Language of document : ECLI:EU:F:2007:190

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 8ης Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση F-125/06

Walter Deffaa

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Μεταρρύθμιση του ΚΥΚ – Μετάθεση – Θέση γενικού διευθυντή – Κατάταξη – Άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Άρθρο 44, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ – Άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ –Επίδομα στελέχους»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο W. Deffaa ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Προέδρου της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2006, περί διορισμού του, από 1ης Αυγούστου 2004, στη θέση γενικού διευθυντή, καθόσον καθορίζει την κατάταξή του στον βαθμό Α*15, κλιμάκιο 4, και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, ακύρωση της αποφάσεως του γενικού διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως «Προσωπικό και Διοίκηση», της 23ης Δεκεμβρίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του περί χορηγήσεως ενός πρόσθετου κλιμακίου στον βαθμό του, από την ημερομηνία διορισμού του ως γενικού διευθυντή, δυνάμει του άρθρου 44, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 124, σ. 1).

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Πλήρωση θέσεως με μετάθεση – Κατάταξη σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 7 § 1 και 29· παραρτήματα XIII, άρθρο 2 § 1 και XIII.1)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή κατά κλιμάκιο – Υπάλληλος που κατέχει θέση υψηλόβαθμου στελέχους

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 44, εδ. 2· παράρτημα XIII, άρθρο 7 § 4)

1.      Ένας υπάλληλος του παλαιού βαθμού Α 2, που μετονομάστηκε A*15 κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, ο οποίος τοποθετήθηκε, στον βαθμό και στο κλιμάκιό του, στη θέση γενικού διευθυντή στην Επιτροπή, μετά από υποψηφιότητα που υπέβαλε κατόπιν δημοσιεύσεως ανακοινώσεως για την πλήρωση κενής θέσεως του παλαιού βαθμού Α 1, που μετονομάστηκε Α*16, δεν μπορεί εγκύρως να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, για να του αναθέσει τα ανώτερα καθήκοντα γενικού διευθυντή, όφειλε να τον διορίσει στον βαθμό Α*16, ήτοι στον ανώτερο της οικείας ομάδας καθηκόντων βαθμό.

Καμία διάταξη του ΚΥΚ δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να διορίζει υπαλλήλους σε θέσεις γενικού διευθυντή στον κατώτερο της οικείας ομάδας καθηκόντων βαθμό, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω καθήκοντα δεν έχουν ήδη καταταγεί στον ανώτερο βαθμό. Ο διορισμός αυτός στον κατώτερο βαθμό ομάδας καθηκόντων δεν μπορεί να θεωρείται ότι προσκρούει στην αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε υπάλληλος έχει προσδοκία για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του εντός του οργάνου όπου απασχολείται, καθόσον ένας υπάλληλος βαθμού Α*15, που μετατίθεται σε θέση γενικού διευθυντή, διατηρώντας τον βαθμό του, έχει προσδοκία για ενδεχόμενη μεταγενέστερη προαγωγή στον βαθμό Α*16.

Αν και η ανακοίνωση κενής θέσεως προσδιόρισε στον βαθμό Α 1 το επίπεδο της προς πλήρωση θέσεως, η κατάργηση, από 1ης Μαΐου 2004, του εν λόγω βαθμού, την οποία συνεπάγεται η θέσπιση του νέου συστήματος σταδιοδρομιών, οδήγησε την Επιτροπή στην εφαρμογή, για τον προσδιορισμό του αντιστοιχούντος βαθμού, του παραρτήματος ΧΙΙΙ.1 του ΚΥΚ. Όμως, η θέση-τύπος του γενικού διευθυντή αντιστοιχεί σε δύο βαθμούς, ήτοι τους βαθμούς Α*15 και Α*16. Ο προσδιορισμός του επιπέδου της προς πλήρωση θέσεως στον οποίο προέβη η Επιτροπή κατά τη σύνταξη της ανακοινώσεως κενής θέσεως, που έγινε υπό το κράτος των διατάξεων του παλαιού ΚΥΚ, δεν ήταν δυνατό να παρατείνει τα αποτελέσματα του παλαιού ΚΥΚ πέραν της 1ης Μαΐου 2004, ημερομηνίας που όρισε ο κοινοτικός νομοθέτης για την έναρξη ισχύος της νέας διαρθρώσεως της σταδιοδρομίας των κοινοτικών υπαλλήλων.

Δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς ο ισχυρισμός ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν έχει τη δυνατότητα να αναθέσει ανώτερα καθήκοντα σε υπάλληλο χωρίς να τον προαγάγει στον ανώτερο βαθμό. Συναφώς, ο περιγραφικός πίνακας των θέσεων-τύπων που περιλαμβάνει το παράρτημα ΧΙΙΙ.1 του ΚΥΚ προβλέπει ότι ένας και μόνον βαθμός αντιστοιχεί σε θέσεις διαφορετικών επιπέδων, όπως είναι οι θέσεις του διευθυντή και του γενικού διευθυντή στην περίπτωση του βαθμού Α*15.

(βλ. σκέψεις 58 έως 62)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 11 Ιουλίου 2007, T‑58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 2007, σ. Ι-Α-2-0000 και ΙΙ-Α-2-0000, σκέψη 109

2.      Οι διατάξεις του άρθρου 44, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, που ρυθμίζει τα της προαγωγής κατά κλιμάκιο, και του άρθρου 7, παράγραφος 4, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, που διέπει τα του επιδόματος στελέχους, όπως ισχύουν μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 723/2004 για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς η μία από τις διατάξεις αυτές χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η άλλη.

Τα επιδόματα που προβλέπουν αμφότερες οι διατάξεις είναι ποσοτικώς πανομοιότυπα και, μολονότι οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους διαφέρουν, παρουσιάζουν σαφείς ομοιότητες όσον αφορά το αντικείμενο και τον σκοπό τους, ήτοι, ιδίως, την αντιστάθμιση των υποχρεώσεων που είναι σύμφυτες με τα καθήκοντα υψηλόβαθμου στελέχους μέσου και ανώτερου επιπέδου.

Επιπλέον, αν γίνει δεκτό ότι ένας υπάλληλος που προσελήφθη πριν την 1η Μαΐου 2004 και ασκεί καθήκοντα υψηλόβαθμου στελέχους μπορεί σωρευτικώς να λάβει το επίδομα στελέχους και να προαχθεί κατά κλιμάκιο, ενώ οι υπάλληλοι που προσελήφθησαν μετά τις 30 Απριλίου 2004 και οι οποίοι ασκούν παρόμοια καθήκοντα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αξιώσουν τη χορήγηση του επιδόματος στελέχους, τούτο συνεπάγεται αντικειμενικώς αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων κατά την εφαρμογή των νέων διατάξεων που θεσπίστηκαν επ’ ευκαιρία της διοικητικής μεταρρύθμισης, τούτο δε αναλόγως του αν οι υπάλληλοι προσελήφθησαν πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ των νέων αυτών διατάξεων.

(βλ. σκέψεις 82 και 84 έως 88)