Language of document : ECLI:EU:T:2016:145

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2016 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος E — Προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα E — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Φήμη — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑645/13,

Εύχαρις Νέζη, κάτοικος Μυκόνου (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Α. Σαλκιτζόγλου, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπουμένου αρχικώς από τον Π. Γερουλάκο και στη συνέχεια από τον Δ. Μπότη,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Etam SAS, με έδρα το Clichy (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Barbaut και A. Champanhet, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 3ης Οκτωβρίου 2013 (υπόθεση R 329/2013‑4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Etam SAS και Ευχάριτος Νέζη,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τον H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, την I. Pelikánová και τον E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Νοεμβρίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Απριλίου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου 2014,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 3 Νοεμβρίου 2009 η προσφεύγουσα, Εύχαρις Νέζη, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 14, 16, 18, 25, 26, 35 και 40 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 14: «Πολύτιμα μέταλλα και κράματα αυτών· αντικείμενα εκ πολυτίμων μετάλλων ή δι’ επιστρώσεως μη συμπεριλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, κοσμήματα, στολίδια, απομιμήσεις κοσμημάτων και υάλων (περιδέραια, σκουλαρίκια, μετάλλια, μενταγιόν, αγκράφες, βραχιόλια, δαχτυλίδια, φο-μπιζού)»·

–        κλάση 16: «Είδη χάρτου για διακοσμήσεις, είδη δεσίματος, υλικά καλλιτεχνών»·

–        κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δερμάτων για διακοσμήσεις, κιβώτια»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα και διακοσμήσεις αυτών»·

–        κλάση 26: «Δαντέλες, κεντήματα, ταινίες, βελόνες, τεχνητά άνθη»·

–        κλάση 35: «Εμπορικές εκθέσεις για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς»·

–        κλάση 40: «Επεξεργασία υλικών για την κατασκευή κοσμημάτων, στολιδιών και διακοσμήσεων».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Κοινοτικών Σημάτων αριθ. 34/2010, της 22ας Φεβρουαρίου 2010.

5        Στις 21 Μαΐου 2010 η παρεμβαίνουσα, Etam SAS, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος που αφορούσε η αίτηση, σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 3.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο ακόλουθο προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα:

Image not found

που προσδιόριζε προϊόντα των κλάσεων 3, 18 και 25, τα οποία αντιστοιχούσαν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        κλάση 3: «Καλλυντικά, και συγκεκριμένα κρέμες, πούδρες, λοσιόν, γαλακτώματα, γαλακτώματα και λοσιόν αφαίρεσης μακιγιάζ, κρέμες βάσης για το μακιγιάζ, κραγιόν, βερνίκια νυχιών, προϊόντα αφαίρεσης βερνικιού νυχιών, μάσκαρα, μολύβια ματιών, καλλυντικά προϊόντα για καλλωπισμό και για το μπάνιο, και συγκεκριμένα τζελ, τζελ για το ντους, αφρόλουτρα, γαλακτώματα, λάδια και λοσιόν για περιποίηση σώματος, απολεπιστικά τζελ για το σώμα, λοσιόν λάμψης για το σώμα, αποσμητικά σώματος, κολόνιες, αρώματα, αρωματισμένο νερό»·

–        κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δερμάτων· δέρματα· κιβώτια και βαλίτσες· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· πορτοφόλια· πορτοφόλια για κέρματα από μη πολύτιμα μέταλλα· τσάντες, σακίδια πλάτης, βαλίτσες με ροδάκια, βαλίτσες, τσάντες παραλίας, σχολικές τσάντες· βαλιτσάκια για είδη καλλωπισμού (χωρίς χωρίσματα), τσαντάκια για είδη προσωπικής περιποίησης (νεσεσέρ) και σετ μακιγιάζ· τσάντες και σακούλες (θήκες, πουγκιά) από δέρμα για πακετάρισμα»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα (με εξαίρεση τα ορθοπεδικά) και είδη πιλοποιίας· υποκάμισα, ενδύματα από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος· ζώνες (είδη ιματισμού)· γάντια· φουλάρια, γραβάτες, είδη καλτσοποιίας· κάλτσες, παντόφλες, υποδήματα για την παραλία ή αθλητικά υποδήματα· εσώρουχα».

7        Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

8        Στις 13 Δεκεμβρίου 2012 το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της. Έκρινε ότι τα προϊόντα που αφορούσε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και εκείνα τα οποία αφορούσε το προγενέστερο σήμα όσον αφορά τις κλάσεις 18 και 25 είναι πανομοιότυπα και ότι τα προϊόντα που αφορούσε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και τα οποία ενέπιπταν στις κλάσεις 14, 16 και 26 καθώς και οι υπηρεσίες που αφορούσε το εν λόγω σήμα και οι οποίες ενέπιπταν στις κλάσεις 35 και 40 διαφέρουν από τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα και εμπίπτουν στις κλάσεις 3, 18 και 25. Το τμήμα ανακοπών εκτίμησε ότι, όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων, τα σημεία αυτά ήταν οπτικώς παρόμοια, απεικόνιζαν το γράμμα Ε, προφέρονταν κατά τον ίδιο τρόπο και παρουσίαζαν εννοιολογική ομοιότητα. Το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι το προγενέστερο σήμα εμφάνιζε τον συνήθη βαθμό διακριτικού χαρακτήρα και δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως, για τον λόγο ότι τα επίμαχα σημεία παρουσίαζαν επαρκείς οπτικές διαφορές που υπερίσχυαν της ηχητικής και εννοιολογικής ταυτότητας.

9        Στις 13 Φεβρουαρίου 2012 η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013 (R 329/2013-4) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών για τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25 που αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δερμάτων για διακοσμήσεις, κιβώτια»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα και διακοσμήσεις αυτών».

11      Το τμήμα προσφυγών δέχθηκε την ανακοπή και, κατά συνέπεια, απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως του ζητουμένου σήματος για τα εν λόγω προϊόντα και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

12      Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών έκρινε, όσον αφορά τον λόγο που αντλείτο από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ότι το ενδιαφερόμενο εν προκειμένω κοινό είναι μεν το ευρύ κοινό σε ολόκληρη την Ένωση, αρκούσε όμως να υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος. Το τμήμα προσφυγών ανέφερε ότι ξεκίνησε την ανάλυσή του λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κράτη μέλη στα οποία η ελληνική δεν είναι επίσημη γλώσσα και όπου οι χαρακτήρες του ελληνικού αλφαβήτου δεν αναγνωρίζονται, ιδίως όταν ομοιάζουν με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα και τις επίμαχες υπηρεσίες, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25 τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως σήματος ήταν πανομοιότυπα με ορισμένα από τα προϊόντα των ίδιων κλάσεων που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Για τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 35 και καλύπτονταν από την αίτηση καταχωρίσεως σήματος, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υπήρχε μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ αυτών και ορισμένων από τα προϊόντα που καλύπτονταν από το προγενέστερο σήμα. Για τα προϊόντα της κλάσεως 26, πλην των τεχνητών ανθέων, το τμήμα προσφυγών επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μικρός βαθμός ομοιότητας με ορισμένα από τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Για όλα τα λοιπά προϊόντα και τις λοιπές υπηρεσίες που αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως σήματος, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι διέφεραν από τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα.

13      Όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ των σημείων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι από εννοιολογικής απόψεως δεν ήταν δυνατή η σύγκριση μεταξύ των δύο αντιπαραβαλλομένων σημείων, από οπτικής απόψεως τα σημεία παρουσίαζαν μέτριο βαθμό ομοιότητας και από ηχητικής απόψεως ήταν πανομοιότυπα.

14      Όσον αφορά τη συνολική εκτίμηση, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως για τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25 που καλύπτονταν από τα δύο αντιπαραβαλλόμενα σήματα και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως για τα λοιπά προϊόντα και τις λοιπές υπηρεσίες.

15      Όσον αφορά τον λόγο που αντλείτο από το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η φήμη του προγενεστέρου σήματος δεν ήταν αποδεδειγμένη.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση ώστε να καταχωριστεί το ζητούμενο σήμα·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της παρεμβαίνουσας.

17      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που δεν δέχεται την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως για τα προϊόντα των κλάσεων 14, 16, 26, 35 και 40·

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

18      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Προκαταρκτική παρατήρηση

19      Η παρεμβαίνουσα, στο πλαίσιο του υπομνήματος αντικρούσεως, άσκησε αντίθετη προσφυγή, με την οποία ζήτησε τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο πλαίσιο του υπομνήματος αυτού και όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρεμβαίνουσα, με το αίτημα αυτό, επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως επί των σημείων που αυτή προσδιορίζει. Συνεπώς, το αίτημα της παρεμβαίνουσας για μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εκληφθεί ως αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής.

 Επί της ουσίας

20      Η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως αντλούμενους:

–        ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 24 ΣΛΕΕ·

–        ο δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009·

–        ο τρίτος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού·

–        ο τέταρτος, από παράβαση του άρθρου 76 του εν λόγω κανονισμού·

–        ο πέμπτος, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–        ο έκτος, από παράβαση των άρθρων 15 και 42 του κανονισμού 207/2009.

21      Η παρεμβαίνουσα προβάλλει, στο πλαίσιο της αντίθετης προσφυγής, δύο λόγους ακυρώσεως αντλούμενους:

–        ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009·

–        ο δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

22      Για τις ανάγκες της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει, καταρχάς και διαδοχικώς, τον πρώτο, τον δεύτερο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο ακυρώσεως της προσφεύγουσας, στη συνέχεια τον τρίτο λόγο ακυρώσεως της προσφεύγουσας και τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της παρεμβαίνουσας, στο μέτρο που αφορούν το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, και, τέλος, τον τρίτο λόγο ακυρώσεως της προσφεύγουσας και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της παρεμβαίνουσας, στο μέτρο που αφορούν το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, μαζί με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως της προσφεύγουσας που είναι κατ’ ουσίαν σχετικός με τους λόγους αυτούς.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 24 ΣΛΕΕ

23      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβλεψε το καθεστώς που αναγνωρίζεται σε κάθε επίσημη γλώσσα της Ένωσης. Κατ’ αυτήν, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η ελληνική δεν είναι επίσημη γλώσσα και οι ελληνικοί χαρακτήρες δεν αναγνωρίζονται, ιδίως όταν ομοιάζουν με γράμμα του λατινικού αλφαβήτου.

24      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί αυτή την επιχειρηματολογία.

25      Συναφώς, όπως ορθώς υπογραμμίζει το ΓΕΕΑ, αρκεί η παρατήρηση ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών δεν έκρινε ότι η ελληνική δεν είναι επίσημη γλώσσα, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα. Στη σκέψη 16 της αποφάσεως αυτής, το τμήμα προσφυγών αναφέρει ότι «θα ξεκινήσει την ανάλυση από τα κράτη μέλη στα οποία η ελληνική δεν είναι επίσημη γλώσσα και οι ελληνικοί χαρακτήρες δεν αναγνωρίζονται, ειδικά εάν ομοιάζουν με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου».

26      Ο λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα στηρίζεται σε παραμόρφωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009

27      Η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, καθόσον το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με τον υψηλή διακριτική ικανότητα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Η διαπίστωση αυτής της ικανότητας θα έπρεπε να οδηγήσει στην αναγνώριση σαφούς διαφοροποιήσεως μεταξύ του εν λόγω σήματος και του προγενεστέρου σήματος. Κατά την προσφεύγουσα, δεν συνέτρεχε κανένας κίνδυνος συγχύσεως. Το τμήμα προσφυγών κακώς παρέλειψε να αντιδιαστείλει τη χαμηλή διακριτική ικανότητα του προγενεστέρου σήματος προς την υψηλή διακριτική ικανότητα του ζητουμένου σήματος.

28      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

29      Αφενός, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο προβαλλόμενος λόγος αφορά στην πραγματικότητα την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

30      Πράγματι, από την ανάγνωση των σημείων 10 έως 12 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του ζητουμένου και του προγενεστέρου σήματος. Στα εν λόγω σημεία, η προσφεύγουσα αναπτύσσει επιχειρηματολογία προς κατάδειξη της χαμηλής διακριτικής ικανότητας του προγενεστέρου σήματος, την οποία αντιπαραβάλλει προς την υψηλή διακριτική ικανότητα του ζητουμένου σήματος. Συγκρίνει το ελληνικό γράμμα «ε» του προγενεστέρου σήματος με το γράμμα του ζητουμένου σήματος, το οποίο, κατ’ αυτήν, έχει περισσότερο στυλιζαρισμένη μορφή και ιδιαίτερο μπλε-γκρι χρώμα καθώς και διαφορετικές αναλογίες και διαστάσεις στα άκρα.

31      Συνεπώς, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να αναλυθούν στο πλαίσιο της κατωτέρω εκτιθεμένης αναλύσεως των λόγων που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

32      Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει το ΓΕΕΑ, το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009 περιέχει ουσιαστικά τον ορισμό του κοινοτικού σήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μπορεί να αποτελέσει κοινοτικό σήμα οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ιδίως λέξεις και γράμματα, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων. Επομένως, ο νομοθέτης ρητώς περιέλαβε τα σημεία που αποτελούνται από ένα γράμμα ή συνδυασμό γραμμάτων στα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή παραδείγματα σημείων που μπορούν να αποτελέσουν κοινοτικό σήμα, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής απολύτων ή σχετικών λόγων απαραδέκτου ικανών να εμποδίσουν την καταχώριση [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, New Look κατά ΓΕΕΑ — Naulover (NLSPORT, NLJEANS, NLACTIVE και NLCollection), T‑117/03 έως T‑119/03 και T‑171/03, Συλλογή, EU:T:2004:293, σκέψη 47].

33      Πρέπει να προστεθεί ότι τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 207/2009 δεν προβλέπουν ειδικούς κανόνες για τα σημεία που συντίθενται από ένα γράμμα ή συνδυασμό γραμμάτων που δεν αποτελούν λέξη. Η συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 μεταξύ τέτοιων σημείων υπακούει, καταρχήν, στους ίδιους κανόνες με εκείνους που ισχύουν για άλλα λεκτικά σημεία.

34      Παρά τα επιχειρήματα περί της εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως του προγενεστέρου σήματος με το ζητούμενο σήμα, που θα εξεταστούν μαζί με τους λόγους που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνδέονται αποκλειστικά με την παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών, που κλήθηκε εν προκειμένω να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, δεν διαπίστωσε ότι το σημείο που συνίστατο σε ένα μοναδικό γράμμα δεν μπορούσε, αυτό και μόνο, να αποτελέσει σήμα, ούτε εφάρμοσε, προς εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που εφαρμόζει για άλλα λεκτικά σημεία στο πλαίσιο μιας τέτοιας εκτιμήσεως.

35      Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας

36      Καταρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει επιχειρήματα προς κατάδειξη του εσφαλμένου χαρακτήρα της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών.

37      Με τα επιχειρήματα αυτά, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται έλλειψη αιτιολογίας. Στην πραγματικότητα, αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως. Συνεπώς, τα επιχειρήματα αυτά θα εξεταστούν στο πλαίσιο της κατωτέρω εκτιθεμένης αναλύσεως των λόγων που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

38      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα επικαλείται ελλιπή αιτιολογία καθόσον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών δεν αιτιολόγησε επαρκώς την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως. Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών δεν επεξήγησε την εκτίμησή του όσον αφορά τον κίνδυνο αυτό για τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25.

39      Συναφώς, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, προς εκτίμηση του λόγου ανακοπής που στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών προέβη, στις σκέψεις 7 έως 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε σύγκριση όλων των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων των κλάσεων 18 και 25, στη συνέχεια, στις σκέψεις 34 έως 39 της ίδιας αποφάσεως, σε σύγκριση των επίμαχων σημείων και, τέλος, στις σκέψεις 40 έως 48 της εν λόγω αποφάσεως, σε συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα που αντλούνται από ελλιπή αιτιολογία δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

40      Τέλος, η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο του εξεταζομένου λόγου ακυρώσεως, επικαλείται παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, υποστηρίζοντας ότι ορισμένα σήματα που περιέχουν το γράμμα «e» ή «ε» έχουν καταχωριστεί για παρεμφερή προϊόντα.

41      Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθόσον δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο. Όπως ορθώς επισημαίνει το ΓΕΕΑ, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει εξάλλου καμία συγκεκριμένη απόφαση του ΓΕΕΑ που θα μπορούσε να στηρίξει το επιχείρημά της.

42      Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, το ΓΕΕΑ οφείλει μεν, από πλευράς των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, να λαμβάνει υπόψη του τις ήδη ληφθείσες αποφάσεις και να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο, η εφαρμογή εντούτοις των αρχών αυτών πρέπει να συνάδει με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:139, σκέψεις 73 έως 75, και της 17ης Ιουλίου 2014, Reber Holding κατά ΓΕΕΑ, C‑141/13 P, EU:C:2014:2089, σκέψη 45).

43      Για λόγους ασφαλείας δικαίου και χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης προκειμένου να αποφεύγεται το ενδεχόμενο μη προσήκουσας καταχωρίσεως σήματος. Η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, η καταχώριση ενός σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν για να εξακριβωθεί μήπως το επίμαχο σήμα εμπίπτει σε κάποιον από τους λόγους απαραδέκτου [προμνησθείσα στη σκέψη 42 απόφαση Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2011:139, σκέψη 77, και απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2015, Grundig Multimedia κατά ΓΕΕΑ (GentleCare), T‑188/14, EU:T:2015:34, σκέψη 43].

44      Η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να καταδείξει ότι η διενεργηθείσα εν προκειμένω εξέταση από το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής δεν υπήρξε αυστηρή και πλήρης.

45      Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας, που αντλείται από παράβαση των άρθρων 15 και 42 του κανονισμού 207/2009

46      Κατά την προσφεύγουσα, το υλικό που προσκόμισε ενώπιον του τμήματος προσφυγών η παρεμβαίνουσα καταδεικνύει ότι η ίδια, τουλάχιστον επί μία πενταετία, χρησιμοποίησε το προγενέστερο σήμα υπό πολλές διαφορετικές μορφές και ότι η χρήση αυτή αποδυνάμωσε σταδιακά τη διακριτική ικανότητα του εν λόγω σήματος. Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 15 και 42 του κανονισμού 207/2009.

47      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

48      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 15 του κανονισμού 207/2009, «[ε]άν, εντός προθεσμίας πέντε ετών από την καταχώριση, ο δικαιούχος δεν έχει κάνει ουσιαστική χρήση του κοινοτικού σήματος μέσα στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό έχει καταχωρισθεί ή εάν έχει αναστείλει τη χρήση του επί μια συνεχή πενταετία, το κοινοτικό σήμα υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν υπάρχει εύλογος αιτία για τη μη χρήση».

49      Εξάλλου, το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει ότι, «[μ]ετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο».

50      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής. Εξάλλου, όπως επισημαίνει το ΓΕΕΑ, φαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, να αποδείξει ο δικαιούχος του προγενεστέρου σήματος ότι, κατά τη διάρκεια της πενταετίας που προηγήθηκε της δημοσιεύσεως της αιτήσεώς του για την καταχώριση σήματος, το προγενέστερο σήμα είχε αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που είχε καταχωριστεί και επί των οποίων βασιζόταν η ανακοπή.

51      Συνεπώς, εν απουσία τέτοιας αιτήσεως, το τμήμα προσφυγών δεν όφειλε να προβεί στην εξέταση της ουσιαστικής χρήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Υπό τις συνθήκες αυτές, το τμήμα προσφυγών ουδόλως παρέβη την εν λόγω διάταξη.

52      Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η παρεμβαίνουσα προσκόμισε το εν λόγω υλικό, στο πλαίσιο της ανακοπής της, προς κατάδειξη του κινδύνου συγχύσεως και της φήμης του προγενεστέρου σήματος. Συνεπώς, η συναφής εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών θα πρέπει το πολύ να εξεταστεί στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

53      Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας και του πρώτου λόγου ακυρώσεως της παρεμβαίνουσας, που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

54      Η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα επικαλούνται παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

55      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη σύγκριση μεταξύ των επίμαχων προϊόντων. Αμφισβητεί επίσης την ηχητική, οπτική και εννοιολογική σύγκριση των επίμαχων σημείων και γενικότερα της συνολικής εντυπώσεως που δημιουργούν τα σημεία αυτά, καθώς και τα κυρίαρχα στοιχεία τους. Κατ’ αυτήν, η εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως των εν λόγω σημείων είναι πεπλανημένη.

56      Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι τα προϊόντα των κλάσεων 14, 16, 26, 35 και 40 που καλύπτονται από το ζητούμενο σήμα και εκείνα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα είναι ομοειδή. Κατ’ αυτήν, η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εκτίμηση όσον αφορά τα προϊόντα των κλάσεων 14, 16 και 40 και ορισμένα προϊόντα της κλάσεως 26 είναι εσφαλμένη. Υποστηρίζει ότι κακώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στην απουσία κινδύνου συγχύσεως για τα λοιπά προϊόντα πλην εκείνων των κλάσεων 18 και 25.

57      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα τόσο της προσφεύγουσας όσο και της παρεμβαίνουσας.

58      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το ζητούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση αν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής εντός της οποίας απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

59      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υπάρχει όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα σχετικά σημεία όσο και τα επίμαχα προϊόντα ή τις επίμαχες υπηρεσίες, και λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T‑162/01, Συλλογή, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

60      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει τόσο το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των αντιπαραβαλλομένων σημάτων όσο και το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των προσδιοριζόμενων με αυτά προϊόντων ή υπηρεσιών. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν σωρευτικώς [βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2009, Commercy κατά ΓΕΕΑ — easyGroup IP Licensing (easyHotel), T‑316/07, Συλλογή, EU:T:2009:14, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

–       Επί του ενδιαφερομένου κοινού

61      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το ότι το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή μπορεί να ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — Altana Pharma (RESPICUR), T‑256/04, Συλλογή, EU:T:2007:46, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

62      Στις σκέψεις 15 και 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούσε το ευρύ κοινό σε ολόκληρη την Ένωση. Εκτίμησε ότι, εφόσον αρκούσε να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως σε τουλάχιστον ένα κράτος μέλος, μπορούσε να ξεκινήσει την ανάλυσή του λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κράτη μέλη στα οποία η ελληνική δεν είναι επίσημη γλώσσα ή στα οποία οι ελληνικοί χαρακτήρες δεν αναγνωρίζονται, ιδίως όταν ομοιάζουν με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου.

63      Στις σκέψεις 42, 43 και 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες, που κρίθηκαν τουλάχιστον ομοειδή, απευθύνονταν στο ευρύ κοινό και στους ειδικούς, όπως για τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 35, και ότι οι ειδικοί θεωρούνταν ότι επιδεικνύουν υψηλότερο βαθμό προσοχής. Το αυτό ίσχυε και για το ευρύ κοινό όσον αφορά τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 35.

64      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα είναι εκείνη που αμφισβητεί την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό. Υποστήριξε ότι ο μέσος καταναλωτής επιδεικνύει ιδιαιτέρως υψηλό βαθμό προσοχής κατά την επιλογή του μεταξύ των διαφόρων προϊόντων που εμπίπτουν σε συγκεκριμένη κλάση.

65      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρεμβαίνουσα διευκρίνισε ότι το επίπεδο προσοχής των καταναλωτών είναι μεν ενδεχομένως αυξημένο για τις επίμαχες υπηρεσίες της κλάσεως 35, ασφαλώς όμως δεν είναι υψηλό για τα λοιπά προϊόντα που καλύπτονται από το ζητούμενο σήμα. Η παρεμβαίνουσα αναγνώρισε ότι δεν αμφισβητεί την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εκτίμηση όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό.

66      Αφενός, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι διάδικοι δεν αμφισβήτησαν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από το ευρύ κοινό και τους ειδικούς σε ολόκληρη την Ένωση, ούτε ότι το τμήμα προσφυγών μπορούσε να λάβει υπόψη του όλα τα κράτη μέλη στα οποία η ελληνική δεν είναι επίσημη γλώσσα ή στα οποία οι ελληνικοί χαρακτήρες δεν αναγνωρίζονται, ιδίως όταν ομοιάζουν με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου.

67      Οι διάδικοι δεν αμφισβήτησαν επίσης ότι, για τις υπηρεσίες της κλάσεως 35, ήτοι τις «[ε]μπορικές εκθέσεις για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς», οι ειδικοί αλλά και το ευρύ κοινό επιδεικνύουν υψηλότερο βαθμό προσοχής.

68      Το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ως προς τα ζητήματα αυτά.

69      Αφετέρου, όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα, πολλά εκ των οποίων είναι προϊόντα ευρείας καταναλώσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το επίπεδο προσοχής των καταναλωτών δεν είναι οπωσδήποτε ιδιαίτερα αυξημένο, όπως αναγνωρίζει εξάλλου η παρεμβαίνουσα. Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

70      Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό είναι απορριπτέα.

–       Επί της συγκρίσεως των προϊόντων και των υπηρεσιών

71      Κατά πάγια νομολογία, προς εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη μεταξύ τους σχέση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Άλλοι παράγοντες μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη, όπως οι δίαυλοι διανομής των επίμαχων προϊόντων [βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), T‑443/05, Συλλογή, EU:T:2007:219, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

72      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε τα ακόλουθα:

–        για τα προϊόντα «Δέρμα και απομιμήσεις δερμάτων για διακοσμήσεις, κιβώτια» και «Ενδύματα, υποδήματα και διακοσμήσεις αυτών» που εμπίπτουν αντιστοίχως στις κλάσεις 18 και 25, ότι είναι πανομοιότυπα με ορισμένα από τα προϊόντα του προγενεστέρου σήματος·

–        για τα προϊόντα «Δαντέλες, κεντήματα, ταινίες, βελόνες» και τις υπηρεσίες «Εμπορικές εκθέσεις για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς» που εμπίπτουν αντιστοίχως στις κλάσεις 26 και 35, ότι εμφανίζουν χαμηλό βαθμό ομοιότητας με ορισμένα από τα προϊόντα του προγενεστέρου σήματος·

–        για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες «Πολύτιμα μέταλλα και κράματα αυτών· αντικείμενα εκ πολυτίμων μετάλλων ή δι’ επιστρώσεως μη συμπεριλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, κοσμήματα, στολίδια, απομιμήσεις κοσμημάτων και υάλων (περιδέραια, σκουλαρίκια, μετάλλια, μενταγιόν, αγκράφες, βραχιόλια, δαχτυλίδια, φο-μπιζού)», «Είδη χάρτου για διακοσμήσεις, είδη δεσίματος, υλικά καλλιτεχνών», «Τεχνητά άνθη» και «Επεξεργασία υλικών για την κατασκευή κοσμημάτων, στολιδιών και διακοσμήσεων» που εμπίπτουν στις κλάσεις 14, 16, 26 και 40, ότι τα εν λόγω προϊόντα και οι εν λόγω υπηρεσίες και τα προϊόντα για τα οποία το προγενέστερο σήμα απολαύει προστασίας δεν είναι ομοειδή.

73      Πρώτον, όσον αφορά τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το ζητούμενο σήμα και το προγενέστερο σήμα προσδιορίζουν αντιστοίχως τα ακόλουθα προϊόντα:

–        όσον αφορά την πρώτη, «Δέρμα και απομιμήσεις δερμάτων για διακοσμήσεις, κιβώτια» και «Ενδύματα, υποδήματα και διακοσμήσεις αυτών»·

–        όσον αφορά τη δεύτερη, «Δέρμα και απομιμήσεις δερμάτων· δέρματα· κιβώτια και βαλίτσες· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· πορτοφόλια· πορτοφόλια για κέρματα από μη πολύτιμα μέταλλα· τσάντες, σακίδια πλάτης, βαλίτσες με ροδάκια, βαλίτσες, τσάντες παραλίας, σχολικές τσάντες· βαλιτσάκια για είδη καλλωπισμού (χωρίς χωρίσματα), τσαντάκια για είδη προσωπικής περιποίησης (νεσεσέρ) και σετ μακιγιάζ· τσάντες και σακούλες (θήκες, πουγκιά) από δέρμα για πακετάρισμα» και «Ενδύματα, υποδήματα (με εξαίρεση τα ορθοπεδικά) και είδη πιλοποιίας· υποκάμισα, ενδύματα από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος· ζώνες (είδη ιματισμού)· γάντια· φουλάρια, γραβάτες, είδη καλτσοποιίας· κάλτσες, παντόφλες, υποδήματα για την παραλία ή αθλητικά υποδήματα· εσώρουχα».

74      Στο πλαίσιο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα προϊόντα των εν λόγω κλάσεων που προσδιορίζει το ζητούμενο σήμα δεν είναι πανομοιότυπα με τα προσδιοριζόμενα με το προγενέστερο σήμα. Θεωρεί ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη του τους όρους «για διακοσμήσεις» και «διακοσμήσεις αυτών». Οι όροι αυτοί υποδηλώνουν την πρόθεση της προσφεύγουσας να κατασκευάζει μοναδικά τεχνουργήματα με διακοσμητικά στοιχεία και όχι μαζικώς παραγόμενα προϊόντα.

75      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την επιχειρηματολογία αυτή.

76      Συναφώς, πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι, όταν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσδιορίζονται από το προγενέστερο σήμα περιλαμβάνουν προϊόντα ή υπηρεσίες που προσδιορίζει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, τότε αυτά τα προϊόντα ή αυτές οι υπηρεσίες θεωρούνται πανομοιότυπες [βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ — LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, Συλλογή, EU:T:2005:420, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εφόσον, στην υπό κρίση περίπτωση, τα προϊόντα «Δέρμα και απομιμήσεις δερμάτων, κιβώτια» και «Ενδύματα, υποδήματα» που εμπίπτουν αντιστοίχως στις κλάσεις 18 και 25 και τα οποία προσδιορίζονται από το προγενέστερο σήμα περιλαμβάνουν τα προϊόντα των ιδίων κλάσεων τα οποία προσδιορίζονται από το ζητούμενο σήμα, πρέπει να θεωρηθούν πανομοιότυπα των προϊόντων αυτών.

77      Περαιτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, το ΓΕΕΑ μπορεί να λάβει υπόψη του τον κατάλογο προϊόντων, όπως αυτός περιλαμβάνεται στη συγκεκριμένη αίτηση καταχωρίσεως σήματος, υπό τη μόνη επιφύλαξη τυχόν τροποποιήσεων της αιτήσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού 207/2009. Κατά συνέπεια, εφόσον η προσφεύγουσα δεν τροποποίησε τον κατάλογο των προϊόντων που προσδιορίζονται από την αίτηση καταχωρίσεως σήματος, τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα σχετικά με τα ειδικά προϊόντα για τα οποία προτίθεται να χρησιμοποιήσει το ζητούμενο σήμα δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή [βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Yordanov κατά ΓΕΕΑ — Distribuidora comercial del frio (DISCO DESIGNER), T‑189/11, EU:T:2013:34, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

78      Συνεπώς, ορθώς το τμήμα προσφυγών, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη του, προς σύγκριση των επίμαχων προϊόντων, όλα τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η αίτηση της προσφεύγουσας για την καταχώριση σήματος και όλα τα προϊόντα για τα οποία είχε καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα, χωρίς να περιοριστεί, όπως επιχειρεί να υποστηρίξει η προσφεύγουσα, στους όρους «για διακοσμήσεις» και «διακοσμήσεις αυτών» ή στις προθέσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τα προϊόντα που προσδιορίζει το ζητούμενο σήμα.

79      Τέλος, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, στη σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα διακοσμητικά στοιχεία έπρεπε να θεωρηθούν ως αποτελούντα αναπόσπαστο μέρος των επίμαχων προϊόντων και ήταν, κατά συνέπεια, πανομοιότυπα με αυτά. Πράγματι, τα διακοσμητικά στοιχεία μπορούν να αντιστοιχούν σε προϊόντα που δεν είναι αυτοτελή σε σχέση προς αυτά στα οποία έχουν προσαρμοστεί ή ενσωματωθεί.

80      Δεύτερον, όσον αφορά τα λοιπά προϊόντα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζητούμενο σήμα καλύπτει τα ακόλουθα προϊόντα και τις ακόλουθες υπηρεσίες:

–        κλάση 14: «Πολύτιμα μέταλλα και κράματα αυτών· αντικείμενα εκ πολυτίμων μετάλλων ή δι’ επιστρώσεως μη συμπεριλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, κοσμήματα, στολίδια, απομιμήσεις κοσμημάτων και υάλων (περιδέραια, σκουλαρίκια, μετάλλια, μενταγιόν, αγκράφες, βραχιόλια, δαχτυλίδια, φο-μπιζού)»·

–        κλάση 16: «Είδη χάρτου για διακοσμήσεις, είδη δεσίματος, υλικά καλλιτεχνών»·

–        κλάση 26: «Δαντέλες, κεντήματα, ταινίες, βελόνες, τεχνητά άνθη»·

–        κλάση 35: «Εμπορικές εκθέσεις για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς»·

–        κλάση 40: «Επεξεργασία υλικών για την κατασκευή κοσμημάτων, στολιδιών και διακοσμήσεων».

81      Στο πλαίσιο της αντίθετης προσφυγής της, η παρεμβαίνουσα αναφέρει ότι τα εν λόγω προϊόντα και οι εν λόγω υπηρεσίες είναι ανάλογες προς τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το προγενέστερο σήμα. Ανήκουν στον χώρο της μόδας, που καλύπτει τους κλάδους της κατασκευής κοσμημάτων, των αξεσουάρ μόδας και των εκδηλώσεων με εμπορικό ή διαφημιστικό σκοπό. Οι κλάδοι αυτοί είναι ακριβώς τα πεδία στα οποία χρησιμοποιείται το προγενέστερο σήμα, το οποίο χαίρει αξιόλογης φήμης. Συνηθίζεται στις βιομηχανίες του χώρου της μόδας να διαφοροποιούν τις δραστηριότητές τους και να επεκτείνουν τα προϊόντα τους σε παραπλήσιους κλάδους, όπως τα κοσμήματα ή τα αξεσουάρ. Ορθώς το τμήμα προσφυγών αναγνώρισε την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ, αφενός, των προϊόντων «Δαντέλες, κεντήματα, ταινίες, βελόνες» (που εμπίπτουν στην κλάση 26), και των υπηρεσιών «Εμπορικές εκθέσεις για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς» (που εμπίπτουν στην κλάση 35) και, αφετέρου, των προϊόντων του προγενέστερου σήματος. Το τμήμα προσφυγών θα είχε υποπέσει σε πλάνη αν είχε παραβλέψει την ομοιότητα των λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος, δεδομένου ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών, που σχετίζονται όλα με τον τομέα της μόδας.

82      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη ως προς το ζήτημα αυτό.

83      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ως συμπληρωματικά χαρακτηρίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που συνδέονται στενά μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι το ένα είναι απαραίτητο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου, με συνέπεια οι καταναλωτές να μπορούν ευλόγως να θεωρήσουν ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη κατασκευής αυτών των προϊόντων ή παροχής αυτών των υπηρεσιών. Εξ ορισμού, προϊόντα ή υπηρεσίες που απευθύνονται σε διαφορετικό μεταξύ τους κοινό δεν μπορούν να έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 60 απόφαση easyHotel, EU:T:2009:14, σκέψεις 57 και 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Εξάλλου, κατά τη νομολογία και όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών με τη σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αισθητικής φύσεως συμπληρωματικότητα μεταξύ των προϊόντων δύναται να δημιουργήσει κάποιου βαθμού ομοιότητα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Μια τέτοια αισθητικής φύσεως συμπληρωματικότητα πρέπει να συνιστά πραγματική αισθητική ανάγκη, υπό την έννοια ότι ένα προϊόν είναι απαραίτητο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου και οι καταναλωτές θεωρούν σύνηθες και φυσιολογικό να χρησιμοποιούν τα εν λόγω προϊόντα μαζί. Αυτή η αισθητικής φύσεως συμπληρωματικότητα είναι υποκειμενική και καθορίζεται από τις συνήθειες και τις προτιμήσεις των καταναλωτών, όπως αυτές προκύπτουν ενδεχομένως από τις προσπάθειες των παραγωγών για την εμπορική προώθηση των προϊόντων τους, ή ακόμα από απλά φαινόμενα μόδας [βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Pucci International (Emidio Tucci), T‑373/09, EU:T:2012:500, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

85      Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ύπαρξη συμπληρωματικότητας αισθητικής φύσεως μεταξύ των προϊόντων δεν αρκεί, από μόνη της, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται ομοιότητα μεταξύ τους. Προς τούτο, απαιτείται οι καταναλωτές να θεωρούν σύνηθες να διατίθενται τα προϊόντα αυτά στο εμπόριο υπό το ίδιο σήμα, γεγονός που συνεπάγεται, κανονικά, ότι οι αντίστοιχοι παραγωγοί ή διανομείς των εν λόγω προϊόντων είναι κατά μεγάλο μέρος οι ίδιοι (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 84 απόφαση Emidio Tucci, EU:T:2012:500, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς εκτίμησε, στη σκέψη 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα προϊόντα «Δαντέλες, κεντήματα, ταινίες, βελόνες» που εμπίπτουν στην κλάση 26 είναι απαραίτητα για την κατασκευή ενδυμάτων και ότι έχουν επικουρικό ή συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση προς τα προϊόντα αυτά, γεγονός που τους προσδίδει κάποια ομοιότητα.

87      Όπως αναφέρει το τμήμα προσφυγών, οι ενδιαφερόμενοι για τη ραπτική καταναλωτές μπορούν να κατασκευάζουν ενδύματα και να χρησιμοποιούν προς τούτο προϊόντα όπως οι δαντέλες, τα κεντήματα, οι κορδέλες και οι βελόνες.

88      Περαιτέρω, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι υπηρεσίες «Εμπορικές εκθέσεις για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς» (που εμπίπτουν στην κλάση 35) μπορούν να έχουν σχέση με τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα.

89      Έχει κριθεί όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου, και τις οποίες αφορά αίτηση καταχωρίσεως σήματος, και τα προϊόντα που προσδιορίζονται από προγενέστερο σήμα ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ τους εφόσον αυτά είναι απαραίτητα ή, τουλάχιστον, σημαντικά για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, δεδομένου ότι οι τελευταίες παρέχονται ακριβώς επ’ ευκαιρία της πωλήσεως των εν λόγω προϊόντων [βλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, Oakley κατά ΓΕΕΑ — Venticinque (O STORE), T‑116/06, Συλλογή, EU:T:2008:399, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εν προκειμένω, ασφαλώς δεν υποστηρίζεται ότι οι επίμαχες υπηρεσίες αποσκοπούν στην εμπορία ή τη διαφήμιση των προϊόντων που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Εντούτοις, τα προϊόντα παραμένουν σημαντικά, όπως ορθώς παρατηρεί το τμήμα προσφυγών, για την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών, ήτοι των πανηγυρικών εκδηλώσεων για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς, εφόσον η παροχή των υπηρεσιών αυτών μπορεί να πραγματοποιηθεί σε προγενέστερο στάδιο ή επ’ ευκαιρία της εμπορίας προϊόντων που εμφανίζονται έτσι ως απαραίτητα ή, τουλάχιστον, σημαντικά για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται κατά κανόνα επ’ ευκαιρία της πωλήσεως προϊόντων και, όπως εκτίμησε το τμήμα προσφυγών, δεν έχουν έννοια εν απουσία των προϊόντων αυτών, γεγονός που οδηγεί στη διαπίστωση συνδέσμου μεταξύ τους.

90      Για τα λοιπά προϊόντα, που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 80, το τμήμα προσφυγών υπογράμμισε, με τη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεξαρτήτως των μεν από τα δε και ότι κανένας καταναλωτής δεν θα θεωρούσε απαραίτητο, προκειμένου να χρησιμοποιήσει μια συγκεκριμένη σειρά ενδυμάτων, να χρησιμοποιήσει μια συγκεκριμένη σειρά καλλυντικών ή κοσμημάτων. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών προσέθεσε, με τη σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα «είδη χάρτου για διακοσμήσεις, είδη δεσίματος, υλικά καλλιτεχνών» (που εμπίπτουν στην κλάση 16) και τα «τεχνητά άνθη» (που εμπίπτουν στην κλάση 26) διαφέρουν από τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι τα προϊόντα της παρεμβαίνουσας ήταν δυνατόν να προωθούνται, να εκτίθενται ή να πωλούνται διακοσμημένα με χαρτί, κορδόνια ή υλικά καλλιτεχνών δεν προσέδιδε στα προϊόντα αυτά, η φύση της χρήσεως των οποίων είναι εντελώς διαφορετική, ομοειδή χαρακτήρα.

91      Πρέπει να θεωρηθεί ότι τα ακόλουθα προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτονται από το ζητούμενο σήμα, ήτοι τα «Πολύτιμα μέταλλα και κράματα αυτών· αντικείμενα εκ πολυτίμων μετάλλων ή δι’ επιστρώσεως μη συμπεριλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, κοσμήματα, στολίδια, απομιμήσεις κοσμημάτων και [γυαλιών] (περιδέραια, σκουλαρίκια, μετάλλια, μενταγιόν, [φερμουάρ], βραχιόλια, δαχτυλίδια, φο-μπιζού)» (που εμπίπτουν στην κλάση 14), «Είδη χάρτου για διακοσμήσεις, είδη δεσίματος, υλικά καλλιτεχνών» (που εμπίπτουν στην κλάση 16), «Τεχνητά άνθη» (που εμπίπτουν στην κλάση 26) και «Επεξεργασία υλικών για την κατασκευή κοσμημάτων, στολιδιών και διακοσμήσεων» (που εμπίπτει στην κλάση 40) διαφέρουν από τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα ως εκ της φύσεώς τους, του προορισμού τους, της καταγωγής τους ή των διαύλων διανομής τους. Πράγματι, δεν αποδεικνύεται ότι δεν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς τη φύση των αντιπαραβαλλομένων προϊόντων και υπηρεσιών, ως προς τις μεθόδους κατασκευής ή παροχής τους, καθώς και ως προς την απαραίτητη τεχνογνωσία για τη δημιουργία ενός ποιοτικού προϊόντος ή μιας ποιοτικής υπηρεσίας σε κάθε ένα από τους εν λόγω κλάδους. Υπό τις περιστάσεις αυτές, έστω και αν θεωρηθεί ότι ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες υπηρεσίες μπορούν να ανήκουν στον τομέα της μόδας, δεν αποδείχθηκε ότι συνήθως οι καταναλωτές αναμένουν ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη της κατασκευής ή της παροχής των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, που εκ πρώτης όψεως δεν συνδέονται μεταξύ τους ούτε ανήκουν στην ίδια οικογένεια προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Compagnie des montres Longines, Francillon κατά ΓΕΕΑ — Cheng (B), T‑505/12, Συλλογή, EU:T:2015:95, σκέψεις 72 και 73].

92      Συνεπώς, τα επιχειρήματα που προβάλλουν η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη σύγκριση των προϊόντων και των υπηρεσιών είναι απορριπτέα.

–       Επί της συγκρίσεως των σημείων

93      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ηχητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαραβαλλομένων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα εν λόγω σημεία, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών εκλαμβάνει τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής εκλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:333, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

94      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, από εννοιολογικής απόψεως, οι καταναλωτές που δεν γνωρίζουν την ελληνική και δεν είναι εξοικειωμένοι με τους ελληνικούς χαρακτήρες εκλαμβάνουν τα επίμαχα σημεία ως πρωτότυπη απεικόνιση του κεφαλαίου γράμματος «E» που δεν αποτελεί έννοια. Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι, από οπτικής απόψεως, τα σημεία εμφανίζουν μέτριο βαθμό ομοιότητας, δεδομένου ότι απεικονίζουν τη γραφή του ίδιου γράμματος κατά τον ίδιο περίπου τρόπο. Το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι, από ηχητικής απόψεως, αμφότερα τα σημεία προφέρονται όπως το γράμμα «e» και είναι, κατά συνέπεια, πανομοιότυπα.

95      Επί του ζητήματος αυτού, η προσφεύγουσα προέβαλε κατ’ ουσίαν τα ακόλουθα επιχειρήματα. Αμφισβητεί την ηχητική σύγκριση, καθόσον είναι ανακριβές ότι τα επίμαχα σημεία μπορούν να προφερθούν, δεδομένου ότι το σημείο του ζητουμένου σήματος συντίθεται, κατά την προσφεύγουσα, από ενιαία περίτεχνη καλλιγραφική γραφή της ομάδας γραμμάτων «ευ», χωρίς φωνητική προφορά. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης την εννοιολογική σύγκριση των σημείων, με το αιτιολογικό ότι τα δύο σημεία δεν απεικονίζουν το ελληνικό γράμμα «ε» σε πεζή γραμματοσειρά, καθόσον το σημείο του ζητουμένου σήματος αποτελεί, κατά την προσφεύγουσα, την αυθεντική υπογραφή της. Το εν λόγω σημείο περιλαμβάνει την ομάδα γραμμάτων «ευ», που αποτελεί την αρχή του ονόματος της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την από οπτικής απόψεως σύγκριση, με το αιτιολογικό ότι τα δύο σημεία είναι πολύ διαφορετικά, καθόσον το σημείο του προγενεστέρου σήματος συντίθεται αποκλειστικά από το ελληνικό γράμμα «ε» γραμμένο με μαύρο χρώμα, ενώ το σημείο του ζητουμένου σήματος αποτελεί μακρόσυρτη, εξεζητημένη σχεδιαστικά και στυλιστικά γραφή της ομάδας γραμμάτων «ευ», με έντονα καλλιγραφικά στοιχεία, χρώματος μπλε-γκρί και με διαφορετικές αναλογίες και διαστάσεις μεταξύ των άκρων.

96      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

97      Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι, από ηχητικής απόψεως, τα δύο σημεία είναι πανομοιότυπα, για τους ίδιους λόγους που δέχθηκε το τμήμα προσφυγών. Επισημαίνει ότι, από εννοιολογικής απόψεως, τα δύο σημεία είναι πανομοιότυπα καθόσον αμφότερα συνίστανται σε απεικόνιση του γράμματος «e» με κεφαλαία γραφή. Υποστηρίζει ότι, από οπτικής απόψεως, τα σημεία παρουσιάζουν εντονότατη ομοιότητα, καθόσον αμφότερα συνίστανται στην απεικόνιση του γράμματος «e» με κεφαλαία γραφή και καλλιγραφικό ύφος. Τα δύο σημεία δεν φέρουν στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως δεσπόζοντα ή ιδιαιτέρως διακριτά. Κατά την παρεμβαίνουσα, τα δύο σημεία είναι ομοειδή.

98      Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών δεν έκρινε, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, ότι τα επίμαχα σημεία είναι ταυτόσημα για τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25. Το επιχείρημα που προβάλλει συναφώς η προσφεύγουσα στηρίζεται σε παραμόρφωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

99      Όσον αφορά την οπτική σύγκριση, πρέπει εκ προοιμίου να παρατηρηθεί ότι τα επιχειρήματα που αντλούνται από σύγκριση των σημείων που αποτελούνται, αφενός, από τη συνεχόμενη γραφή της ομάδας δύο γραμμάτων «ευ» και, αφετέρου, μόνου του ελληνικού γράμματος «ε» είναι αλυσιτελή, εφόσον το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη του τα κράτη μέλη στα οποία δεν αναγνωρίζονται οι ελληνικοί χαρακτήρες. Εξάλλου, το χρώμα του σημείου του ζητουμένου σήματος, η καλλιγραφική γραφή του, οι αναλογίες και οι διαστάσεις των άκρων του δεν αποτελούν στοιχεία ιδιαιτέρως διακριτά από οπτικής απόψεως ώστε να τραβούν την προσοχή του καταναλωτή και να διαφοροποιούν αρκούντως το σημείο αυτό σε σχέση προς το σημείο του προγενεστέρου σήματος. Το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι τα σημεία εμφάνιζαν μέτριο βαθμό ομοιότητας, όπως αναγνώρισε άλλωστε η προσφεύγουσα με το σημείο 15 του δικογράφου της προσφυγής της. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι τα δύο σημεία εμφανίζουν εντονότατη ομοιότητα.

100    Όσον αφορά την ηχητική σύγκριση, τα δύο εικονιστικά σημεία μπορούν να εκληφθούν από τον καταναλωτή ως γράμματα που προφέρονται όπως το γράμμα «e». Συνεπώς, μπορούν να θεωρηθούν πανομοιότυπα, όπως ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών.

101    Όσον αφορά την εννοιολογική σύγκριση, πρέπει να θεωρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών επίσης δεν υπέπεσε σε πλάνη. Η προσφεύγουσα δεν επικαλείται στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το γεγονός ότι τα σημεία εμφανίζονται, για τους καταναλωτές που δεν γνωρίζουν την ελληνική, ως ευφάνταστη απεικόνιση του κεφαλαίου γράμματος «E». Ένα γράμμα δεν αποτελεί έννοια και ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι αυτό εμπόδιζε οποιαδήποτε εννοιολογική σύγκριση.

102    Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας είναι απορριπτέα στο μέτρο που αμφισβητούν την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη σύγκριση των αντιπαραβαλλομένων σημείων.

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

103    Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμωμένων παραγόντων και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Έτσι, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών δύναται να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, Συλλογή, EU:C:1998:442, σκέψη 17, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ — Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Συλλογή, EU:T:2006:397, σκέψη 74].

104    Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που κρίθηκαν τουλάχιστον ομοειδείς απευθύνονται στο ευρύ κοινό και τους ειδικούς, ιδίως όσον αφορά τις «εμπορικές εκθέσεις για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς» που εμπίπτουν στην κλάση 35 και αποτελούν αντικείμενο εντονότερης προσοχής. Το τμήμα προσφυγών, αφού αρνήθηκε να λάβει υπόψη του τα έγγραφα που προσκόμισε ενώπιόν του η παρεμβαίνουσα, με το αιτιολογικό ότι η τελευταία δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο δεν είχε μπορέσει να προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, έκρινε ότι το προγενέστερο σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα χαμηλότερο του μέσου όρου. Κατά το τμήμα προσφυγών, μόνα τα γράμματα δεν έχουν τον ίδιο εγγενή διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση προς τους συνδυασμούς γραμμάτων ή λέξεων. Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι η οπτική παράσταση των σημείων είναι σημαντικότερη, καθόσον οι καταναλωτές μπορούν να ελέγξουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες οπτικώς προτού τα αγοράσουν. Το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι η απόσταση μεταξύ των σημείων δεν αρκεί προς διάκριση των σημάτων με βεβαιότητα όσον αφορά τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25. Αντιθέτως, για τα προϊόντα που θεωρούνται σε χαμηλό βαθμό ομοειδή, έκρινε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως, με την αιτιολογία ότι η απόσταση μεταξύ των σημείων είναι επαρκής και ότι, όσον αφορά τις υπηρεσίες, που απευθύνονται ιδίως σε ειδικούς, το επίπεδο προσοχής των τελευταίων ήταν υψηλότερο του μέσου όρου.

105    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, στη σφαιρική εκτίμηση, δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής διαφοράς μεταξύ των αντιπαραβαλλομένων σημάτων. Κατ’ αυτήν, τα σήματα δεν ομοιάζουν ούτε οπτικώς ούτε ηχητικώς και τα προϊόντα ορισμένων κλάσεων είναι διαφορετικά. Το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη του ούτε τη βαρύτητα της σημασίας του όρου «διακοσμήσεις» που αναφέρεται στον κατάλογο των προϊόντων που εμπίπτουν στις κλάσεις 18 και 25 και καλύπτονται από το ζητούμενο σήμα. Η προσφεύγουσα επικαλείται, εξάλλου, την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Environmental Manufacturing κατά ΓΕΕΑ (C‑383/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:741), προς αμφισβήτηση της εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως.

106    Η παρεμβαίνουσα εκτιμά ότι, στη σφαιρική εκτίμηση, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως για όλα τα επίμαχα προϊόντα. Κατ’ αυτήν, τα σημεία εμφανίζουν οπτικές, ηχητικές καθώς και εννοιολογικές ομοιότητες, το γεγονός δε ότι συντίθενται από το κεφαλαίο γράμμα «Ε» σε στυλιζαρισμένη γραφή ή συνίστανται στην αντανάκλαση του αριθμού «3» στρέφει την προσοχή των καταναλωτών κατευθείαν στο δεσπόζον αυτό στοιχείο. Οι οπτικές ομοιότητες είναι καθοριστικές, καθόσον οι καταναλωτές προβαίνουν σε οπτική ανάλυση των προϊόντων και των υπηρεσιών προτού προβούν στην απόκτησή τους. Επιπλέον, το προγενέστερο σήμα έχει υψηλή διακριτική ικανότητα λόγω της φήμης του, ο δε καταναλωτής βασίμως μπορεί να πιστεύσει ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση, ιδίως δεδομένου ότι όλα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες ανήκουν στον χώρο της μόδας. Αν το επίπεδο προσοχής των καταναλωτών μπορεί, κατά την παρεμβαίνουσα, να είναι υψηλό όσον αφορά τις υπηρεσίες «Εμπορικές εκθέσεις για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς», δεν ισχύει το ίδιο για τα λοιπά προϊόντα που αποτελούν προϊόντα καθημερινής χρήσεως, προοριζόμενα για μέσους καταναλωτές.

107    Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας.

108    Πρέπει ευθύς εξαρχής να απορριφθούν τα επιχειρήματα που στηρίζονται στην προμνησθείσα στη σκέψη 105 απόφαση Environmental Manufacturing κατά ΓΕΕΑ (EU:C:2013:741), τα οποία η προσφεύγουσα αναπτύσσει στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την απουσία αιτιολογίας, αλλά αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως. Αφενός, όπως ορθώς παρατηρεί το ΓΕΕΑ, το επιχείρημα που αντλείται από τη σκέψη 40 της εν λόγω αποφάσεως δεν είναι λυσιτελές, καθόσον η σκέψη αυτή αφορά τη βλάβη που προξενείται στον διακριτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 και όχι την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού. Αφετέρου, το επιχείρημα που αντλείται από τη σκέψη 24 της εν λόγω αποφάσεως είναι εξίσου αλυσιτελές, καθόσον βασίζεται στα υποστηριχθέντα από την προσφεύγουσα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση και όχι στη νομολογία, αντίθετα προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα.

109    Όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως για τα προϊόντα που θεωρούνται πανομοιότυπα, ήτοι τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το ζητούμενο σήμα και από το προγενέστερο σήμα και εμπίπτουν στις κλάσεις 18 και 25, πρέπει να θεωρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι, για τα εν λόγω προϊόντα, η απόσταση μεταξύ των σημείων δεν είναι επαρκής προκειμένου να μπορούν οι καταναλωτές να διακρίνουν τα σήματα με βεβαιότητα. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 62, 67, 76 99 και 100, το επίπεδο προσοχής των καταναλωτών που συγκροτούνται από το ευρύ κοινό της Ένωσης δεν είναι ιδιαιτέρως υψηλό για τα επίμαχα προϊόντα, τα δε δύο αντιπαραβαλλόμενα σημεία είναι πανομοιότυπα από ηχητικής απόψεως και εμφανίζουν μέτριο βαθμό ομοιότητας από οπτικής απόψεως, δυνάμενα συνεπώς να οδηγήσουν σε κίνδυνο συγχύσεως.

110    Όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των κλάσεων 26 και 35, που εμφανίζουν χαμηλό βαθμό ομοιότητας με τα προϊόντα που αφορά το προγενέστερο σήμα, κατά μείζονα δε λόγο όσον αφορά όλα τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 14, 16, 26 και 40 και θεωρούνται ότι διαφέρουν από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά το προγενέστερο σήμα, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε ούτε ως προς το σημείο αυτό σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η απόσταση μεταξύ των αντιπαραβαλλομένων σημείων είναι επαρκής. Όπως προκύπτει ιδίως από τις ανωτέρω σκέψεις 63, 67 και 86 έως 89, το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερομένου κοινού μπορεί να είναι υψηλότερο για τις υπηρεσίες της κλάσεως 35, δεδομένου ότι αυτές απευθύνονται στους ειδικούς. Εξάλλου, τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που αφορά το ζητούμενο σήμα και τα προϊόντα που προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα εμφανίζουν είτε χαμηλό βαθμό ομοιότητας είτε δεν εμφανίζουν καμία ομοιότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι ο μέτριος βαθμός ομοιότητας μεταξύ των αντιπαραβαλλομένων σημείων δεν είναι ικανός να δημιουργήσει κίνδυνο συγχύσεως για τα εν λόγω προϊόντα και τις εν λόγω υπηρεσίες. Πρέπει να προστεθεί ότι το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως στο μέτρο που τα προϊόντα ανήκουν στον ίδιο τομέα, δηλαδή τον χώρο της μόδας, δεν ανατρέπει το συμπέρασμα αυτό, καθόσον το γεγονός και μόνον ότι τα προϊόντα ανήκουν σε έναν τομέα ή σε πολύ συγγενείς τομείς δεν αρκεί ώστε να θεωρηθούν ομοειδή, όπως ορθώς υποστηρίζει το ΓΕΕΑ.

111    Συνεπώς, οι λόγοι ακυρώσεως που η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα αντλούν από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της παρεμβαίνουσας, που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, καθώς και επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 76 του κανονισμού 207/2009

112    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής εκ μέρους του δικαιούχου προγενεστέρου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το ζητούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώριση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωριστεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενεστέρου κοινοτικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και, στην περίπτωση προγενεστέρου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο οικείο κράτος μέλος, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς νόμιμη αιτία, του ζητουμένου σήματος θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

113    Η διευρυμένη προστασία την οποία παρέχει στο προγενέστερο σήμα το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 προϋποθέτει τη συνδρομή πλειόνων προϋποθέσεων. Πρώτον, το προγενέστερο σήμα το οποίο φέρεται να χαίρει φήμης πρέπει να έχει καταχωριστεί. Δεύτερον, τόσο το προγενέστερο σήμα όσο και αυτό του οποίου ζητείται η καταχώριση πρέπει να είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Τρίτον, στην περίπτωση προγενεστέρου κοινοτικού σήματος, το σήμα πρέπει να χαίρει φήμης εντός της Κοινότητας, ή, στην περίπτωση προγενεστέρου εθνικού σήματος, να χαίρει φήμης εντός του οικείου κράτους μέλους. Τέταρτον, η χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του ζητουμένου σήματος πρέπει να συνεπάγεται κίνδυνο αντλήσεως αθέμιτου οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενεστέρου σήματος ή κίνδυνο βλάβης του διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης του προγενεστέρου σήματος. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν σωρευτικώς, η μη συνδρομή μιας από αυτές αρκεί ώστε να καταστήσει ανεφάρμοστη τη διάταξη αυτή [αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2007, Sigla κατά ΓΕΕΑ — Elleni Holding (VIPS), T‑215/03, Συλλογή, EU:T:2007:93, σκέψεις 34 και 35, και της 11ης Ιουλίου 2007, Mülhens κατά ΓΕΕΑ — Minoronzoni (TOSCA BLU), T‑150/04, Συλλογή, EU:T:2007:214, σκέψεις 54 και 55].

114    Όσον αφορά, ειδικότερα, την τέταρτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, η προϋπόθεση αυτή αναφέρεται σε τρεις διακριτές μεταξύ τους και εναλλακτικές περιπτώσεις κινδύνου, ήτοι τις περιπτώσεις στις οποίες η χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του ζητουμένου σήματος, πρώτον, βλάπτει τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος, δεύτερον, βλάπτει τη φήμη του προγενεστέρου σήματος ή, τρίτον, προσπορίζει αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος. Η πρώτη περίπτωση κινδύνου την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή στοιχειοθετείται όταν το προγενέστερο σήμα δεν είναι πλέον ικανό να προκαλεί άμεσο συσχετισμό με τα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί και χρησιμοποιείται. Ο κίνδυνος αυτός συνίσταται στην αποδυνάμωση του προγενεστέρου σήματος με την αποδόμηση της ταυτότητάς του και του αντίκτυπου που έχει στο κοινό. Η δεύτερη προβλεπόμενη περίπτωση κινδύνου στοιχειοθετείται όταν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσδιορίζει το ζητούμενο σήμα μπορούν να εκληφθούν από το κοινό κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται η έλξη την οποία ασκεί το προγενέστερο σήμα. Η τρίτη περίπτωση κινδύνου συνίσταται στον κίνδυνο μεταφοράς της εικόνας του χαίροντος φήμης σήματος ή των προβαλλομένων με αυτή χαρακτηριστικών στα προϊόντα τα οποία προσδιορίζει το ζητούμενο σήμα, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η εμπορία τους από τον ως άνω συσχετισμό με το προγενέστερο χαίρον φήμης σήμα. Πρέπει, πάντως, να τονιστεί ότι σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαραβαλλομένων σημάτων, καθόσον απαιτείται να μπορεί απλώς το ενδιαφερόμενο κοινό να συσχετίσει μεταξύ τους τα σήματα αυτά χωρίς όμως να απαιτείται οπωσδήποτε να τα συγχέει (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 113 απόφαση VIPS, EU:T:2007:93, σκέψεις 36 έως 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το τμήμα ανακοπών ορθώς αποφάνθηκε ότι η φήμη του προγενεστέρου σήματος δεν ήταν αποδεδειγμένη, καθόσον η παρεμβαίνουσα δεν κατέθεσε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με τη φήμη του προγενεστέρου σήματός της. Αφενός, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι, στο μέτρο που παρεμβαίνουσα δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο δεν είχε μπορέσει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, θεώρησε ότι η ενώπιόν του προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων με το υπόμνημα που εξέθετε τους λόγους της προσφυγής ήταν καθυστερημένη. Σε μια τέτοια περίπτωση, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να κάνει χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Αφετέρου, τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία αναφέρονταν είτε στο σήμα ETAM είτε σε εικονιστικό σήμα που περιελάμβανε το λεκτικό στοιχείο «etam», όχι όμως στο προγενέστερο σήμα επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή. Η παρεμβαίνουσα δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο η αναγνωρισιμότητα ενός από τα χρησιμοποιούμενα σήματα στην αγορά έπρεπε να επεκταθεί στο προγενέστερο σήμα επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή.

116    Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, από την ανάγνωση όμως των σημείων 13 έως 21 της προσφυγής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο αυτό, ανέπτυξε επιχειρήματα που αφορούν αποκλειστικά την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού. Τα επιχειρήματα αυτά εξετάστηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 54 έως 111.

117    Με τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, η παρεμβαίνουσα επικαλείται τη δεύτερη προϋπόθεση που μνημονεύεται ανωτέρω στη σκέψη 113. Κατά την παρεμβαίνουσα, η προϋπόθεση αυτή πληρούται εν προκειμένω, καθόσον το προγενέστερο σήμα και το ζητούμενο σήμα είναι παρόμοια.

118    Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει επίσης ότι πληρούται και η τρίτη προϋπόθεση που μνημονεύεται στην ίδια σκέψη, καθόσον το σήμα ETAM είναι παγκοσμίως γνωστό στους καταναλωτές και η παρεμβαίνουσα είναι ηγέτιδα στον χώρο της μόδας, ιδίως στη Γαλλία στον τομέα των εσωρούχων. Το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιείται σε πολυάριθμα σημεία πωλήσεως, σε σχέση με κάθε ένα από τα προϊόντα που εμπορεύεται η παρεμβαίνουσα, η δε φήμη του σήματος αυτού είναι επαρκώς αποδεδειγμένη. Κατά την παρεμβαίνουσα, το τμήμα προσφυγών όφειλε να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, εγκαίρως, στις 9 Απριλίου 2013, μαζί με τους λόγους επί των οποίων στηριζόταν η προσφυγή της παρεμβαίνουσας, καθόσον τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία καταδείκνυαν τη φήμη που είχε αποκτήσει το προγενέστερο σήμα. Η πλειονότητα των προσκομισθέντων από την παρεμβαίνουσα αποδεικτικών στοιχείων καταδείκνυε ότι το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά υπό τη μορφή με την οποία κατατέθηκε και, αν η παρεμβαίνουσα χρησιμοποιεί το σήμα αυτό περιστασιακά με ελαφρώς τροποποιημένη μορφή, η χρήση αυτή δεν αλλοιώνει τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος. Το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι δεν διέθετε εξουσία εκτιμήσεως ώστε να λάβει υπόψη του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.

119    Η παρεμβαίνουσα προσθέτει, όσον αφορά την τέταρτη προϋπόθεση που μνημονεύεται ανωτέρω στη σκέψη 113, ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενεστέρου σήματος ενισχύθηκε λόγω της φήμης που απέκτησε, καθόσον το σήμα έχει καταστεί, κατά την παρεμβαίνουσα, ένδειξη προτιμήσεως των προϊόντων της παρεμβαίνουσας από το κοινό, καθόσον αποτελεί το έμβλημα της εταιρίας στα μάτια των καταναλωτών. Δεδομένου ότι τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το ζητούμενο σήμα ανήκουν στον χώρο της μόδας ή σχετίζονται με αυτόν, χώρο στον οποίο τυγχάνει εκμεταλλεύσεως το προγενέστερο σήμα και χαίρει αξιόλογης φήμης, το ζητούμενο σήμα ενδέχεται να αντλήσει αθέμιτο όφελος από τη φήμη που έχει αποκτήσει το προγενέστερο σήμα.

120    Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί αυτή την επιχειρηματολογία.

121    Από το γράμμα του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι, κατά κανόνα και εκτός αν υπάρχει αντίθετη διάταξη, η επίκληση πραγματικών περιστατικών και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους παραμένει δυνατή και μετά την εκπνοή των σχετικών προθεσμιών που προβλέπονται στον κανονισμό 207/2009, καθώς και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο ΓΕΕΑ να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως. Διευκρινίζοντας ότι το ΓΕΕΑ «μπορεί» σε παρόμοιες περιπτώσεις να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τέτοια πραγματικά περιστατικά, η εν λόγω διάταξη παρέχει στην πράξη στο ΓΕΕΑ ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει, αιτιολογώντας την απόφασή του επ’ αυτού του σημείου, αν πρέπει να τα λάβει υπόψη ή όχι (βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ, C‑120/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:638, σκέψεις 22 και 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

122    Η συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών από το ΓΕΕΑ, όταν αυτό καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν αυτό θεωρεί, αφενός, ότι τα εκπροθέσμως προβληθέντα στοιχεία ενδέχεται εκ πρώτης όψεως να ασκήσουν ουσιαστική επιρροή όσον αφορά την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, ότι το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο προβάλλονται εκπροθέσμως τα στοιχεία αυτά, αλλά και οι σχετικές περιστάσεις, δεν εμποδίζουν τη συνεκτίμηση αυτή [αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:162, σκέψη 44, και της 9ης Απριλίου 2014, MHCS κατά ΓΕΕΑ — Ambra (DORATO), T‑249/13, EU:T:2014:193, σκέψη 25].

123    Η επιβολή στο ΓΕΕΑ της υποχρεώσεως να λαμβάνει υπόψη του, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλονται και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι διάδικοι σε διαδικασία ανακοπής εκτός των τασσομένων προς τούτο προθεσμιών δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 207/2009 θα στερούσε τις διατάξεις αυτές από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 122 απόφαση DORATO, EU:T:2014:193, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124    Υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν καταρχήν θεμιτό να μη λάβει το τμήμα προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, υπόψη του τα εν λόγω στοιχεία. Αφού διαπίστωσε, στη σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παρεμβαίνουσα δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο δεν είχε μπορέσει να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, προς απόδειξη της φήμης του προγενεστέρου σήματος, και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία είχαν προσκομιστεί για πρώτη φορά με το υπόμνημα που εξέθετε τους λόγους της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής, το τμήμα προσφυγών νομίμως μπορούσε να μη λάβει υπόψη του τα νέα αυτά αποδεικτικά στοιχεία, όπως και έπραξε εν προκειμένω.

125    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, στη σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ανέφερε μεν ότι δεν μπορούσε να κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειάς του σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και ότι, συνεπώς, δεν μπορούσε να δεχθεί τα έγγραφα αυτά, προσέθεσε, ωστόσο, με τη σκέψη 54 της ίδιας αποφάσεως, ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία αναφέρονταν είτε στο σήμα ETAM είτε σε εικονιστικό σήμα που περιελάμβανε το λεκτικό στοιχείο «etam» και όχι στο προγενέστερο σήμα. Υπογράμμισε ότι η παρεμβαίνουσα δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο η αναγνωρισιμότητα ενός από τα χρησιμοποιούμενα σήματα στην αγορά έπρεπε να επεκταθεί και στο προγενέστερο σήμα επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή.

126    Από την αιτιολογία αυτή προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι το τμήμα προσφυγών θέλησε να εξετάσει, αφενός, αν τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα έγγραφα ήταν εκ πρώτης όψεως ικανά να ασκήσουν ουσιαστική επιρροή όσον αφορά την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, αν το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο προβλήθηκαν εκπροθέσμως τα στοιχεία αυτά και οι σχετικές περιστάσεις εμπόδιζαν τη συνεκτίμηση αυτή.

127    Τονίζοντας ότι η παρεμβαίνουσα δεν είχε δικαιολογήσει την καθυστέρηση με την οποία προσκόμισε τα έγγραφα και ότι τα έγγραφα αυτά δεν ασκούσαν εκ πρώτης όψεως ουσιαστική επιρροή, το τμήμα προσφυγών έκανε συνεπώς, σύμφωνα με τη νομολογία, χρήση της διακριτικής ευχέρειάς του μη δεχόμενο τα εν λόγω έγγραφα. Κατά συνέπεια, δεν υπέπεσε σε πλάνη ως προς το ζήτημα αυτό.

128    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε, κατά την παρεμβαίνουσα, ότι τα προσκομισθέντα ενώπιόν του έγγραφα δεν αναφέρονταν στο προγενέστερο σήμα, αλλά περισσότερο σε δύο χρησιμοποιούμενα σήματα, ήτοι το σήμα ETAM καθώς και το εικονιστικό σήμα που περιελάμβανε το λεκτικό στοιχείο «etam», πρέπει να παρατηρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η παρεμβαίνουσα δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο η αναγνωρισιμότητα των χρησιμοποιουμένων σημάτων στην αγορά έπρεπε να επεκταθεί και στο προγενέστερο σήμα.

129    Πράγματι, από την ανάλυση των εγγράφων αυτών προκύπτει ότι καταδεικνύουν ουσιαστικά τη φήμη του σήματος ETAM ή ενός εικονιστικού σήματος που περιλαμβάνει το λεκτικό στοιιχείο «etam» και ότι ορισμένα μόνο από τα εν λόγω έγγραφα αναφέρονται στο προγενέστερο σήμα, χωρίς να καταδεικνύουν την κατά κυριολεξία φήμη του τελευταίου αυτού σήματος.

130    Ελλείψει αποδείξεως όσον αφορά τη φήμη του σήματος αυτού, η τρίτη προϋπόθεση που μνημονεύθηκε ανωτέρω στη σκέψη 113 δεν πληρούται.

131    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλεί η παρεμβαίνουσα από την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, όπως επίσης και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 76 του κανονισμού 207/2009, καθόσον η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ίδιο συμφέρον προς προβολή του λόγου αυτού. Συναφώς, χρήσιμο είναι να παρατηρηθεί ότι, με τον λόγο αυτόν, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα.

132    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή της προσφεύγουσας και η αντίθετη προσφυγή της παρεμβαίνουσας πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του δευτέρου αιτήματος της προσφυγής [απόφαση της 22ας Μαρτίου 2011, Ford Motor κατά ΓΕΕΑ — Alkar Automotive (CA), T‑486/07, EU:T:2011:104, σκέψεις 97 και 98].

 Επί των δικαστικών εξόδων

133    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν να φέρουν, εκάστη κατά το ήμισυ, τα δικαστικά έξοδα του ΓΕΕΑ, σύμφωνα με τα αιτήματά του, καθώς και, εκάστη, τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Απορρίπτει την αντίθετη προσφυγή.

3)      Καταδικάζει την Εύχαρι Νέζη και την Etam SAS να φέρουν, εκάστη κατά το ήμισυ, τα δικαστικά έξοδα του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), καθώς και, εκάστη, τα δικαστικά έξοδά της.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Μαρτίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.