Language of document : ECLI:EU:F:2010:123

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2010

Υπόθεση F-49/09

Eberhard Wendler

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου — Καταβολή της συντάξεως — Υποχρέωση τηρήσεως τραπεζικού λογαριασμού στο κράτος διαμονής — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Λόγος δημοσίας τάξεως — Αρχή της ισότητας»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο M. Wendler, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής, ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως που του επέβαλε την υποχρέωση να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή στοιχεία τραπεζικού λογαριασμού του στο κράτος διαμονής του προκειμένου να του καταβληθεί η σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει, πέραν των δικαστικών του εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρενέβη προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

Υπάλληλοι — Συντάξεις — Σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου — Καταβολή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παραρτήματα VII, άρθρο 17, και VIII, άρθρο 45, εδ. 3)

Οι συνταξιούχοι υπάλληλοι και οι εν ενεργεία υπάλληλοι τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης όσον αφορά την καταβολή των ποσών που τους οφείλονται. Συγκεκριμένα, ενώ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), όλες οι παροχές που εισπράττουν οι συνταξιούχοι υπάλληλοι που διαμένουν σε κράτος μέλος καταβάλλονται σε αυτούς υποχρεωτικά σε τράπεζα του κράτους μέλους διαμονής τους, ο αντίστοιχος κανόνας για τους εν ενεργεία υπαλλήλους, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και ορίζει ότι τα ποσά που οφείλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους καταβάλλονται σε αυτούς στον τόπο ασκήσεως των καθηκόντων τους, επιτρέπει δύο εξαιρέσεις. Αφενός, το άρθρο 17, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προβλέπει τη δυνατότητα των ενεργεία υπαλλήλων να μεταφέρουν, μέσω του οργάνου στο οποίο υπηρετούν, μέρος των αποδοχών τους προς άλλο κράτος μέλος, όπως είναι το ποσό του σχολικού επιδόματος που πράγματι εισπράττεται για τέκνο το οποίο φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε άλλο κράτος μέλος καθώς και τα ποσά που αντιστοιχούν σε τακτικές πληρωμές υπέρ οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διαμένει στο οικείο κράτος μέλος και για τις οποίες ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος αποδεικνύει ότι υπέχει σχετική υποχρέωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Αφετέρου, και ανεξαρτήτως των δυνατοτήτων που παρέχει το άρθρο 17, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου 17 χορηγεί στους εν ενεργεία υπαλλήλους το δικαίωμα να ζητούν τακτική μεταφορά προς κράτος μέλος διαφορετικό εκείνου όπου ασκούν τα καθήκοντά τους των ποσών που τους οφείλονται, χωρίς εφαρμογή οποιουδήποτε συντελεστή και μέχρι το 25 % του βασικού τους μισθού.

Παρά ταύτα, η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση συνταξιούχων υπαλλήλων και εν ενεργεία υπαλλήλων δεν συνεπάγεται παράνομη διακριτική μεταχείριση, δεδομένου ότι οι δύο αυτές κατηγορίες υπαλλήλων βρίσκονται σε καταστάσεις αντικειμενικά διαφορετικές. Συγκεκριμένα, ενώ οι συνταξιούχοι υπάλληλοι μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα το κράτος διαμονής τους, οι εν ενεργεία υπάλληλοι οφείλουν, κατά το άρθρο 20 του ΚΥΚ, να διαμένουν στον τόπο της υπηρεσίας τους ή σε τόση απόσταση από τον τελευταίο, ώστε να μην παρεμποδίζονται στην άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, οι εν ενεργεία υπάλληλοι, εξαιρουμένων εκείνων των οποίων ο τόπος υπηρεσίας συμπίπτει με το κράτος μέλος ιθαγενείας τους, τεκμαίρεται ότι έχουν δεσμούς με τουλάχιστον δύο διαφορετικά κράτη μέλη, εν προκειμένω, με το κράτος μέλος ιθαγενείας τους και με το κράτος μέλος υπηρεσίας τους. Αντιθέτως, οι συνταξιούχοι υπάλληλοι, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι ελεύθεροι να επιλέγουν το κράτος μέλος διαμονής τους, δεν μπορούν να επικαλεστούν το προαναφερθέν τεκμήριο, παρά το γεγονός ότι, κατόπιν προσωπικής τους επιλογής, δικαιούνται να διαμένουν σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους ιθαγενείας τους και να επωφελούνται, εφόσον συνταξιοδοτήθηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004, από τον διορθωτικό συντελεστή που ισχύει για το εν λόγω κράτος μέλος διαμονής.

(βλ. σκέψεις 43 και 44)