Language of document : ECLI:EU:C:2018:409

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2018 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρες διαιτησίας – Συμφωνίες Perform και Oasis οι οποίες συνήφθησαν στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος‑πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) – Επιλέξιμες δαπάνες – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Ανταγωγή»

Στην υπόθεση C-6/17 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2017,

ANKO AE Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τη Σ. Παλιού, δικηγόρο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Lyal και από την Α. Κυρατσού,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. G. Fernlund (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως της 27ης Απριλίου 2016, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής (T‑154/14, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2016:246), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, απέρριψε την αγωγή της με αίτημα, πρώτον, να αναγνωριστεί ότι οι δαπάνες που είχε δηλώσει για την εκτέλεση του έργου με τίτλο «Ανοικτή αρχιτεκτονική για προσβάσιμες υπηρεσίες, ολοκλήρωση και τυποποίηση», το οποίο χρηματοδοτήθηκε δυνάμει της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 (στο εξής: συμφωνία Oasis), και του έργου με τίτλο «Μια σύνθετη πολυπαραγοντική μέθοδος για τη συνεχή και αποτελεσματική αξιολόγηση και παρακολούθηση της κινητικής ικανότητας στην ασθένεια του Parkinson και σε άλλες νευροεκφυλιστικές ασθένειες», το οποίο χρηματοδοτήθηκε δυνάμει της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 (στο εξής: συμφωνία Perform), αντιστοιχούσαν σε επιλέξιμες δαπάνες και, δεύτερον, να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να της καταβάλει το υπόλοιπο των επιχορηγήσεων που οφείλονται δυνάμει της συμφωνίας Perform, καθώς και, αφετέρου, δέχθηκε την ανταγωγή που άσκησε η Επιτροπή με αίτημα την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιχορηγήσεων στο πλαίσιο των ως άνω συμφωνιών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το συμβατικό πλαίσιο

2        Κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) (ΕΕ 2006, L 391, σ. 1), και στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ 2006, L 412, σ. 1), η Επιτροπή, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε, στις 19 Δεκεμβρίου 2007 και στις 21 Ιανουαρίου 2008, με τις εταιρίες FIMI Srl και Siemens SA αντιστοίχως, υπό την ιδιότητά τους ως συντονιστών δύο διαφορετικών κοινοπραξιών στις οποίες μετείχε η αναιρεσείουσα, τις συμφωνίες επιχορηγήσεως Oasis και Perform (στο εξής, από κοινού: επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως).

3        Οι ως άνω συμφωνίες περιλαμβάνουν, εκτός από την κύρια σύμβαση χρηματοδοτήσεως (στο εξής: κύρια σύμβαση), έξι παραρτήματα που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της, μεταξύ των οποίων το παράρτημα Ι, που περιέχει περιγραφή των προς εκτέλεση εργασιών, και το παράρτημα II, το οποίο αφορά τους εφαρμοστέους γενικούς όρους (στο εξής: γενικοί όροι). Οι επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως είναι πανομοιότυπες και ακολουθούν το υπόδειγμα των συμβάσεων του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου.

4        Το σημείο II.14 των γενικών όρων, το οποίο αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες, έχει ως εξής:

«1.      Προκειμένου να θεωρηθούν επιλέξιμες, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εκτέλεση του έργου θα πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:

a)      πρέπει να είναι πραγματικές·

b)      πρέπει να πραγματοποιούνται από τον δικαιούχο·

c)      πρέπει να πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του έργου, εξαιρουμένων των δαπανών για τις τελικές εκθέσεις και τις εκθέσεις που αντιστοιχούν στην τελευταία περίοδο, καθώς και για τα πιστοποιητικά οικονομικών καταστάσεων, όταν ζητούνται κατά την τελευταία περίοδο, και τις τελικές επανεξετάσεις, αν απαιτείται, δαπάνες οι οποίες μπορούν να έχουν πραγματοποιηθεί εντός το πολύ εξήντα ημερών μετά τη λήξη του έργου ή την ημερομηνία καταγγελίας της συμφωνίας, αναλόγως του ποια από τις δύο είναι προγενέστερη·

d)      πρέπει να καθορίζονται βάσει των συνήθων λογιστικών και διαχειριστικών αρχών και πρακτικών του δικαιούχου. Στις λογιστικές διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την εγγραφή των δαπανών και των εσόδων τηρούνται οι λογιστικοί κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο δικαιούχος. Οι εσωτερικές διαδικασίες λογιστικής και ελέγχου του δικαιούχου πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση συμφωνία των δαπανών και εσόδων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου με τις αντίστοιχες οικονομικές καταστάσεις και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά·

e)      πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την επίτευξη των στόχων του έργου και των αναμενόμενων από αυτό αποτελεσμάτων κατά τρόπο που να συνάδει με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας·

f)      πρέπει να εγγράφονται στους λογαριασμούς του δικαιούχου· σε περίπτωση συνεισφοράς τρίτων, πρέπει να εγγράφονται στους λογαριασμούς των τρίτων·

g)      πρέπει να αναφέρονται στον εκτιμώμενο συνολικό προϋπολογισμό του παραρτήματος I.

[...]»

5        Το σημείο II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, των γενικών όρων έχει ως εξής:

«[σ]την περίπτωση που, μετά την καταγγελία ή την ολοκλήρωση συμφωνίας επιχορήγησης βάσει του [εβδόμου προγράμματος-πλαισίου] πρέπει να ανακτηθεί ποσό το οποίο οφείλει στην [Ευρωπαϊκή] Ένωση ένας δικαιούχος, η Επιτροπή ζητά, μέσω εντάλματος ανάκτησης που εκδίδεται στο όνομα του οικείου δικαιούχου, την επιστροφή του οφειλόμενου ποσού. [...]»

6        Η παράγραφος 6 του σημείου II.22 των γενικών όρων, το οποίο επιγράφεται «Οικονομικοί και άλλοι έλεγχοι», έχει ως εξής:

«Βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα που κρίνει αναγκαία, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης ενταλμάτων ανάκτησης σχετικά με το σύνολο ή μέρος των πληρωμών που έχει πραγματοποιήσει και της επιβολής τυχόν εφαρμοστέων κυρώσεων.»

7        Κατά το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της κύριας συμβάσεως, οι επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως διέπονταν, προεχόντως, από τους όρους της εν λόγω συμβάσεως, από τις σχετικές με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο πράξεις της Κοινότητας και της Ένωσης, από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), καθώς και από άλλους κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο.

8        Το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της κύριας συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο και κατ’ αναίρεση στο Δικαστήριο αποκλειστική αρμοδιότητα εκδικάσεως οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των δικαιούχων των επιχορηγήσεων, σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία των εν λόγω συμφωνιών.

 Το βελγικό δίκαιο

9        Κατά το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα, οι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη.

10      Το άρθρο 1156 του ως άνω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Στις συμβάσεις πρέπει να αναζητείται ποια ήταν η κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, χωρίς προσήλωση στην κατά γράμμα έννοια των όρων.»

11      Το άρθρο 1315 του εν λόγω κώδικα έχει ως εξής:

«Όποιος απαιτεί την εκπλήρωση της ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της. Αντιστοίχως, όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της ενοχής.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

12      Η αναιρεσείουσα είναι ελληνική εταιρία, η οποία έχει μετάσχει στην εκτέλεση πολλών έργων χρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα ή την Ένωση.

13      Κατόπιν οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή ζήτησε από την αναιρεσείουσα την επιστροφή σημαντικού μέρους των εισπραχθέντων από αυτήν ποσών, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.21, παράγραφοι 1 και 2, και του σημείου II.22, παράγραφος 6, των γενικών όρων.

 Η αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14      Η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, με αγωγή την οποία άσκησε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και των ρητρών διαιτησίας που περιείχαν οι επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως, πρώτον, να αναγνωρίσει ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν για την εκτέλεση του έργου το οποίο αφορά η συμφωνία Oasis και του έργου το οποίο αφορά η συμφωνία Perform αντιστοιχούν σε επιλέξιμες δαπάνες, δεύτερον, να αναγνωρίσει ότι το ποσό το οποίο η Επιτροπή δεν της κατέβαλε για τη συμμετοχή της στο έργο το οποίο αφορά η συμφωνία Perform αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες και συνεπώς πρέπει να της καταβληθεί και, τρίτον, να απορρίψει ως αβάσιμη την ανταγωγή της Επιτροπής.

15      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας και δέχθηκε την ανταγωγή που άσκησε η Επιτροπή.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

16      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει επί της ουσίας και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι σκέψεις 121 έως 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στερούνται αιτιολογίας. Προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να κρίνει επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου ισχυρισμού της αγωγής το οποίο αφορούσε την ερμηνεία του σημείου ΙΙ.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και του σημείου II.22, παράγραφος 6, των γενικών όρων και το οποίο ήταν διακριτό από το δεύτερο σκέλος του ίδιου ισχυρισμού που αφορούσε την εφαρμογή των όρων αυτών. Στο πλαίσιο του ως άνω πρώτου σκέλους, η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι οι όροι αυτοί ήταν ασαφείς και ότι εξ αυτού του λόγου κατέλειπαν διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή. Κατά την αναιρεσείουσα, το σκέλος αυτό στηρίζεται σε διακριτή νομική βάση και σε διακριτά επιχειρήματα σε σχέση με τη νομική βάση και τα επιχειρήματα του δεύτερου σκέλους του εν λόγω δεύτερου ισχυρισμού.

19      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι το σημείο II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και το σημείο II.22, παράγραφος 6, των γενικών όρων είναι σαφή και ουδόλως χρήζουν ερμηνείας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

20      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει να παρέχει αιτιολογία που να καλύπτει αναλυτικώς και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτά τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Εν προκειμένω, το σκεπτικό που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 121 έως 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι, αφ’ εαυτού, σαφές, κατανοητό και ικανό να αιτιολογήσει επαρκώς το συμπέρασμα προς στήριξη του οποίου αναπτύχθηκε.

22      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και αντιφατική αιτιολογία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε πλάνη περί το δίκαιο, επειδή απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτο το δεύτερο σκέλος του δεύτερου ισχυρισμού της αγωγής με το οποίο προβαλλόταν παραβίαση εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της εκτελέσεως των επίμαχων συμφωνιών επιχορηγήσεως. Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με την πάγια νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και ιδίως με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής (T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψεις 88 και 89), κατά την οποία η αρχή της αναλογικότητας ρυθμίζει τόσο τη δράση της Επιτροπής ως θεσμικού οργάνου όταν ασκεί δημόσια εξουσία όσο και τις συμβατικές της σχέσεις, όπως εν προκειμένω.

24      Εν συνεχεία, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έρχεται σε αντίφαση με τη σκέψη 95 της ίδιας αποφάσεως στο μέτρο που, στη σκέψη 95, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, κρίνοντας ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη του συνόλου των δαπανών προσωπικού που ζήτησε η αναιρεσείουσα δεν παραβίαζε την αρχή αυτή, ενώ διαπίστωσε, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται στις συμβατικές σχέσεις.

25      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

26      Η αιτίαση με την οποία προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο ερείδεται σε εσφαλμένη και αποσπασματική κατανόηση της σκέψεως 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

27      Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού και της σοβαρότητας των παραβάσεων των συμβατικών υποχρεώσεων που διαπιστώθηκαν με την έκθεση ελέγχου και της απορρίψεως των επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσείουσα προς αμφισβήτηση της διαπιστώσεως αυτής, το αίτημα επιστροφής του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα «δεν παρίσταται αντίθετο ούτε στην αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων ούτε στην αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος».

28      Δεδομένου ότι η διαπίστωση αυτή αρκεί προς αιτιολόγηση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απορρίψεως των δύο πρώτων αιτημάτων της αγωγής, η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει επάλληλο χαρακτήρα.

29      Κατά συνέπεια, η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο, ακόμη και αν αποδεικνυόταν, δεν θα μπορούσε να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, είναι αλυσιτελείς οι επικρίσεις που διατυπώνει η αναιρεσείουσα συναφώς.

30      Όσον αφορά τη φερόμενη αντίφαση μεταξύ των σκέψεων 95 και 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι η αιτίαση αυτή ερείδεται σε εσφαλμένη κατανόηση της σκέψεως 95 της αποφάσεως αυτής.

31      Πράγματι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε στη σκέψη αυτή ότι η Επιτροπή δεν είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας, αλλά απλώς υπενθύμισε τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας «ότι η απόρριψη του συνόλου των δαπανών προσωπικού ήταν δυσανάλογη». Επομένως, η σκέψη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με τη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνάδει με τη σκέψη 129 της αποφάσεως αυτής, από την οποία προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα παρέβη τις συμβατικές της υποχρεώσεις και ότι η Επιτροπή είχε, ως εκ τούτου, δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα.

32      Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως αλυσιτελής και εν μέρει ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το αντικείμενο της αποδείξεως και το βάρος αποδείξεως ως προς την αγωγή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι σκέψεις 84 έως 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχουν, αφενός, διαδικαστική πλημμέλεια καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να κρίνει επί των επιχειρημάτων της σε σχέση με το αντικείμενο της αποδείξεως και της ανταποδείξεως και, αφετέρου, πλάνη περί το δίκαιο ως προς την κατανομή του βάρους αποδείξεως.

34      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς απάλλαξε την Επιτροπή από το βάρος αποδείξεως του ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα δεν ήταν κατάλληλα ή δεν ήταν επαρκή, κρίνοντας ότι η τελική έκθεση ελέγχου που κατάρτισε η Επιτροπή αρκούσε αφ’ εαυτής για να αποδειχθεί ότι οι δαπάνες της αναιρεσείουσας ήταν μη επιλέξιμες. Συνεπώς, κατά την αναιρεσείουσα, η επιλεξιμότητα των δαπανών της απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επειδή η ίδια δεν «κλόνισε» την ως άνω έκθεση ελέγχου.

35      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

36      Όσον αφορά τη φερόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με το αντικείμενο της αποδείξεως και την ανταπόδειξη ως προς την επιλεξιμότητα των δαπανών της, αρκεί η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, εξέθεσε, στις σκέψεις 84 έως 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς απόδειξη της επιλεξιμότητας των δαπανών της δεν συνιστούσαν αποδείξεις του υποστατού των δηλωθεισών δαπανών. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, αλλά τα έκρινε αβάσιμα για τους νομικούς και πραγματικούς λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 84 έως 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

37      Όσον αφορά την προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την κατανομή του βάρους αποδείξεως, από τα σημεία των γενικών όρων στα οποία γίνεται αναφορά στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι οι δαπάνες που δήλωσε η αναιρεσείουσα μπορούν να της επιστραφούν μόνον εφόσον αυτή αποδείξει ότι είναι πραγματικές, ότι συνδέονται με τις επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως και ότι πληρούνται τα λοιπά κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπουν οι συμφωνίες αυτές.

38      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 84 έως 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της από τους γενικούς όρους ιδίως επειδή δεν εφάρμοζε αρκούντως αξιόπιστο σύστημα καταγραφής των δαπανών προσωπικού και δεν παρέσχε πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησαν οι ελεγκτές.

39      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως ως προς την ανταγωγή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

40      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε με τις σκέψεις 136 έως 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το εφαρμοστέο δίκαιο και την ισχύουσα ενωσιακή νομολογία σχετικά με την κατανομή του βάρους αποδείξεως ως προς την ανταγωγή.

41      Κατά την αναιρεσείουσα, εφόσον η Επιτροπή προέβαλε αυτοτελή αξίωση με την ανταγωγή, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει εάν αυτή είχε αποδείξει τους ισχυρισμούς που προέβαλε με την ανταγωγή, σύμφωνα με τους οποίους οι δαπάνες ήταν μη επιλέξιμες, κάτι που ουδόλως έπραξε.

42      Η Επιτροπή αντικρούει αυτή την επιχειρηματολογία.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43      Επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως δεν λαμβάνουν υπόψη τη στενή σχέση μεταξύ της ανταγωγής της Επιτροπής και της αγωγής της αναιρεσείουσας.

44      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι τα πορίσματα της τελικής εκθέσεως ελέγχου, καθώς και το σύνολο των στοιχείων που τα τεκμηριώνουν, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως προς στήριξη της ανταγωγής.

45      Δεδομένου ότι η Επιτροπή τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της βάσει της τελικής εκθέσεως ελέγχου, εναπέκειτο στην αναιρεσείουσα να τους αντικρούσει. Αφού το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αναιρεσείουσα δεν το έπραξε, ορθώς δέχθηκε την ανταγωγή της Επιτροπής.

46      Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

47      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

49      Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την ANKO AE Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας στα δικαστικά έξοδα.

Fernlund

Bonichot

Arabadjiev

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουνίου 2018.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

A. Calot Escobar

 

C. G. Fernlund


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.