Language of document : ECLI:EU:F:2013:130

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

Υπόθεση F‑92/11

Carla Faita

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Ηθική παρενόχληση — Αίτημα αρωγής — Αιτιολογία αποφάσεως»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η C. Faita ζητεί, αφενός να ακυρωθεί η απόφαση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), της 14ης Ιουνίου 2011, περί απορρίψεως της υποβληθείσας στις 14 Φεβρουαρίου 2011 διοικητικής ενστάσεως, και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η ΕΟΚΕ να της καταβάλει το ποσό των 15 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υποστηρίζει ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Η C. Faita φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα τρία τέταρτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των εξόδων της.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση — Αίτημα αρωγής — Έννοια — Αίτημα με αντικείμενο τη λήψη αποφάσεως περί χορηγήσεως αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ — Παύση των πράξεων που αφορά το αίτημα — Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή υπαλλήλου, που φέρεται ως θύμα ηθικής παρενοχλήσεως, στρεφόμενη κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήματος αρωγής — Συνταξιοδότηση του προσφεύγοντος πριν από την άσκηση της προσφυγής — Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές — Λόγοι — Λόγος αντλούμενος από την ύπαρξη της ηθικής παρενοχλήσεως — Υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη η όλη αλληλουχία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών

4.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο — Τυπικές προϋποθέσεις — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

5.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Απορριπτική απόφαση — Δεν υφίσταται υποχρέωση της Διοικήσεως να αντικαταστήσει εν μέρει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

6.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση — Πεδίο εφαρμογής — Περιεχόμενο — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

7.      Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Προαγωγή του φερόμενου ως θύματος — Περιστάσεις μη αποκλείουσες την ύπαρξη παρενοχλήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α)

8.      Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Βαθμοί και αξιολογήσεις που περιέχονται σε έκθεση βαθμολογίας — Μη καθοριστικής σημασίας ενδείξεις για την ύπαρξη παρενοχλήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α)

9.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση — Εφαρμογή σε ζητήματα ηθικής παρενοχλήσεως — Υποχρέωση του φερόμενου ως θύματος να τηρεί τη διαδικασία που προβλέπεται στους εσωτερικούς κανόνες του θεσμικού οργάνου για την υποβολή αιτήματος αρωγής — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

10.    Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η Διοίκηση — Πεδίο εφαρμογής — Περιεχόμενο — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

11.    Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Υπάλληλος που απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του ως αναπληρωτή του προϊσταμένου μονάδας — Γεγονός που δεν συνιστά παρενόχληση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α)

1.      Ως αίτημα αρωγής πρέπει να χαρακτηρίζεται όχι μόνον το αίτημα που υποβάλλει υπάλληλος ισχυριζόμενος ότι είναι κατ’ αυτό το χρονικό σημείο το θύμα, λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του, απειλών, προσβολών, ύβρεων, δυσφημίσεως ή προσβολών της προσωπικότητάς του ή των περιουσιακών του στοιχείων, είτε ο ίδιος είτε τα μέλη της οικογένειάς του, αλλά και κάθε αίτημα υπαλλήλου, με το οποίο καλείται η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να λάβει απόφαση ή να τον αποζημιώσει για λόγο συνδεόμενο με το άρθρο 24 του ΚΥΚ, ακόμη και αν έχουν παύσει να υφίστανται τα περιστατικά που συνιστούν πταίσμα.

(βλ. σκέψη 48)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 8 Φεβρουαρίου 2011, F‑95/09, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψεις 25 και 26

2.      Υπάλληλος ή πρώην υπάλληλος που ισχυρίζεται ότι είναι θύμα ηθικής παρενοχλήσεως και βάλλει κατά της αποφάσεως του θεσμικού οργάνου να μην εξετάσει κατ’ ουσίαν αίτημα αρωγής έχει κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον, ακόμη και αν τα προβαλλόμενα περιστατικά έχουν παύσει να υφίστανται ή ο προσφεύγων δεν ζητεί ούτε αποκατάσταση της ζημίας που είχε ως συνέπεια η προβαλλόμενη παρενόχληση ούτε την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά του φερόμενου ως δράστη της παρενοχλήσεως ούτε την ακύρωση της μιας από τις πράξεις που, κατ’ αυτόν, συνετέλεσαν στην εν λόγω παρενόχληση, δεδομένου ότι η ενδεχόμενη αναγνώριση από τη Διοίκηση της υπάρξεως παρενοχλήσεως μπορεί, αυτή καθεαυτή, να έχει ευεργετικό αποτέλεσμα στη θεραπευτική πορεία ανασυγκροτήσεως του παρενοχληθέντος προσώπου. Συναφώς, το γεγονός ότι ο φερόμενος ως θύμα συνταξιοδοτήθηκε πριν από την άσκηση της προσφυγής δεν του στερεί το έννομο συμφέρον του.

(βλ. σκέψη 55)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Skareby κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 26

3.      Στο πλαίσιο προσφυγής λόγω ηθικής παρενοχλήσεως, ο δικαστής της Ένωσης, προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχουν κακόβουλες πράξεις, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την όλη αλληλουχία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών. Μια απόφαση είναι πραγματικό στοιχείο δυνάμενο να αποτελεί ένδειξη τέτοιων πράξεων οι οποίες πρέπει να συνεκτιμώνται, χωρίς να απαιτείται εξέταση της νομιμότητάς της και χωρίς η εξάντληση των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής σε σχέση με αυτή να αποτελεί εμπόδιο στη διαπίστωση από τον δικαστή της υπάρξεως παρενοχλήσεως. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο, καθότι είναι δυνατό η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως να αποκαλυφθεί μόνο μετά την πάροδο των προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία εκδηλώνεται αυτή η διάκριση.

(βλ. σκέψη 57)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 15 Φεβρουαρίου 2011, F‑68/09, Barbin κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 109

4.      Για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή αρκεί τουλάχιστον ένας λόγος που προβάλλεται προς στήριξη των αιτημάτων να μπορεί να είναι κατανοητός από ένα πρόσωπο που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια στην κατανόηση της επιχειρηματολογίας του προσφεύγοντος. Αν περισσότεροι προβαλλόμενοι προς τούτο λόγοι είναι ευκόλως κατανοητοί, η προσφυγή δεν μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψη 61)

5.      Δεδομένου ότι η Διοίκηση δεν έχει την υποχρέωση να λαμβάνει θέση ως προς κάθε ένα από τα επιχειρήματα που διατυπώνει ένας υπάλληλος, όταν μια απόφαση είναι καταλλήλως αιτιολογημένη, η Διοίκηση δεν έχει λόγο να απομακρυνθεί από αυτή την αιτιολογία, όταν αποφαίνεται επί διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως αυτής, αντικαθιστώντας την με νέα αιτιολογία, διαφορετική της προηγούμενης.

(βλ. σκέψη 66)

6.      Ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης ως προς τα μέτρα που έλαβε η Διοίκηση κατόπιν αιτήματος αρωγής περιορίζεται στο ζήτημα αν το οικείο θεσμικό όργανο στηρίχθηκε σε βάσιμη αιτιολογία, ιδίως αν παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία του εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Συναφώς, αρκεί ένας από τους αιτιολογικούς λόγους που προβάλλει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να είναι έγκυρος και επαρκής για να είναι η απόφαση νόμιμη.

Προκειμένου περί της νομιμότητας απορριπτικής αποφάσεως επί αιτήματος αρωγής που εκδόθηκε χωρίς να έχει αρχίσει διοικητική έρευνα, ο δικαστής οφείλει να εξετάσει το βάσιμο αυτής της αποφάσεως, με βάση τα στοιχεία που είχαν περιέλθει σε γνώση της Διοικήσεως, μεταξύ άλλων από τον ενδιαφερόμενο με το αίτημά του αρωγής, όταν αυτή έλαβε την απόφαση.

(βλ. σκέψεις 85 και 98)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2007, T‑154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 137 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 14 Απριλίου 2011, F‑113/07, Šimonis κατά Επιτροπής, σκέψεις 69 και 70

7.      Το γεγονός ότι ένας υπάλληλος προήχθη δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπήρξε αυτός θύμα παρενοχλήσεως ή κακόβουλων πράξεων εκ μέρους του ανωτέρου του, τούτο δε κατά μείζονα λόγο, όταν η προαγωγή του υπαλλήλου αποφασίσθηκε παρά την αντίθετη γνώμη του ιεραρχικώς ανωτέρου του.

(βλ. σκέψη 89)

8.      Το γεγονός ότι οι εκθέσεις βαθμολογίας ενός υπαλλήλου δεν είναι αρνητικές δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη παρενοχλήσεως ή κακόβουλης συμπεριφοράς εις βάρος του, δεδομένου ότι μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να εκδηλωθεί εκτός του πλαισίου της αξιολογήσεως. Πράγματι, βαθμοί και αξιολογήσεις, τόσο αρνητικοί όσο και θετικοί, σε έκθεση βαθμολογίας δεν δύνανται, αυτοί καθ’ εαυτούς, να θεωρηθούν ως ενδείξεις για το ότι η εν λόγω έκθεση καταρτίστηκε με σκοπό ηθικής παρενοχλήσεως.

(βλ. σκέψη 90)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 2 Δεκεμβρίου 2008, F‑15/07, K κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 39

9.      Το γεγονός ότι ένα υπάλληλος δεν έκανε χρήση της σχετικής με παρενοχλήσεις διαδικασίας που προβλέπεται στους εσωτερικούς κανόνες ενός θεσμικού οργάνου δεν κωλύει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να εξετάσει το αληθές των προβαλλομένων ισχυρισμών στο πλαίσιο αιτήματος αρωγής προς τη Διοίκηση. Πράγματι, ένα μέτρο εφαρμογής μπορεί μόνο να αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου ο υπάλληλος ασκεί δικαίωμα προβλεπόμενο από τον ΚΥΚ, χωρίς όμως να περιορίζει το περιεχόμενο αυτού του δικαιώματος, οπότε το οικείο θεσμικό όργανο δεν μπορεί να εξαρτά την άσκηση του δικαιώματός του εν λόγω υπαλλήλου να υποβάλει αίτημα αρωγής από την προηγούμενη χρήση μιας εσωτερικής διαδικασίας μη προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ. Μεταξύ άλλων, μολονότι είναι ευκταία η χρήση των εσωτερικών διαδικασιών που προβλέπονται από γενικές εκτελεστικές διατάξεις, η ύπαρξη τέτοιων διαδικασιών δεν μπορεί να στερεί τους υπαλλήλους από το κατά τον ΚΥΚ δικαίωμά τους υποβολής διοικητικής ενστάσεως ή ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά κάποιας πράξεως, χωρίς να έχουν προηγουμένως εξαντλήσει τις προβλεπόμενες εσωτερικές διαδικασίες.

(βλ. σκέψη 91)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 18 Μαΐου 2009, F‑138/06 και F‑37/08, Meister κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 138 έως 140

10.    Αν, στην περίπτωση συμβάντος ασυμβίβαστου προς την τάξη και τη γαλήνη σε μια υπηρεσία, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να επέμβει, δεν μπορεί να είναι υποχρεωμένη να διενεργήσει έρευνα με βάση απλώς αναπόδεικτους ή τουλάχιστον χωρίς αρχή αποδείξεως ισχυρισμούς. Πράγματι, προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα των προσώπων που μπορεί να αφορά η συγκεκριμένη κατάσταση, η εν λόγω αρχή πρέπει, πριν αρχίσει μια έρευνα, να βεβαιώνεται ότι διαθέτει ενδείξεις ικανές να στηρίξουν τις ενδεχόμενες υποψίες της. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον υπάλληλο που υποβάλλει αίτημα στηριζόμενο στο άρθρο 24 του ΚΥΚ να αποδείξει το υποστατό των επιθέσεων, των οποίων διατείνεται ότι είναι θύμα. Μόνον εάν υφίστανται τέτοια στοιχεία οφείλει το θεσμικό όργανο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.

(βλ. σκέψη 97)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, σκέψεις 15 και 16

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 2012, T‑308/10 P, Επιτροπή κατά Νανόπουλου, σκέψη 152

11.    Το γεγονός ότι ένας προϊστάμενος τμήματος αποφασίζει ότι ένας υπάλληλος δεν τον αντικαθιστά πλέον κατά τη διάρκεια των απουσιών του δεν μπορεί να αποτελεί απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως ή κακόβουλης συμπεριφοράς εκ μέρους του, εφόσον κάθε προϊστάμενος μονάδας μπορεί ελεύθερα να επιλέγει τον μόνιμο υπάλληλο ή τον έκτακτο υπάλληλο που τον αναπληρώνει κατά τη διάρκεια των απουσιών του, δεδομένου ότι θεσμικά παραμένει ο πρώτος υπεύθυνος του τμήματος. Συναφώς, το γεγονός ότι ένας υπάλληλος έχει κάποια αρχαιότητα εντός της μονάδας, ή ακόμη ότι είναι υψηλόβαθμος, δεν του παρέχει κανένα δικαίωμα ασκήσεως καθηκόντων διαχειρίσεως προσωπικού, ούτε δε διευθυντικών καθηκόντων.

(βλ. σκέψη 100)