Language of document : ECLI:EU:F:2009:131

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2009

Υπόθεση F-125/07

Armin Hau

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2006 – Μη εγγραφή στον πίνακα των προαγομένων υπαλλήλων – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Κατώτατο όριο αναφοράς – Μη συνεκτίμηση της ιδιότητας του υπαλλήλου ως “παλαιού προταθέντος”»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Α. Hau ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου, δημοσιευθείσας στις 21 Νοεμβρίου 2006, περί μη εγγραφής του στον πίνακα των προαγομένων υπαλλήλων στον βαθμό B*7 για την περίοδο προαγωγών 2006.

Απόφαση: Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δημοσιευθείσα στις 21 Νοεμβρίου 2006, περί μη εγγραφής του προσφεύγοντος στον πίνακα των προαγομένων υπαλλήλων στον βαθμό B*7 για την περίοδο προαγωγών 2006 ακυρώνεται. Το Κοινοβούλιο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δυνατότητα αιτιολογήσεως αποφάσεως περί μη προαγωγής κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο – Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, και 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Συνεκτίμηση προτάσεως προαγωγής κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.      Η διοίκηση έχει τη δυνατότητα να αιτιολογεί την απόφαση περί μη προαγωγής κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όταν η διοίκηση κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, στερεί τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους από τη δυνατότητα να υποβάλουν διοικητική ένσταση έχοντας λάβει γνώση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους αναλόγως. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποίαν ένας υπάλληλος έλαβε γνώση της αιτιολογίας μιας αποφάσεως αποκλειστικά στο στάδιο της απορρίψεως της ενστάσεως, η διοίκηση δεν μπορεί να του αντιτάξει τον σεβασμό της αρχής της ταυτότητας του αντικειμένου διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής όσον αφορά λόγους ή αιτιάσεις που σχετίζονται με την αιτιολογία αυτή.

(βλ. σκέψη 24)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Φεβρουαρίου 1992, T‑52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑121, σκέψη 36

2.      Προκειμένου να εκτιμήσει τα προσόντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της αποφάσεως περί προαγωγής που προβλέπεται από το άρθρο 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Έτσι, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των μέσων και των μεθόδων που μπορεί να οδήγησαν στην εκτίμησή της τη διοίκηση, η τελευταία ενήργησε εντός των θεμιτών ορίων και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

Η ύπαρξη ευρείας διακριτικής ευχέρειας δεν μπορεί, ωστόσο, να απαλλάξει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα λυσιτελή στοιχεία κάθε περιπτώσεως. Το γεγονός ότι ο υπάλληλος είχε προταθεί για προαγωγή κατά την προηγούμενη της επίμαχης περίοδο προαγωγών αποτελεί στοιχείο που μπορεί να ληφθεί λυσιτελώς υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι ο υπάλληλος δεν έπαυσε να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα μετά την περίοδο προαγωγών κατά την οποία είχε προταθεί για προαγωγή.

Εξάλλου, η συστηματική μη συνεκτίμηση της ιδιότητας του «παλαιού προταθέντος» θα μπορούσε να δημιουργήσει διακρίσεις μεταξύ υπαλλήλων υποψήφιων για προαγωγή, αφού θα κατέληγε να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο καταστάσεις αντικειμενικά διαφορετικές. Πράγματι, δεδομένου ότι το γεγονός ότι ένας υπάλληλος είχε ήδη φθάσει στο κατώτατο όριο για προαγωγή κατά την προηγηθείσα περίοδο προαγωγών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα προσόντα που αυτός απέδειξε στο παρελθόν ότι διαθέτει, αυτό τον τοποθετεί σε διαφορετική θέση, από την άποψη αυτή των προσόντων του, σε σχέση με εκείνη των υπαλλήλων που δεν είχαν φθάσει στο εν λόγω κατώτατο όριο για προαγωγή κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών.

(βλ. σκέψεις 26 έως 28)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 23 Οκτωβρίου 1986, 26/85, Vaysse κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 3131, σκέψη 26· 21 Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14

ΠΕΚ: 11 Δεκεμβρίου 1991, T‑169/89, Frederiksen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, σ. II‑1403, σκέψη 69· 4 Μαΐου 2005, T‑30/04, Sena κατά ΕΟΑΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑113 και II‑519, σκέψη 80· 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑253 και II‑1169, σκέψη 69

ΔΔΔ: 10 Οκτωβρίου 2007, F‑107/06, Berrisford κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 76