Language of document :

Προσφυγή της 10ης Μαΐου 2019 – Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

(Υπόθεση C-371/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Jokubauskaitė και R. Pethke)

Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αρνούμενη συστηματικώς να ζητήσει τα ελλείποντα σε αίτηση επιστροφής φόρου προστιθέμενης αξίας στοιχεία και, αντ’ αυτού, απορρίπτοντας άνευ ετέρου τις αιτήσεις επιστροφής στις περιπτώσεις αυτές, όταν η προσκόμιση των στοιχείων αυτών είναι δυνατή μόνον μετά την πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας της 30ής Σεπτεμβρίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 170 και 171 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας1 , καθώς και από το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με την επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας, που προβλέπεται στην οδηγία 2006/112/ΕΚ, σε υποκείμενους στο φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής αλλά εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος2

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλλει τους ακόλουθους τρεις λόγους:

1. Πρώτος λόγος - Παραβίαση της αρχής της ουδετερότητας του φόρου προστιθέμενης αξίας

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη την κατοχυρούμενη στα άρθρα 170 και 171 της οδηγίας 2006/112 και στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/9 αρχή της ουδετερότητας του φόρου προστιθέμενης αξίας, κατά την οποία στο πλαίσιο αποκτήσεως αγαθών και λήψεως υπηρεσιών πρέπει να γίνεται διακανονισμός, υπέρ του υποκειμένου στον φόρο, του καταβληθέντος φόρου προστιθέμενης άξιας για τις πραγματοποιηθείσες σε προγενέστερο στάδιο πράξεις.

Η αρχή της ουδετερότητας του φόρου προστιθέμενης άξιας επιβάλλει να γίνεται δεκτή κάθε αίτηση επιστροφής η οποία πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις. Εν αμφιβολία περί του κατά πόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της επιστροφής, μπορούν να απορρίπτονται αιτήσεις επιστροφής κατά το άρθρο 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/9, μόνον εάν τα κατά το άρθρο 20 της οδηγίας αυτής αιτήματα παροχής πρόσθετων πληροφοριών που υπέβαλε το κράτος μέλος επιστροφής δεν τελεσφόρησαν.

2. Δεύτερος λόγος - Παραβίαση της αρχής της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας

Η ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/9 την οποία προκρίνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εμποδίζει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας από τους μη εγκατεστημένους εντός του κράτους μέλους επιστροφής υποκειμένους στον φόρο. Η διοικητική πρακτική των γερμανικών φορολογικών αρχών πλήττει τοιουτοτρόπως τα δικαιώματα των εν λόγω υποκειμένων στον φόρο από τα άρθρα 170, 171 της οδηγίας 2006/112 και από το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/9.

Η πρακτική αποτελεσματικότητα των οδηγιών 2006/112 και 2008/9 απαιτεί να γίνονται δεκτές οι υφιστάμενες από ουσιαστικής απόψεως απαιτήσεις επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας, προκειμένου να διαφυλάσσεται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η αρχή της ουδετερότητας. Οι ρυθμίσεις επιδιώκουν τον πλήρη διακανονισμό του καταβληθέντος φόρου προστιθέμενης αξίας για πραγματοποιηθείσες σε προγενέστερο στάδιο πράξεις στο πλαίσιο αποκτήσεως αγαθών και λήψεως υπηρεσιών και τη δημιουργία, με τον τρόπο αυτόν, σε μεγάλο βαθμό ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλους τους υποκειμένους στον φόρο, και στις περιπτώσεις διασυνοριακών συναλλαγών. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται όλα τα δέοντα διοικητικά μέτρα που προβλέπει η οδηγία τα οποία καθιστούν ευχερέστερη την προβολή των απαιτήσεων περί επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας.

3. Τρίτος λόγος - Παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Η συστηματική άρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να ζητά πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/9, αντιβαίνει στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Μετά τη λήψη της βεβαιώσεως παραλαβής της αιτήσεως επιστροφής πρέπει κάθε υποκείμενος στον φόρο να είναι βέβαιος ότι η αίτησή του θα εξετασθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής. Εάν τούτο δεν συμβεί, κλονίζεται η εμπιστοσύνη του στην κατά νόμον εξέτασή της.

____________

1 EE 2006, L 347, σ. 1.

2 ΕΕ 2008, L 44, σ. 23.