονται σε γνώση της ΑΔΑ.

–       Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αρωγής και του καθήκοντος μέριμνας

139    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε τη συνδρομή του προέδρου της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση για τον λόγο ότι, «[α]πό την 1η Φεβρουαρίου 2012, [ήταν] εκτεθειμένη σε τεράστια πίεση ασκούμενη από τους δύο ανωτέρους [της]». Μολονότι η εν λόγω αίτηση δεν αναφερόταν ρητώς στην έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως και δεν συνοδευόταν από αρχή αποδείξεως της «τεράστιας πιέσεως» που μνημόνευε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, η επιτροπή όφειλε, κατ’ εφαρμογήν του εσωτερικού κανονισμού, να δεχθεί την προσφεύγουσα-ενάγουσα σε ακρόαση εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών, πράγμα που προδήλως παρέλειψε. Συναφώς, ο επικαλούμενος από το Κοινοβούλιο λόγος προς δικαιολόγηση αυτής της παραβάσεως του εσωτερικού κανονισμού από την επιτροπή, ήτοι ότι ο πρόεδρός της τελούσε υπό μετακόμιση σε νέο γραφείο κατόπιν τοποθετήσεως σε νέα διευθυντική θέση σε άλλη γενική διεύθυνση, δεν είναι λυσιτελής, δεδομένου ότι, μολονότι προκύπτει από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προσφεύγουσας-ενάγουσας που απευθύνονταν στη γραμματεία της επιτροπής ή στον πρόεδρό της ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα επιθυμούσε να συζητήσει με τον πρόεδρο της επιτροπής αυτοπροσώπως, εναπόκειτο στην επιτροπή, ως συμβουλευτική αρχή επιλαμβανόμενη διά του προέδρου της, να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε άλλο εκ των μελών της, προς δύο εκ των οποίων άλλωστε είχε κοινοποιηθεί μέρος της αλληλογραφίας, να αναλάβει την αίτηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας, πράγμα που η επιτροπή προδήλως δεν έπραξε.

140    Ανεξαρτήτως του ζητήματος της προσφυγής στη συμβουλευτική επιτροπή, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δικαιούταν, εν πάση περιπτώσει, να υποβάλει στην ΑΔΑ αίτηση αρωγής κατά το άρθρο 24 του ΚΥΚ, χωρίς να υπόκειται σε υποχρέωση προηγούμενης προσφυγής στην εν λόγω επιτροπή ή σε υποχρέωση αναμονής ενδεχόμενης απαντήσεως της εν λόγω επιτροπής.

141    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, στην προσφεύγουσα-ενάγουσα εναπόκειτο να προσκομίσει, προς στήριξη της αιτήσεως αρωγής της, αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων των οποίων διατεινόταν ότι είχε αποτελέσει αντικείμενο από μέρους της προϊσταμένης του τμήματός της και του διευθυντή.

142    Εν προκειμένω, μολονότι τα στοιχεία που προσκόμισε με την αίτησή της αρωγής δεν αποδείκνυαν την ύπαρξη της επικαλούμενης παρενοχλήσεως, η ΑΔΑ θα μπορούσε να θεωρήσει, με ανοιχτό πνεύμα εμπνεόμενο από το καθήκον μέριμνας που υπέχει, ότι, σε κάποιο βαθμό, τα εν λόγω στοιχεία συνιστούσαν ενδεχομένως αρχή αποδείξεως τέτοιου είδους παρενοχλήσεως. Έτσι, εναπόκειτο καταρχήν στο Κοινοβούλιο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προκαλώντας, μεταξύ άλλων, τη διεξαγωγή έρευνας, προκειμένου να εξακριβωθούν τα πραγματικά περιστατικά του ιστορικού της καταγγελίας, σε συνεργασία με το πρόσωπο που την υπέβαλε. Ασκώντας τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί, η Διοίκηση μπορεί, προς τον σκοπό αυτό και παρέχοντας τα ενδεδειγμένα υλικοτεχνικά μέσα και ανθρώπινους πόρους, να αποφασίσει την ανάθεση της διεξαγωγής τέτοιου είδους έρευνας στους ιεραρχικώς προϊσταμένους του θεσμικού οργάνου, όπως σε γενικό διευθυντή, σε επιτροπή έρευνας ad hoc, σε συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση ή, ακόμη, σε πρόσωπο ή αρχή εκτός του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

143    Εντούτοις, όσον αφορά τη νομιμότητα αποφάσεως που απορρίπτει, χωρίς να έχει κινηθεί διοικητική έρευνα, αίτηση αρωγής που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάσει τη βασιμότητα της εν λόγω αποφάσεως, με βάση τα στοιχεία που είχαν περιέλθει σε γνώση της Διοικήσεως, μεταξύ άλλων από τον ενδιαφερόμενο με την αίτησή του αρωγής, όταν αυτή έλαβε την απόφαση (απόφαση Faita κατά ΕΟΚΕ, EU:F:2013:130, σκέψη 98).

144    Πλην όμως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει, συναφώς, ότι, πρώτον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε προσκομίσει με την αίτησή της αρωγής ογκώδη φάκελο εγγράφων προς τεκμηρίωση, ιδίως μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των επικαλουμένων πραγματικών περιστατικών. Δεύτερον, με την αίτησή της αρωγής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ανέφερε ότι «[η ΑΔΑ], στην οποία [είχαν] υποβληθεί [από τη CQ] ρητή αίτηση αρωγής και διοικητική ένσταση, [τελούσε] σε πλήρη γνώση της καταστάσεως και [είχε] παράσχει εντολή στον γενικό διευθυντή να ερευνήσει την υπόθεση».

145    Κατά συνέπεια και αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα-ενάγουσα, η ΑΔΑ δικαιούταν να λάβει υπόψη, κατά την επεξεργασία της αιτήσεως αρωγής, τα πληροφοριακά στοιχεία των οποίων είχε ήδη λάβει γνώση και στα οποία είχε αμέσως και/ή εμμέσως αναφερθεί η προσφεύγουσα-ενάγουσα με την αίτησή της, ήτοι, ιδίως, τη γνωμοδότηση της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και την έρευνα που διεξήγαγε ο γενικός διευθυντής κατόπιν της καταγγελίας περί παρενοχλήσεως της CQ, δεδομένου ότι, επιπλέον, η αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει η τελευταία ενέπλεκε τους ίδιους πρωταγωνιστές, οι οποίοι, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας-ενάγουσας, είχαν ήδη ακουσθεί, ενίοτε επανειλημμένως, από την επιτροπή και την ΑΔΑ. Σε τούτο προστίθεται το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε αναφερθεί, εν μέρει, στα επίδικα συμβάντα με τις αμφισβητήσεις των εκθέσεων βαθμολογίας της για τα έτη 2011 και 2012.

146    Λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα και αυτά που ήσαν σε γνώση του Κοινοβουλίου σχετικά με την έκθεση βαθμολογίας του 2011 και με την καταγγελία της CQ περί παρενοχλήσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι η ΑΔΑ είχε τη δυνατότητα, εν προκειμένω, να εκτιμήσει, με την απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση, ότι διέθετε, κατά το στάδιο εκείνο, επαρκή γνώση του υποστατού και της εμβέλειας των επικαλουμένων από την προσφεύγουσα-ενάγουσα πραγματικών περιστατικών ώστε να μπορέσει να συμπεράνει ότι αυτά δεν συνιστούσαν ηθική παρενόχληση, όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

147    Έτσι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, υπό τις οποίες η διεξαγωγή νέας έρευνας θα συνεπαγόταν την εξέταση των ιδίων πρωταγωνιστών με αυτούς που είχαν ήδη ακουσθεί στο πλαίσιο της έρευνας που διεξήχθη κατόπιν της καταγγελίας της CQ περί παρενοχλήσεως, επί πραγματικών περιστατικών που, όσον αφορά ορισμένα εξ αυτών, ήταν πανομοιότυπα με αυτά που είχε αναφέρει η CQ, και χωρίς, παρά ταύτα, να παρέχονται, κατ’ ανάγκη, συμπληρωματικές διευκρινίσεις σχετικά με τα αρκούντως εξαντλητικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την ίδια την προσφεύγουσα-ενάγουσα στην ΑΔΑ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, μη διατάσσοντας τη διεξαγωγή «έρευνας ευρείας κλίμακος επί των μεθόδων διοικήσεως της [προϊσταμένης του τμήματός της] και τ[ου διευθυντή] καθώς και επί της συμπεριφοράς τους έναντι της [προσφεύγουσας-ενάγουσας]», το Κοινοβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των μέτρων και μέσων εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, για την οποία διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και, συνεπώς, δεν παρέβη την εν λόγω διάταξη.

148    Σε τούτο προστίθεται το γεγονός ότι, προσδιορίζοντας τα μέτρα τα οποία θεωρεί ενδεδειγμένα προς εξακρίβωση του υποστατού και της εμβέλειας των επικαλουμένων πραγματικών περιστατικών, η ΑΔΑ οφείλει επίσης να μεριμνά για την προάσπιση των δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία ενδέχεται να αφορά μια έρευνα, ούτως ώστε, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, προτού εκθέσει εκ νέου το σύνολο των πρωταγωνιστών σε νέα έρευνα, η οποία ενδέχεται να καθίστατο άσκοπη δοκιμασία για τους ιεραρχικώς προϊσταμένους, αλλά και για τα μέλη του τμήματος, η ΑΔΑ όφειλε να βεβαιωθεί ότι διέθετε ενδείξεις δυνάμενες να τεκμηριώσουν βάσιμες υπόνοιες παρενοχλήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Νανόπουλου, T‑308/10 P, EU:T:2012:370, σκέψη 152), σε σχέση και προς τις προηγούμενες διαπιστώσεις της ΑΔΑ και της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση στο πλαίσιο της καταγγελίας της CQ περί παρενοχλήσεως. Πλην όμως, εν προκειμένω, δεν υφίσταντο τέτοια στοιχεία.

149    Όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί τοποθετήσεως της προϊσταμένης τμήματος και/ή του διευθυντή σε νέα θέση προς προστασία της από την προβαλλόμενη κακή συμπεριφορά τους, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, εφόσον τα επικαλούμενα από την προσφεύγουσα-ενάγουσα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχουν οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί της δυνάμει του άρθρου 12α του κανονισμού, η ΑΔΑ δεν παρέβη το άρθρο 24 του ΚΥΚ ούτε το καθήκον μέριμνας απορρίπτοντας το εν λόγω αίτημα. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί «λήψεως μέτρου [ισοδυνάμου] αποτελέσματος», όπως η τοποθέτησή της σε άλλη θέση, κατά μείζονα λόγο καθόσον η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ούσα κατά τον οικείο χρόνο έκτακτη υπάλληλος σε άλλο τμήμα διερμηνείας, προσλήφθηκε, στα τέλη του 2007, στο σημερινό της τμήμα και ότι η εν λόγω αλλαγή τμήματος εντασσόταν στο πλαίσιο της υποβολής από την προσφεύγουσα-ενάγουσα άλλης καταγγελίας περί ηθικής παρενοχλήσεως το έτος 2005, η οποία είχε απορριφθεί από την ΑΔΑ.

150    Όσον αφορά το γεγονός ότι η ΑΔΑ δεν απευθύνθηκε απευθείας στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση προκειμένου αυτή να εξετάσει, στο πλαίσιο των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων της που ορίζονται με τον εσωτερικό κανονισμό, την καταγγελία της προσφεύγουσας-ενάγουσας που είχε παραλείψει να εξετάσει εγκαίρως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην αίτηση αρωγής, επιχειρηματολογία την οποία άλλωστε επανέλαβε στη διοικητική της ένσταση και στην προσφυγή-αγωγή της, η ΑΔΑ θα είχε εντέλει ενεργήσει παρά τη βούληση της τελευταίας αν είχε απευθυνθεί στην επιτροπή την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα ανέφερε ότι ουδόλως πλέον εμπιστευόταν. Καθόσον, με τα επιχειρήματά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αιτιάται την ΑΔΑ διότι δεν ανέθεσε στην επιτροπή, συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 14 του εσωτερικού κανονισμού, την ευθύνη διεξαγωγής εξαντλητικής έρευνας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει, αφενός, ότι η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως προϋποθέτει την υποβολή αιτήσεως της επιτροπής προς τον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου προκειμένου να παράσχει στην εν λόγω επιτροπή οδηγίες για τη διεξαγωγή λεπτομερούς έρευνας, αίτηση η οποία ελλείπει εν προκειμένω, και, αφετέρου, ότι όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, η ΑΔΑ εκτίμησε ορθώς ότι διέθετε επαρκή γνώση των πραγματικών περιστατικών που της επέτρεπε να απορρίψει ως αβάσιμη την αίτηση αρωγής, χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη να αναθέσει στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση ή σε οποιαδήποτε άλλη αρχή τη διεξαγωγή συμπληρωματικών ερευνών.

151    Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι, μολονότι η αίτηση αρωγής απορρίφθηκε επί της ουσίας με την απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση, τούτο δε κατόπιν εμπεριστατωμένης εξετάσεως των επικαλουμένων από την προσφεύγουσα-ενάγουσα επιδίκων συμβάντων, η διοικητική ένσταση, αντιθέτως, απορρίφθηκε κυρίως για τον λόγο ότι η εν λόγω διοικητική ένσταση είχε ασκηθεί πρόωρα στο μέτρο που, λαμβανομένης υπόψη της επιθυμίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας να επιτύχει τη διεξαγωγή έρευνας ευρείας κλίμακος, εναπόκειτο σ’ αυτήν να απευθυνθεί προηγουμένως στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση, που είχε την ικανότητα να διεξαγάγει τέτοιου είδους έρευνα.

152    Πλην όμως, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 134 έως 138 της παρούσας αποφάσεως, η προσφυγή στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση δεν αποτελεί προϋπόθεση της υποβολής αιτήσεως αρωγής ενώπιον της ΑΔΑ βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ και, εφόσον απαιτηθεί, διοικητικής ενστάσεως σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως. Το γεγονός ότι, με την απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση, η ΑΔΑ κάλεσε την προσφεύγουσα-ενάγουσα να απευθυνθεί στην επιτροπή διά του νέου της προέδρου δεν ασκεί, συναφώς, επιρροή. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει επιπλέον ότι, από την άποψη του χρόνου, ενώ με την αίτησή της αρωγής η προσφεύγουσα‑ενάγουσα στηρίχθηκε σε συμβάντα που έλαβαν χώρα από τον Απρίλιο 2011, ιδίως σε αυτά που αφορούσαν τη σύνταξη των πρακτικών της συγκεντρώσεως της 23ης Μαΐου 2011 και τη μη συμμετοχή της σε θερινό πανεπιστήμιο, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προσφεύγουσας‑ενάγουσας προς τη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση αφορούσε, με λακωνική μάλλον διατύπωση, μόνον επαγγελματική πίεση που έγινε αντιληπτή από 1ης Φεβρουαρίου 2012.

153    Τέλος, αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ μπορεί ασφαλώς να απορριφθεί λόγω της προώρου ασκήσεώς της. Αντιθέτως, τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση διοικητικής ενστάσεως σχετικά με την οποία η τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία, που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, τρέχει σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης προσφυγής σε συμβουλευτική επιτροπή όπως είναι η συσταθείσα στο Κοινοβούλιο για θέματα παρενοχλήσεως.

154    Κατά συνέπεια, απορρίπτοντας τη διοικητική ένσταση για λόγο αναγόμενο στον φερόμενο ως πρόωρο χαρακτήρα της, καθόσον η προσφεύγουσα-ενάγουσα έπρεπε προηγουμένως να αποταθεί στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση, η ΑΔΑ στηρίχθηκε σε εσφαλμένη αιτιολογία η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε σφάλματα τους μονίμους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού σχετικά με τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και ευθύνες της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και της ΑΔΑ επί ζητημάτων ηθικής παρενοχλήσεως, όπως αυτές εκτίθενται στις σκέψεις 134 έως 138 της παρούσας αποφάσεως.

155    Εντούτοις, τέτοιου είδους αιτιολογία ουδόλως μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως ούτε άλλωστε αυτή της απορριπτικής της αιτήσεως αρωγής αποφάσεως. Πράγματι, υπενθυμίζοντας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, με την τελευταία αυτή απόφαση, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η ύπαρξη δύσκολων σχέσεων, ακόμη και η σύγκρουση μεταξύ υπαλλήλου και των ιεραρχικώς προϊσταμένων του δεν συνιστά, καθεαυτή, απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως, η ΑΔΑ είχε την πρόθεση να επιβεβαιώσει, επί της ουσίας, αν και επικουρικώς, τον εμπεριστατωμένο έλεγχο που διενεργήθηκε με την απορριπτική της αιτήσεως αρωγής απόφαση ή, τουλάχιστον, να μην αναιρέσει τον εν λόγω έλεγχο. Τούτο άλλωστε υποστήριξε το Κοινοβούλιο, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επιπλέον, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της παρούσας προσφυγής-αγωγής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι έχει ανατεθεί στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση αποστολή φιλικού διακανονισμού και διαμεσολαβήσεως, η οποία ενδέχεται να είναι πρόσφορη για την επίλυση των δυσκολιών που αντιμετώπισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ακόμη και αν αυτές δεν συνιστούν παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ενόψει αποκαταστάσεως «κλίματος εργασίας ήρεμου και παραγωγικού» κατά την έννοια του άρθρου 5 του εσωτερικού κανονισμού.

156    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων και χωρίς να απαιτείται να διαταχθεί η μετάφραση στην αγγλική γλώσσα από ανεξάρτητο μεταφραστή ορισμένων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έχουν συνταχθεί στην τσεχική γλώσσα, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των αιτημάτων προς ακύρωση της απορριπτικής της αιτήσεως αρωγής αποφάσεως και της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως.

3.     Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

157    Με τα αιτήματά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να της καταβάλει ποσό 50 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που εκτιμά ότι υπέστη καθώς και να της καταβάλει, λόγω υλικής ζημίας, το ένα τέταρτο του ποσού των ιατρικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε λόγω της επιδεινώσεως της υγείας της, πλέον τόκων υπερημερίας επί του συνολικού ποσού.

158    Το Κοινοβούλιο ζητεί, κυρίως, την απόρριψη των εν λόγω αιτημάτων αποζημιώσεως ως απαραδέκτων και, επικουρικώς, ως αβασίμων.

159    Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν, υπό το πρίσμα του κανόνα αντιστοιχίας, η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε την πρόθεση, αιτούμενη «την επανόρθωση των αδικιών που της προκάλεσε ή μπορούσε ακόμη να της προκαλέσει η προσβαλλόμενη απόφαση», να αναφερθεί με τη διοικητική της ένσταση σε αποκατάσταση υλικής ζημίας και/ή ικανοποίηση ηθικής βλάβης, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η ανόρθωση υλικής ζημίας ή η ικανοποίηση ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτονται, οσάκις εμφανίζουν, όπως εν προκειμένω, στενό σύνδεσμο με τα αιτήματα ακυρώσεως που και τα ίδια έχουν απορριφθεί ως αβάσιμα (απόφαση López Cejudo κατά Επιτροπής, F‑28/13, EU:F:2014:55, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

160    Λαμβανομένης υπόψη της απορρίψεως των αιτημάτων ακυρώσεως και, συνεπώς, της ελλείψεως πταίσματος της Διοικήσεως, ικανού να θεμελιώσει την ευθύνη της, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα αποζημιώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

161    Κατά το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του τελευταίου. Κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού, ο νικήσας διάδικος μπορεί, εντούτοις, να καταδικαστεί να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να αναλάβει εν μέρει ή στο σύνολό τους τα έξοδα του αντιδίκου, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης, ειδικότερα αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα κρινόμενα ως προκληθέντα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

162    Από το σκεπτικό που παρατίθεται στην παρούσα απόφαση συνάγεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ηττήθηκε. Επιπροσθέτως, το Κοινοβούλιο ζήτησε ρητώς με τα αιτήματά του την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τη δυσλειτουργία της επιτροπής που είχε, μεταξύ άλλων, ως συνέπεια, κατά παράβαση του εσωτερικού κανονισμού, την παράλειψη της επιτροπής να επιληφθεί της αιτήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας που υποβλήθηκε στον πρώην πρόεδρο της εν λόγω επιτροπής, και, αφετέρου, την ανεπαρκή αιτιολογία που παρατέθηκε κυρίως προς στήριξη της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι δικαιολογείται η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και αποφασίζει, κατά συνέπεια, ότι το Κοινοβούλιο οφείλει να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα και το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της CW.

3)      Η CW φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων.

Barents

Perillo

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 26 Μαρτίου 2015.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      R. Barents


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.