Language of document : ECLI:EU:F:2007:188

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση F-57/06

Jacques Hinderyckx

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2005 – Μη εγγραφή στον πίνακα προαχθέντων υπαλλήλων – Παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Εκθέσεις βαθμολογίας προερχόμενες από διαφορετικά κοινοτικά όργανα»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο J. Hinderyckx ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του Συμβουλίου περί μη προαγωγής του στον βαθμό B*8 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2005, καθώς και την προαγωγή του στον εν λόγω βαθμό, και, αφετέρου, την επιδίκαση αποζημιώσεως, για τη ζημία την οποία υπέστη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Το Συμβούλιο φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, το ένα τρίτο των εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Διοικητική ένσταση μη προαχθέντος υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, 45 και 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

3.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

4.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ναι μεν δεν υποχρεούται να αιτιολογεί τις περί προαγωγής αποφάσεις όσον αφορά τους μη προαχθέντες υπαλλήλους, πλην όμως οφείλει να αιτιολογεί της απόφασή της με την οποία απορρίπτεται η διοικητική ένσταση μη προαχθέντες υπαλλήλου, καθόσον η αιτιολογία της απορριπτικής αυτής αποφάσεως υποτίθεται ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας στρέφεται η διοικητική ένσταση.

Δεδομένου ότι οι βάσει του άρθρου 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) προαγωγές πραγματοποιούνται κατ’ επιλογή, αρκεί η αιτιολογία της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως αφορά τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων από τις οποίες ο ΚΥΚ εξαρτά το σύννομο της προαγωγής.

Περαιτέρω, μια απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υποβλήθηκε κατά της μη προαγωγής ικανοποιεί την απαίτηση περί αιτιολογήσεως, στον βαθμό που παρέχει τη δυνατότητα, αφενός, στον ενδιαφερόμενο να εκτιμήσει το βάσιμο της αποφάσεως περί μη προαγωγής του και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή και, αφετέρου, στον τελευταίο αυτό να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας της περί προαγωγής αποφάσεως.

Όσον αφορά ειδικότερα την κατάσταση ενός υπαλλήλου που άσκησε τη διοργανική κινητικότητα, και μολονότι βάσει του πολύ υψηλού επιπέδου της τελευταίας εκθέσεως βαθμολογίας που καταρτίστηκε στο θεσμικό όργανο προελεύσεως θα μπορούσε να θεωρηθεί επιθυμητή μια πιο πλήρης και λεπτομερής αιτιολογία, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ικανοποιεί την απαίτηση περί αιτιολογήσεως εφόσον διευκρινίζει ότι όλες οι εκθέσεις του ενδιαφερομένου ελήφθησαν υπόψη κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, αναφέρει ότι σταθμίστηκαν οι αναλυτικές και γενικές εκτιμήσεις προκειμένου να σχετικοποιηθούν οι προσεγγίσεις των διαφόρων βαθμολογητών και εξηγεί τον τρόπο κατά τον οποίο ελήφθη υπόψη η προϋπηρεσία.

Εν πάση περιπτώσει, και εφόσον μια αρχή αιτιολογίας διατυπώθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, είναι δυνατή η υποβολή πρόσθετων διευκρινίσεων κατά τη διάρκεια της δίκης.

(βλ. σκέψεις 25 έως 27, 31 και 32)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 7 Φεβρουαρίου 1990, C‑343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑225, σκέψη 13· 9 Δεκεμβρίου 1993, C‑115/92 P, Κοινοβούλιο κατά Volger, Συλλογή 1993, σ. I‑6549, σκέψεις 22 και 23

ΠΕΚ: 29 Μαΐου 1997, T‑6/96, Κονταργύρης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑119 και II‑357, σκέψη 147· 18 Δεκεμβρίου 1997, T‑142/95, Delvaux κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑477 και II‑1247, σκέψη 84· 27 Απριλίου 1999, T‑283/97, Thinus κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑69 και II‑353, σκέψεις 74 έως 76· 21 Σεπτεμβρίου 1999, T‑157/98, Oliveira κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑163 και II‑851, σκέψη 50· 10 Ιουνίου 2004, T‑330/03, Λιάκουρα κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑191 και II‑859, σκέψη 42· 3 Φεβρουαρίου 2005, T‑172/03, Heurtaux κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑15 και II‑63, σκέψη 44· 3 Οκτωβρίου 2006, T‑171/05, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-195 και II‑A‑2‑999, σκέψη 42

2.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων, η δε εξέταση αυτή, που στηρίζεται ιδίως στις εκθέσεις βαθμολογίας, πρέπει να πραγματοποιείται με προσοχή και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, με βάση συγκρίσιμες πηγές στοιχείων και πληροφοριών. Προς τούτο, η ΑΔΑ διαθέτει την απορρέουσα από τον ΚΥΚ εξουσία να διενεργεί την εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων σύμφωνα με τη διαδικασία ή τη μέθοδο που κρίνει ως πλέον πρόσφορη.

Έτσι, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν, ενόψει των μεθόδων και μέσων που οδήγησαν τη Διοίκηση στην εκτίμησή της, η Διοίκηση κινήθηκε εντός νομίμων ορίων και δεν έκαμε χρήση της εξουσίας της κατά προδήλως πεπλανημένο τρόπο. Ο δικαστής δεν μπορεί συνεπώς να υποκαθιστά τη δική του εκτίμηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων στην εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

(βλ. σκέψεις 43 και 44)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 1 Ιουλίου 1976, 62/75, De Wind κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 423, σκέψη 17· 17 Δεκεμβρίου 1992, C‑68/91 P, Moritz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑6849, σκέψη 16

ΠΕΚ: 3 Οκτωβρίου 2000, T‑187/98, Cubero Vermurie κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑195 και II‑885, σκέψη 59· 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑253 και II‑1169, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και σκέψεις 53 και 54

3.      Οι εκθέσεις βαθμολογίας συνιστούν για την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, τόσον όπως προβλέπονταν στο άρθρο 45 του ΚΥΚ που ίσχυε πριν από τη θέση σε ισχύ, την 1η Μαΐου 2004, του κανονισμού 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, όσον και όπως προβλέπονται στο ισχύον άρθρο 45 του ΚΥΚ, ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο εκτιμήσεως για την προαγωγή του υπαλλήλου. Το άρθρο 45 του ΚΥΚ, ως ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004, προέβλεπε ότι, πέραν των εκθέσεων βαθμολογίας, έπρεπε και ένα δεύτερο στοιχείο να αποτελεί αντικείμενο συγκριτικής εξετάσεως για την προαγωγή, ήτοι τα «προσόντα», χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει το ακριβές περιεχόμενο του όρου αυτού, πράγμα το οποίο έπραξε η νομολογία, η οποία έκρινε ότι ο εν λόγω όρος παρέπεμπε και σε άλλα στοιχεία αφορώντα την υπηρεσιακή και προσωπική κατάσταση των υπαλλήλων, προκειμένου να σχετικοποιηθεί η εκτίμηση που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις εκθέσεις βαθμολογίας.

Πλέον, το άρθρο 45 του ΚΥΚ είναι πιο σαφές όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την προαγωγή, αναφέροντας, πέραν των πέραν των εκθέσεων βαθμολογίας, τη χρήση άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν· κατά γενικό κανόνα, με βάση αυτά τα τρία στοιχεία διενεργεί πλέον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων, ο δε όρος «προσόντα» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 45 του ΚΥΚ έχει συνεπώς διαφορετικό και, κατ’ ουσίαν, ευρύτερο περιεχόμενο από τον πανομοιότυπο όρο που εχρησιμοποιείτο στο άρθρο αυτό ως ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι η νομολογία πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 723/2004 αναγνώρισε ότι, κατά την εκτίμηση των προσόντων των υπαλλήλων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, επικουρικώς, να λαμβάνει υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως είναι η ηλικία των υποψηφίων και η προϋπηρεσία τους στον βαθμό ή στην υπηρεσία, τα επικουρικά αυτά στοιχεία θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμα ακόμη και σήμερα ή σε περίπτωση ισότητας των προσόντων μεταξύ προαγώγιμων υπαλλήλων, αφού ληφθούν υπόψη τα τρία στοιχεία τα οποία ρητώς προβλέπει το άρθρο 45 του ΚΥΚ, και να αποτελέσουν δικαίως έναν αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

(βλ. σκέψεις 45 και 46)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Νοεμβρίου 1993, T‑89/91, T‑21/92 και T‑89/92, X κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1235, σκέψεις 49 και 50· 29 Φεβρουαρίου 1996, T‑280/94, Lopes κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑77 και II‑239, σκέψη 138· 21 Οκτωβρίου 1997, T‑168/96, Πατρώνη κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑299 και II‑833, σκέψη 35· 5 Μαρτίου 1998, T‑221/96, Manzo-Tafaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑115 και II‑307, σκέψεις 17 και 18· 24 Φεβρουαρίου 2000, T‑82/98, Jacobs κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑39 και II‑169, σκέψεις 36 έως 39· 11 Ιουλίου 2002, T‑163/01, Perez Escanilla κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑131 και II‑717, σκέψη 29· 9 Απριλίου 2003, T‑134/02, Tejada Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑125 και II‑609, σκέψη 42

4.      Ναι μεν τα κοινοτικά όργανα πρέπει, αφενός, να διασφαλίζουν ότι η κινητικότητα δεν εμποδίζει την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων που αποτέλεσαν αντικείμενο αυτής και, αφετέρου, να εξετάζουν την κατάσταση του υπαλλήλου που αποτέλεσε αντικείμενο κινητικότητας, προκειμένου να ελεγχθεί ότι οι μετακινηθέντες υπάλληλου δεν τέθηκαν σε δυσμενή θέση στο πλαίσιο μιας περιόδου προαγωγών, πλην όμως ουδεμία υποχρέωση υπέχει, βάσει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, να θεσπίσουν ακριβείς κανόνες που να διέπουν την κατάσταση των υπαλλήλων που άσκησαν την κινητικότητα.

Συγκεκριμένα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει δυνάμει του ΚΥΚ την εξουσία να προβαίνει στις προαγωγές με βάση τη διαδικασία και τις μεθόδους που κρίνει πρόσφορες. Κατά συνέπεια και εν όψει της νομικής βάσης που παρέχει το άρθρο 45 του ΚΥΚ και της εντεύθεν απορρέουσας υποχρεώσεως των κοινοτικών οργάνων να προβαίνουν σε όλες τις περιπτώσεις σε συγκριτική εξέταση των προσόντων με βάση, ειδικότερα, τις εκθέσεις βαθμολογίας, ο υπάλληλος δεν μπορεί να απαιτεί την εκ μέρους κοινοτικού οργάνου θέσπιση κανόνων για την ειδική οργάνωση της διαδικασίας και των μεθόδων συγκρίσεως μεταξύ των υπαλλήλων που βαθμολογήθηκαν από το θεσμικό όργανο αυτό και των υπαλλήλων που τοποθετήθηκαν στο εν λόγω θεσμικό όργανο μετά τη βαθμολόγησή τους από άλλο όργανο. Στο πλαίσιο αυτό, ο υπάλληλος ομοίως δεν μπορεί να προσάπτει στο οικείο θεσμικό όργανο ότι έκανε χρήση της εξουσίας του κατά προδήλως εσφαλμένο τρόπο καθόσον δεν θέσπισε ένα τέτοιο κανονιστικό πλαίσιο, χωρίς να προσκομίζει την απόδειξη ότι υφίστατο πραγματικός κίνδυνος αυθαιρεσίας κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων αν δεν λαμβάνονταν τέτοιου είδους μέτρα. Περαιτέρω, αντίθετα προς το άρθρο 43 του ΚΥΚ, που αφορά, μεταξύ άλλων, τις εκθέσεις βαθμολογίας, ουδεμία υποχρέωση θεσπίσεως ενός κανονιστικού πλαισίου περί της εφαρμογής των διαδικασιών προαγωγής απορρέει από το άρθρο 45 του ΚΥΚ, τούτο δε έστω και αν ορισμένα θεσμικά όργανα ρύθμισαν τις εν λόγω διαδικασίες με εσωτερικές αποφάσεις.

(βλ. σκέψεις 55, 59 και 60)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Cubero Vermurie κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 68 και 69· 28 Σεπτεμβρίου 2004, T‑216/03, Tenreiro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑245 και II‑1087, σκέψεις 92 και 95