Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 15 Αυγούστου 2018 ο Xabier Uribe-Etxebarría Jiménez κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 29 Μαΐου 2018 στην υπόθεση T-577/15, Xabier Uribe-Etxebarría Jiménez κατά EUIPO – Núcleo de comunicaciones y control, S.L.

(Υπόθεση C-534/18 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Xabier Uribe-Etxebarría Jiménez (εκπρόσωπος: M. Esteve Sanz, δικηγόρος)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Núcleo de comunicaciones y control, S.L.

Αιτήματα

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

Να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που απορρίπτει τον πρώτο λόγο της ασκηθείσας από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής καθώς και κατά το μέρος που απορρίπτει εν μέρει τον τρίτο λόγο της προσφυγής αυτής.

Να κάνει δεκτά τα αιτήματα που προβλήθηκαν με τον πρώτο λόγο της ασκηθείσας από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής και, επικουρικώς, αυτά που προβλήθηκαν με τον τρίτο λόγο της προσφυγής αυτής.

Να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υπεβλήθη ο αναιρεσείων στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας καθώς και στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος υποδιαιρείται σε έξι σκέλη, βάλλει κατά του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι το τμήμα προσφυγών ενομιμοποιείτο να μην κάνει δεκτό το εμπροθέσμως υποβληθέν από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO συμπληρωματικό υπόμνημα λόγων προσφυγής, απέρριψε τον πρώτο λόγο της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής, ο οποίος αφορά παράβαση των άρθρων 63, παράγραφος 1, 64, παράγραφος 1, και 76, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/20091 την οποία ενέχει η απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO.

Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αντλείται από παράβαση του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, διότι το Γενικό Δικαστήριο, καθ’ ο μέρος δεν εξέτασε τον αναπτυχθέντα από τον αναιρεσείοντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ισχυρισμό περί απαραδέκτου των προβληθέντων από το EUIPO με το υπόμνημα αντικρούσεως της προσφυγής επιχειρημάτων, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αντλείται από: (i) παράβαση του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, διότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως της ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τους λόγους για τους οποίους το τμήμα προσφυγών του EUIPO δεν έλαβε υπόψη το αίτημα του αναιρεσείοντος όπως εξετάσει εκ νέου τα υποβληθέντα ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως του EUIPO αποδεικτικά στοιχεία περί χρήσεως του σήματος, (ii) προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την αναπτυχθείσα για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως της προσφυγής αιτιολογία του EUIPO, αντί να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, (iii) παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, στον βαθμό κατά τον οποίον Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών ενομιμοποιείτο να απορρίψει το υπόμνημα του αναιρεσείοντος, καίτοι το τμήμα προσφυγών δεν είχε απορρίψει το υπόμνημα αυτό.

Το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αντλείται από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και, συγκεκριμένα, των διατυπώσεων που περιέχονται στα υποβληθέντα από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO υπομνήματα (αρχικό και συμπληρωματικό) στα οποία εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής.

Το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αντλείται από παράβαση των άρθρων 63, παράγραφος 1, 64, παράγραφος 1, και 76, παράγραφος 1, και 57, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας των άρθρων αυτών από το Γενικό Δικαστήριο, καθ’ ο μέρος έκρινε νόμιμη τη μη απάντηση του τμήματος προσφυγών του EUIPO σε αίτημα του αναιρεσείοντος, καίτοι αυτό είχε αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αντλείται από παράβαση του άρθρου 64 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009, στον βαθμό κατά τον οποίον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, όταν δεν έχει τεθεί ρητώς ενώπιον του τμήματος προσφυγών, δεν συνιστά νομικό στοιχείο το οποίο πρέπει κατ’ ανάγκη να εξεταστεί από το τμήμα αυτό προκειμένου να επιλυθεί η ενώπιόν του διαφορά.

Το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αντλείται από παράβαση των άρθρων 64 και 60 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 και του κανόνα 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/952 καθ’ ο μέρος στην υπό κρίση υπόθεση εφαρμόστηκε η καθιερωθείσα επί τη βάσει των δύο τελευταίων αυτών άρθρων νομολογία, άρθρα τα οποία διέπουν το παραδεκτό των προσφυγών ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, αφ’ ης στιγμής η προσφυγή δεν είχε εν προκειμένω κριθεί απαράδεκτη από το τμήμα προσφυγών, ενώ, ακόμη και αν είχε κριθεί απαράδεκτη, κάτι τέτοιο θα ενείχε παράβαση των εν λόγω άρθρων, καθόσον ουδείς λόγος απαραδέκτου συνέτρεχε σε σχέση με τα προσκομισθέντα από τον αναιρεσείοντα υπομνήματα.

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο απορρίφθηκε εν μέρει ο τρίτος λόγος της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, λόγος ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 την οποία ενέχει η απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO και υποδιαιρείται σε δύο σκέλη.

Το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αντλείται από παράβαση του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθ’ ο μέρος το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε το περιεχόμενο που αποφάσισε να προσδώσει στις εκτιμήσεις των αποφάσεων του τμήματος ακυρώσεων και του τμήματος προσφυγών του EUIPO σε σχέση με τα προϊόντα για τα οποία το προγενέστερο σήμα έπρεπε να θεωρηθεί καταχωρισμένο. Αντλείται επίσης από παραμόρφωση των εν λόγω εκτιμήσεων καθ’ ο μέρος το προσδοθέν από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιεχόμενο έρχεται σε αντίθεση με τα επιχειρήματα των διαδίκων και με την αποδεικτική διαδικασία.

Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αντλείται από παράβαση του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009 καθ’ ο μέρος το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι προσδιοριζόμενες με το επίμαχο σήμα υπηρεσίες της κλάσεως 42 παρουσιάζουν ομοιότητες με τα προϊόντα για τα οποία το προγενέστερο σήμα έχει θεωρηθεί καταχωρισμένο.

____________

1 Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE 2009, L 78, σ. 1).

2 Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (EE 1995, L 303, σ. 1).