Language of document : ECLI:EU:C:2018:178

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

M. CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 13ης Μαρτίου 2018 (1)

Υπόθεση C‑52/17

VTBBank (Austria) AG

παρισταμένης της:

Österreichische Finanzmarktaufsicht

[αίτηση του Bundesverwaltungsgericht
(ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση νομοθεσιών – Εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2013/36/ΕΕ – Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 – Κανονισμός (ΕΕ) 468/14 – Εποπτικές και κυρωτικές εξουσίες – Όρια για μεγάλα ανοίγματα – Ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την επιβολή τόκων σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων για μεγάλα ανοίγματα»






1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί, για πρώτη φορά (εάν δεν απατώμαι), επί ορισμένων πτυχών της διαδικασίας σχετικά με τον έλεγχο της τηρήσεως των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας στις οποίες, σύμφωνα με τον νομοθέτη της Ένωσης, πρέπει να υπόκεινται τα πιστωτικά και τα επενδυτικά ιδρύματα.

2.        Η νομοθεσία στον τομέα αυτόν αποτελείται από την οδηγία 2013/36/ΕΕ (2) και τον κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 (3). Στο πλαίσιο αυτό, η αχθείσα ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων διαφορά αφορά, κατ’ ουσίαν, τα ακόλουθα δύο ζητήματα:

-      αφενός, ποια είναι η νομική φύση της επιβολής τόκων στα ιδρύματα που δεν τηρούν τα όρια του CRR για μεγάλα ανοίγματα. Συγκεκριμένα, πρέπει να διευκρινιστεί εάν πρόκειται για διοικητική κύρωση ή μέτρο καθώς και ποιο περιθώριο διαθέτουν οι εθνικές αρχές να αποφασίζουν την επιβολή αυτή σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη·

-      αφετέρου, υπό ποιες συνθήκες μπορεί να γίνει δεκτό, σε περίπτωση μεταβολής στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και μιας εθνικής εποπτικής αρχής, ότι υφίσταται εκκρεμής εποπτική διαδικασία για τους σκοπούς της εφαρμογής του προβλεπόμενου από τον κανονισμό (ΕΕ) 468/14 (4) μεταβατικού καθεστώτος.

I.      Νομικό πλαίσιο

1.      Δίκαιο της Ένωσης

1.      Οδηγία 2013/36

3.        Η αιτιολογική σκέψη 2 αναφέρει:

«Η παρούσα οδηγία θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει τις διατάξεις που αφορούν την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τις εξουσίες των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής σε αυτό το πλαίσιο και τις διατάξεις που διέπουν το αρχικό κεφάλαιο και τον εποπτικό έλεγχο των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Ο πρωταρχικός στόχος και το αντικείμενο της παρούσας οδηγίας είναι να συντονίσει τις εθνικές διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, τους λεπτομερείς όρους διακυβέρνησής τους και το εποπτικό τους πλαίσιο. Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ [(5)] και 2006/49/ΕΚ [(6)] περιείχαν και απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων. Οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που θεσπίζει ενιαίες και άμεσα εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και με δεδομένο ότι οι απαιτήσεις αυτές έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών όσον αφορά μια σειρά από περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει, συνεπώς, να νοείται σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και θα πρέπει να συγκροτεί, από κοινού με τον εν λόγω κανονισμό, το νομικό πλαίσιο που θα διέπει τις τραπεζικές δραστηριότητες, το εποπτικό πλαίσιο και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.»

4.        Η αιτιολογική σκέψη 35 έχει ως εξής:

«Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων, των προσώπων που ασκούν ουσιαστικό έλεγχο επί των δραστηριοτήτων ιδρύματος και των μελών του διοικητικού οργάνου ιδρύματος, και να διασφαλίζεται παρόμοια μεταχείριση σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Συνεπώς, οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις σε σχέση με τα πρόσωπα προς τα οποία θα απευθύνονται, τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή τους, τη δημοσίευσή τους, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών χρηματικών προστίμων.»

5.        Στην αιτιολογική σκέψη 41 εξαγγέλλονται τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, ώστε να εξασφαλίζει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος επιλογών μετά από παράβαση και να συνδράμει στην αποτροπή περαιτέρω παραβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως διοικητικών κυρώσεων ή ως άλλων διοικητικών μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν επιπλέον κυρώσεις πέραν των προβλεπόμενων στην παρούσα οδηγία και υψηλότερα επίπεδα διοικητικών χρηματικών προστίμων από τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία.»

6.        Το άρθρο 64 («Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων») ορίζει:

«1.      Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εποπτικές εξουσίες για να παρεμβαίνουν στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους, περιλαμβανομένων ειδικότερα του δικαιώματος ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 18, των εξουσιών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 102 και των εξουσιών που ορίζονται στα άρθρα 104 και 105.

2.      Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εποπτικές τους εξουσίες και τις εξουσίες τους για την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και το εθνικό δίκαιο, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)      άμεσα,

β)      σε συνεργασία με άλλες αρχές,

γ)      υπό την ευθύνη τους με ανάθεση καθηκόντων στις εν λόγω αρχές,

δ)      κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.»

7.        Το άρθρο 65 («Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα») ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 64 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μην θεσπίζουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.»

8.        Κατά το άρθρο 67:

«1.      Το παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

[…]

ια)      ένα ίδρυμα παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013,

[…]

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

[…]

ζ)      διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.

[…]»

2.      Κανονισμός 575/2013

9.        Η αιτιολογική σκέψη 5 αναφέρει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός και η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει μαζί να θέτουν το νομικό πλαίσιο που θα διέπει την πρόσβαση σε δραστηριότητες, το εποπτικό πλαίσιο και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων […]. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συνδυάζεται με την εν λόγω οδηγία.»

10.      Η αιτιολογική σκέψη 9 εξαγγέλλει τα ακόλουθα:

«Για λόγους ασφάλειας δικαίου και εξαιτίας της ανάγκης για ίσους όρους ανταγωνισμού εντός της Ένωσης, ένα ενιαίο σύνολο ρυθμίσεων για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά αποτελεί καίριο στοιχείο για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Προκειμένου να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς και της καταχρηστικής επιλογής ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, οι ελάχιστες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να εξασφαλίζουν μέγιστη εναρμόνιση […]».

11.      Κατά το άρθρο 2:

«Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές έχουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.»

12.      Κατά το άρθρο 395:

«1.      Ένα ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού λάβει υπόψη την επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του. Εφόσον ο πελάτης είναι ίδρυμα ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατ. ευρώ, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι ιδρύματα δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

Εάν το ποσό των 150 εκατ. ευρώ είναι υψηλότερο από το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος, η αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, δεν υπερβαίνει ένα εύλογο όριο όσον αφορά το αποδεκτό κεφάλαιο του ιδρύματος. Το σχετικό όριο προσδιορίζεται από το ίδρυμα σύμφωνα με τις πολιτικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 81 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο του κινδύνου συγκέντρωσης. Το εν λόγω όριο δεν υπερβαίνει το 100 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να καθορίζουν όριο χαμηλότερο από 150 εκατομμύρια EUR και ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ [Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών] και την Επιτροπή.

[…]

5.      Η υπέρβαση των ορίων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο είναι δυνατή για τα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)      το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα έναντι του εν λόγω πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1, το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με το αποδεκτό κεφάλαιο, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

β)      το ίδρυμα πληροί μια πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την υπέρβαση σε συνάρτηση με το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 397 και 398,

γ)      σε περίπτωση παρέλευσης δέκα το πολύ ημερών από την πραγματοποίηση της υπέρβασης, το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών έναντι του συγκεκριμένου πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 500 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος,

δ)      οι υπερβάσεις που διαρκούν περισσότερο από δέκα ημέρες δεν πρέπει να υπερβαίνουν, συνολικά, το 600 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

Σε κάθε περίπτωση υπέρβασης του ορίου, το ίδρυμα γνωστοποιεί αμέσως στις αρμόδιες αρχές το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη και, κατά περίπτωση, το όνομα της ομάδας των ενδιαφερόμενων συνδεδεμένων πελατών.

[…]»

13.      Το άρθρο 396, παράγραφος 1, προβλέπει:

«Στην εξαιρετική περίπτωση που τα αναληφθέντα ανοίγματα υπερβαίνουν το όριο του άρθρου 395, παράγραφος 1, το ίδρυμα αναφέρει χωρίς καθυστέρηση την αξία του ανοίγματος στις αρμόδιες αρχές και αυτές, όπου οι συνθήκες το απαιτούν, ορίζουν ένα περιορισμένο διάστημα εντός του οποίου το ίδρυμα πρέπει να συμμορφωθεί με το όριο.

[…]»

3.      Κανονισμός 1024/2013 (7)

14.      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:

«Η ΕΚΤ αναλαμβάνει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό στις 4 Νοεμβρίου 2014 με την επιφύλαξη των εκτελεστικών ρυθμίσεων και μέτρων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

[…]»

4.      Κανονισμός 468/14

15.      Το άρθρο 2 περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς:

«[…]

24)      “εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ”: κάθε δραστηριότητα της ΕΚΤ που αποσκοπεί στην προπαρασκευή της έκδοσης από αυτήν εποπτικής απόφασης, περιλαμβανομένων των κοινών διαδικασιών και της επιβολής διοικητικών χρηματικών προστίμων. […]

25)      “εποπτική διαδικασία ΕΑΑ [εθνικής αρμόδιας αρχής]”: κάθε δραστηριότητα ΕΑΑ που αποσκοπεί στην προπαρασκευή της έκδοσης εποπτικής απόφασης από την ΕΑΑ, με αποδέκτη μία ή περισσότερες εποπτευόμενες οντότητες ή εποπτευόμενους ομίλους ή λοιπά πρόσωπα, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων επιβολής διοικητικών προστίμων·

[…]».

16.      Το άρθρο 48 («Εκκρεμείς διαδικασίες») αναφέρει:

«1.      Σε περίπτωση που επίκειται μεταβολή στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και μιας ΕΑΑ, η αρχή της οποίας η αρμοδιότητα πρόκειται να παύσει (εφεξής η “αρχή που καθίσταται αναρμόδια”) ενημερώνει την αρχή η οποία καθίσταται αρμόδια (εφεξής η “διάδοχη εποπτική αρχή”) για κάθε εποπτική διαδικασία που κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις και απαιτεί την έκδοση απόφασης. Η αρχή που καθίσταται αναρμόδια παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες αμέσως μόλις λάβει γνώση της επικείμενης μεταβολής αρμοδιοτήτων. Η ίδια παρέχει σε συνεχή βάση, και κατά κανόνα μηνιαίως, κάθε νέα πληροφορία που είναι άξια αναφοράς σχετικά με ορισμένη εποπτική διαδικασία. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις η διάδοχη εποπτική αρχή μπορεί να επιτρέπει την παροχή των πληροφοριών σε λιγότερο συχνή βάση. Για τους σκοπούς των άρθρων 48 και 49, με τον όρο “εποπτική διαδικασία” νοείται εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ ή εποπτική διαδικασία ΕΑΑ.

Πριν από τη μεταβολή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων, η αρχή που καθίσταται αναρμόδια επικοινωνεί χωρίς περιττή καθυστέρηση με τη διάδοχη εποπτική αρχή μετά την κίνηση, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, τυχόν νέας εποπτικής διαδικασίας που απαιτεί την έκδοση απόφασης.

[…]

3.      Σε περίπτωση που μια εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις και απαιτεί την έκδοση απόφασης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν από την ημερομηνία μεταβολής στην άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων, η αρχή που καθίσταται αναρμόδια παραμένει αρμόδια για την ολοκλήρωση της εκκρεμούς εποπτικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό διατηρεί και όλες τις σχετικές εξουσίες έως ότου ολοκληρωθεί η εποπτική διαδικασία, ολοκληρώνει δε την εκκρεμή εποπτική διαδικασία σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο και με βάση τις εξουσίες που έχει διατηρήσει. H ίδια αρχή, προτού λάβει οποιαδήποτε απόφαση στο πλαίσιο εποπτικής διαδικασίας η οποία ήταν εκκρεμής πριν από τη μεταβολή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων, ενημερώνει τη διάδοχη εποπτική αρχή στην οποία παρέχει αντίγραφο της ληφθείσας απόφασης και κάθε σχετικό έγγραφο.

[…].»

17.      Το άρθρο 149 («Συνέχεια υφιστάμενων διαδικασιών») προβλέπει:

«1.      Εκτός εάν άλλως αποφασίσει η ΕΚΤ, εάν ορισμένη ΕΑΑ κινήσει εποπτικές διαδικασίες πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014 για τις οποίες αρμόδια καθίσταται η ΕΚΤ βάσει του κανονισμού ΕΕΜ, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 48.

2.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 48, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις κοινές διαδικασίες.»

2.      Εθνικό δίκαιο. Bankwesengesetz (Νόμος περί του τραπεζικού συστήματος) (8)

18.      Το άρθρο 97, παράγραφος 1, προέβλεπε τα εξής:

«Η Finanzmarktaufsichtsbehörde (αρχή εποπτείας της χρηματοπιστωτικής αγοράς, στο εξής: FMA) οφείλει να επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα τόκους επί των κατωτέρω ποσών:

[…]

4.      το ποσό υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα κατ’ άρθρον 395, παράγραφος 1, του [CRR] τοκίζεται με ετήσιο επιτόκιο 2 % για 30 ημέρες, εξαιρουμένων των περιπτώσεων λήψεως μέτρων εποπτείας δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 2, ή υπερχρεώσεως του πιστωτικού ιδρύματος.»

19.      Κατά το άρθρο 98, παράγραφος 5:

«Όποιος, ενεργώντας ως υπεύθυνος […] πιστωτικού ιδρύματος,

[…]

2)      εκθέτει το ίδρυμα σε πιστώσεις υπερβαίνουσες τα όρια του άρθρου 395 του κανονισμού 575/2013·

[…]

διαπράττει, εφόσον δεν πρόκειται για αξιόποινη πράξη εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων, διοικητική παράβαση στην οποία επιβάλλεται από την αρχή εποπτείας της χρηματοπιστωτικής αγοράς χρηματική κύρωση ύψους έως 5 εκατομμύρια ευρώ ή έως το διπλάσιο του αποκομισθέντος από την παράβαση οφέλους, εφόσον το τελευταίο μπορεί να υπολογιστεί».

II.    Πραγματικά περιστατικά και προδικαστικά ερωτήματα

20.      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG, η FMA εξέδωσε δύο αποφάσεις, στις 30 Οκτωβρίου 2014 και 11 Μαΐου 2015, αντιστοίχως, με τις οποίες επέβαλε στη VTB Bank (Austria) AG (στο εξής: VTB Bank) τόκους λόγω ανοίγματος, έναντι ομάδας συνδεδεμένων πελατών, μεγαλύτερου του επιτρεπόμενου από το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού CRR ορίου.

21.      Το ποσό των τόκων ανήρχετο, στην πρώτη περίπτωση, σε συνολικά 94 951,41 ευρώ, για τη σημειωθείσα κατά τους μήνες Μάρτιο έως Σεπτέμβριο του 2014 υπέρβαση, και στη δεύτερη, σε συνολικά 28 278,57 ευρώ, για την υπέρβαση που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 2014.

22.      Η VTB Bank προσέφυγε ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου) κατά της δεύτερης αποφάσεως της FMA, ισχυριζόμενη ότι εφαρμογή είχε το άρθρο 395, παράγραφος 5, του CRR, όπερ απέκλειε τη δυνατότητα κολασμού της δυνάμει εθνικού κανόνα.

23.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραγώγου δικαίου της Ένωσης (ειδικότερα, επί παραδείγματι, τα άρθρα 64 ή 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 […]) σε περίπτωση επιβολής τόκων εκ μέρους της αρχής δυνάμει νομοθετικής ρυθμίσεως κράτους μέλους, η οποία προβλέπει ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα κατ’ άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού [CRR], επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα τόκοι επί του ποσού της υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα, εφαρμοζομένου προς τούτο ετήσιου επιτοκίου 2 % για 30 ημέρες;

2)      Προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης (ειδικότερα το άρθρο 395, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού [CRR]) εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως εκείνη που περιλαμβανόταν στο άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του [BWG], σε περίπτωση που, παρά την πλήρωση των προϋποθέσεων εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 395, παράγραφος 5, επιβάλλονται (αντισταθμιστικοί) τόκοι λόγω παραβάσεως του άρθρου 395, παράγραφος 1;

3)      Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, του […] (κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ) την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται “εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις” ήδη από τότε που επιχείρηση υπέβαλε γνωστοποίηση στην εποπτική αρχή ή στην περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη εκδοθεί απόφαση της εποπτικής αρχής στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας για παρόμοιες παραβάσεις προγενέστερων περιόδων;»

III. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2017.

25.      Κατά το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας, γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η VTB Bank, η FMA, η ΕΚΤ και η Επιτροπή. Το Δικαστήριο δεν έκρινε απαραίτητη τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

IV.    Ανάλυση

26.      Εκτιμώ, όπως και η Επιτροπή, ότι τα δύο πρώτα ερωτήματα του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου) επιδέχονται κοινή απάντηση.

27.      Με αυτά ζητείται, εν συνόψει, να καθορισθεί:

-      εάν η προβλεπόμενη από τον εθνικό νόμο επιβολή τόκων σε περίπτωση υπερβάσεως από πλευράς πιστωτικού ιδρύματος των ορίων ανοίγματος κατά το άρθρο 395, παράγραφος 1, του CRR συνιστά «διοικητική κύρωση» ή «άλλο διοικητικό μέτρο» κατά την έννοια των άρθρων 65 και 67 της οδηγίας 2013/36·

-      εάν η δυνάμει εθνικής ρυθμίσεως επιβολή των τόκων αυτών, παρά την πλήρωση των προϋποθέσεων εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 395, παράγραφος 5, του CRR, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

28.      Με το τρίτο (και τελευταίο) ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί σε ποιο χρονικό σημείο η εποπτική διαδικασία πρέπει να θεωρείται ότι έχει κινηθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις. Από την απάντηση αυτή θα εξαρτηθεί η αρμόδια για τη διεξαγωγή της αρχή, εφόσον υφίσταται μεταβολή στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και της ΕΑΑ η οποία ασκεί επιρροή σε εκκρεμείς υποθέσεις.

1.      Οι επιβλητέες σε περίπτωση παραβιάσεως του ορίου εκθέσεως στον πιστωτικό κίνδυνο «διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα» (πρώτο και δεύτερο ερώτημα)

1.      Συνοπτική παρουσίαση των παρατηρήσεων των διαδίκων

29.      Κατά τη VTB Bank, το επίμαχο εθνικό μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/36, συγκεκριμένα δε στις έννοιες «διοικητικές κυρώσεις» και «άλλα διοικητικά μέτρα» του άρθρου 65. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται, σε περίπτωση παραβάσεως του CRR, να επιβάλλουν είτε τις μεν είτε τα δε.

30.      Παρά το γεγονός ότι η οδηγία 2013/36 δεν ορίζει επακριβώς αμφότερες τις έννοιες, από το άρθρο 66, παράγραφος 2, απορρέει, σύμφωνα με τη VTB Bank, ότι οι επίμαχες κυρώσεις και μέτρα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις έτσι ώστε να είναι ικανά να εμποδίσουν ή να περιορίσουν οποιαδήποτε παράβαση του CRR. Ενόψει της φύσεως, της ουσίας και του χαρακτήρα τους, οι αξιωθέντες από την FMA τόκοι μπορούν, κατά την άποψη της VTB Bank, να συγκριθούν με τις κυρώσεις ή τα μέτρα της οδηγίας 2013/36.

31.      Επιπλέον, η VTB Bank υπενθυμίζει ότι το άρθρο 395, παράγραφος 5, του CRR επιτρέπει, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, την υπέρβαση των ορίων της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου. Κατά συνέπεια, ο εθνικός νομοθέτης δεν θα μπορούσε να θεσπίσει μια ρύθμιση η οποία θα καθιστούσε την εν λόγω διάταξη του νομοθέτη της Ένωσης άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

32.      Κατά την FMA, οι επίμαχοι εν προκειμένω τόκοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 της οδηγίας 2013/36. Θα επρόκειτο, κατά την άποψή της, συμφώνως προς την αυστριακή συνταγματική νομολογία, για μέτρα οικονομικού ελέγχου μη κυρωτικής φύσεως, με τα οποία επιδιώκεται η ανάκτηση του πραγματικού ή δυνητικού πλεονεκτήματος, το οποίο απεκόμισε το πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση κανόνα προληπτικής εποπτείας.

33.      Η FMA υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 1024/2013 καταλείπει περιθώριο στα κράτη μέλη όσον αφορά τη θέσπιση ίδιας νομοθεσίας. Όσα καθήκοντα εποπτείας δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ ανήκουν στις εθνικές αρχές, κατά τρόπο ώστε το επίμαχο μέτρο να αποτελεί κανόνα αμιγώς του αυστριακού δικαίου, ο οποίος δεν έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά της οδηγίας 2013/36.

34.      Τέλος, κατά την FMA, ουδείς άμεσος σύνδεσμος υφίσταται μεταξύ της εφαρμοσθείσας εθνικής διατάξεως και του CRR, καθόσον το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG αναφέρεται μόνο στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του CRR (ουχί δε στην παράγραφό του 5) για τους σκοπούς απλώς και μόνο της απαριθμήσεως των ουσιαστικών προϋποθέσεων απαλλαγής από τους τόκους. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διατάξεως αυτής, η επιβολή τόκων σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων του άρθρου 395, παράγραφος 1, του CRR, γίνεται άνευ ετέρου, ακόμη και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου του 5.

35.      Κατά την Επιτροπή, ο εθνικός κανόνας αποτελεί εφαρμογή των άρθρων 64, 65 και 67 της οδηγίας 2013/36, με την οποία, ωστόσο, δεν είναι σύμφωνος καθ’ ο μέρος επιβάλλει αρνητικές έννομες συνέπειες, ως αυτόματο αποτέλεσμα ενδεχόμενης παραβάσεως του άρθρου 395, παράγραφος 1, του CRR, χωρίς να εξετάζεται εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5 του αυτού άρθρου.

36.      Η Επιτροπή υπενθυμίζει, υπό την έννοια αυτή, ότι τα άρθρα 387 έως 403 του CRR, σχετικά με τα μεγάλα ανοίγματα, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «μέτρο οριστικής και μέγιστης εναρμονίσεως των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας», χωρίς, ως εκ τούτου, να αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη «κανενός είδους περιθώριο για τη λήψη ίδιων μέτρων παρεκκλίσεως στον τομέα των απαιτήσεων σχετικά με τα μεγάλα ανοίγματα».

37.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η οδηγία 2013/36 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα σε περίπτωση παραβιάσεως του ορίου του άρθρου 395, παράγραφος 1. Κατά το άρθρο 67, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, της ίδιας οδηγίας, πρέπει να επιβάλλονται, τουλάχιστον, χρηματικά πρόστιμα προς πάταξη της εν λόγω παραβιάσεως.

38.      Κατά την Επιτροπή, ωστόσο, δεν θα υφίσταται παραβίαση των ορίων της παραγράφου 1 του άρθρου 395 του CRR οσάκις πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εξαιρέσεως της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού. Ως εκ τούτου, εθνική διάταξη θεσπίζουσα την καταβολή τόκων, χωρίς προηγούμενη στάθμιση του συνόλου του άρθρου 395 του CRR, συνιστά διοικητική κύρωση ή διοικητικό μέτρο που κολάζουν συμπεριφορά επιτρεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης.

2.      Εκτίμηση

39.      Η οδηγία 2013/36 και ο CRR συνθέτουν το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει τις τραπεζικές δραστηριότητες, την εποπτεία και τους έχοντες εφαρμογή στα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων κανόνες προληπτικής εποπτείας (9).

40.      Ο CRR καθορίζει, πράγματι, τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων. Πρόκειται για ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες, σύμφωνα με τη διατύπωση του νομοθέτη της Ένωσης, πρέπει να «εξασφαλίζουν μέγιστη εναρμόνιση» προκειμένου να «αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς και της καταχρηστικής επιλογής ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας».

41.      Η ratio legis είναι ότι, «[γ]ια λόγους ασφάλειας δικαίου και εξαιτίας της ανάγκης για ίσους όρους ανταγωνισμού εντός της Ένωσης, ένα ενιαίο σύνολο ρυθμίσεων για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά αποτελεί καίριο στοιχείο για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» (10).

42.      Η οδηγία 2013/36 διαμορφώνει το απαραίτητο νομικό πλαίσιο για την εφαρμογή και την τήρηση των κανόνων εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως οι τελευταίοι έχουν καθορισθεί με τον CRR.

43.      Μεταξύ των επιβαλλομένων από τον CRR απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας συγκαταλέγεται, καθ’ ο μέρος ενδιαφέρει εν προκειμένω, η απαίτηση του άρθρου του 395, παράγραφος 1, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται σε ίδρυμα να «αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού λάβει υπόψη την επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του [(11)]».

44.      Εν προκειμένω, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, σημειώθηκε υπέρβαση του εν λόγω ορίου εκθέσεως σε κίνδυνο. Ως εκ τούτου, θα συνέτρεχε, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36, η περίπτωση του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, με αποτέλεσμα, κατά την παράγραφο 2 του ιδίου αυτού άρθρου, να πρέπει να επιβληθεί, «τουλάχιστον», μεταξύ άλλων, διοικητικό χρηματικό πρόστιμο «μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν». Η κύρωση αυτή εμπίπτει, πράγματι, στις «διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα» που τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν για την περίπτωση που διαπράττεται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη αυτή παράβαση.

45.      Καίτοι η θέση του αιτούντος δικαστηρίου δεν είναι σαφής ως προς το σημείο αυτό, η FMA εμμένει ότι οι επιβληθέντες στη VTB Bank τόκοι δεν είχαν τον χαρακτήρα «διοικητικής κυρώσεως» ή «μέτρου καταναγκασμού» λόγω παραβάσεως του CRR. Επρόκειτο απλώς, κατ’ αυτήν, για «αντισταθμιστικούς τόκους» (Abschöpfungszinsen), οι οποίοι, σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο, δεν έχουν κυρωτικό χαρακτήρα, καθόσον νοούνται ως «μέτρο του οικονομικού δικαίου […] το οποίο σκοπεί […] στην κατ’ αποκοπήν εξάλειψη του πλεονεκτήματος που αποκομίζεται ή που μπορεί να αποκομιστεί από την παρανομία, ήτοι το οποίο προορίζεται να αντισταθμίσει το επιχειρηματικό πλεονέκτημα που προκύπτει από την υπέρβαση του ορίου για μεγάλα ανοίγματα [σε χρηματοπιστωτικό κίνδυνο]» (12).

46.      Κατά την κρίση μου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κατά το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG επιβολή τόκων δεν αποτελεί ένα από τα «διοικητικά χρηματικά πρόστιμα» που τα κράτη μέλη οφείλουν, «τουλάχιστον», σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, να επιβάλλουν στα ιδρύματα που παρουσιάζουν άνοιγμα πέραν των ορίων του άρθρου 395, παράγραφος 1, του CRR.

47.      Το «διοικητικό χρηματικό πρόστιμο» στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 67, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2013/36 φαίνεται να αντιστοιχεί, μάλλον, όπως αναφέρει η Επιτροπή (13), σε αυτό που προβλέπει το άρθρο 98, παράγραφος 5, σημείο 2, του ίδιου BWG. Κατά το άρθρο αυτό, ο υπεύθυνος του πιστωτικού ιδρύματος ο οποίος έχει εκθέσει το ίδρυμα σε πιστώσεις υπερβαίνουσες τα όρια του άρθρου 395 του CRR τιμωρείται με πρόστιμο ύψους έως 5 εκατομμύρια ευρώ ή έως το διπλάσιο του αποκομισθέντος από την παράβαση κέρδους, σε περίπτωση που αυτό μπορεί να υπολογιστεί, υπό τον όρο ότι η επίμαχη πράξη δεν συνιστά ποινικό αδίκημα.

48.      Η είσπραξη των τόκων αυτών (χωρίς να υφίσταται προηγούμενη οφειλή κεφαλαίου), κατόπιν επιβολής τους από τη δημόσια αρχή, θα μπορούσε, μάλλον, να χαρακτηριστεί ως διοικητικό μέτρο. Είναι άνευ σημασίας, κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι ομόλογο του άρθρου 67, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2013/36 στο εθνικό δίκαιο είναι το άρθρο 97 ή το άρθρο 98 του BWG. Πέραν του ότι η αποσαφήνιση του ζητήματος αυτού εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 97 του BWG (και, συνεπώς, η επιβολή των επίμαχων τόκων) δεν θα εξέφευγε, εκ του λόγου αυτού, του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2013/36.

49.      Οι κυρώσεις και τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 67, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36 δεν εξαντλούν το σύνολο των πιθανών δημοσίων δράσεων για την πάταξη των παραβάσεων του CRR. Η οδηγία 2013/36 επιτρέπει στα κράτη μέλη –εάν όχι αναμένει από αυτά– να προβλέπουν επιπλέον κυρώσεις και μέτρα, ήτοι, να λαμβάνουν «όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται» η εφαρμογή τόσο της εν λόγω οδηγίας όσο και του CRR (άρθρο 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36) (14).

50.      Μεταξύ των κυρώσεων και των μέτρων που τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν πέραν των κατ’ ελάχιστον επιβαλλόμενων από τον νομοθέτη της Ένωσης θα μπορούσε, ασφαλώς, να περιλαμβάνεται η επιβολή τόκων, όπως οι διαλαμβανόμενοι στο άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG. Υπό το πρίσμα αυτό, επομένως, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η αποφασισθείσα από την FMA επιβολή τόκων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «διοικητική κύρωση» ή «άλλο διοικητικό μέτρο», υπό την έννοια των άρθρων 65 και 67 της οδηγίας 2013/36, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, κάτι τέτοιο θα επιτρεπόταν από τον νομοθέτη της Ένωσης (15).

51.      Ωστόσο, καίτοι είναι αληθές ότι τα κράτη μέλη νομιμοποιούνται να θεσπίζουν επιπλέον διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, είναι εξίσου αληθές ότι οι κυρώσεις ή τα μέτρα που αποφασίζουν να θεσπίσουν οφείλουν να σέβονται το διαμορφωθέν από την οδηγία 2013/36 και τον CRR νομικό πλαίσιο.

52.      Εννοώ δηλαδή ότι, στον βαθμό κατά τον οποίον ο νομοθέτης της Ένωσης τάχθηκε υπέρ της «μέγιστης εναρμονίσεως» (16) στον τομέα της εποπτείας και των κανόνων προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, εγκαθίδρυσε ένα ενιαίο νομοθετικό καθεστώς, αποτελούμενο από την οδηγία 2013/36 και τον CRR. Η ύπαρξη του ενιαίου αυτού καθεστώτος για το σύνολο των συμμετεχόντων στην αγορά «αποτελεί καίριο στοιχείο για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» (17).

53.      Γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο κατανοητό γιατί, καίτοι επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν άλλες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, η ίδια η οδηγία 2013/36 επιχειρεί να διασφαλίσει ότι, κατά τον καθορισμό των πλαισίων τους και του ύψους των χρηματικών κυρώσεων, οι εθνικοί νομοθέτες θα ακολουθούν κοινά κριτήρια (18). Στην κατεύθυνση αυτή, η οδηγία 2013/36 δεν επιβάλλει απλώς ένα ελάχιστο πλέγμα διοικητικών κυρώσεων και μέτρων (καταλείποντας στα κράτη μέλη περιθώριο διευρύνσεώς του), αλλά θεσπίζει επίσης ένα πλαίσιο παραβάσεων κατά των οποίων μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις ή να ληφθούν άλλα διοικητικά μέτρα.

54.      Φρονώ, επομένως, ότι υφίστανται δύο κατηγορίες αποδοκιμαστέων συμπεριφορών: α) αυτές που περιγράφονται περιοριστικώς στο άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, και β) όσες (19) τα κράτη μέλη ήθελαν τυποποιήσουν ως περιπτώσεις παραβάσεως του CRR, διαφορετικές από αυτές που αναφέρει η οδηγία 2013/36. Επιπλέον, όσον αφορά τις τελευταίες, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν κυρώσεις ή μέτρα διαφορετικά από αυτά που ο νομοθέτης της Ένωσης ορίζει ότι επιβάλλονται «τουλάχιστον».

55.      Το ερώτημα είναι εάν τα κράτη μέλη, στον βαθμό κατά τον οποίον μπορούν να προβλέπουν νέα είδη παραβάσεων, δύνανται επίσης να αναμορφώνουν αυτές που έχει θεσπίσει η οδηγία 2013/36. Φρονώ πως όχι εάν, πράττοντάς το, τροποποιούν ή καταργούν κάποια από τις πραγματικές περιπτώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «αναγκαίες», ήτοι αυτές που, σύμφωνα με την οδηγία, πρέπει, «τουλάχιστον», να προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία.

56.      Στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα δε με τις διαθέσιμες πληροφορίες, φαίνεται ότι το άρθρο 98, παράγραφος 5, σημείο 2, του BWG αποτελεί τη διάταξη με την οποία μεταφέρθηκε στο αυστριακό δίκαιο το περιεχόμενο του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2013/36.

57.      Εάν τούτο ισχύει, όπερ απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, ο εθνικός νομοθέτης θα είχε συμμορφωθεί προς την υποχρέωση προβλέψεως μιας «τουλάχιστον» εκ των πραγματικών περιπτώσεων που περιγράφει ο νομοθέτης της Ένωσης. Θα είχε, επιπλέον, συνδέσει την πραγματική αυτή περίπτωση με την προβλεπόμενη από την οδηγία 2013/36 έννομη συνέπεια (επίσης «τουλάχιστον»).

58.      Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 98, παράγραφος 5, σημείο 2, του BWG αναφέρεται στον υπεύθυνο πιστωτικού ιδρύματος ο οποίος εκθέτει το τελευταίο «σε πιστώσεις υπερβαίνουσες τα όρια του άρθρου 395 [CRR]». Η παραπομπή στο άρθρο 395 CRR στο σύνολό του, ήτοι, χωρίς να αποκλείεται κάποια από τις παραγράφους του, σημαίνει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 98, παράγραφος 5, σημείο 2, του BWG πραγματική περίπτωση είναι αυτή που περιγράφεται στο ως άνω άρθρο του CRR.

59.      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η πραγματική περίπτωση του άρθρου 395 του CRR δεν είναι μόνον αυτή που περιγράφεται στην παράγραφό του 1, αλλά και αυτή που προκύπτει από τον συνδυασμό της παραγράφου αυτής με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου.

60.      Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 395 του CRR, τα ιδρύματα δεν μπορούν να αναλάβουν άνοιγμα που υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου τους (20). Ωστόσο, η παραβίαση απλώς και μόνον του ορίου αυτού δεν στοιχειοθετεί, αφεαυτής, την πραγματική περίπτωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, της οδηγίας 2013/36: στον βαθμό κατά τον οποίον η διάταξη αυτή παραπέμπει στο σύνολο του άρθρου 395 του CRR, περιλαμβάνει ομοίως την παράγραφό του 5, η οποία επιτρέπει την υπέρβαση του ορίου αυτού οσάκις πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

61.      Με άλλα λόγια, η σφαιρική ανάγνωση της πραγματικής περιπτώσεως του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, της οδηγίας 2013/36 προσδίδει στον κανόνα αυτόν το ακόλουθο περιεχόμενο: «Το παρόν άρθρο ισχύει […] [όταν] ένα ίδρυμα παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του CRR, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του ιδίου αυτού άρθρου».

62.      Επομένως, το άρθρο 98, παράγραφος 5, σημείο 2, του BWG δεν θα αποτελούσε παρά πιστή μεταγραφή του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, της οδηγίας 2013/36 και μέσω αυτού θα είχε μεταφερθεί στο αυστριακό δίκαιο μια εκ των παραβάσεων που ο εθνικός νομοθέτης όφειλε, «τουλάχιστον», να έχει προβλέψει.

63.      Εφόσον η ερμηνεία αυτή είναι ορθή, όπως φρονώ, το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG δεν θα θέσπιζε μια διαφορετική πραγματική περίπτωση, αλλά θα αλλοίωνε, μάλλον, το περιεχόμενο της περιπτώσεως του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, της οδηγίας 2013/36.

64.      Πράγματι, ο εθνικός κανόνας παραπέμπει απλώς στις περιγραφόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου 395 του CRR περιστάσεις, χωρίς να λαμβάνει υπόψη αυτές της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου. Θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι διαμορφώνει μια νέα πραγματική περίπτωση, η οποία αφορά αποκλειστικώς την υπέρβαση του προβλεπόμενου από το άρθρο 395, παράγραφος 1, του CRR ορίου, ανεξαρτήτως του εάν συντρέχουν οι περιστάσεις της παραγράφου 5.

65.      Ωστόσο, το άρθρο 395 του CRR, στον βαθμό κατά τον οποίον επιτρέπει την υπέρβαση των ανωτάτων ορίων εκθέσεως σε κίνδυνο (όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1) εφόσον συντρέχουν ορισμένες περιστάσεις (οι οποίες περιγράφονται στην παράγραφο 5), επάγεται ότι τα κρίσιμα πραγματικά όρια είναι αυτά που προκύπτουν από τον συνδυασμό των δύο αυτών παραγράφων του άρθρου. Αμφότερα αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα εκ των οποίων προκύπτει, εν τέλει, το ύψος του κινδύνου που δύναται να αναληφθεί από τα ιδρύματα.

66.      Με άλλα λόγια, από την πραγματική περίπτωση του άρθρου 395, παράγραφοι 1 και 5, του CRR συνάγεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, νομίμως, να εκτίθενται σε κινδύνους εντός των προβλεπόμενων από αμφότερες τις παραγράφους ορίων.

67.      Εάν τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν μέτρα κατά των ιδρυμάτων τα οποία, ακριβώς διότι τελούν υπό τις συνθήκες που επισταμένως προβλέπει η παράγραφος 5 του άρθρου 395 του CRR, έχουν αναλάβει αποδεκτά βάσει της διατάξεως αυτής ανοίγματα, τούτο θα αποδυνάμωνε, φρονώ, το άρθρο 395 στο σύνολό του, όπερ θα οδηγούσε σε διάψευση της εμπιστοσύνης που τα ιδρύματα μπορούν δικαιολογημένως να έχουν ότι τα όρια εντός των οποίων μπορούν να αναλαμβάνουν ανοίγματα είναι αυτά που προκύπτουν από τη συνδυαστική εφαρμογή των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 395 του CRR.

68.      Στο πλαίσιο της δυνατότητας που παρέχει ο νομοθέτης της Ένωσης στα κράτη μέλη να θεσπίζουν άλλες παραβάσεις και άλλες διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, εκτός αυτών που, εν πάση περιπτώσει, απαιτούνται «τουλάχιστον» κατά την οδηγία 2013/36, ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να διαμορφώσει νέες πραγματικές περιπτώσεις, όχι, όμως, να αποδυναμώσει αυτές που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο της προσοχής του νομοθέτη της Ένωσης.

69.      Εν συνόψει, φρονώ ότι η υπό εξέταση εθνική νομοθεσία δεν είναι σύμφωνη με το σχεδιασθέν από την οδηγία 2013/36 και τον CRR νομικό πλαίσιο.

2.      Επί της υπάρξεως εκκρεμών διαδικασιών εποπτείας κατά τον χρόνο μεταβολής στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εποπτικών αρχών (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

1.      Συνοπτική παρουσίαση των παρατηρήσεων των διαδίκων

70.      Κατά τη VTB Bank, η FMA έχει, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 3, και το άρθρο 149, παράγραφος 1, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, αρμοδιότητα μόνο σε σχέση με τις διαδικασίες εποπτείας οι οποίες είχαν κινηθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014.

71.      Καθόσον η απόφαση της FMA περί επιβολής τόκων στη VTB Bank (λόγω υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 2014) φέρει ημερομηνία 11 Μαΐου 2015 και στηρίχθηκε στην από 3ης Νοεμβρίου 2014 δήλωση της ίδιας της VTB Bank, το εν λόγω ίδρυμα εκτιμά ότι η δήλωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η βάση για την κίνηση επίσημης εποπτικής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 25, και του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

72.      Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη VTB Bank, καθόσον δεν είχε κινηθεί επίσημη διαδικασία πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014, η FMA δεν ήταν αρμόδια να εκδώσει την απόφαση της 11ης Μαΐου 2015.

73.      Η FMA αντέταξε συναφώς ότι η αρμοδιότητά της στηρίζεται στο γεγονός ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει τόκους παρόμοιους με τους αξιωθέντες, παρέχοντας, αντιθέτως, ορισμένο περιθώριο για αυτό το είδος εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Καθ’ ο μέρος η ΕΚΤ δεν είναι, δυνάμει του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, αρμόδια, η FMA φρονεί ότι παρέλκει η εξέταση των μεταβατικών διατάξεων σχετικά με τις εκκρεμείς διαδικασίες στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

74.      Η FMA υποστηρίζει, επιπλέον, ότι για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, η δήλωση της VTB Bank της 3ης Νοεμβρίου 2014 είχε ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη διαδικασία έρευνας σχετικής με προηγούμενες υπερβάσεις, δεδομένου ότι επρόκειτο για τους ίδιους πελάτες και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

75.      Η ΕΚΤ, τα επιχειρήματα της οποίας περιορίζονται στο τρίτο αυτό ερώτημα, υποστηρίζει ότι ο όρος «εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις» εισήχθη στο άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επέρχεται μεταβολή στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και ορισμένης ΕΑΑ. Η έννοια αυτή συνδέεται με τα καθήκοντα και τις εξουσίες της ΕΚΤ, κατά τρόπο ώστε το άρθρο 48 του κανονισμού να αφορά μόνον τις εμπίπτουσες στο πεδίο αρμοδιοτήτων της διαδικασίες.

76.      Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ θα εξαρτηθεί από τον χαρακτήρα της επίμαχης επιβολής τόκων. Θα έχει εφαρμογή εφόσον πρόκειται για μέτρο προληπτικής εποπτείας, κατά την έννοια των άρθρων 64 και 65 της οδηγίας 2013/36, όχι, όμως, εάν αποτελεί οικονομικό μέτρο που σκοπεί στη συνολική ανάκτηση ενός αποκομισθέντος ή δυνάμενου να αποκομισθεί πλεονεκτήματος, εξαιτίας παράνομης συμπεριφοράς.

77.      Κατά την Επιτροπή, η οποία διατυπώνει την άποψή της επί του ερωτήματος αυτού μόνον επικουρικώς, εποπτική διαδικασία, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ δεν κινείται με την υποβολή από πλευράς πιστωτικού ιδρύματος της προβλεπόμενης στο άρθρο 396 του CRR δηλώσεως. Αφετέρου, κατά την κρίση της, οι ήδη περατωθείσες προηγούμενες διαδικασίες, οι οποίες αφορούσαν παρόμοιες παραβάσεις, δεν θα μπορούσαν, σε περίπτωση νέας παραβάσεως, να οδηγήσουν στην προαναφερθείσα διαδικασία.

2.      Εκτίμηση

78.      Με το τρίτο ερώτημα, ζητείται να αποσαφηνιστεί εάν, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/14 υφίσταται «εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις» σε κάποια από τις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

‑      αφ’ ης στιγμής πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιήσει στις αρμόδιες αρχές τα υπερβολικά ανοίγματα τα οποία παρουσιάζει, καθ’ υπέρβασιν των προβλεπόμενων στο άρθρο 395 CRR ορίων·

‑      οσάκις, στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας σχετικής με προηγούμενες παρόμοιες παραβάσεις, η εποπτική αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση.

79.      Εν προκειμένω, ο λόγος για τον οποίον η FMA προέβη, στις 11 Μαΐου 2015, στην επιβολή τόκων ήταν τα υπερβολικά ανοίγματα που παρουσίασε η VTB Bank τον Οκτώβριο του 2014, όπως η τελευταία είχε γνωστοποιήσει στην εν λόγω αρχή στις 3 Νοεμβρίου 2014 (ήτοι, μια ημέρα προτού η ΕΚΤ αναλάβει τις αρμοδιότητές της συμφώνως προς τον κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ).

80.      Στον τομέα της συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών εποπτικών αρχών, το άρθρο 48 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ ρυθμίζει τα των εποπτικών διαδικασιών οι οποίες είναι εκκρεμείς κατά τον χρόνο μεταβολής στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και κάποιας από τις εν λόγω αρχές.

81.      Κατά το άρθρο 149, παράγραφος 1, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, εφαρμογή έχουν, στην περίπτωση αυτή, οι διεπόμενες από το άρθρο του 48 διαδικασίες μεταβάσεως «[ε]κτός εάν άλλως αποφασίσει η ΕΚΤ, εάν ορισμένη ΕΑΑ κινήσει εποπτικές διαδικασίες πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014 για τις οποίες αρμόδια καθίσταται η ΕΚΤ βάσει του κανονισμού ΕΕΜ».

82.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, κρίσιμο είναι εάν, πριν από τις 4 Νοεμβρίου 2014, υφίστατο επίσημη εποπτική διαδικασία η οποία είχε κινηθεί από την FMA. Φρονώ, ωστόσο, ότι πρέπει να εξεταστεί μια προηγούμενη προϋπόθεση, την οποία υπενθυμίζει η ΕΚΤ με τις παρατηρήσεις της, την εφαρμογή, όμως, της οποίας αμφισβητεί η FMA.

83.      Πράγματι, η FMA φρονεί ότι η αρμοδιότητα επιβολής των αντισταθμιστικών τόκων σε καμία περίπτωση δεν θα ανήκε στην ΕΚΤ, ήτοι, ακόμη και μετά την 4η Νοεμβρίου 2014. Εάν τούτο ισχύει, το μεταβατικό καθεστώς του άρθρου 48 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί.

84.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, «η ΕΚΤ […] διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, […] όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη», μεταξύ άλλων, το καθήκον «[ν]α διασφαλίζει συμμόρφωση με τις πράξεις που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 3 διά των οποίων επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στους τομείς των […] των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων […]».

85.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1024/2013 ορίζει, ακριβώς, ότι για τον σκοπό της εκτελέσεως των καθηκόντων της «και με σκοπό τη διασφάλιση υψηλών προτύπων εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη». Προσθέτει ότι, «[α]ν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης και την εθνική νομοθεσία διά της οποίας ασκούνται αυτές οι επιλογές» (21).

86.      Είτε η επιβολή τόκων αποτελεί έγκυρο εθνικό μέτρο, ληφθέν από κράτος μέλος κατά την άσκηση της ευχέρειας που του παρέχει το διαμορφωθέν από την οδηγία 2013/36 και τον CRR νομικό πλαίσιο, είτε πρόκειται για μέτρο επιβληθέν κατ’ άμεση εφαρμογή του πλαισίου αυτού (όπως εκτιμώ), σε οποιαδήποτε από τις δύο αυτές περιπτώσεις η επίμαχη επιβολή δεν θα εξέφευγε, υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του κανονισμού 1024/2013, του πεδίου των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ.

87.      Εφόσον πληρούται, επομένως, η πρώτη εκ των επιβαλλομένων από το άρθρο 48 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ προϋποθέσεων (ήτοι, η επιγενόμενη αρμοδιότητα της ΕΚΤ), πρέπει να διευκρινιστεί εάν συντρέχει επίσης η προϋπόθεση για την οποία ρητώς διερωτάται το αιτούν δικαστήριο. Με άλλα λόγια, εάν κατά την ημερομηνία κατά την οποία η ΕΚΤ ανέλαβε την αρμοδιότητα εποπτείας, υφίστατο εκκρεμής διαδικασία ενώπιον της FMA.

88.      Το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ αναφέρεται, ρητώς, σε «εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις». Το χρησιμοποιούμενο επίρρημα δεν παραπέμπει στους λόγους για τους οποίους κινήθηκε η διαδικασία, μεταξύ των οποίων μπορεί να περιλαμβάνεται η γνωστοποίηση που, σύμφωνα με το άρθρο 395, παράγραφος 5, το ίδρυμα οφείλει, σε περίπτωση υπερβάσεως του ορίου εκθέσεως, να απευθύνει στις αρμόδιες αρχές.

89.      Κατά την κρίση μου, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης είναι να λαμβάνεται ειδικώς υπόψη ο χρόνος κατά τον οποίον η διαδικασία κινήθηκε κατά τρόπο τυπικό ή επίσημο, ήτοι, ο χρόνος κατά τον οποίον ελήφθη ρητή απόφαση από την αρμόδια αρχή περί κινήσεως της διαδικασίας. Οποιοιδήποτε και αν είναι οι πραγματικοί λόγοι (όπως η γνωστοποίηση από πλευράς χρηματοπιστωτικού ιδρύματος) που οδήγησαν στην τυπική λήψη της αποφάσεως αυτής, κρίσιμη είναι η τελευταία αυτή απόφαση και όχι οι λόγοι που την υπαγόρευσαν.

90.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι με τη γνωστοποίηση στην οποία προέβη η VTB Bank στις 3 Νοεμβρίου 2014 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κινήθηκε η εποπτική διαδικασία στην οποία αναφέρεται το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

91.      Ουδόλως μπορεί, κατά την άποψή μου, η αποφασισθείσα μετά την από 3 Νοεμβρίου 2014 γνωστοποίηση της VTB Bank επιβολή τόκων να θεωρηθεί ότι ανάγεται στη διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2014, με την οποία επεβλήθησαν τόκοι λόγω των υπερβάσεων που είχαν σημειωθεί σε προγενέστερο χρόνο.

92.      Με όλες τις εγγενείς στην υπόθεση επιφυλάξεις, στον βαθμό κατά τον οποίον πρόκειται για ζήτημα που, σε τελική ανάλυση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιλύσει, μπορεί να υποτεθεί ότι η διαδικασία στην οποία ανάγεται η απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2014 είχε περατωθεί κατά τον χρόνο κατά τον οποίον η VTB Bank γνωστοποίησε τη δεύτερη περίπτωση υπερβολικού ανοίγματος (3 Νοεμβρίου 2014). Η ληφθείσα σε σχέση με τη δεύτερη αυτή περίπτωση υπερβολικού ανοίγματος απόφαση δεν θα μπορούσε παρά να ληφθεί στο πλαίσιο νέας «διαδικασίας η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις» και, ως εκ τούτου, διαφορετικής από την προηγουμένη.

93.      Η FMA έχει προβάλλει λόγους διαδικαστικής οικονομίας ώστε η δεύτερη από τις αποφάσεις αυτές να θεωρηθεί ότι ανάγεται, τρόπον τινά, στην περατωθείσα με την απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2014 διαδικασία. Υποστηρίζει, υπό την έννοια αυτή, ότι στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας είχε ήδη ληφθεί υπόψη η γνωστοποιηθείσα την 3η Νοεμβρίου 2014 από τη VTB Bank υπέρβαση. Χωρίς να θέλω να αποφανθώ επί ενός ζητήματος το οποίο, εμμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιλύσει, φρονώ ότι η αναφορά του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, στον τυπικό χαρακτήρα της κινήσεως της εποπτικής διαδικασίας αποκλείει τις ουσιαστικής φύσεως εκτιμήσεις καθώς και τις σχετικές με τη διαδικαστική οικονομία τις οποίες προβάλλει η FMA.

94.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι στο τρίτο ερώτημα θα έπρεπε να δοθεί η απάντηση ότι σε καμία από τις αναφερθείσες από το αιτούν δικαστήριο δύο περιπτώσεις δεν υφίσταται «εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις».

V.      Πρόταση

95.      Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:

«1)      Η οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, ιδίως τα άρθρα της 64, 65 και 67, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η εφαρμοσθείσα στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει την επιβολή τόκων σε περιπτώσεις υπερβάσεως των ορίων για μεγάλα ανοίγματα κατά το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, παρά την πλήρωση των προϋποθέσεων εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 395, παράγραφος 5, του κανονισμού 575/2013 εξαιρέσεως.

2)      Το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 468/14 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ), πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι “εποπτική διαδικασία” δεν μπορεί να θεωρηθεί “ότι έχει κινηθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις” παρά μόνον όταν η αρμόδια αρχή λάβει ρητή απόφαση περί κινήσεώς της, χωρίς η γνωστοποίηση που της απευθύνει χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να έχει τον χαρακτήρα αυτόν.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).


3      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 [(ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, στο εξής: CRR (Capital Requirement Regulation)].


4      Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1).


5      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2006, L 177, σ. 1).


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2006, L 177, σ. 201).


7      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63).


8      Όπως δημοσιεύθηκε στην BGBl. I αριθ. 532/2014, ο οποίος ήταν σε ισχύ από την 1η Μαρτίου 2014 μέχρι τις 14 Αυγούστου 2015 και ο οποίος παρέπεμπε ρητώς στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του CRR (στο εξής: BGW).


9      Αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2013/36 και αιτιολογική σκέψη 5 του CRR.


10      Αιτιολογική σκέψη 9 του CRR. Στην ίδια αυτή κατεύθυνση, η αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2013/36 επισημαίνει ότι προβλέπονται «ενιαίες και άμεσα εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και με δεδομένο ότι οι απαιτήσεις αυτές έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών».


11      Ο όρος «αποδεκτό κεφάλαιο» θα μπορούσε να αντιστοιχεί, κατά τρόπο στενότερο, στον όρο «ίδια κεφάλαια». Βλ. την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εξέταση της καταλληλότητας της έννοιας του «αποδεκτού κεφαλαίου» σύμφωνα με το άρθρο 517 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 COM(2016) 21 τελικό.


12      Σημείο 6 της αποφάσεως περί παραπομπής.


13      Σημείο 28 των παρατηρήσεών της.


14      Υπό την έννοια αυτή, η αιτιολογική σκέψη 41 της οδηγίας 2013/36 δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη καθ’ ο μέρος διακηρύσσει ότι «[τ]α κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν επιπλέον κυρώσεις πέραν των προβλεπόμενων στην παρούσα οδηγία και υψηλότερα επίπεδα διοικητικών χρηματικών προστίμων από τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία». Το επιτρεπόμενο στα κράτη μέλη περιθώριο δεν περιορίζεται στο πεδίο των υπό στενή έννοια κυρώσεων, καθόσον η ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη αναφέρεται τόσο σε «διοικητικές κυρώσεις» όσο και σε «άλλα διοικητικά μέτρα», επισημαίνοντας ότι η εν λόγω οδηγία πρέπει να εξασφαλίζει «το μεγαλύτερο δυνατό εύρος επιλογών μετά από παράβαση και να συνδράμει στην αποτροπή περαιτέρω παραβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού [των προβλεπόμενων από τα κράτη μέλη συνεπειών] ως διοικητικών κυρώσεων ή ως άλλων διοικητικών μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου» (η υπογράμμιση δική μου).


15      Παραπέμπω στην προηγούμενη υποσημείωση. Τούτο ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με όσα έχει κρίνει το Δικαστήριο σε σχέση με τα μέτρα των κρατών μελών για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, «η υποχρέωση επιστροφής οφέλους που αποκτήθηκε αδικαιολογήτως μέσω μη σύννομης πρακτικής δεν συνιστά κύρωση, αλλά απλώς συνέπεια της διαπιστώσεως ότι δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη του οφέλους το οποίο απορρέει από την ενωσιακή ρύθμιση, οπότε το όφελος αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία» (απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Județul Neamț, C‑260/14 και C‑261/14, EU:C:2016:360, σκέψη 50).


16      Αιτιολογική σκέψη 9 του CRR.


17      Όπ.π.


18      Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36 υπογραμμίζει ότι «οι αρμόδιες αρχές [πρέπει να] λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, επί παραδείγματι, «α): η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, β) ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, γ) η οικονομική ισχύς του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση […], δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν, […] [ή] στ) ο βαθμός συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την αρμόδια αρχή», μεταξύ άλλων.


19      Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το ίδιο αυτό άρθρο 67, «[τ] παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα […]» (η υπογράμμιση δική μου). Επιπλέον, το άρθρο 66, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας απαριθμεί επίσης σειρά περιπτώσεων που πρέπει να αποτελούν αντικείμενο, «τουλάχιστον», εθνικών διοικητικών κυρώσεων και μέτρων.


20      Η παράγραφος 1 προβλέπει επίσης, για ορισμένες περιπτώσεις, ένα μη ποσοστιαίο όριο, η περίπτωση, όμως, αυτή, δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω.


21      Η υπογράμμιση δική μου.