Language of document : ECLI:EU:F:2009:10

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 11ης Φεβρουαρίου 2009

Υπόθεση F-7/08

Peter Schönberger

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση προσόντων – Απόδοση μορίων βαθμολογίας – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο P. Schönberger ζητεί, ιδίως, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2007, περί αρνήσεως να αποδοθεί στον προσφεύγοντα τρίτο μόριο βαθμολογίας στο πλαίσιο της περιόδου αξιολογήσεως 2003.

Απόφαση: Οι αποφάσεις με τις οποίες το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να αποδώσει στον προσφεύγοντα τρίτο μόριο βαθμολογίας στο πλαίσιο της περιόδου αξιολογήσεως 2003 ακυρώνονται. Το Κοινοβούλιο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο  45)

2.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Έννοια

1.      Προς αξιολόγηση των προσόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο μιας αποφάσεως περί προαγωγής δυνάμει του άρθρου 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, δεδομένου ότι ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων και των μέσων που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμησή της, η εν λόγω διοίκηση κινήθηκε εντός μη κατακριτέων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά προδήλως εσφαλμένο τρόπο. Επομένως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στην εκτίμησή της όσον αφορά τα προσόντα και τις ικανότητες των υποψηφίων.

Ωστόσο, η εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται κατά τα ανωτέρω στη διοίκηση περιορίζεται από την ανάγκη διεξαγωγής συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των υπαλλήλων με προσοχή και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Στην πράξη, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται με ίσους όρους και βάσει συγκρίσιμων πηγών πληροφοριών.

Η ανάγκη διεξαγωγής μιας τέτοιας εξετάσεως με ίσους όρους, καθώς και ο περιορισμένος αριθμός των διαθέσιμων μορίων βαθμολογίας επιβάλλουν να απονέμονται τα μόρια αυτά στους έχοντες τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλους, κατά φθίνουσα τάξη προσόντων, μέχρι εξαντλήσεως της ποσοστώσεως των μορίων. Αν διαπιστωθεί, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων που διενεργήθηκε κατά τα ανωτέρω, ότι ορισμένοι υπάλληλοι έχουν ισοδύναμα προσόντα, πρέπει να απονεμηθεί στους εν λόγω υπαλλήλους ταυτόσημος αριθμός μορίων βαθμολογίας. Σε περίπτωση ανεπαρκούς αριθμού μορίων, η επιλογή μεταξύ πλειόνων υπαλλήλων στο ex‑aequo πρέπει να διενεργείται βάσει δευτερευούσης σημασίας εκτιμήσεων, όπως είναι η αρχαιότητα.

(βλ. σκέψεις 42 έως 44)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 3 Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper, Συλλογή 2003, σ. I‑3019, σκέψη 35

ΠΕΚ: 30 Νοεμβρίου 1993, T‑76/92, Τσιριμώκος κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑1281, σκέψη 21· 6 Ιουνίου 1996, T‑262/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑257 και II‑739, σκέψη 66· 9 Απριλίου 2003, T‑134/02, Tejada Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑125 και II‑609, σκέψη 41· 13 Απριλίου 2005, T‑353/03, Nielsen κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑95 και II‑443, σκέψη 58· 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. II‑4137, σκέψη 93

2.      Υφίσταται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όταν δύο κατηγορίες προσώπων, των οποίων η πραγματική και νομική κατάσταση δεν παρουσιάζει ουσιώδη διαφορά, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως και όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά πανομοιότυπο τρόπο. Έτσι, συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως η απαίτηση να αποδείξει ένας υπάλληλος, προκειμένου να μπορέσει να λάβει τον ίδιο αριθμό μορίων βαθμολογίας με τους υπαλλήλους προς τους οποίους συγκρίθηκε, ότι τα προσόντα του είναι υψηλότερα από εκείνα των τελευταίων.

(βλ. σκέψεις 45 και 49 έως 59)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 4 Φεβρουαρίου 1982, 817/79, Buyl κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 245, σκέψη 29· 11 Ιουλίου 1985, 119/83, Appelbaum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2423, σκέψη 25

ΠΕΚ: 7 Φεβρουαρίου 1991, T‑18/89 και T‑24/89, Ταγαράς κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1991, σ. II‑53, σκέψη 68