Language of document : ECLI:EU:C:2018:793

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 3ης Οκτωβρίου 2018 (1)

Υπόθεση C-236/17 P

Canadian Solar Emea GmbH

Canadian Solar Manufacturing (Changshu), Inc.

Canadian Solar Manufacturing (Luoyang), Inc.

CSI Cells Co. Ltd

CSI Solar Power (China), Inc.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (π.χ. κυψελών) καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας – Οριστικοί δασμοί – Κανονισμός (ΕΕ) 1168/2012 – Άμεση εφαρμογή – Αιτιώδης σύνδεσμος – Λοιποί γνωστοί παράγοντες – Ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ»






Περιεχόμενα


I. Το νομικό πλαίσιο

Α. Ο βασικός κανονισμός

Β. Ο κανονισμός 1168/2012

II. Ιστορικό της διαφοράς

III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

V. Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως

Α. Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Ανάλυση

α) Επί του παραδεκτού

β) Επί της ουσίας

1) Εισαγωγή

2) Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

3) Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Β. Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Ανάλυση

α) Επί του παραδεκτού

β) Επί της ουσίας

1) Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

i) Εισαγωγή

ii) Πρέπει ο δασμός αντιντάμπινγκ να αντισταθμίζει μόνον την καταλογιστέα στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία, και όχι τη ζημία που οφείλεται σε άλλους γνωστούς παράγοντες;

iii) Έκρινε όντως το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να λάβουν υπόψη τους τα ευρήματα της αναλύσεως περί μη καταλογισμού;

2) Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

VI. Επί των δικαστικών εξόδων

VII. Πρόταση


1.        Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, οι εταιρίες Canadian Solar Emea GmbH (στο εξής: CSE), Canadian Solar Manufacturing (Changshu), Inc. (στο εξής: CSM Changshu), Canadian Solar Manufacturing (Luoyang), Inc. (στο εξής: CSM Luoyang), CSI Cells Co. Ltd (στο εξής: CSI Cells) και CSI Solar Power (China), Inc. (στο εξής: CSI Solar Power) (στο εξής από κοινού: Canadian Solar ή αναιρεσείουσα) (2) ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (3), με την οποία το τελευταίο απέρριψε την προσφυγή για την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1238/2013 του Συμβουλίου (στο εξής: επίμαχος κανονισμός) (4).

2.        Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εγείρει, ιδίως, ένα διαδικαστικό ζήτημα, ήτοι την άμεση εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 1168/2012 (5), ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου (στο εξής: βασικός κανονισμός) (6) υπό την έννοια ότι στις περιπτώσεις που μια έρευνα αντιντάμπινγκ αφορά εισαγωγές από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς και ο παραγωγός που υπόκειται στην έρευνα υποβάλει αίτηση για αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς (στο εξής: αίτηση αναγνωρίσεως ΚΟΑ), η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί απόφαση επ’ αυτής της αιτήσεως (στο εξής: απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ) παρατείνεται από τους τρεις στους οκτώ μήνες μετά την έναρξη της έρευνας. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θέτει επίσης ένα ουσιαστικό ζήτημα, δηλαδή κατά πόσον στις περιπτώσεις που παράγοντες άλλοι, πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, έχουν συμβάλει στη ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης, το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ θα πρέπει να καθορίζεται σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αντισταθμίζει μόνον τη ζημία που οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

I.      Το νομικό πλαίσιο

1.      Ο βασικός κανονισμός

3.        Το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Καθορισμός του ντάμπινγκ», ορίζει στην παράγραφο 7 τα εξής:

«α)      […]

β)      Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από [τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το Βιετνάμ,] το Καζακστάν καθώς και από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γʹ, ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο αʹ.

γ)      Ένας ισχυρισμός κατά το στοιχείο βʹ γίνεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

–        οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

–        οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς,

–        το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό,

–        οι οικείες επιχειρήσεις υπόκεινται σε νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος η οποία εγγυάται ασφάλεια δικαίου και λειτουργική σταθερότητα, και

–        ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

Η απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα ανωτέρω κριτήρια θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότητα να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας».

4.        Το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός της ζημίας», ορίζει τα ακόλουθα:

«[…]

6.      Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της κοινοτικής βιομηχανίας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.

7.      Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών πωλούμενων σε τιμές που δεν απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Κοινότητας και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας.

[…]»

5.        Το άρθρο 9 του βασικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Περάτωση χωρίς τη λήψη μέτρων· επιβολή οριστικών δασμών», ορίζει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός περιόδου ενός μηνός από την υποβολή της πρότασης από την Επιτροπή. Όταν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται πρόταση για οριστικά μέτρα το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη ισχύος αυτών των δασμών. Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.»

2.      Ο κανονισμός 1168/2012

6.        Το άρθρο 1 του κανονισμού 1168/2012 ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)      Το άρθρο 2, παράγραφος 7 τροποποιείται ως εξής:

α)      Στην προτελευταία πρόταση του στοιχείου γʹ, η φράση «θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας» αντικαθίσταται από τη φράση «λαμβάνεται κανονικά εντός επτά μηνών, και εν πάση περιπτώσει όχι πέρα των οχτώ μηνών, από την έναρξη της έρευνας».

β)      Προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

“δ)      Αν η Επιτροπή έχει περιορίσει το αντικείμενο της εξέτασής της κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17, η λήψη απόφασης σύμφωνα με τα στοιχεία βʹ και γʹ της παρούσας παραγράφου περιορίζεται στα μέρη που περιλαμβάνονται στην εξέταση και σε κάθε παραγωγό στον οποίον αναγνωρίζεται ατομική μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3.”·

[…]».

7.        Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις νέες και εκκρεμούσες έρευνες από τις 15 Δεκεμβρίου 2012.»

II.    Ιστορικό της διαφοράς

8.        Οι εταιρίες CSM Changshu, CSM Luoyang, CSI Cells και CSI Solar Power είναι παραγωγοί-εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος. Η εταιρία CSE εισάγει το υπό εξέταση προϊόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τις προαναφερθείσες εταιρίες και από άλλους προμηθευτές.

9.        Στις 6 Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων καταγωγής Κίνας (7).

10.      Λόγω του δυνητικά μεγάλου αριθμού παραγωγών-εξαγωγέων στην ενδιαφερόμενη χώρα οι οποίοι εμπλέκονταν στη διαδικασία, στο σημείο 5.1.1.1., στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως επισημαινόταν ότι επρόκειτο ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία της δειγματοληψίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2012, η Canadian Solar κοινοποίησε στην Επιτροπή τις απαιτούμενες πληροφορίες για την επιλογή, από την τελευταία, ενός δείγματος παραγωγών-εξαγωγέων. Στο δείγμα παραγωγών-εξαγωγέων που επιλέχθηκε από την Επιτροπή περιλαμβάνονταν επτά όμιλοι εταιριών (8). Η Canadian Solar δεν συμπεριλήφθηκε σε αυτό το δείγμα.

11.      Στις 13 Νοεμβρίου 2012, η Canadian Solar υπέβαλε αίτηση αναγνωρίσεως ΚΟΑ δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

12.      Στις 12 Δεκεμβρίου 2012 εκδόθηκε ο κανονισμός 1168/2012 (9).

13.      Στις 3 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Canadian Solar ότι η αίτησή της για αναγνώριση ΚΟΑ δεν θα εξεταζόταν.

14.      Στις 4 Ιουνίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 513/2013, με τον οποίο επιβλήθηκε προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από την Κίνα (10).

15.      Στις 2 Δεκεμβρίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε τον επίμαχο κανονισμό, με τον οποίο επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από την Κίνα. Με το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, το Συμβούλιο επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 41,3 % στις εισαγωγές που είχαν τιμολογηθεί από τις συνεργαζόμενες εταιρίες που απαριθμούνταν στον κατάλογο του παραρτήματος Ι του κανονισμού. Οι εταιρίες CSM Changshu, CSM Luoyang, CSI Cells και CSI Solar Power περιλαμβάνονταν σε αυτόν τον κατάλογο. Το άρθρο 3 του επίμαχου κανονισμού απάλλασσε από τον επιβαλλόμενο με το άρθρο 1 δασμό εισαγωγές οι οποίες είχαν τιμολογηθεί από τις εταιρίες που απαριθμούνταν στο παράρτημα της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/707/ΕΕ της Επιτροπής (11).

16.      Η απόφαση 2013/707 εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αποδέχθηκε την τροποποιημένη ανάληψη υποχρεώσεως που προτάθηκε από το Εμπορικό Επιμελητήριο της Κίνας για τις εισαγωγές και εξαγωγές μηχανημάτων και ηλεκτρονικών προϊόντων και από μια ομάδα παραγωγών-εξαγωγέων που απαριθμούνταν στο παράρτημα της ίδιας αποφάσεως. Οι εταιρίες CSM Changshu, CSM Luoyang, CSI Cells και CSI Solar Power περιλαμβάνονταν στον σχετικό κατάλογο.

17.      Στις 4 Ιουνίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/866, με τον οποίο ανακλήθηκε η αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεως όσον αφορά τις εταιρίες CSM Changshu, CSM Luoyang, CSI Cells και CSI Solar Power (12).

III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18.      Στις 28 Φεβρουαρίου 2014, η Canadian Solar άσκησε προσφυγή για την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού.

19.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τους έξι λόγους ακυρώσεως και απέρριψε την προσφυγή.

20.      Ειδικότερα (13), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως που αφορούσε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ έπρεπε να ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας. Πράγματι, ο κανονισμός 1168/2012, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού προβλέποντας παράταση της σχετικής προθεσμίας από τους τρεις στους οκτώ μήνες, έχει εφαρμογή σε όλες τις εκκρεμούσες έρευνες από τις 15 Δεκεμβρίου 2012. Ως εκ τούτου, ετύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 3ης Ιανουαρίου 2013, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Canadian Solar για την αναγνώριση ΚΟΑ. Η παράλειψη της Επιτροπής να συμμορφωθεί προς την αρχική προθεσμία των τριών μηνών δεν δημιούργησε κάποια οριστική κατάσταση, πράγμα το οποίο θα απέκλειε την εφαρμογή του κανονισμού 1168/2012. Ούτε, κατά την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, κατέστησε αυτή η παράλειψη αυτοδικαίως παράνομο τον επίμαχο κανονισμό.

21.      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης τον έκτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο είχε υποστηριχθεί ότι τα θεσμικά όργανα, στο μέτρο που δεν πραγματοποίησαν χωριστή αξιολόγηση της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που ήσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που προκλήθηκε από άλλους γνωστούς παράγοντες, παρέβησαν το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού και ότι, συνεπώς, καθορίζοντας το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αντισταθμίσει και ζημίες που προκλήθηκαν από αυτούς τους λοιπούς γνωστούς παράγοντες, παρέβησαν το άρθρο 9, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο και η Επιτροπή (στο εξής: θεσμικά όργανα) υπέχουν την υποχρέωση, πρώτον, να εξετάσουν εάν η ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (η λεγόμενη ανάλυση περί καταλογισμού) και, δεύτερον, να εξακριβώσουν ότι άλλοι γνωστοί παράγοντες, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεν καταλύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (η λεγόμενη ανάλυση περί μη καταλογισμού). Εξ αυτού προκύπτει ότι, κατά τον καθορισμό του ποσού του δασμού αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα πορίσματα των αναλύσεων περί καταλογισμού και μη καταλογισμού. Στην αντίθετη περίπτωση, θα υπήρχε ο κίνδυνος ο δασμός αυτός να εξαλείφει τα ζημιογόνα αποτελέσματα άλλων παραγόντων, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, στην υπό κρίση υπόθεση, τα θεσμικά όργανα εξέτασαν δεόντως τις συνέπειες των λοιπών γνωστών παραγόντων που συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης. Ορθώς έκριναν ότι οι συνέπειες αυτές ήσαν αμελητέες και ότι, συνεπώς, δεν ήσαν ικανές να καταλύσουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επομένως, το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ καθορίστηκε κατά τον ορθό τρόπο.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

22.      Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, η Canadian Solar ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και είτε να ακυρώσει τον επίμαχο κανονισμό κατά το μέτρο που αφορά την αναιρεσείουσα είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο. Η Canadian Solar ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ αναίρεση, ή, εφόσον αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης, ώστε να κρίνει οριστικά επ’ αυτών το Γενικό Δικαστήριο. Τέλος, η Canadian Solar ζητεί από το Δικαστήριο να διατάξει κάθε άλλο μετέχοντα στην κατ’ αναίρεση δίκη να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

23.      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Canadian Solar στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης και της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

24.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Canadian Solar στα δικαστικά έξοδα.

25.      Η Επιτροπή άσκησε αντίθετη αίτηση αναιρέσεως. Ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αποφανθεί ότι η ασκηθείσα πρωτοδίκως προσφυγή είναι απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ότι είναι άνευ αντικειμένου ή, επικουρικότερον, να κρίνει ότι είναι αβάσιμη καθώς και να αντιστρέψει την ερμηνεία της αιτιώδους συνάφειας στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να καταδικάσει την Canadian Solar στα δικαστικά έξοδα.

26.      Η Canadian Solar ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αντίθετη αναίρεση. Ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ αναίρεση, καθώς και να διατάξει το Συμβούλιο να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

27.      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να κρίνει ότι η ασκηθείσα πρωτοδίκως προσφυγή είναι απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ότι είναι άνευ αντικειμένου ή, επικουρικότερον, ότι είναι αβάσιμη και να αντιστρέψει την ερμηνεία της αιτιώδους συνάφειας στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Το Συμβούλιο ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να καταδικάσει την Canadian Solar στα δικαστικά έξοδα.

28.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 2018, η Canadian Solar, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

V.      Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως

29.      Η Canadian Solar προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Όπως μου ζητήθηκε από το Δικαστήριο, στις παρούσες προτάσεις θα περιοριστώ στην εξέταση μόνον του τρίτου και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως.

30.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι ο κανονισμός 1168/2012 είχε εφαρμογή στην περίπτωση της επίμαχης έρευνας και ότι η παράλειψη των θεσμικών οργάνων να λάβουν απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ δεν έθιγε το κύρος του επίμαχου κανονισμού. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Canadian Solar διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που αναγνώρισε στα θεσμικά όργανα την ευχέρεια να καθορίσουν τον δασμό αντιντάμπινγκ σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αντισταθμίσει όχι μόνον την προκληθείσα από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία αλλά και τη ζημία που προκλήθηκε από άλλους γνωστούς παράγοντες, καθώς και ότι προέβη σε αδικαιολόγητη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τις συνέπειες αυτών των λοιπών παραγόντων.

1.      Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

31.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Canadian Solar βάλλει κατά των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 152 έως 154, 157 και 159 έως 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

32.      Αυτός ο λόγος αναιρέσεως διαιρείται σε δύο σκέλη.

33.      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι έχει εφαρμογή ο κανονισμός 1168/2012. Συναφώς, η Canadian Solar προβάλλει, πρώτον, ότι ο κανονισμός 1168/2012 τέθηκε σε ισχύ στις 15 Δεκεμβρίου 2012, ήτοι μετά τη λήξη, στις 12 Δεκεμβρίου 2012, της τρίμηνης προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή. Δεύτερον, οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου, κατ’ αρχήν, δεν έχουν εφαρμογή σε καταστάσεις οι οποίες είχαν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος τους. Η λήξη της προαναφερθείσας τρίμηνης προθεσμίας διαμόρφωσε μια οριστική κατάσταση και, ως εκ τούτου, ο κανονισμός 1168/2012, ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου, δεν έχει εφαρμογή. Τρίτον, η εφαρμογή του κανονισμού 1168/2012 στις εκκρεμούσες έρευνες μόνον εάν αυτή η τρίμηνη προθεσμία δεν είχε εκπνεύσει πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 2012, δεν συνιστά contra legem ερμηνεία. Εάν θεωρηθεί ως contra legem ερμηνεία, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012 είναι άκυρο κατά το μέτρο που αφορά την αναιρεσείουσα ή ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί νομίμως στην περίπτωση της καθόσον παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας.

34.      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η μη λήψη αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ δεν θίγει το κύρος του επίμαχου κανονισμού. Δεδομένου ότι ο κανονισμός 1168/2012 δεν είχε εφαρμογή, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποφανθεί επί της αιτήσεως για αναγνώριση ΚΟΑ. Η παράλειψή της να λάβει απόφαση θίγει το κύρος του επίμαχου κανονισμού και δεν είναι δυνατόν να προσβληθεί από την Canadian Solar.

35.      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο. Πρώτον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι ο κανονισμός 1168/2012 δεν είχε εφαρμογή διότι η τρίμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή, παρήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1168/2012 είναι απαράδεκτο, καθόσον με αυτό απλώς επαναλαμβάνεται ένα επιχείρημα που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο διότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012 ορίζει ρητώς ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλες τις εκκρεμούσες έρευνες από τις 15 Δεκεμβρίου 2012 και η επίμαχη έρευνα αντιντάμπινγκ ήταν ακόμη σε εξέλιξη στις 15 Δεκεμβρίου 2012. Δεύτερον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η λήξη της προαναφερθείσας τρίμηνης προθεσμίας διαμόρφωσε μια οριστική κατάσταση είναι αβάσιμο. Πράγματι, κατά τη νομολογία, εάν η Επιτροπή είχε λάβει απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ εντός της ως άνω χρονικής περιόδου, αυτή θα μπορούσε να τροποποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της έρευνας. Τρίτον, το επιχείρημα περί ακυρότητας του άρθρου 2 του κανονισμού 1168/2012 είναι απαράδεκτο. Τούτο διότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

36.      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι αυτό είναι αβάσιμο. Οι αποφάσεις περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ μπορούν να τροποποιηθούν μετά τη λήψη τους. Εξάλλου, η υπό κρίση προσφυγή αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη ότι η μη λήψη αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ μπορεί να προσβληθεί.

37.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο. Πρώτον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι ο κανονισμός 1168/2012 δεν είχε εφαρμογή διότι η τρίμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ ʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή, εξέπνευσε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1168/2012, είναι απαράδεκτο καθόσον η αναιρεσείουσα απλώς αποπειράται να επαναφέρει προς κρίση ένα ζήτημα το οποίο τέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο, καθόσον το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012 ορίζει ότι αυτός ο κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλες τις εκκρεμούσες έρευνες, ανεξάρτητα εάν η τρίμηνη προθεσμία παρήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού. Δεύτερον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η κατάστασή της κατέστη οριστική μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας είναι απαράδεκτο, καθόσον με αυτό απλώς επαναλαμβάνεται ένας λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο δεδομένου ότι κανένα δικαίωμα δεν συγκεκριμενοποιήθηκε με την παρέλευση αυτής της τρίμηνης προθεσμίας. Τρίτον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας περί ακυρότητας του άρθρου 2 του κανονισμού 1168/2012, είναι απαράδεκτο καθόσον συνιστά νέο λόγο ακυρώσεως δεδομένου ότι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η Canadian Solar δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2 του κανονισμού 1168/2012 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Ο λόγος είναι ότι ο κανονισμός 1168/2012 ήταν άμεσα εφαρμοστέος καθόσον η παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας δεν δημιούργησε κάποια οριστική κατάσταση.

38.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο. Πρώτον, η παράλειψη της Επιτροπής να λάβει απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ δεν θίγει το κύρος του επίμαχου κανονισμού δεδομένου ότι ο κανονισμός 1168/2012 είχε εφαρμογή στην περίπτωση της αναιρεσείουσας και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ. Δεύτερον, η Canadian Solar είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ, στο μέτρο που άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

39.      Η Canadian Solar αντιτείνει ότι ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ακυρότητα του άρθρου 2 του κανονισμού 1168/2012 είναι παραδεκτός. Πράγματι, ο λόγος αυτός προβλήθηκε και πρωτοδίκως και εξετάστηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 154 έως 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι δεν προβλήθηκε τυπικώς ως ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν ασκεί επιρροή.

2.      Ανάλυση

40.      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι είχε εφαρμογή ο κανονισμός 1168/2012. Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που έκρινε ότι η παράλειψη των θεσμικών οργάνων να λάβουν απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ δεν θίγει το κύρος του επίμαχου κανονισμού.

1)      Επί του παραδεκτού

41.      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτο. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτό το πρώτο σκέλος είναι απαράδεκτο στο σύνολό του (14).

42.      Πρώτον, τόσο το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή αμφισβητούν το παραδεκτό του επιχειρήματος της αναιρεσείουσας ότι ο κανονισμός 1168/2012 δεν τυγχάνει εφαρμογής επειδή η τρίμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή, είχε εκπνεύσει πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1168/2012. Και τούτο διότι, όπως υποστηρίζουν τόσο το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή, με το επιχείρημα αυτό απλώς επαναλαμβάνεται ένα επιχείρημα που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

43.      Κατά την άποψή μου, η συγκεκριμένη ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί. Με αυτό το επιχείρημα, η Canadian Solar θέτει υπό αμφισβήτηση την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εφαρμογή του μεταβατικού κανόνα που θεσπίστηκε με το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012. Για τον σκοπό αυτό, η Canadian Solar επισήμανε ότι θεωρεί ότι, ιδίως, η σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο. Με τη σκέψη 152 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός 1168/2012 είχε εφαρμογή καθόσον «δεν προβλέπει ουδεμία εξαίρεση όσον αφορά εν εξελίξει έρευνες σε σχέση με τις οποίες έχει ήδη εκπνεύσει η προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως όσον αφορά τη χορήγηση ΚΟΑ, κατ’ εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού […]». Κατά συνέπεια, η Canadian Solar δεν επιδιώκει απλώς την επανεξέταση της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (15).

44.      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι μετά την παρέλευση της προαναφερθείσας τρίμηνης προθεσμίας η κατάστασή της κατέστη οριστική είναι απαράδεκτο, καθόσον με αυτό απλώς επαναλαμβάνεται ένα επιχείρημα που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

45.      Και αυτή η ένσταση απαραδέκτου θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθεί. Με αυτό το επιχείρημα, η Canadian Solar βάλλει κατά της σκέψεως 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο επικαλέστηκε εκεί τη νομολογία σχετικά με την άμεση εφαρμογή των νέων κανόνων. Κατ’ αυτή τη νομολογία, οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου, σε αντίθεση με τους διαδικαστικούς κανόνες, δεν έχουν εφαρμογή σε καταστάσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος τους. Η Canadian Solar υποστηρίζει ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να αποφανθεί επί της αιτήσεως για αναγνώριση ΚΟΑ αποτελεί κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 159 έως 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κακώς έκρινε ότι η παρέλευση της προαναφερθείσας τρίμηνης προθεσμίας εν προκειμένω δεν δημιούργησε κάποια οριστική κατάσταση. Κατά συνέπεια, η Canadian Solar δεν επιδιώκει απλώς την επανεξέταση της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

46.      Τρίτον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν το παραδεκτό του επιχειρήματος της αναιρεσείουσας ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012 είναι άκυρο κατά το μέτρο που αφορά την Canadian Solar. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2 του κανονισμού 1168/2012. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό προβάλλεται για πρώτη φορά και είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.

47.      Κατ’ εμέ, αυτή η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

48.      Είναι αληθές ότι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η Canadian Solar δεν παρέπεμψε ρητώς στο άρθρο 277 ΣΛΕΕ (16).

49.      Όμως, με το δικόγραφο που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Canadian Solar υποστήριξε ότι «η ερμηνεία [του κανονισμού 1168/2012] υπό την έννοια ότι αυτός έχει εφαρμογή σε εκκρεμούσες έρευνες στις οποίες τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν θεμελιωμένο δικαίωμα να εξετασθεί η αίτησή τους περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ εντός τριών μηνών, αντιβαίνει στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων μερών στην έρευνα». Ως εκ τούτου, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας περιλαμβανόταν, εμμέσως πλην σαφώς, στην προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που στηρίζεται στο ότι φέρεται να προβάλλεται για πρώτη φορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας (17).

50.      Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι, στις σκέψεις 154 και 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, «ακόμη και εάν [ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού] ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο κανονισμός 1168/2012 είναι παράνομος», ο λόγος αυτός θα έπρεπε να απορριφθεί, δεδομένου ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου αφορά αποκλειστικώς καταστάσεις οι οποίες είχαν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νέου κανόνα και τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της αναιρεσείουσας. Κατά τη νομολογία, οι αναιρεσείοντες έχουν το δικαίωμα να προβάλλουν λόγους αντλούμενους από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εφόσον αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της νομικής ορθότητας της τελευταίας, ακόμη και εάν αυτοί δεν προβλήθηκαν ως λόγοι ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (18).

51.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι παραδεκτό.

2)      Επί της ουσίας

1)      Εισαγωγή

52.      Επιθυμώ να τονίσω εκ προοιμίου ότι σε παραγωγούς από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς δύναται να χορηγηθεί καθεστώς οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ) σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κανονική αξία υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις χώρες με οικονομία της αγοράς. Δεν υπολογίζεται βάσει των τιμών που ισχύουν σε μια ανάλογη τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις παραγωγών που υπόκεινται στην ίδια διαδικασία στους οποίους δεν χορηγείται ΚΟΑ, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού (19).

53.      Όπως αναφέρθηκε ήδη στο σημείο 2 των παρουσών προτάσεων, ο κανονισμός 1168/2012 τροποποίησε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, υπό την έννοια ότι η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ «λαμβάνεται κανονικά εντός επτά μηνών, και εν πάση περιπτώσει όχι πέρα των οχτώ μηνών, από την έναρξη της έρευνας». Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή, η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ έπρεπε να ληφθεί εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας.

54.      Επιπλέον, ο κανονισμός 1168/2012 περιόρισε την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να αποφαίνονται επί των αιτήσεων περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ. Όταν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή έχει αποφασίσει να περιορίσει την έρευνά της σε αντιπροσωπευτικά δείγματα εμπόρων (20), τα θεσμικά όργανα πλέον υποχρεούνται να λάβουν απόφαση μόνον στις περιπτώσεις στις οποίες η αίτηση αναγνωρίσεως ΚΟΑ υποβάλλεται είτε από παραγωγό που έχει συμπεριληφθεί στο δείγμα είτε από παραγωγό ο οποίος έχει επιτύχει τον υπολογισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή, η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να λάβουν απόφαση επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως ΚΟΑ δεν περιοριζόταν.

55.      Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι η τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας που προβλεπόταν από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή, αποδείχθηκε «ανέφικτη, ιδίως σε διαδικασίες στις οποίες εφαρμόζεται δειγματοληψία […]» (21) καθώς και ότι, στην πράξη, η Επιτροπή δεν συμμορφωνόταν πάντοτε προς αυτήν (22). Η κατάσταση αυτή ώθησε την Επιτροπή να προτείνει το 2011 την παράταση της εν λόγω προθεσμίας στους έξι μήνες (23). Ωστόσο, η τρίμηνη προθεσμία δεν παρατάθηκε παρά μόνο μετά την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Brosmann (24). Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται δειγματοληψία, τα θεσμικά όργανα είναι υποχρεωμένα να εξετάσουν όλες τις αιτήσεις για αναγνώριση ΚΟΑ που έχουν υποβληθεί από επιχειρήσεις οι οποίες δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας (25). Δεδομένου ότι με την απόφαση εκείνη επιβλήθηκε «δυσανάλογος διοικητικός φόρτος» στην Επιτροπή (26), κρίθηκε σκόπιμο να επεκταθεί στους οκτώ μήνες η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ, ώστε, με τον τρόπο αυτό, να μετριαστούν οι συνέπειες της αποφάσεως Brosmann (για τον λόγο αυτό, ο κανονισμός 1168/2012 θεωρείται ως το «μέτρο αντι-Brosmann») (27).

56.      Στην προκειμένη υπόθεση, η Canadian Solar υπέβαλε αίτηση αναγνωρίσεως ΚΟΑ στις 6 Σεπτεμβρίου 2012. Ενημερώθηκε ότι η εν λόγω αίτηση δεν θα εξετασθεί, στις 3 Ιανουαρίου 2013, ήτοι, μετά (i) την παρέλευση, στις 6 Δεκεμβρίου 2012, της τρίμηνης προθεσμίας που μνημονεύεται ανωτέρω στο σημείο 53 των παρουσών προτάσεων, και (ii) μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1168/2012 στις 15 Δεκεμβρίου 2012. Η Canadian Solar δεν είχε συμπεριληφθεί στο δείγμα. Ούτε της είχε χορηγηθεί το ευεργέτημα του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

2)      Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

57.      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στον βαθμό που έκρινε ότι έχει εφαρμογή ο κανονισμός 1168/2012.

58.      Φρονώ ότι ο κανονισμός 1168/2012 έχει εφαρμογή στην περίπτωση της έρευνας που κατέληξε στην έκδοση του επίμαχου κανονισμού.

59.      Πρώτον, το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012 ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή σε «όλες τις εκκρεμούσες έρευνες από τις 15 Δεκεμβρίου 2012» (28).

60.      Μια έρευνα αντιντάμπινγκ αρχίζει με τη δημοσίευση της ανακοινώσεως για την έναρξη της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Έρευνα η οποία έχει κινηθεί δυνάμει του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού περατώνεται είτε με τη λήψη οριστικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού (29) είτε με τη λήψη αποφάσεως για την περάτωση της διαδικασίας χωρίς τη λήψη μέτρων βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (30). Κατά συνέπεια, η έρευνα πρέπει να λογίζεται ως «εκκρεμούσα» κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1168/2012 μέχρις ότου ληφθούν είτε οριστικά μέτρα είτε απόφαση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

61.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η έρευνα άρχισε στις 6 Σεπτεμβρίου 2012, με τη δημοσίευση της ανακοινώσεως για την έναρξη της διαδικασίας και περατώθηκε με την έκδοση του επίμαχου κανονισμού στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ως εκ τούτου, ήταν ακόμη «εκκρεμής» όταν τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 1168/2012 στις 15 Δεκεμβρίου 2012.

62.      Το ζήτημα εάν συγκεκριμένος παραγωγός σε μια χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, ως εκ τούτου, πρέπει να του χορηγηθεί ΚΟΑ αποτελεί απλώς ένα από τα στάδια της έρευνας, σκοπός της οποίας είναι να διαπιστωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, δηλαδή εάν υπάρχει ντάμπινγκ και ζημία που προκλήθηκε από αυτό, καθώς και εάν το συμφέρον της Ένωσης απαιτεί την επέμβασή της. Ακόμη και μετά τη λήψη της αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ ή την παρέλευση της τασσόμενης προς αυτό τρίμηνης προθεσμίας, η έρευνα εξακολουθεί να παραμένει σε εξέλιξη όσον αφορά όλες τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στην έρευνα, συμπεριλαμβανομένου του παραγωγού που υπέβαλε την αίτηση αναγνωρίσεως ΚΟΑ (δεδομένου ότι η κανονική αξία, καθώς και οι λοιπές προϋποθέσεις για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, εξακολουθούν να χρήζουν αξιολογήσεως). Κατά συνέπεια, ουδεμία επιρροή ασκεί το γεγονός ότι η τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να ληφθεί η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή, εξέπνευσε στις 6 Δεκεμβρίου 2012, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1168/2012 στις 15 Δεκεμβρίου 2012. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο κανονισμός 1168/2012 τέθηκε σε ισχύ πριν από την έκδοση του επίμαχου κανονισμού.

63.      Δεύτερον, το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012 ορίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός έχει εφαρμογή «σε όλες τις […] εκκρεμούσες έρευνες» (31). Ουδόλως διακρίνει μεταξύ των ερευνών στις οποίες έχει ήδη εκπνεύσει η τρίμηνη προθεσμία για τη λήψη της αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ, σύμφωνα με την αρχική μορφή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού και των ερευνών στις οποίες η προθεσμία αυτή δεν έχει ακόμη λήξει.

64.      Τρίτον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι ο κανονισμός 1168/2012 αποτελεί κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ως τέτοιος, δεν έχει εφαρμογή σε καταστάσεις οι οποίες είχαν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του, όπως στην περίπτωση της Canadian Solar, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

65.      Αποτελεί πάγια νομολογία ότι, κατά γενικό κανόνα, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαγορεύει να ορίζεται η έναρξη ισχύος νομικής πράξεως της Ένωσης σε χρονικό σημείο προγενέστερο της δημοσιεύσεώς της. Όμως, το αντίθετο μπορεί κατ’ εξαίρεση να ισχύει όταν το απαιτεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και εφόσον γίνεται δεόντως σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (32). Ως εκ τούτου, μολονότι ένας νέος κανόνας δικαίου δεν έχει εφαρμογή επί εννόμων καταστάσεων οι οποίες γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικώς υπό το κράτος του προγενέστερου νόμου, εφαρμόζεται πάντως στα μελλοντικά τους αποτελέσματα, καθώς και στις νέες έννομες καταστάσεις (33). Το αντίθετο ισχύει –υπό την επιφύλαξη της αρχής της μη αναδρομικότητας των νομικών πράξεων– μόνον στην περίπτωση που ο νέος αυτός κανόνας συνοδεύεται από ειδικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις διαχρονικής του εφαρμογής (34).

66.      Κατά πάγια επίσης νομολογία, οι διαδικαστικοί κανόνες θεωρείται ότι έχουν γενικώς εφαρμογή επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (35), ενώ, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, γίνεται δεκτό ότι οι ουσιαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή σε καταστάσεις διαμορφωθείσες προ της ενάρξεως της ισχύος τους μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από το γράμμα τους, τους σκοπούς τους ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί αναδρομική ισχύς (36).

67.      Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1168/2012, το οποίο παρατείνει από τους τρεις στους οκτώ μήνες την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ, αποτελεί δικονομικό κανόνα. Πράγματι, η διάταξη αυτή ουδεμία επίπτωση έχει στο δικαίωμα του παραγωγού να ζητήσει την αναγνώριση ΚΟΑ ή στις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ΚΟΑ. Συνεπώς, κατ’ εμέ, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1168/2012 έχει εφαρμογή σε νομικές καταστάσεις οι οποίες δεν είχαν καταστεί οριστικές όταν ο εν λόγω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ, στις 15 Δεκεμβρίου 2012.

68.      Επομένως, θα πρέπει να εξακριβωθεί εάν, στην υπό κρίση υπόθεση, η κατάσταση της Canadian Solar είχε διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1168/2012 (σε αντίθεση προς μια κατάσταση η οποία ήταν ακόμη προσωρινή στις 15 Δεκεμβρίου 2012).

69.      Ένα παράδειγμα καταστάσεως που είχε «διαμορφωθεί» πριν από την έναρξη ισχύος του νέου κανόνα απαντά στην υπόθεση Varec (37). Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα του προσφέροντος στην προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών που περιλαμβάνονταν στην προσφορά του «συγκεκριμενοποιήθηκε» κατά το χρονικό σημείο υποβολής της προσφοράς στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθέσεως της συμβάσεως. Επομένως, η οδηγία 2004/18/ΕΚ (38), η οποία τέθηκε σε ισχύ μετά την υποβολή των προσφορών, δεν είχε εφαρμογή (39).

70.      Παράδειγμα καταστάσεως η οποία ήταν ακόμη προσωρινή όταν τέθηκε σε ισχύ ο νέος κανόνας απαντά στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Pokrzeptowicz-Meyer (40). Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νέου κανόνα, ενώ ο ορισμένος χρόνος απασχολήσεως λήγει μετά από αυτήν την ημερομηνία, θεωρήθηκε ότι δεν συνιστά διαμορφωμένη κατάσταση. Πράγματι, «[…] η σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν εξαντλεί τα έννομα αποτελέσματά της κατά την ημερομηνία υπογραφής της, αλλά εξακολουθεί, αντιθέτως, να παράγει κανονικά τα αποτελέσματά της καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως» (41). Ως εκ τούτου, είχε εφαρμογή ο νέος κανόνας.

71.      Ένα άλλο παράδειγμα καταστάσεως η οποία ήταν ακόμη προσωρινή κατά την έναρξη ισχύος του νέου κανόνα απαντά στην υπόθεση Moravia Gas Storage (42). Σύμφωνα με την οδηγία 2003/55/ΕΚ (43) και την οδηγία 2009/73/ΕΚ (44), η οποία κατάργησε την οδηγία 2003/55, οι νέες μεγάλες εγκαταστάσεις φυσικού αερίου μπορούν, κατόπιν αιτήσεως, να εξαιρεθούν από την υποχρέωση να παράσχουν διαπραγματευόμενη πρόσβαση σε τρίτους. Η εξαίρεση χορηγείται από την αρμόδια εθνική αρχή και κοινοποιείται από την αρχή αυτή στην Επιτροπή, η οποία δύναται να ζητήσει από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει την απόφαση εξαιρέσεως. Κρίθηκε ότι η απόφαση δεν δημιουργεί μια οριστική κατάσταση για τον λόγο ότι η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει την τροποποίηση ή την ανάκλησή της. Ως εκ τούτου, η οδηγία 2009/73, η οποία τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση και την κοινοποίηση της εκεί επίμαχης αποφάσεως περί εξαιρέσεως, αλλά πριν η Επιτροπή καλέσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να ανακαλέσει την εν λόγω απόφαση, είχε εφαρμογή (45).

72.      Θεωρώ ότι η κατάσταση της Canadian Solar ήταν ακόμη προσωρινή όταν τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 1168/2012.

73.      Και τούτο διότι κανένα δικαίωμα δεν είχε «συγκεκριμενοποιηθεί» (46) με την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να ληφθεί η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή.

74.      Πράγματι, κατά τη νομολογία, η μη τήρηση αυτής της τρίμηνης προθεσμίας δεν μπορεί να επιφέρει την ακύρωση του εκδοθέντος κατά το πέρας της διαδικασίας κανονισμού, παρά μόνον εάν, λόγω αυτής της παρατυπίας, ενδέχεται η διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Ο κανονισμός δεν μπορεί να ακυρωθεί απλώς και μόνον για τον λόγο ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν αποφάνθηκαν εντός της τασσόμενης προθεσμίας (47). Εξ αυτού συνάγεται ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν νομίμως να εκδώσουν απόφαση σχετικά με τη χορήγηση ΚΟΑ μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, στην αρχική του μορφή (στον βαθμό που η καθυστέρηση αυτή δεν είχε επιπτώσεις στο αποτέλεσμα της διαδικασίας). Συνάγεται επίσης ότι στην Canadian Solar δεν χορηγήθηκε αυτοδικαίως ΚΟΑ κατά την εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας λόγω της παραλείψεως της Επιτροπής να ενεργήσει.

75.      Εξάλλου, εάν η Επιτροπή είχε λάβει απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ εντός της τρίμηνης προθεσμίας, η απόφαση αυτή θα μπορούσε να τροποποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, μετά τη λήξη αυτής της προθεσμίας (48). Επομένως, ουδεμία οριστική κατάσταση δημιουργήθηκε με την εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας. Ομοίως, στην υπόθεση Moravia Gas Storage, ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε ότι δεν είχε διαμορφωθεί κάποια οριστική κατάσταση κατά την έκδοση της εθνικής αποφάσεως περί εξαιρέσεως ήταν ότι η απόφαση εκείνη μπορούσε και πάλι να τεθεί υπό αμφισβήτηση από την Επιτροπή σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (49).

76.      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας στις σκέψεις 159 έως 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η κατάσταση της Canadian Solar όταν τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 1168/2012 ήταν προσωρινή.

77.      Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 66 των παρουσών προτάσεων, η παράταση της προθεσμίας για την έκδοση αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1168/2012, ίσχυε στην περίπτωση της έρευνας που κατέληξε στην έκδοση του επίμαχου κανονισμού.

78.      Δεύτερον, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1168/2012 ορίζει ότι, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται δειγματοληψία, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να λάβουν απόφαση μόνον εφόσον η αίτηση για αναγνώριση ΚΟΑ έχει υποβληθεί από παραγωγό ο οποίος περιλαμβάνεται στο δείγμα ή από παραγωγό στον οποίον αναγνωρίζεται ατομική μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να εξετάσουν αιτήσεις για αναγνώριση ΚΟΑ οι οποίες έχουν υποβληθεί από παραγωγούς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, όπως η αναιρεσείουσα, παρά μόνον εάν σε αυτούς τους παραγωγούς αναγνωρίζεται ατομική μεταχείριση δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (50).

79.      Κατά την άποψή μου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1168/2012 αποτελεί κανόνα ουσιαστικού δικαίου στο μέτρο που στερεί από τους παραγωγούς οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα το δικαίωμα να εξεταστούν οι αιτήσεις τους για την αναγνώριση ΚΟΑ, εκτός αν τους έχει αναγνωρισθεί ατομική μεταχείριση δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου, δεν πρέπει, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 66 των παρουσών προτάσεων, να εφαρμόζεται σε καταστάσεις οι οποίες ήσαν ακόμη προσωρινές κατά την έναρξη ισχύος του, όπως στην περίπτωση της Canadian Solar (51). Όμως, κατά την ίδια νομολογία, είχε παρά ταύτα εφαρμογή διότι, όπως συνάγεται με σαφήνεια από τη διάταξη του άρθρου 2 του κανονισμού 1168/2012, ο «παρών κανονισμός», δηλαδή το σύνολο των διατάξεων αυτού του κανονισμού, τυγχάνει εφαρμογής «σε όλες τις […] εκκρεμούσες έρευνες από τις 15 Δεκεμβρίου 2012».

80.      Συνεπώς, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1168/2012 είχε εφαρμογή στην έρευνα που κατέληξε στην έκδοση του επίμαχου κανονισμού.

81.      Στη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι ο κανονισμός 1168/2012 είχε εφαρμογή διότι η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Canadian Solar στις 15 Δεκεμβρίου 2012 ήταν προσωρινή.

82.      Τέταρτον, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η αναιρεσείουσα κατά του άρθρου 2 του κανονισμού 1168/2012 δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Κατά την άποψη της Canadian Solar, η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας. Εντούτοις, κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν απαγορεύει ένα μέτρο της Ένωσης να αρχίζει να ισχύει, κατ’ εξαίρεση, σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεώς του, υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (52). Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν απαγορεύει γενικώς οι νέοι κανόνες να εφαρμόζονται σε μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που διαμορφώθηκαν βάσει των προγενέστερων κανόνων (53), και στην υπό κρίση υπόθεση η Canadian Solar ουδόλως διευκρινίζει για ποιον λόγο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά τον χρόνο ενάρξεως της έρευνας η αναιρεσείουσα θα μπορούσε και θα όφειλε να έχει προβλέψει την έκδοση του κανονισμού 1168/2012. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κανονισμός 1168/2012 είναι σύννομος.

83.      Κατά την άποψή μου, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλει η αναιρεσείουσα, καθώς και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθούν.

3)      Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

84.      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η παράλειψη των θεσμικών οργάνων να λάβουν απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ δεν έθιγε το κύρος του επίμαχου κανονισμού.

85.      Κατά την άποψή μου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο.

86.      Πρώτον, από το σημείο 77 των παρουσών προτάσεων συνάγεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν ήσαν υποχρεωμένα να αποφανθούν εντός της τρίμηνης προθεσμίας την οποία έτασσε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού στην αρχική του μορφή, δεδομένου ότι ίσχυε η οκτάμηνη προθεσμία που προβλέπεται από τον κανονισμό 1168/2012. Συνεπώς, η μη λήψη αποφάσεως από τα θεσμικά όργανα εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας δεν μπορεί να θίξει το κύρος του επίμαχου κανονισμού. Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 163 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μη τήρηση της συγκεκριμένης προθεσμίας από τα θεσμικά όργανα δεν έθιγε το κύρος του επίμαχου κανονισμού.

87.      Εξάλλου, κατ’ εμέ, τα θεσμικά όργανα δεν υπείχαν καν υποχρέωση να αποφανθούν επί της υποβληθείσας από την Canadian Solar αιτήσεως για αναγνώριση ΚΟΑ. Ο λόγος είναι ότι, όπως επισημαίνεται στο σημείο 80 των παρουσών προτάσεων, είχε εφαρμογή το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1168/2012, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού υπό την έννοια ότι η σχετική απόφαση πρέπει πλέον να λαμβάνεται μόνον όσον αφορά αιτήσεις για αναγνώριση ΚΟΑ υποβληθείσες από παραγωγούς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ή από παραγωγούς στους οποίους αναγνωρίζεται ατομική μεταχείριση. Αφ’ ης στιγμής η Canadian Solar ούτε είχε συμπεριληφθεί στο δείγμα ούτε της είχε αναγνωριστεί ατομική μεταχείριση, τα θεσμικά όργανα ουδεμία υποχρέωση είχαν να αποφανθούν επί της αιτήσεώς της για αναγνώριση ΚΟΑ. Επομένως, στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η Canadian Solar δεν θεμελίωνε κανένα δικαίωμα εξετάσεως της αιτήσεώς της για αναγνώριση ΚΟΑ. Συνεπώς, η παράλειψη των θεσμικών οργάνων να αποφανθούν ουδόλως έθιγε το κύρος του επίμαχου κανονισμού.

88.      Δεύτερον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι δεν έχει τη δυνατότητα να προσβάλει την παράλειψη της Επιτροπής να αποφανθεί επί της αιτήσεως για αναγνώριση ΚΟΑ δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Η παράλειψη αυτή αμφισβητήθηκε από την Canadian Solar στο πλαίσιο της προσφυγής με αίτημα την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού και εξετάστηκε δεόντως από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 149 έως 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Προσβάλλεται επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου και εξετάζεται με τις παρούσες προτάσεις.

89.      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η παράλειψη των θεσμικών οργάνων να αποφανθούν επί της αιτήσεως για αναγνώριση ΚΟΑ, την οποία υπέβαλε η Canadian Solar, δεν θίγει το κύρος του επίμαχου κανονισμού.

90.      Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

91.      Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως διαιρείται σε δύο σκέλη.

92.      Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που αναγνώρισε, με τις σκέψεις 205 έως 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στα θεσμικά όργανα την ευχέρεια να καθορίσουν τον δασμό αντιντάμπινγκ σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αντισταθμίσει όχι μόνον την οφειλόμενη σε εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία, αλλά και τη ζημία που οφείλεται σε άλλους γνωστούς παράγοντες. Συναφώς, η Canadian Solar διατείνεται, πρώτον, ότι κατά τον καθορισμό του ποσού του δασμού αντιντάμπινγκ τα θεσμικά όργανα δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις συνέπειες αυτών των άλλων γνωστών παραγόντων, ακόμη και εάν αυτές δεν διαρρηγνύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ειδάλλως, στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης θα παρεχόταν προστασία πέραν αυτής που είναι αναγκαία. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να θέτουν εκποδών τις συνέπειες αυτών των άλλων παραγόντων μόνον όταν αυτές καταλύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα δεν ήσαν υποχρεωμένα να θέσουν εκποδών τους τις συνέπειες τριών συγκεκριμένων λοιπών γνωστών παραγόντων (δηλαδή, την αγορά των υπό εξέταση προϊόντων από παραγωγούς της Ένωσης προκειμένου να τα μεταπωλήσουν στην αγορά της Ένωσης ως δικά τους, τις μειώσεις που ισχύουν στα καθεστώτα στηρίξεως των κρατών μελών και την χρηματοπιστωτική κρίση), καθόσον οι τρεις αυτοί παράγοντες δεν διαρρήγνυαν τον αιτιώδη σύνδεσμο.

93.      Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 202 και 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα έφερε το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τις ποσοτικές επιπτώσεις παραγόντων άλλων, πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

94.      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε υποκατάσταση της αιτιολογίας στις σκέψεις 191 έως 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεχόμενο ότι ο προσδιορισμός της ζημίας κατά το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού και ο υπολογισμός του περιθωρίου της ζημίας κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, είναι δύο διαφορετικά ζητήματα.

95.      Επικουρικώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και ως αβάσιμο στο σύνολό του. Πρώτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι είναι απαράδεκτο το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι οι συνέπειες των τριών άλλων παραγόντων που μνημονεύονται στο σημείο 92 των παρουσών προτάσεων είναι αμελητέες, διότι το επιχείρημα αυτό αφορά πραγματικό ζήτημα. Δεύτερον, το Συμβούλιο διατείνεται ότι το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο διότι, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η Canadian Solar, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι τα θεσμικά όργανα οφείλουν να καθορίζουν τον δασμό αντιντάμπινγκ σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αντισταθμίζει μόνον την οφειλόμενη στις εισαγωγές που αποτέλεσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία. Ούτε υπέπεσε σε σφάλμα το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι οι επιπτώσεις των προαναφερθέντων τριών άλλων γνωστών παραγόντων είναι αμελητέες.

96.      Το Συμβούλιο υποστηρίζει επίσης ότι το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

97.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές και, επικουρικώς, αβάσιμο. Είναι αλυσιτελές διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι, κατά τον καθορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να πραγματοποιούν ανάλυση περί καταλογισμού και ανάλυση περί μη καταλογισμού. Επικουρικώς, εάν το Δικαστήριο θεωρήσει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε όντως ότι για τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ πρέπει να διενεργούνται αυτές οι αναλύσεις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ζητεί να υποκατασταθεί η αιτιολογία ως προς αυτό το σημείο (54).

98.      Η Επιτροπή διατείνεται ότι το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο. Τούτο συνάγεται, ιδίως, από το γεγονός ότι το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

2.      Ανάλυση

99.      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, αφενός, αναγνώρισε στα θεσμικά όργανα την ευχέρεια να καθορίσουν το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αντισταθμίζει όχι μόνον την οφειλόμενη στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία, αλλά και τη ζημία που οφείλεται σε άλλους γνωστούς παράγοντες και, αφετέρου, προέβη σε αδικαιολόγητη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.

1)      Επί του παραδεκτού

100. Όπως σημειώθηκε στο σημείο 92 των παρουσών προτάσεων, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα δεν ήταν υποχρεωμένα να θέσουν εκποδών τις συνέπειες των τριών συγκεκριμένων άλλων γνωστών παραγόντων διότι αυτοί οι άλλοι παράγοντες δεν κατέλυσαν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο, καθόσον πρόκειται για ζήτημα που άπτεται των πραγματικών περιστατικών.

101. Κατά τη γνώμη μου, η συγκεκριμένη ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

102. Το ζήτημα εάν οι συνέπειες ενός συγκεκριμένου γνωστού παράγοντα, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, μπορούν να θεωρηθούν «αμελητέες», ώστε να γίνει δεκτό ότι δεν διαρρηγνύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, είναι ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών, και όχι πραγματικό ζήτημα. Ως τέτοιο, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (55).

2)      Επί της ουσίας

1)      Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

i)      Εισαγωγή

103. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η ζημία που υφίσταται η βιομηχανία της Ένωσης πρέπει να είναι «σημαντική». Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν η ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης είναι σημαντική θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, πρώτον, ο όγκος των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και η επίδρασή τους στις τιμές εντός της Ένωσης και, δεύτερον, οι συνακόλουθες συνέπειες των εισαγωγών αυτών για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

104. Όσον αφορά τον αντίκτυπο των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στη βιομηχανία της Ένωσης, το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού απαιτεί να αποδεικνύεται ότι ο όγκος και/ή οι τιμές των εισαγωγών αυτών «ευθύνονται για τις συνέπειες επί της βιομηχανίας [της Ένωσης] […], όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές». Η ανάλυση αυτή είναι γνωστή ως «ανάλυση περί καταλογισμού» (56).

105. Επιπλέον, άλλοι παράγοντες, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, ενδέχεται να έχουν συμβάλει στη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον επίμαχο κανονισμό, η χρηματοπιστωτική κρίση και οι επιπτώσεις της όσον αφορά την πρόσβαση στη χρηματοδότηση είχαν συγκεκριμένο αντίκτυπο στην κατάσταση που επικρατεί στην Ένωση στον κλάδο της ηλιακής ενέργειας, ο οποίος απαιτεί ένταση κεφαλαίου (57). Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, γνωστοί παράγοντες, πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, πρέπει να «εξετάζονται […], προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6». Αυτή η ανάλυση είναι γνωστή ως «ανάλυση περί μη καταλογισμού» (58).

106. Κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να εξακριβώσουν εάν τα αποτελέσματα αυτών των λοιπών παραγόντων δεν είναι ικανά να καταλύσουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ, αφενός, των εκάστοτε επίμαχων εισαγωγών και, αφετέρου, της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης. Στα ίδια όργανα εναπόκειται, επίσης, να εξακριβώσουν ότι η καταλογιστέα σε αυτούς τους λοιπούς παράγοντες ζημία δεν έχει ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό της ζημίας υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, και ότι, συνεπώς, ο επιβαλλόμενος δασμός αντιντάμπινγκ δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο προκειμένου να αντισταθμίσει τη ζημία που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Πάντως, εάν τα θεσμικά όργανα διαπιστώσουν ότι, παρά την ύπαρξη αυτών των παραγόντων, η ζημία που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είναι σημαντική κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εισαγωγών αυτών και της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης μπορεί, επαγωγικά, να αποδειχθεί (59).

107. Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αναγνωρίζοντας, με τις σκέψεις 205 έως 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στα θεσμικά όργανα την ευχέρεια να καθορίσουν το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αντισταθμίζει όχι μόνον την οφειλόμενη στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία, αλλά και τη ζημία που αποδίδεται σε άλλους παράγοντες.

ii)    Πρέπει ο δασμός αντιντάμπινγκ να αντισταθμίζει μόνον την καταλογιστέα στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία, και όχι τη ζημία που οφείλεται σε άλλους γνωστούς παράγοντες;

108. Φρονώ ότι, κατά τον καθορισμό του ποσού του δασμού αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα δεν απαιτείται να λαμβάνουν υπόψη τους τα ευρήματα της αναλύσεως περί μη καταλογισμού, που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

109. Πρώτον, αυτό συνάγεται από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του κανονισμού.

110. Οι μνημονευόμενες στα σημεία 104 και 105 των παρουσών προτάσεων αναλύσεις περί καταλογισμού και μη καταλογισμού διενεργούνται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν η ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης προκλήθηκε από εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, πράγμα το οποίο αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις για την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ντάμπινγκ, ζημίας και συμφέροντος της Ένωσης να επέμβει (60). Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η διαπίστωση «ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού» συνεπάγεται τη διαπίστωση ότι ο όγκος και/ή οι τιμές των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ «ευθύνονται» για τις επιπτώσεις στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, δηλαδή ότι η ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης μπορεί να καταλογιστεί στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Αντιστρόφως, το άρθρο 3, παράγραφος 7, του ίδιου κανονισμού απαιτεί να διαπιστώνεται ότι η οφειλόμενη σε παράγοντες άλλους, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, ζημία «δεν αποδίδεται [σε αυτές τις] εισαγωγές» ή, σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, τη διαπίστωση ότι τα αποτελέσματα αυτών των λοιπών παραγόντων δεν είναι ικανά να καταλύσουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγή της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (61).

111. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ θεωρείται ότι αποδεικνύεται εάν η ζημία που αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είναι «σημαντική». Υπ’ αυτήν την έννοια, το γεγονός ότι υπάρχει ζημία η οποία οφείλεται σε παράγοντες άλλους, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, είναι αδιάφορο, στο μέτρο που η καταλογιστέα στις εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ ζημία είναι σημαντική (62).

112. Όσον αφορά το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ, αυτό θα πρέπει, κατά την τελευταία περίοδο του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, να είναι «επαρκ[ές] για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κλάδος παραγωγής [της Ένωσης]». Η πρόταση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την αναφορά, στο πρώτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, στο ότι «εξ αυτού [του ντάμπινγκ] προκαλείται ζημία» (63). Κατά συνέπεια, ο δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να εξαλείφει τη ζημία «που προκαλείται» από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού. Επομένως, ο δασμός αντιντάμπινγκ δύναται να εξαλείφει τη ζημία που οφείλεται σε παράγοντες άλλους, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, στον βαθμό που η καταλογιστέα στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία είναι σημαντική, καθόσον, σε αυτή την περίπτωση, η ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης θεωρείται ότι «προκλήθηκε» από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

113. Εάν δεν ήταν αυτή η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης, το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, θα απαιτούσε ο δασμός αντιντάμπινγκ να εξαλείφει τη ζημία «που αποδίδεται» στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και δεν θα παρέπεμπε στη ζημία που «προκαλείται εξ αυτού [του ντάμπινγκ]». Συναφώς, επισημαίνω ότι ο όρος «αποδίδεται» χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού όμως δεν χρησιμοποιείται στο άρθρο 9, παράγραφος 4. Σημειώνω επίσης ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν παραπέμπει στην πρώτη.

114. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 106 των παρουσών προτάσεων. Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να εξακριβώσουν ότι η καταλογιστέα σε άλλους γνωστούς παράγοντες ζημία δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της ζημίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι, όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, η εν λόγω διάταξη απαιτεί τη διαπίστωση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, τούτο σημαίνει ότι, σύμφωνα με αυτή την νομολογία, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να εξακριβώνουν ότι η ζημία που αποδίδεται σε άλλους γνωστούς παράγοντες δεν λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του αιτιώδους συνδέσμου. Αυτή η νομολογία δεν απαιτεί από τα θεσμικά όργανα να διαπιστώνουν ότι η αποδιδόμενη σε αυτούς τους άλλους παράγοντες ζημία δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ. Πρέπει, επίσης να τονιστεί ότι η δήλωση του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ δεν μπορεί «να υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την αντιστάθμιση της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ» ακολουθείται αμέσως μετά από την παραδοχή ότι, για να αποδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, αρκεί η καταλογιστέα στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία να είναι σημαντική (64).

115. Δεύτερον, είναι αληθές ότι, κατά τη νομολογία, σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, είναι να διασφαλιστεί ότι στη βιομηχανία της Ένωσης δεν παρέχεται προστασία πέραν αυτής που είναι αναγκαία (65). Πάντως, δεν προκύπτει ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ θα πρέπει να αντισταθμίζει μόνον τη ζημία που αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

116. Συναφώς, επιβάλλεται να γίνει μια αναφορά στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Moser Baer (66). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε την ακύρωση κανονισμού με τον οποίο επιβλήθηκε οριστικός αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές οπτικών δίσκων με δυνατότητα εγγραφής, καταγωγής Ινδίας (67). Το Συμβούλιο είχε εξετάσει τις επιπτώσεις ενός άλλου γνωστού παράγοντα, δηλαδή την καταβολή υποτιθέμενων υπερβολικών δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως από παραγωγούς της Ένωσης, και έκρινε ότι αυτός ο άλλος παράγοντας δεν κατέλυσε τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των επιδοτούμενων εισαγωγών. Τούτο συνέβη διότι, αφενός, τα δικαιώματα αυτά δεν καταβάλλονταν μόνον από τους παραγωγούς της Ένωσης αλλά και από τους Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς και, αφετέρου, διότι υπήρχαν ήδη πριν οι επιδοτούμενες εισαγωγές καταστούν σημαντικές. Η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak συντάχθηκε με την άποψη του Συμβουλίου ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος δεν είχε διαρρηχθεί λόγω των δικαιωμάτων. Όμως, κατά την άποψη της γενικής εισαγγελέα, εκ τούτου δεν συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ ήταν σύννομος. Πράγματι, σύμφωνα με τα λόγια της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak «μπορεί να είναι ενδεδειγμένη, στο πλαίσιο του υπολογισμού του επιπέδου της εξαλείψεως ζημίας, η λήψη υπόψη παραγόντων, οι οποίοι ναι μεν δεν έχουν ως συνέπεια τη διάσπαση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας, πλην όμως μπορούν να έχουν επίδραση στο ύψος του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας» (68).

117. Προς στήριξη αυτής της δηλώσεως, η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak παρέπεμψε στον κανόνα του «δασμού χαμηλότερου ύψους» (κανόνας «lesser duty») που προβλέπεται από την τελευταία περίοδο του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2026/97, ή, όσον αφορά τα μέτρα αντιντάμπινγκ, την τελευταία περίοδο του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη (69), «[τ]ο ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής». Συνεπώς, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ (ή του αντισταθμιστικού δασμού) όταν το περιθώριο ντάμπινγκ (ή επιδοτήσεως) είναι μεγαλύτερο από το περιθώριο της ζημίας, χρησιμοποιείται το περιθώριο της ζημίας. Κατά την άποψη της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak, στο μέτρο που «[ο] σκοπός […] του κανόνα lesser-duty είναι να μην παρέχεται ούτε σε μια τέτοια περίπτωση στην κοινοτική βιομηχανία προστασία που υπερβαίνει το απαιτούμενο μέτρο», θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες άλλοι πλην των επιδοτούμενων εισαγωγών κατά τον υπολογισμό του αντισταθμιστικού δασμού, όπως αναφέρθηκε στο αμέσως προηγούμενο σημείο (70).

118. Πάντως, στην υπόθεση Moser Baer, η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak θεώρησε ότι το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως κατά τον υπολογισμό του ορίου εξαλείψεως της ζημίας καθόσον τα δικαιώματα αυτά οφείλονταν όχι μόνον από τους παραγωγούς της Ένωσης αλλά και από τους Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς (71).

119. Με την απόφασή του στην υπόθεση Moser Baer, το Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και των επιδοτούμενων εισαγωγών δεν είχε διαρρηχθεί λόγω των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, καθόσον ο παράγοντας αυτός υφίστατο πριν οι επιδοτούμενες εισαγωγές καταστούν σημαντικές και, δεύτερον, ότι αυτά τα δικαιώματα δεν είχαν κανέναν αντίκτυπο στον υπολογισμό του ύψους υποτιμολογήσεως διότι επηρέαζαν τόσο τις τιμές εντός της Ένωσης όσο και τις τιμές των εισαγωγών (72).

120. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν παρέπεμψε στον σκοπό του κανόνα «lesser duty» όπως αυτός αναλύθηκε στα σημεία 116 και 117 των παρουσών προτάσεων. Ασφαλώς, το Δικαστήριο θα μπορούσε να έχει περιοριστεί στην κρίση ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος δεν είχε καταλυθεί χωρίς να προχωρήσει στη διαπίστωση του κατά πόσον τα φερόμενα ως υπερβολικά δικαιώματα επηρέασαν το ύψος της υποτιμολογήσεως. Πάντως, στην υπόθεση Moser Baer, ήταν σαφές ότι ο άλλος γνωστός παράγοντας δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στο επίπεδο υποτιμολογήσεως.

121. Συμφωνώ με τη γενική εισαγγελέα V. Trstenjak (73) ότι σκοπός του κανόνα «lesser duty» είναι να εξασφαλιστεί ότι η παρεχόμενη στη βιομηχανία της Ένωσης προστασία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο. Όμως, το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, απαιτεί απλώς ο δασμός αντιντάμπινγκ να στηρίζεται στο περιθώριο της ζημίας μόνον όταν αυτό είναι χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ. Η εφαρμογή αυτού του κανόνα «lesser duty» εξασφαλίζει ότι η παρεχόμενη προστασία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο.

122. Επισημαίνω επίσης ότι το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, δεν απαιτεί ο δασμός αντιντάμπινγκ να εξαλείφει μόνον την αποδιδόμενη στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία. Όπως αναφέρθηκε στο σημείο 113 των παρουσών προτάσεων, η εν λόγω διάταξη επιβάλλει την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και όχι της ζημίας που αποδίδεται σε αυτές τις εισαγωγές. Ούτε το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού παραπέμπει στο άρθρο 3, παράγραφος 7.

123. Τρίτον, θα ήθελα να τονίσω ότι η αναιρεσείουσα δεν παραθέτει καμία υπόθεση στην οποία ο δασμός αντιντάμπινγκ να ακυρώθηκε λόγω του ότι αντιστάθμιζε ζημία αποδιδόμενη σε παράγοντα άλλο, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Η απόφαση Allied Corporation (74), την οποία επικαλέστηκε πρωτοδίκως και στην αντίθετη αίτηση αναιρέσεως η Canadian Solar, δεν αμφισβητεί την ανωτέρω συλλογιστική.

124. Στην υπόθεση Allied Corporation, το Δικαστήριο ακύρωσε έναν κανονισμό με τον οποίο επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ για τον λόγο ότι το Συμβούλιο, το οποίο είχε διαπιστώσει ότι παράγοντες άλλοι, πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, είχαν συμβάλει στη ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης, παρέλειψε να εξετάσει εάν το ύψος του επιβληθέντος δασμού ήταν «αναγκαίο για την εξάλειψη της ζημίας» (75).

125. Όμως στην υπόθεση Allied Corporation, το Συμβούλιο προσδιόρισε τον δασμό αντιντάμπινγκ στο ύψος του περιθωρίου ντάμπινγκ χωρίς να ελέγξει εάν το περιθώριο ζημίας ήταν χαμηλότερο του περιθωρίου ντάμπινγκ. Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός ακυρώθηκε διότι το Συμβούλιο δεν εξέτασε εάν είχε εφαρμογή ο κανόνας «lesser duty». Ο κανονισμός εκείνος δεν ακυρώθηκε για τον λόγο ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του την καταλογιστέα σε άλλους γνωστούς παράγοντες ζημία.

126. Πρέπει να προστεθεί ότι στην υπόθεση Gold East Paper, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από το ότι «τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν βεβαιώθηκαν ότι η ζημία η οποία προκλήθηκε από άλλους παράγοντες πλην του ντάμπινγκ δεν είχε συνεκτιμηθεί κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές τους» με την αιτιολογία ότι επειδή τα θεσμικά όργανα «εξέτασαν […] τη σημασία των λοιπών γνωστών παραγόντων που θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης και διαπίστωσαν ότι κανείς εξ αυτών δεν ήταν ικανός να διακόψει τον διαπιστωθέντα αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εισαγωγών […] που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας την οποία υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης» «εκπλήρωσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις» για τη λήψη των επίμαχων μέτρων (76).

127. Τέταρτον, χάριν πληρότητας, τονίζω ότι από καμία από τις εκθέσεις του Οργάνου Επιλύσεως Διαφορών (στο εξής: ΟΕΔ) του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ) που μνημονεύονται από το Συμβούλιο και την Επιτροπή (77), δεν προκύπτει ότι η Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (στο εξής: Συμφωνία Αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ) ή η Συμφωνία του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα (στο εξής: Συμφωνία ΕΑΜ του ΠΟΕ), επιβάλλουν την απαίτηση να μη λαμβάνεται υπόψη η ζημία που οφείλεται σε παράγοντες άλλους. πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (ή των επιδοτούμενων εισαγωγών), κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ (ή του αντισταθμιστικού δασμού). Ούτε η Canadian Solar παρέπεμψε σε κάποιο σχετικό παράδειγμα (78). Κατά συνέπεια, η ερμηνεία του ΟΕΔ ενισχύει τη διαπίστωση που παρατίθεται στο σημείο 108 των παρουσών προτάσεων.

128. Πάντως, κατά την άποψή μου, προκειμένου να εκτιμηθεί η νομιμότητα του επίμαχου κανονισμού δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη αυτές οι εκθέσεις του ΟΕΔ.

129. Κατά τη νομολογία, σε δύο μόνον περιπτώσεις η νομιμότητα ενός μέτρου της Ένωσης μπορεί να ελεγχθεί υπό το πρίσμα συμφωνιών του ΠΟΕ. Η πρώτη είναι όταν υπάρχει βούληση της Ένωσης να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που αναλήφθηκε στο πλαίσιο των συμφωνιών αυτών και η δεύτερη όταν η επίμαχη πράξη του δικαίου της Ένωσης παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών (79). Επισημαίνω ότι, κατά τη νομολογία, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο με τις αντίστοιχες διατάξεις της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (80). Αυτό όμως μπορεί να συμβαίνει μόνον όταν οι πρώτες αποτελούν την έκφραση της βουλήσεως του νομοθέτη της Ένωσης να εφαρμόσει την τελευταία ή όταν παραπέμπουν ρητώς σε αυτήν (81).

130. Το άρθρο 3, παράγραφος 7, και το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, δεν παραπέμπουν ρητώς στη Συμφωνία Αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ. Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της παρεμφερούς διατυπώσεώς τους, το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εφαρμόζει το άρθρο 3, σημείο 5, της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (82). Εντούτοις, το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί την έκφραση της βουλήσεως του νομοθέτη της Ένωσης να εφαρμόσει το άρθρο 9 της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ. Πράγματι, ενώ, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, η εφαρμογή του κανόνα «lesser duty» είναι απλώς «επιθυμητή», κατά την πρώτη διάταξη είναι υποχρεωτική (83).

131. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται, κατά τον προσδιορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ, να λαμβάνουν υπόψη τις διαπιστώσεις της αναλύσεως περί μη καταλογισμού που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού. Δεν είναι υποχρεωμένα να καθορίζουν αυτόν τον δασμό σε ύψος τέτοιο ώστε να αντισταθμίζει μόνον την αποδιδόμενη στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία και όχι τη ζημία που οφείλεται σε άλλους γνωστούς παράγοντες.

132. Θα εξετάσω τώρα κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τον καθορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να λάβουν υπόψη τα ευρήματα της αναλύσεως περί μη καταλογισμού που διενεργήθηκε προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

iii) Έκρινε όντως το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να λάβουν υπόψη τους τα ευρήματα της αναλύσεως περί μη καταλογισμού;

133. Η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που έκρινε, στις σκέψεις 205 έως 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποτελέσματα των λοιπών γνωστών παραγόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ μόνον όταν καταλύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Αυτοί οι λοιποί παράγοντες πρέπει, κατά την αναιρεσείουσα, να λαμβάνονται υπόψη ανεξάρτητα από το εάν καταλύουν ή όχι τον αιτιώδη σύνδεσμο.

134. Κατ’ αντιδιαστολή, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 184 έως 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποτελέσματα των λοιπών γνωστών παραγόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ και ζητεί από το Δικαστήριο να υποκαταστήσει την αιτιολογία ως προς αυτό το σημείο. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει αυτό το επιχείρημα στον τρίτο λόγο της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε και ζητεί από το Δικαστήριο να «αντιστρέψει την ερμηνεία στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως πρωτοδίκως όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού» (84).

135. Στις σκέψεις 178 έως 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραθέτει τις αρχές για τον καθορισμό του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και για τον προσδιορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ. Στις σκέψεις 197 έως 218, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε αυτές τις αρχές στην υπό κρίση υπόθεση. Θα εξετάσω, πρώτον, εάν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό αυτών των αρχών και, δεύτερον, εάν, όπως διατείνεται η Canadian Solar, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή αυτών των αρχών.

136. Φρονώ ότι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την έκθεση των αρχών για τον προσδιορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ, εντούτοις, από αυτά του τα ευρήματα δεν άντλησε κανένα πραγματικό ή νομικό συμπέρασμα για την υπό κρίση υπόθεση. Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

137. Κατ’ αρχάς, τονίζω ότι, στις σκέψεις 182 έως 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 106 των παρουσών προτάσεων, σημειώνοντας ότι τα θεσμικά όργανα είναι υποχρεωμένα να εξακριβώσουν ότι η ζημία που οφείλεται σε άλλους γνωστούς παράγοντες δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της ζημίας υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, ώστε ο επιβαλλόμενος δασμός αντιντάμπινγκ να μην βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την αντιστάθμιση της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Πάντως, στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι «τα θεσμικά όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα ευρήματα [όσον αφορά την ανάλυση περί μη καταλογισμού] κατά τον προσδιορισμό του ύψους κάθε δασμού αντιντάμπινγκ» (85).

138. Το Γενικό Δικαστήριο συνέχισε υπενθυμίζοντας τον κανόνα «lesser duty» που προβλέπεται από την τελευταία περίοδο του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Σημείωσε, στη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[τα] θεσμικά όργανα πρέπει, [στο] πλαίσιο [του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού], να λαμβάνουν υπόψη τους τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν όσον αφορά τις αναλύσεις τους περί καταλογισμού και μη καταλογισμού». Ειδάλλως, όπως τονίζεται στη σκέψη 192 της εν λόγω αποφάσεως, τα επιβαλλόμενα μέτρα αντιντάμπινγκ θα διέτρεχαν τον κίνδυνο να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο υπό το πρίσμα του σκοπού τους, ήτοι την εξάλειψη των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τούτο συνάδει με την πρακτική λήψεως αποφάσεων των θεσμικών οργάνων.

139. Κατά την άποψή μου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας στις σκέψεις 185, 191 και 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα θεσμικά όργανα είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν υπόψη τα ευρήματα των αναλύσεων περί καταλογισμού και μη καταλογισμού κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ. Τούτο συνάγεται από το σημείο 131 των παρουσών προτάσεων.

140. Θα ήθελα επίσης να υπογραμμίσω ότι η δήλωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στην πραγματικότητα, τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη τους το αποτέλεσμα των αναλύσεων περί καταλογισμού και μη καταλογισμού για τον καθορισμό του ύψους του δασμού στις μνημονευόμενες στη σκέψη εκείνη υποθέσεις (86), είναι εσφαλμένη. Τουναντίον, στις υποθέσεις εκείνες, οι αιτιολογικές σκέψεις στις οποίες παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο καταδεικνύουν ότι, στο μέτρο που παράγοντες άλλοι πλην των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης, η Επιτροπή ή το Συμβούλιο αποφάσισαν να προχωρήσουν στη μέτρηση του βαθμού εξαλείψεως της ζημίας παραπέμποντας στην υποτιμολόγηση και όχι στις χαμηλότερες τιμές (87). Στην απόφαση ή στους κανονισμούς που παρατίθενται στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η καταλογιστέα σε αυτούς τους λοιπούς παράγοντες ζημία δεν συνεκτιμήθηκε κατά τον προσδιορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ. Το αντίθετο μάλιστα, καθόσον δηλώνεται δις ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς η συμβολή αυτών των άλλων παραγόντων (88).

141. Πάντως, παρά το γεγονός ότι στις σκέψεις 185, 191, 192 και 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, από την πάγια νομολογία προκύπτει ότι εάν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί (89). Κατά συνέπεια, θα εξετάσω τώρα εάν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας, στις σκέψεις 197 έως 218 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις αρχές για τον προσδιορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ που είχε καθορίσει στις σκέψεις 185, 191, 192 και 193 της αποφάσεώς του.

142. Δεύτερον, υπογραμμίζω ότι, στη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, τα θεσμικά όργανα, στην πραγματικότητα, δεν έλαβαν υπόψη τους άλλους γνωστούς παράγοντες κατά τον καθορισμό της ζημίας. Στις σκέψεις 207 έως 215, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι τα θεσμικά όργανα είχαν εξετάσει τα αποτελέσματα των λοιπών γνωστών παραγόντων και επικύρωσε το συμπέρασμά τους ότι αυτοί οι άλλοι παράγοντες είτε είχαν ένα τυχαίο, στην καλύτερη περίπτωση αμελητέο αποτέλεσμα (αγορά του υπό εξέταση προϊόντος από τους παραγωγούς της Ένωσης για μεταπώληση εντός της Ένωσης, εισαγωγές από την Ταϊβάν, αντίκτυπος στις τιμές των πρώτων υλών) (90), ή ότι είχαν περιορισμένες συνέπειες (μείωση των εγγυημένων τιμών αγοράς) (91), ή ότι είχαν ορισμένες επιπτώσεις οι οποίες, πάντως, δεν ήσαν ικανές να καταλύσουν τον αιτιώδη σύνδεσμο (χρηματοπιστωτική κρίση) (92). Στις σκέψεις 216 και 217, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα θεσμικά όργανα καλώς έκριναν ότι οι συνέπειες αυτών των άλλων παραγόντων ήσαν αμελητέες και ότι, ως εκ τούτου, δεν κατέλυσαν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ως εκ τούτου, η «εκτίμηση [που πραγματοποιήθηκε] δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 4, [του βασικού] κανονισμού» εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, ήταν επίσης ορθή.

143. Κατ’ εμέ, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε απλώς στο να εξετάσει κατά πόσον τα θεσμικά όργανα είχαν κρίνει ορθώς ότι οι λοιποί γνωστοί παράγοντες δεν κατέλυσαν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα των θεσμικών οργάνων ήσαν ορθά, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε εάν, κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα όφειλαν να μην λάβουν υπόψη τους τις συνέπειες αυτών των λοιπών παραγόντων, παρά το γεγονός ότι αυτοί δεν είχαν καταλύσει τον αιτιώδη σύνδεσμο. Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο δεν άντλησε κανένα πραγματικό ή νομικό συμπέρασμα για την υπό κρίση υπόθεση από τις διαπιστώσεις του στις σκέψεις 185 και 191 έως 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Υπογραμμίζω επίσης ότι στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να προσδιορίζουν ποσοτικά τα αποτελέσματα αυτών των λοιπών γνωστών παραγόντων, πράγμα το οποίο θα αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση εάν αυτοί οι λοιποί παράγοντες έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ.

144. Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα αποτελέσματα των αναλύσεων περί καταλογισμού και μη καταλογισμού, οι οποίες διενεργούνται για τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, εντούτοις, έκρινε ορθώς ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, οι επίμαχοι λοιποί παράγοντες δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ.

145. Χάριν πληρότητας, θα τόνιζα επίσης ότι, όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον οι επίμαχοι εν προκειμένω λοιποί γνωστοί παράγοντες κατέλυσαν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η Canadian Solar δεν υποστήριξε ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (93).

146. Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα της Επιτροπής περί υποκαταστάσεως της αιτιολογίας να γίνει δεκτό.

2)      Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

147. Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Canadian Solar υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που έκρινε, στις σκέψεις 202 και 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι εναπόκειται στην αναιρεσείουσα να αποδείξει τα ποσοτικά αποτελέσματα των λοιπών γνωστών παραγόντων.

148. Κατά την άποψή μου, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Είναι αλυσιτελές καθόσον από το σημείο 131 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να καθορίζουν τον δασμό αντιντάμπινγκ σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αντισταθμίζει την αποδιδόμενη στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία.

149. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως και η αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθούν.

VI.    Επί των δικαστικών εξόδων

150. Σύμφωνα με το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, εάν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

151. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα, του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Canadian Solar ηττήθηκε και το Συμβούλιο έχει ζητήσει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, η Canadian Solar πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου.

152. Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης είναι εφαρμοστέο στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή, η οποία είχε πρωτοδίκως την ιδιότητα της παρεμβαίνουσας, θα πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

VII. Πρόταση

153. Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει τις Canadian Solar Emea GmbH, Canadian Solar Manufacturing (Changshu) Inc., Canadian Solar Manufacturing (Luoyang) Inc., CSI Cells Co. Ltd και CSI Solar Power (Κίνα) Inc., στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

–        να διατάξει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οι πέντε αναιρεσείουσες είναι όλες εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο Canadian Solar.


3      Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑162/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:124, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).


4      Εκτελεστικός κανονισμός, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών τους στοιχείων (π.χ. κυψελών), καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2013, L 325, σ. 1).


5      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2012, L 344, σ. 1).


6      Κανονισμός, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51).


7      Ανακοίνωση έναρξης διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (π.χ. κυψέλες και πλακίδια) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2012, C 269, σ. 5).


8      Βλ. αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού (ΕΕ) 513/2013 της Επιτροπής, της 4ης Ιουνίου 2013, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (π.χ. κυψέλες και πλακίδια) καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 182/2013 για την καταγραφή των εν λόγω εισαγωγών καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2013, L 152, σ. 5).


9      Βλ. σημεία 6 και 7 των παρουσών προτάσεων.


10      Βλ. υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων.


11      Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2013, για τη βεβαίωση της αποδοχής ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (δηλαδή κυψελών) καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κατά την περίοδο εφαρμογής των οριστικών μέτρων (ΕΕ 2013, L 325, σ. 214).


12      Εκτελεστικός κανονισμός της Επιτροπής, της 4ης Ιουνίου 2015, για την ανάκληση της αποδοχής ανάληψης υποχρέωσης για τρεις παραγωγούς-εξαγωγείς σύμφωνα με την εκτελεστική απόφαση 2013/707 (ΕΕ 2015, L 139, σ. 30).


13      Όπως μου ζητήθηκε από το Δικαστήριο, θα περιοριστώ στην εξέταση μόνον του τρίτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως (βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων), οι οποίοι στρέφονται κατά της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου επί του πέμπτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιόν του. Ως εκ τούτου, δεν θα εκθέσω συνοπτικά τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τους τέσσερις πρώτους λόγους ακυρώσεως.


14      Το παραδεκτό του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως δεν αμφισβητείται.


15      Αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Total και Elf Aquitaine (C-351/15 P, EU:C:2017:27, σκέψεις 30 έως 34), και της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C-204/16 P, EU:C:2017:838, σκέψεις 23 και 24).


16      Η Canadian Solar δεν κάνει ρητή αναφορά στο άρθρο 277 ΣΛΕΕ ούτε στην αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου.


17      Αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Antrax It κατά EUIPO – Vasco Group (θερμοσυσσωρευτές για θερμαντικά σώματα) (T-828/14 και T-829/14, EU:T:2017:87, σκέψη 30), της 5ης Οκτωβρίου 2017, Mabrouk κατά Συμβουλίου (T-175/15, EU:T:2017:694, σκέψη 126), και της 14ης Δεκεμβρίου 2017, Campo κ.λπ. κατά ΕΥΕΔ (T-577/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:909, σκέψη 26).


18      Αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2007, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑176/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:730, σκέψη 17), της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής (C-155/14 P, EU:C:2016:446, σκέψη 55), και της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings (C‑301/16 P, EU:C:2018:132, σκέψη 90).


19      Σε παραγωγούς από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς μπορεί επίσης να χορηγηθεί ατομική μεταχείριση και να επιβληθεί ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος εφαρμόζεται στις εισαγωγές του, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.


20      Κατά την πρώτη περίοδο του άρθρου 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, σε παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού αλλά δεν έχουν συμπεριληφθεί στο δείγμα ο επιβαλλόμενος δασμός αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τους παραγωγούς που επελέγησαν για τη δειγματοληψία. Όμως, παραγωγοί οι οποίοι δεν επελέγησαν για τη δειγματοληψία, μπορούν να ζητήσουν τον υπολογισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, οπότε, στην περίπτωση αυτή, στις εισαγωγές τους επιβάλλονται μεμονωμένοι δασμοί ντάμπινγκ σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 9, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού.


21      Βλ. αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 1168/2012.


22      Βλ. Graafsma, F., και Vermulst, E., «The EU’s “Anti-Brosmann Amendment”: Back to the Future – Part II», Global Trade and Customs Journal, τόμος 8 (2013), τεύχος 6, σ. 150.


23      Βλ. σημείο 1, του τίτλου 24, του παραρτήματος της πρότασης της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2011, για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά τις διαδικασίες θέσπισης ορισμένων μέτρων [COM(2011) 82, τελικό].


24      Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑249/10 P, EU:C:2012:53).


25      Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑249/10 P, EU:C:2012:53, σκέψεις 36 και 39).


26      Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1168/2012.


27      Βλ. υποσημείωση 22 των παρουσών προτάσεων.


28      Η υπογράμμιση δική μου.


29      Βλ. αιτιολογική σκέψη 18 του βασικού κανονισμού όπου αναφέρεται ότι, «[ό]ταν πρόκειται να επιβληθούν μέτρα, είναι αναγκαίο να προβλέπεται η περάτωση των ερευνών […]» και άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι, «[ό]ταν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνεται, μετά από διαβουλεύσεις, αποδεκτή και δεν προβάλλονται σχετικές αντιρρήσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα περατούται» (η υπογράμμιση δική μου).


30      Το άρθρο 9, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, «[ό]ταν, μετά από διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη μέτρων και δεν προβάλλεται σχετική αντίρρηση στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα ή η διαδικασία περατούται» (η υπογράμμιση δική μου).


31      Η υπογράμμιση δική μου.


32      Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Bayerischer Brauerbund (C-120/08, EU:C:2010:798, σκέψη 40).


33      Αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, Licata κατά Licata κατά ΟΚΕ (270/84, EU:C:1986:304, σκέψη 31), και της 6ης Ιουλίου 2010, Monsanto TechnologyMonsanto TechnologyMonsanto Technology (C‑428/08, EU:C:2010:402, σκέψη 66).


34      Αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2002, Pokrzeptowicz-Meyer (C‑162/00, EU:C:2002:57, σκέψεις 49 και 50), της 7ης Νοεμβρίου 2013, Gemeinde Altrip κ.λπ. (C‑72/12, EU:C:2013:712, σκέψη 22), και της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπής κατά Moravia Gas Storage (C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψη 32).


35      Αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Varec (C-450/06, EU:C:2008:91, σκέψη 27), της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-334/08, EU:C:2010:414, σκέψη 60), της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (C-352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 88), της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 45), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Feralpi κατά Επιτροπής (C-85/15 P, EU:C:2017:709, σκέψη 27).


36      Αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2002, Pokrzeptowicz-Meyer (C-162/00, EU:C:2002:57, σκέψη 49), της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C-334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 44), της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑266/09, EU:C:2010:779, σκέψη 32), της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 51), της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage (C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψη 33), και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Andersen (C-303/13 P, EU:C:2015:647, σκέψη 50).


37      Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Varec (C-450/06, EU:C:2008:91).


38      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114).


39      Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Varec (C‑450/06, EU:C:2008:91, σκέψη 29). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Varec (C‑450/06, EU:C:2007:643, σημείο 31).


40      Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2002, Pokrzeptowicz-Meyer (C-162/00, EU:C:2002:57).


41      Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2002, Pokrzeptowicz-Meyer (C-162/00, EU:C:2002:57, σκέψη 52).


42      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage (C‑596/13 P, EU:C:2015:203).


43      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγία 98/30/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 176, σ. 57).


44      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55 (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94).


45      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage (C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψεις 43 έως 45). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage (C-596/13 P, EU:C:2014:2438, σημείο 70).


46      Βλ. σημείο 69 των παρουσών προτάσεων και απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C-266/09, EU:C:2010:779, σκέψη 34).


47      Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International (C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψεις 140 και 141).


48      Αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2009, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (C-141/08 P, EU:C:2009:598, σκέψεις 110 έως 112), της 8ης Νοεμβρίου 2011, Zhejiang Harmonic Hardware Products κατά Συμβουλίου (T-274/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:639, σκέψη 39), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου (T-443/11, EU:T:2014:774, σκέψη 74).


49      Βλ. σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.


50      Κατά τη γνώμη μου, η Canadian Solar βάλλει κατά της άμεσης εφαρμογής όχι μόνον της προβλεπόμενης από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1168/2012 παρατάσεως της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί η απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ, αλλά και του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, το οποίο απαλλάσσει τα θεσμικά όργανα από την υποχρέωση να λάβουν απόφαση επί αιτήσεως για αναγνώριση ΚΟΑ υποβληθείσας από παραγωγό που δεν περιλαμβάνεται στο σχετικό δείγμα. Πράγματι, στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, η Canadian Solar αναφέρει ότι «η υποχρέωση της Επιτροπής να λάβει απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ αποτελεί κανόνα ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικό κανόνα» και ότι η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί, ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου, να ισχύει για καταστάσεις οι οποίες είχαν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του σχετικού κανονισμού. Συναφώς, η Canadian Solar παραπέμπει ρητώς στο στοιχείο δʹ, του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού (βλ. σημείο 6 των παρουσών προτάσεων). Θα ήθελα επίσης να υπογραμμίσω ότι στην προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Canadian Solar σημείωσε ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού καθόσον «(i) δεν εξέτασαν την αίτηση για αναγνώριση ΚΟΑ [της Canadian Solar] και (ii) δεν έλαβαν απόφαση περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας» (η υπογράμμιση δική μου).


51      Βλ. σημείο 72 των παρουσών προτάσεων.


52      Βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Bayerischer Brauerbund (C-120/08, EU:C:2010:798, σκέψη 40), και τη νομολογία που παρατίθεται στα σημεία 65 και 66 των παρουσών προτάσεων. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott, το βασικό ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι τόσο το ζήτημα της αναδρομικότητας όσο το ζήτημα της άμεσης εφαρμογής των νέων κανόνων (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage, C-596/13 P, EU:C:2014:2438, σημεία 36 και 43).


53      Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2002, Pokrzeptowicz-Meyer (C-162/00, EU:C:2002:57, σκέψη 55).


54      Η Επιτροπή επαναλαμβάνει αυτό το επιχείρημα στον τρίτο λόγο της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως και ζητεί από το Δικαστήριο να «αντιστρέψει την ερμηνεία που έδωσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως πρωτοδίκως στην αιτιώδη συνάφεια κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού».


55      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, Συμβούλιο κατά Alumina (C-393/13 P, EU:C:2014:2245, σκέψεις 15 έως 19).


56      Αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Godrej Industries και VVF κατά Συμβουλίου (T-6/12, EU:T:2013:408, σκέψη 62), της 18ης Νοεμβρίου 2014, Photo USA Electronic Graphic κατά Συμβουλίου (T-394/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:964, σκέψεις 65 και 66), και της 11ης Ιουλίου 2017, Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (T-67/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:481, σκέψη 40).


57      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 301 έως 306 του επίμαχου κανονισμού και αιτιολογικές σκέψεις 211 και 212 του κανονισμού 513/2013.


58      Αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2011, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου (T-190/08, EU:T:2011:618, σκέψη 172), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου (T-443/11, EU:T:2014:774, σκέψη 311). Βλ., επίσης, παρατιθέμενη στην υποσημείωση 56 των παρουσών προτάσεων νομολογία.


59      Αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Moser Baer India κατά Συμβουλίου (C‑535/06 P, EU:C:2009:498, σκέψεις 88, 90 και 91), της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά ΣυμβουλίουTransnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (C‑10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψεις 24 και 25), της 16ης Απριλίου 2015, TMK EuropeTMK EuropeTMK Europe (C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψεις 36 και 37), της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark InternationalC & J Clark InternationalC & J Clark InternationalC & J Clark InternationalC & J Clark InternationalC & J Clark InternationalC & J Clark International (C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 169), της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου (T‑643/11, EU:T:2014:1076, σκέψη 107), της 11ης Ιουλίου 2017, Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (T‑67/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:481, σκέψεις 40 και 41), και της 23ης Απριλίου 2018, Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής (Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής (Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής (Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής (Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής (Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής (Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής (Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής (T‑675/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:209, σκέψη 109).


60      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1 και άρθρο 21 του βασικού κανονισμού.


61      Βλ. παρατιθέμενη στο σημείο 106 των παρουσών προτάσεων νομολογία.


62      Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 106 των παρουσών προτάσεων, ο αιτιώδης σύνδεσμος αποδεικνύεται εφόσον, παρά την ύπαρξη άλλων παραγόντων, η καταλογιστέα στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, είναι σημαντική.


63      Η πρώτη περίοδος του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι ο οριστικός δασμός επιβάλλεται «[ό]ταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία» (η υπογράμμιση δική μου).


64      Αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Moser Baer India κατά ΣυμβουλίουMoser Baer India κατά ΣυμβουλίουMoser Baer India κατά ΣυμβουλίουMoser Baer India κατά ΣυμβουλίουMoser Baer India κατά ΣυμβουλίουMoser Baer India κατά Συμβουλίου (C‑535/06 P, EU:C:2009:498, σκέψεις 88, 90 και 91), της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (C‑10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψεις 24 και 25), της 16ης Απριλίου 2015, TMK EuropeTMK EuropeTMK Europe (C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψεις 36 και 37), και της 11ης Ιουλίου 2017, Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (T‑67/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:481, σκέψεις 62 και 63).


65      Αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (C-10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 39), και της 11ης Ιουλίου 2017, Viraj Profiles κατά Συμβουλίου (T-67/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:481, σκέψη 62).


66      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Moser Baer India κατά Συμβουλίου (C-535/06 P, EU:C:2008:532).


67      Το γεγονός ότι η υπόθεση εκείνη αφορούσε την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών και όχι δασμών αντιντάμπινγκ ουδεμία επιρροή ασκεί. Πράγματι, το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1997, L 288, σ. 1), το οποίο είχε εφαρμογή στην υπόθεση Moser Baer, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού. Όσον αφορά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2026/97, βλ. υποσημείωση 69 των παρουσών προτάσεων.


68      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Moser Baer India κατά Συμβουλίου (C-535/06 P, EU:C:2008:532, σημείο 171) (η υπογράμμιση δική μου).


69      Στο σημείο αυτό γίνεται παραπομπή στην τελευταία περίοδο του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, μολονότι στην υπόθεση Moser Baer εφαρμοστέος ήταν ο κανονισμός 2026/97. Και τούτο διότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά μέτρα αντιντάμπινγκ και όχι αντισταθμιστικούς δασμούς. Η τελευταία περίοδος του άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2026/97 έχει ως εξής: «[τ]ο ύψος του αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι λαμβάνουν οι εξαγωγείς, όπως αυτό έχει προσδιορισθεί βάσει του παρόντος κανονισμού, αλλά πρέπει να είναι κατώτερο του συνολικού ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής».


70      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Moser Baer India κατά Συμβουλίου (C-535/06 P, EU:C:2008:532, σημείο 171).


71      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Moser Baer India κατά Συμβουλίου (C-535/06 P, EU:C:2008:532, σημείο 176).


72      Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Moser Baer India κατά Συμβουλίου (C‑535/06 P, EU:C:2009:498, σκέψεις 92 και 93).


73      Βλ. σημείο 117 των παρουσών προτάσεων.


74      Απόφαση της 23ης Μαΐου 1985, Allied Corporation κ.λπ. κατά Συμβουλίου (53/83, EU:C:1985:227).


75      Απόφαση της 23ης Μαΐου 1985, Allied Corporation κ.λπ. κατά Συμβουλίου (53/83, EU:C:1985:227, σκέψη 19).


76      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου (T-443/11, EU:T:2014:774, σκέψεις 313 και 318) (η υπογράμμιση δική μου). Στη σκέψη 318 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ως εξής: «[…] τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν […] τη σημασία των λοιπών γνωστών παραγόντων που θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης και διαπίστωσαν ότι κανείς εξ αυτών δεν ήταν ικανός να διακόψει τον διαπιστωθέντα αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εισαγωγών από την Κίνα που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας την οποία υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης […]. Έτσι, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκπλήρωσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη των εν λόγω μέτρων» (η υπογράμμιση δική μου).


77      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή παραπέμπουν στις εκθέσεις του ΟΕΔ σχετικά με: (i) την υπόθεση «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Δασμοί αντιντάμπινγκ σε εξαρτήματα σωληνώσεων από ελατό χυτοσίδηρο από τη Βραζιλία (WT/DS219/AB/R)», σημεία 180 έως 195, (ii) την υπόθεση «Ευρωπαϊκή Ένωση – Μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένα υποδήματα καταγωγής Κίνας (WT/DS405/R)», σημεία 7.487 έως 7.489, και (iii) την υπόθεση «Ευρωπαϊκή Ένωση – Αντισταθμιστικά μέτρα για ορισμένους τύπους τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Πακιστάν (WT/DS4886/R)», σημεία 7.133 έως 7.140. Φρονώ ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε το ΟΕΔ στα εν λόγω σημεία αφορούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ντάμπινγκ (ή των επιδοτήσεων) και της ζημίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 5, της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (ή του άρθρου 15, σημείο 5, της Συμφωνίας ΕΑΜ του ΠΟΕ), και όχι τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ (ή του αντισταθμιστικού δασμού).


78      Στην απάντησή της επί της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως, η Canadian Solar παραπέμπει στην έκθεση του ΟΕΔ επί της υποθέσεως «Ηνωμένες Πολιτείες – Οριστικά μέτρα διασφαλίσεως των εισαγωγών συγκολλητών σωλήνων σωληναγωγών κυκλικής διατομής από ανθρακούχο χάλυβα καταγωγής Κορέας (WT/DS202/AB/R)». Στο σημείο 252 της εν λόγω εκθέσεως, το ΟΕΔ έκρινε ότι «στις αυξημένες εισαγωγές [πρέπει να] αποδοθεί μόνον το αναλογούν μερίδιο επί της συνολικής ζημίας» και ότι «τούτο καταδεικνύει την επιτρεπόμενη έκταση στην οποία μπορούν να εφαρμοστούν τα μέτρα διασφαλίσεως». Πάντως, επισημαίνω ότι η υπόθεση εκείνη αφορά μέτρα διασφαλίσεως και όχι μέτρα αντιντάμπινγκ και ότι στον βασικό κανονισμό δεν υπάρχει διάταξη αντίστοιχη προς το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμφωνίας για τα μέτρα διασφαλίσεως του ΠΟΕ το οποίο ορίζει ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν μέτρα διασφαλίσεως μόνο στο βαθμό που αυτά είναι αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί ή να αποκατασταθεί σοβαρή ζημία και προκειμένου να διευκολυνθεί η προσαρμογή». Όσον αφορά την επίκληση του σημείου 257 της εν λόγω εκθέσεως από την Canadian Solar, επαναλαμβάνω ότι η ίδια δεν ανέφερε κανένα παράδειγμα εκθέσεως του ΟΕΔ σχετικής με μέτρα αντιντάμπινγκ, στην οποία να εκτίθενται παρεμφερείς διαπιστώσεις.


79      Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal (C-21/14 P, EU:C:2015:494, σκέψεις 40 και 41), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International (C-659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 87).


80      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (C-10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 54).


81      Βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale (C-351/04, EU:C:2007:547, σκέψη 35).


82      Το άρθρο 3.5 της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ έχει ως εξής: «[ο]ι αρχές εξετάζουν ακόμη τυχόν άλλους γνωστούς παράγοντες, πέραν των επιδοτούμενων εισαγωγών, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον εγχώριο κλάδο παραγωγής, ενώ η ζημία που προξενείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες πρέπει να μην είναι δυνατό να αποδοθεί στις επιδοτούμενες εισαγωγές. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη είναι δυνατό να συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος για τις οποίες δεν έχει παρασχεθεί επιδότηση, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι ξένοι και οι εγχώριοι παραγωγοί, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις και, τέλος, οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του εγχώριου κλάδου παραγωγής». Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (C-10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 54).


83      Βλ. Rovegno, L., και Vandenbussche, H., «Anti-dumping practices in the EU: a comparative analysis of rules and application in the contest of WTO», σε Gaines, S. Egelund Olsen, B., και Engsig Sørensen, K. (επιμ.), Liberalising Trade in the EU and the WTO: a legal comparison, Cambridge University Press, 2012, σ. 440. Οι Rovegno και Vandenbussche σημειώνουν ότι «[σ]ε αντίθεση με άλλους χρήστες αντιντάμπινγκ όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, οι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να αντιστοιχούν στο σύνολο του περιθωρίου ντάμπινγκ, εφόσον η επιβολή χαμηλότερου δασμού αρκεί για την εξάλειψη της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο εγχώριος κλάδος παραγωγής. […] [Μεταξύ των ετών 1989 έως 2009], σχεδόν για κάθε έτος, ο μέσος όρος του ύψους των επιβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ στην Ένωση [ήταν] αρκετά χαμηλότερος σε σχέση με τις ΗΠΑ. Συγκριτικά με τον Καναδά, βρίσκονταν περίπου στα ίδια επίπεδα κατά την έναρξη της περιόδου αναφοράς, αλλά ήσαν επίσης χαμηλότεροι προς το τέλος της» (σ. 445).


84      Το ζήτημα εάν το αίτημα της Επιτροπής για υποκατάσταση της αιτιολογίας είναι παραδεκτό, δεν εξετάζεται στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, δεδομένου ότι, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε να εξεταστεί από κοινού με το αίτημα για υποκατάσταση της αιτιολογίας που προβάλλεται με την αντίθετη αίτηση αναιρέσεως και οι παρούσες προτάσεις περιορίζονται στην εξέταση δύο μόνον λόγων αναιρέσεως (βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων). Πάντως, χάριν πληρότητας, επισημαίνω ότι το αίτημα της Επιτροπής για υποκατάσταση της αιτιολογίας που προβάλλεται στην απάντησή της επί της αιτήσεως αναιρέσεως είναι, κατ’ εμέ, παραδεκτό. Και τούτο διότι μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά άμυνα έναντι του τετάρτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα [απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, TV2/Danmark κατά Επιτροπής, C-649/15 P, EU:C:2017:835, σκέψη 61).


85      Η υπογράμμιση δική μου.


86      Απόφαση της Επιτροπής 91/392/ΕΟΚ, της 21ης Ιουνίου 1991, για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων όσον αφορά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων αμιαντοτσιμέντου καταγωγής Τουρκίας, και για την περάτωση της έρευνας (ΕΕ 1991, L 209, σ. 37)· κανονισμός (ΕΚ) 2376/94 της Επιτροπής, της 27ης Σεπτεμβρίου 1994, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές δεκτών έγχρωμης τηλεόρασης καταγωγής Μαλαισίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Δημοκρατίας της Κορέας, Σιγκαπούρης και Ταϊλάνδης (ΕΕ 1994, L 255, σ. 50)· κανονισμός (ΕΚ) 710/95 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 1995, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές δεκτών έγχρωμης τηλεόρασης καταγωγής Μαλαισίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Δημοκρατίας της Κορέας Σιγκαπούρης και Ταϊλάνδης, και την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού (ΕΕ 1995, L 73, σ. 3)· κανονισμός (ΕΚ) 1331/2007 του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές δικυανοδιαμίδης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2007, L 296, σ. 1).


87      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως 91/392, αιτιολογική σκέψη 141 του κανονισμού 2376/94, αιτιολογική σκέψη 49 του κανονισμού 710/95, και αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 132 του κανονισμού 1331/2007.


88      Κατά την αιτιολογική σκέψη 28 της αποφάσεως 91/392, «η ερμηνεία -και κυρίως ο ποσοτικός προσδιορισμός - των επιπτώσεων [των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ] δεν είναι ακριβής, λόγω της ύπαρξης άλλων παραγόντων που δρουν συγχρόνως […]». Η αιτιολογική σκέψη 128, παράγραφος 1, του κανονισμού 1331/2007 αναφέρει ότι «[…] είναι απίθανο να προσδιοριστεί επακριβώς η συμβολή των [εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και των λοιπών γνωστών παραγόντων]».


89      Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (C-352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 136).


90      Βλ. σκέψεις 207, 211 και 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


91      Βλ. σκέψη 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


92      Βλ. σκέψη 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


93      Αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (C-10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 22), της 16ης Απριλίου 2015, TMK Europe (C-143/14, EU:C:2015:236, σκέψη 34), της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Bricmate (C-569/13, EU:C:2015:572, σκέψη 46), και της 2ας Ιουνίου 2016, Photo USA Electronic Graphic κατά Συμβουλίου (C-31/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:390, σκέψη 63).