Language of document : ECLI:EU:C:2019:521

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Διανοητική ιδιοκτησία – Δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Παρουσίαση στο κοινό – Έννοια – Παροχή συσκευών τηλεόρασης σε ξενοδοχειακή μονάδα – Μετάδοση σήματος μέσω σημείου διανομής για ομοαξονικό καλώδιο – Οδηγία 93/83/ΕΟΚ – Καλωδιακή αναμετάδοση – Επιχειρήσεις εκμετάλλευσης καλωδιακών δικτύων – Έννοιες – Σύμβαση παραχώρησης άδειας για καλωδιακή αναμετάδοση συναφθείσα με εταιρίες συλλογικής διαχείρισης – Αναμετάδοση του εν λόγω σήματος μέσω καλωδιακού δικτύου διανομής που ανήκει στην ξενοδοχειακή μονάδα»

Στην υπόθεση C‑723/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht München (εφετείο Μονάχου, Γερμανία) με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο της δίκης

Citadines Betriebs GmbH

κατά

MPLC Deutschland GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Citadines Betriebs GmbH, εκπροσωπούμενη από τους A. Conrad και T. Schubert, Rechtsanwälte,

–        η MPLC Deutschland GmbH, εκπροσωπούμενη από τον M. König, Rechtsanwalt,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Samnadda και τον G. von Rintelen,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Citadines Betriebs GmbH (στο εξής: Citadines), η οποία εκμεταλλεύεται ξενοδοχειακή μονάδα, και της MPLC Deutschland GmbH (στο εξής: MPLC), η οποία αποτελεί οντότητα διαχείρισης, με αντικείμενο προβαλλόμενη προσβολή, εκ μέρους της Citadines, αποκλειστικού δικαιώματος της MPLC να παρουσιάζει στο κοινό επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς μεταδιδόμενο από δημόσιο τηλεοπτικό σταθμό, το οποίο οι πελάτες της ως άνω ξενοδοχειακής μονάδας είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν σε συσκευές τηλεόρασης που η Citadines παρείχε στα δωμάτια καθώς και στον χώρο του γυμναστηρίου της εν λόγω μονάδας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 93/83/ΕΟΚ

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (EE 1993, L 248, σ. 15), ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “καλωδιακή αναμετάδοση” νοείται η χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές ταυτόχρονη αναμετάδοση, μέσω συστημάτων καλωδίων ή μικροκυμάτων και με σκοπό τη λήψη τους από το κοινό, αρχικής ενσύρματης ή ασύρματης, έστω και δορυφορικής μετάδοσης, από άλλο κράτος μέλος, τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό.»

4        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κατά την καλωδιακή αναμετάδοση εκπομπών από άλλα κράτη μέλη στο έδαφός τους τηρούνται τα σχετικά δικαιώματα του δημιουργού και άλλα συγγενικά δικαιώματα και ότι η αναμετάδοση αυτή γίνεται βάσει ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των δημιουργών, των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων και των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καλωδιακών δικτύων.»

 Η οδηγία 2001/29

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 9, 10, 23 και 27 της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«(4)      Η εναρμόνιση του νομικού πλαισίου περί δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, αυξάνοντας την ασφάλεια του δικαίου και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, θα ενθαρρύνει τη διενέργεια σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία [...] και θα οδηγήσει με τη σειρά της στην ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας [...].

[...]

(9)      Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία[. Η] προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα[. Ω]ς εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.

(10)      Για να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, όπως και οι παραγωγοί για να μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις δημιουργίες[. Ο]ι απαιτούμενες επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων, όπως τα φωνογραφήματα, οι ταινίες ή τα προϊόντα πολυμέσων, και υπηρεσιών όπως οι “κατ’ αίτησιν” υπηρεσίες, είναι σημαντικές[. Χ]ρειάζεται κατάλληλη έννομη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύλογη αμοιβή και η ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων.

[...]

(23)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίσει περαιτέρω το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει στο κοινό[. Τ]ο δικαίωμα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί κατά ευρεία έννοια ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης[. Τ]ο δικαίωμα αυτό θα πρέπει να καλύπτει κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής[. Τ]ο δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλες πράξεις.

[...]

(27)      Η απλή παροχή των υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσίασης δεν αποτελεί καθαυτή παρουσίαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»

6        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.»

 Το γερμανικό δίκαιο

7        Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του Gesetz über Urheberrecht und verwandte Schutzrechte – Urheberrechtsgesetz (νόμου περί δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων), της 9ης Σεπτεμβρίου 1965 (BGBl. 1965 I, σ. 1273), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: UrhG), ορίζει τα εξής:

«Ο δημιουργός έχει επίσης το αποκλειστικό δικαίωμα να παρουσιάζει το έργο του στο κοινό με άυλα μέσα (δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό). Το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό περιλαμβάνει ειδικότερα:

1.      το δικαίωμα παράστασης, εκτέλεσης και αναπαράστασης (άρθρο 19)·

2.      το δικαίωμα διάθεσης στο κοινό (άρθρο 19a)·

3.      το δικαίωμα ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης (άρθρο 20)·

4.      το δικαίωμα παρουσίασης με οπτικά ή ηχητικά μέσα (άρθρο 21)·

5.      το δικαίωμα παρουσίασης και διάθεσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών στο κοινό (άρθρο 22)».

8        Το άρθρο 20 του UrhG έχει ως εξής:

«Το δικαίωμα ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης είναι το δικαίωμα ραδιοτηλεοπτικής διάθεσης του έργου στο κοινό, όπως είναι η ραδιοφωνική και η τηλεοπτική μετάδοση, η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση μέσω δορυφόρου, η καλωδιακή ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή η μετάδοση μέσω παρόμοιων τεχνικών μέσων.»

9        Το άρθρο 20b, παράγραφος 1, του UrhG προβλέπει τα εξής:

«Το δικαίωμα αναμετάδοσης ραδιοτηλεοπτικού έργου στο πλαίσιο προγράμματος το οποίο μεταδίδεται ταυτόχρονα, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές μέσω συστημάτων καλωδίων ή μικροκυμάτων (καλωδιακή αναμετάδοση), μπορεί να ασκείται μόνο από εταιρία συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται σε δικαιώματα που ασκούνται από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό ως προς τις δικές του εκπομπές.»

10      Το άρθρο 22 του UrhG ορίζει τα ακόλουθα:

«Το δικαίωμα παρουσίασης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και έργων που διατίθενται στο κοινό είναι το δικαίωμα βάσει του οποίου επιτρέπεται η διάθεση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών στο κοινό και οι αναμεταδόσεις του έργου, οι οποίες προκύπτουν από την εν λόγω διάθεση, μέσω οθόνης, ηχείου ή παρόμοιου τεχνικού εξοπλισμού. Το άρθρο 19, παράγραφος 3 εφαρμόζεται αναλόγως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11      H MPLC, η οποία, κατά το γερμανικό δίκαιο, είναι ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης κερδοσκοπικού χαρακτήρα, άσκησε αγωγή κατά της Citadines, η οποία εκμεταλλεύεται ξενοδοχειακή μονάδα, ενώπιον του Landgericht München I (πρωτοδικείου Μονάχου I, Γερμανία), με αίτημα να παύσει η παρουσίαση στο κοινό επεισοδίου τηλεοπτικής σειράς υπό τη μορφή ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης εκπομπής σε συσκευές τηλεόρασης που η Citadines έχει τοποθετήσει στα δωμάτια και στον χώρο του γυμναστηρίου της ως άνω μονάδας, στο μέτρο που το σήμα αναμεταδίδεται στις συσκευές τηλεόρασης μέσω ομοαξονικού καλωδίου ή καλωδίου δεδομένων. Συγκεκριμένα, στις 17 Νοεμβρίου 2019, πελάτες της εν λόγω ξενοδοχειακής μονάδας παρακολούθησαν το συγκεκριμένο επεισόδιο, το οποίο μεταδίδεται από δημόσιο τηλεοπτικό σταθμό, το δε σήμα διοχετεύθηκε ταυτόχρονα και χωρίς αλλοιώσεις στις συσκευές αυτές μέσω καλωδιακού δικτύου διανομής που ανήκει στην ξενοδοχειακή μονάδα. Για την καλωδιακή αναμετάδοση, η Citadines είχε συνάψει με τις γερμανικές εταιρίες συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων συμφωνίες για την παραχώρηση πλήρους άδειας.

12      Το Landgericht München I (πρωτοδικείο Μονάχου Ι), με διάταξη ασφαλιστικών μέτρων που εξέδωσε στις 17 Ιανουαρίου 2020, απαγόρευσε στη Citadines τη διάθεση του εν λόγω επεισοδίου στο κοινό.

13      Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, το ως άνω δικαστήριο επιβεβαίωσε τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων.

14      Η Citadines άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Oberlandesgericht München (εφετείου Μονάχου, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

15      Η εν λόγω εταιρία θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα διάθεσης στους πελάτες της, μέσω των συσκευών τηλεόρασης που είναι εγκατεστημένες στα δωμάτια και στον χώρο του γυμναστηρίου της οικείας ξενοδοχειακής μονάδας, των εκπομπών που μεταδίδονται δωρεάν στη δημόσια τηλεόραση, λόγω του ότι είναι κάτοχος αδειών καλωδιακής αναμετάδοσης.

16      Αντιθέτως, η MPLC υποστηρίζει ότι η Citadines, αναμεταδίδοντας το επίμαχο σήμα μέσω καλωδιακού δικτύου διανομής που ανήκει στην ξενοδοχειακή μονάδα, προσέβαλε το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό του οποίου η MPLC είναι δικαιούχος. Δεν ασκεί επιρροή συναφώς το γεγονός ότι η Citadines διευκρίνισε το ζήτημα του δικαιώματος καλωδιακής αναμετάδοσης με εταιρίες συλλογικής διαχείρισης.

17      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι η απλή παροχή συσκευών λήψης σήματος δεν συνιστά, αυτή καθεαυτήν, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 27 της οδηγίας 2001/29, παρουσίαση στο κοινό, εντούτοις υφίσταται προσβολή του δικαιώματος παρουσίασης στο κοινό όταν προηγουμένως πραγματοποιείται αναμετάδοση του σήματος προς τις συσκευές λήψης σήματος μέσω ενός τέτοιου καλωδιακού δικτύου διανομής.

18      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, εν προκειμένω, οι πράξεις της Citadines, οι οποίες έβαιναν πέραν του πλαισίου της απλής παροχής συσκευών τηλεόρασης, συνίσταντο αποκλειστικώς στην αναμετάδοση του τηλεοπτικού σήματος μέσω καλωδιακού δικτύου διανομής που ανήκε στο ξενοδοχείο, πράξη στην οποία η εταιρία αυτή είχε το δικαίωμα να προβεί λόγω της άδειας που της είχε χορηγηθεί από τις εταιρίες συλλογικής διαχείρισης. Είναι όμως αμφίβολο αν, βάσει της διάκρισης στην οποία προβαίνει το γερμανικό δίκαιο, όσον αφορά την παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, μεταξύ του δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 20b του UrhG («αναμετάδοση») και του δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 22 του UrhG («παρουσίαση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών»), είναι δυνατόν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένας χρήστης, λόγω πράξεων στις οποίες δικαιούται να προβεί σύμφωνα με το άρθρο 20b δυνάμει άδειας που του έχει χορηγηθεί, όπως είναι η καλωδιακή αναμετάδοση εντός του ξενοδοχείου, είχε την πρόθεση να εκτελέσει «πράξη παρουσίασης» στο σύνολό της, καθόσον οι εν λόγω πράξεις του συνίστανται μόνο στην παροχή των συσκευών λήψης σήματος, όπερ δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος παρουσίασης στο κοινό.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht München (εφετείο Μονάχου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική βάσει της οποίας συνιστά παρουσίαση στο κοινό η παροχή των υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσίασης, όπως συσκευών τηλεόρασης τοποθετημένων στα δωμάτια των πελατών ή στον χώρο του γυμναστηρίου ξενοδοχείου, στην περίπτωση που, επιπλέον, το ραδιοτηλεοπτικό σήμα μεταδίδεται μεν στον εξοπλισμό μέσω καλωδιακού δικτύου διανομής που ανήκει στο ξενοδοχείο, πλην όμως η καλωδιακή αυτή αναμετάδοση πραγματοποιείται νομίμως βάσει άδειας εκμετάλλευσης που έχει αποκτήσει το ξενοδοχείο;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

20      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου απορρέουν, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, από το γεγονός ότι το γερμανικό δίκαιο προβαίνει σε «διάκριση», όσον αφορά την παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, μεταξύ του δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 20b του UrhG, αφενός, και του δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 22 του UrhG, αφετέρου, με τα οποία δικαιώματα έχει μεταφερθεί, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής, στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.

21      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο, με την απάντησή του στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, επισήμανε ότι το άρθρο 20b του UrhG θεσπίστηκε κατ’ ουσίαν με την τροποποίηση του νόμου αυτού από τον Viertes Gesetz zur Änderung des Urheberrechtsgesetzes vom 8. Mai 1998 (τέταρτο νόμο περί τροποποιήσεως του UrhG της 8ης Μαΐου 1998) (BGBl. 1998 I, σ. 902), σκοπός του οποίου ήταν η μεταφορά της οδηγίας 93/83 στη γερμανική έννομη τάξη.

22      Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει μεν ότι το άρθρο 20b του UrhG τροποποιήθηκε στη συνέχεια από 1ης Ιανουαρίου 2008 με τον Zweites Gesetz zur Regelung des Urheberrechts in der Informationsgesellschaft vom 26. Oktober 2007 (δεύτερο νόμο για τη ρύθμιση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στην κοινωνία της πληροφορίας της 26ης Οκτωβρίου 2007) (BGBl. 2007 I, σ. 2513), προκειμένου να συνεχιστεί η προσαρμογή του γερμανικού δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας στις εξελίξεις στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας καθώς και να επιλυθούν τα ζητήματα τα οποία, λόγω της σύντομης προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2001/29 στο εσωτερικό δίκαιο, δεν κατέστη δυνατό να επιλυθούν στο πλαίσιο της προηγούμενης μεταρρύθμισης του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, υπογραμμίζει δε ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου, «δεν ετίθετο ζήτημα τροποποίησης της βασικής δομής του δικαιώματος καλωδιακής αναμετάδοσης “λαμβανομένων υπόψη των διεθνών και ευρωπαϊκών απαιτήσεων”».

23      Κατά πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύει εθνικές διατάξεις, δεδομένου ότι μια τέτοια ερμηνεία εμπίπτει πράγματι στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι διατάξεις του άρθρου 20b του UrhG συνιστούν μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 93/83 ή της οδηγίας 2001/29 [πρβλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, A και B (Από κοινού φορολόγηση των μικρών ζυθοποιείων), C‑221/20 και C‑223/20, EU:C:2021:890, σκέψεις 16 και 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

24      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει σαφώς στην απάντησή του, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, ότι ο τέταρτος νόμος περί τροποποίησης του UrhG της 8ης Μαΐου 1998, με τον οποίο προστέθηκε το άρθρο 20b στον UrhG, μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 93/83.

25      Επί του ζητήματος αυτού, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83, ως «καλωδιακή αναμετάδοση» νοείται η «χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές ταυτόχρονη αναμετάδοση, μέσω συστημάτων καλωδίων ή μικροκυμάτων και με σκοπό τη λήψη τους από το κοινό, αρχικής ενσύρματης ή ασύρματης, έστω και δορυφορικής μετάδοσης, από άλλο κράτος μέλος, τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό».

26      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η οδηγία 93/83 διέπει μόνον την άσκηση του δικαιώματος καλωδιακής αναμετάδοσης στη σχέση μεταξύ των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, αφενός, και των «επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου» ή των «φορέων εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου», αφετέρου. Οι έννοιες της «επιχείρησης εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου» ή του «φορέα εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου» αναφέρονται στους φορείς εκμετάλλευσης των παραδοσιακών καλωδιακών δικτύων (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, RTL Television, C‑716/20, EU:C:2022:643, σκέψεις 76 και 77).

27      Επομένως, μια ξενοδοχειακή μονάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «επιχείρηση εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου», κατά την έννοια της οδηγίας 93/83 (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, RTL Television, C‑716/20, EU:C:2022:643, σκέψεις 84 και 85).

28      Δεύτερον, όσον αφορά το γεγονός, το οποίο επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ξενοδοχειακή μονάδα την οποία εκμεταλλεύεται η Citadines είχε συνάψει σύμβαση παραχώρησης άδειας βάσει της οποίας επιτρέπονταν οι επίμαχες αναμεταδόσεις, διαπιστώνεται ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει καμία διευκρίνιση ως προς το είδος των πράξεων που καλύπτονται από μια τέτοια σύμβαση παραχώρησης άδειας.

29      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Citadines παρατήρησε ότι, μολονότι δεν αμφισβητεί ότι, αναμεταδίδοντας εκπομπές στις συσκευές λήψης εντός της ξενοδοχειακής της μονάδας, προέβη σε πράξεις παρουσίασης στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, εντούτοις ισχυρίζεται επίσης ότι, προς τον σκοπό αυτό, απέκτησε τις απαιτούμενες πλήρεις άδειες από τις αρμόδιες εταιρίες συλλογικής διαχείρισης, για τις οποίες καταβάλλει ετησίως κατ’ αποκοπήν τέλος για κάθε δωμάτιο ξενοδοχείου.

30      Η δε MPLC ισχυρίστηκε ότι η σύμβαση παραχώρησης άδειας που συνήψε η Citadines δεν καλύπτει την άμεση και έμμεση αναμετάδοση ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων μέσω δικτύου διανομής που ανήκει στην οικεία ξενοδοχειακή μονάδα.

31      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται στη σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, BAKATI PLUS, C‑656/19, EU:C:2020:1045, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν, στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, η συναφθείσα από τη Citadines σύμβαση παραχώρησης άδειας καλύπτει τις ενδεχόμενες πράξεις παρουσίασης στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, τις οποίες διενεργεί η εν λόγω εταιρία.

33      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να προστεθεί ότι το γεγονός ότι συνήφθη μια τέτοια σύμβαση παραχώρησης άδειας δεν ασκεί επιρροή επί του κατά πόσον οι επίμαχες αναμεταδόσεις συνιστούν παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης. Αντιθέτως, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ύπαρξη τέτοιας σύμβασης παραχώρησης άδειας μπορεί να καταδείξει αν η παρουσίαση αυτή, σε περίπτωση που θεωρηθεί αποδεδειγμένη, έχει επιτραπεί από τον δημιουργό του οικείου έργου.

34      Η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των ως άνω εκτιμήσεων.

 Επί της ουσίας

35      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι η παροχή συσκευών τηλεόρασης, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στα δωμάτια ή στο χώρο του γυμναστηρίου ξενοδοχειακής μονάδας, συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, όταν, επιπλέον, η αναμετάδοση σήματος στις συσκευές αυτές γίνεται μέσω καλωδιακού δικτύου διανομής που ανήκει στην εν λόγω μονάδα.

36      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, «[τ]α κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος».

37      Όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, δυνάμει της διάταξης αυτής, οι δημιουργοί έχουν δικαίωμα προληπτικής παρέμβασης, το οποίο τους επιτρέπει να παρεμβάλλονται μεταξύ των δυνητικών χρηστών του έργου τους και της παρουσίασης στο κοινό, στην οποία προτίθενται να προβούν οι χρήστες αυτοί, προκειμένου να την απαγορεύσουν (αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 30, και της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Όσον αφορά το περιεχόμενο της έννοιας της «παρουσίασης στο κοινό», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, η εν λόγω έννοια πρέπει, όπως υπογραμμίζει η αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας αυτής, να ερμηνεύεται ευρέως, ως καλύπτουσα κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης και, ως εκ τούτου, κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής. Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 9 και 10 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι βασικός σκοπός της είναι η καθιέρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των δημιουργών ώστε να μπορούν να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, ιδίως σε περίπτωση παρουσίασής τους στο κοινό (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Συναφώς, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, η εν λόγω έννοια απαρτίζεται από δύο σωρευτικά στοιχεία, ήτοι από μια πράξη παρουσίασης έργου και από την παρουσίαση του έργου αυτού σε κοινό και επιβάλλει κατά περίπτωση εκτίμηση (αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 37, της 2ας Απριλίου 2020, Stim και SAMI, C‑753/18, EU:C:2020:268, σκέψη 30, και της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Στο πλαίσιο μιας τέτοιας εκτίμησης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορα συμπληρωματικά κριτήρια, τα οποία δεν είναι αυτοτελή αλλά αλληλένδετα μεταξύ τους. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να εφαρμόζονται μεμονωμένα αλλά και συνδυαζόμενα μεταξύ τους, δεδομένου ότι η βαρύτητά τους ενδέχεται να ποικίλλει, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση (αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 35, και της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Μεταξύ των κριτηρίων αυτών, το Δικαστήριο έχει, αφενός, υπογραμμίσει ότι καθοριστική σημασία έχει ο ρόλος του χρήστη και το αν η παρέμβασή του είναι ηθελημένη. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω χρήστης τελεί «πράξη παρουσίασης» όταν παρεμβαίνει, έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, για να παρέχει στους πελάτες του πρόσβαση σε προστατευόμενο έργο, ιδίως μάλιστα όταν, χωρίς την παρέμβασή του αυτή, οι συγκεκριμένοι πελάτες δεν θα μπορούσαν καταρχήν να έχουν πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν στερείται σημασίας ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας της παρουσίασης στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media, C‑160/15, EU:C:2016:644, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Αφετέρου, προκειμένου να υφίσταται «παρουσίαση στο κοινό», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, πρέπει επίσης τα προστατευόμενα έργα να παρουσιάζονται πράγματι σε κοινό [αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 40, και της 28ης Οκτωβρίου 2020, BY (Φωτογραφία ως αποδεικτικό στοιχείο), C‑637/19, EU:C:2020:863, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η έννοια του «κοινού» αφορά έναν απροσδιόριστο αριθμό δυνητικών αποδεκτών και, επιπλέον, προϋποθέτει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό προσώπων (αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 41, και της 22ας Ιουνίου 2021,YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, για να συντρέχει περίπτωση «παρουσίασης στο κοινό», πρέπει ένα προστατευόμενο έργο να παρουσιάζεται με ειδικό τεχνικό τρόπο, διαφορετικό από όσους έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι πρότινος ή, άλλως, σε «νέο κοινό», δηλαδή κοινό το οποίο δεν είχε ήδη ληφθεί υπόψη από τον δικαιούχο όταν επέτρεψε την αρχική παρουσίαση του έργου του στο κοινό (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Υπό το πρίσμα, ιδίως, των ως άνω κριτηρίων και σύμφωνα με την εξατομικευμένη εκτίμηση που υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εκτιμηθεί αν, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, ο έχων την εκμετάλλευση ξενοδοχειακής μονάδας, ο οποίος παρέχει εντός των δωματίων και στον χώρο του γυμναστηρίου της εν λόγω μονάδας συσκευές τηλεόρασης και/ή ραδιοφώνου στις οποίες αναμεταδίδει ραδιοτηλεοπτικό σήμα, προβαίνει σε πράξη παρουσίασης στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

47      Μολονότι, καταρχήν, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει αν τούτο ισχύει σε συγκεκριμένη περίπτωση και να προβεί σε οριστικές εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών συναφώς, εντούτοις το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να εκτιμήσει αν υφίσταται τέτοια πράξη παρουσίασης στο κοινό.

48      Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο έχων την εκμετάλλευση ξενοδοχειακής μονάδας προβαίνει σε πράξη παρουσίασης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, όταν μεταδίδει ηθελημένως στην πελατεία του προστατευόμενα έργα, παρέχοντας επί τούτω σήμα μέσω συσκευών τηλεόρασης τις οποίες έχει εγκαταστήσει στην εν λόγω μονάδα (πρβλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι πελάτες ξενοδοχειακής μονάδας συνιστούν έναν απροσδιόριστο αριθμό δυνητικών αποδεκτών, στο μέτρο που η πρόσβασή τους στις υπηρεσίες της εν λόγω μονάδας αποτελεί, καταρχήν, απόρροια προσωπικής επιλογής εκάστου εξ αυτών, περιορίζεται δε μόνον από την ικανότητα υποδοχής της οικείας μονάδας, και ότι οι πελάτες ξενοδοχειακής μονάδας αποτελούν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό προσώπων, οπότε πρέπει να θεωρηθούν ως «κοινό» [απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Phonographic Performance (Ireland), C‑162/10, EU:C:2012:141, σκέψεις 41 και 42].

50      Τρίτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για να υπάρχει παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, πρέπει ο ενδιαφερόμενος χρήστης να έχει παράσχει, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, πρόσβαση στην ραδιοτηλεοπτική προβολή, η οποία περιλαμβάνει προστατευόμενο έργο, σε περαιτέρω κοινό, και, επομένως, να προκύπτει ότι, χωρίς την παρέμβαση αυτή, τα πρόσωπα τα οποία αποτελούν αυτό το «νέο» κοινό, μολονότι βρίσκονται εντός της ζώνης κάλυψης της εκπομπής, δεν θα μπορούσαν, καταρχήν, να έχουν πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο. Συνεπώς, στην περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής μονάδας μεταδίδει ηθελημένως στους πελάτες του ένα τέτοιο έργο, παρέχοντας επί τούτω σήμα μέσω τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών δεκτών τους οποίους έχει εγκαταστήσει στη μονάδα του, ενεργεί με σκοπό να παράσχει στους πελάτες του πρόσβαση στο έργο, έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του. Συγκεκριμένα, ελλείψει της εν λόγω παρέμβασης, οι συγκεκριμένοι πελάτες, καίτοι ευρισκόμενοι εντός της εν λόγω ζώνης κάλυψης, δεν θα μπορούσαν, καταρχήν, να έχουν πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο (πρβλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Τέταρτον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να υπάρξει παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, αρκεί να τεθεί το έργο στη διάθεση του κοινού ώστε τα πρόσωπα που το συνθέτουν να έχουν πρόσβαση σε αυτό (πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE, C‑306/05, EU:C:2006:764, σκέψη 43). Επομένως, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός, το οποίο αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, ότι οι συσκευές τηλεόρασης δεν ενεργοποιούνται από τη Citadines, αλλά από τους πελάτες της ξενοδοχειακής μονάδας που εκμεταλλεύεται η εν λόγω εταιρία.

52      Πέμπτον, όσον αφορά τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η πράξη με την οποία ο έχων την εκμετάλλευση ξενοδοχειακής μονάδας παρέχει στους πελάτες του πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο συνιστά παροχή πρόσθετης υπηρεσίας η οποία επηρεάζει την ποιοτική κατάταξη του ξενοδοχείου και, επομένως, την τιμή των δωματίων, με αποτέλεσμα η εν λόγω πράξη να έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα [πρβλ. αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE, C‑306/05, EU:C:2006:764, σκέψη 44, και της 15ης Μαρτίου 2012, Phonographic Performance (Ireland), C‑162/10, EU:C:2012:141, σκέψεις 44 και 45].

53      Έκτον και τελευταίον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η παροχή συσκευών τηλεόρασης στα δωμάτια και στον χώρο του γυμναστηρίου της επίμαχης στην κύρια δίκη ξενοδοχειακής μονάδας συνιστά «απλή παροχή των υλικών μέσων», κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 27 της οδηγίας 2001/29.

54      Πράγματι, όσον αφορά τις ξενοδοχειακές μονάδες, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι η παροχή απλώς των υλικών εγκαταστάσεων, η οποία προϋποθέτει, συνήθως, πέραν της ξενοδοχειακής μονάδας, επιχειρήσεις που εξειδικεύονται στην πώληση ή την εκμίσθωση συσκευών τηλεόρασης, δεν συνιστά, αυτή καθεαυτήν, πράξη παρουσίασης υπό την έννοια της οδηγίας 2001/29, εντούτοις οι εγκαταστάσεις αυτές μπορούν να καταστήσουν τεχνικά δυνατή την πρόσβαση του κοινού στα μεταδιδόμενα έργα. Ως εκ τούτου, εάν, μέσω συσκευών τηλεόρασης που έχουν εγκατασταθεί με τον τρόπο αυτόν, η ξενοδοχειακή μονάδα διανέμει το σήμα στους πελάτες της που διαμένουν στα δωμάτια της μονάδας, πρόκειται για παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, χωρίς να έχει σημασία ποια είναι η τεχνική μεταδόσεως του χρησιμοποιούμενου σήματος (πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE, C‑306/05, EU:C:2006:764, σκέψη 46).

55      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι η παροχή συσκευών τηλεόρασης, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στα δωμάτια ή στο χώρο του γυμναστηρίου ξενοδοχειακής μονάδας, συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, όταν, επιπλέον, η αναμετάδοση σήματος στις συσκευές αυτές γίνεται μέσω καλωδιακού δικτύου διανομής που ανήκει στην εν λόγω μονάδα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας,

έχει την έννοια ότι:

η παροχή συσκευών τηλεόρασης, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στα δωμάτια ή στο χώρο του γυμναστηρίου ξενοδοχειακής μονάδας, συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, όταν, επιπλέον, η αναμετάδοση σήματος στις συσκευές αυτές γίνεται μέσω καλωδιακού δικτύου διανομής που ανήκει στην εν λόγω μονάδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.