Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Krajský soud v Praze (Τσέχικη Δημοκρατία) στις 7 Αυγούστου 2014 – Ernst Georg Radlinger, Helena Radlingerová κατά FINWAY a.s.

(Υπόθεση C-377/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική

Αιτούν δικαστήριο

Krajský soud v Praze

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: Ernst Georg Radlinger, Helena Radlingerová

Εναγομένη: FINWAY a.s.

Προδικαστικά ερωτήματα

Αντιτίθενται το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ 1 του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (στο εξής: οδηγία σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες) και το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ 2 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (στο εξής: οδηγία για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως), ή οι λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης για την προστασία του καταναλωτή:

–    στη γενική οικονομία του νόμου 182/2006 περί πτωχεύσεως και τρόπων περατώσεως αυτής (zákon č. 182/2006 Sb., o úpadku a způsobech jeho řešení), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 185/2013 (στο εξής: νόμος περί πτωχεύσεως), κατά την οποία το δικαστήριο δύναται να επαληθεύει το κύρος, το ύψος και τη σειρά κατατάξεως των απαιτήσεων που απορρέουν από σχέσεις καταναλωτών μόνον κατόπιν ασκήσεως παρεμπίπτουσας αγωγής από τον σύνδικο της πτωχεύσεως, από τον πιστωτικό φορέα ή (υπό τους προαναφερθέντες περιορισμούς) από τον οφειλέτη (καταναλωτή);

–    στις διατάξεις οι οποίες, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας που διέπει την πτωχευτική διαδικασία, περιορίζουν το δικαίωμα του οφειλέτη (καταναλωτή) να υποβάλει στο δικαστήριο αίτημα επανελέγχου των αναγγελθεισών απαιτήσεων των πιστωτών (προμηθευτών αγαθών ή παρεχόντων υπηρεσίες) μόνο στις περιπτώσεις όπου η πτώχευση περατώνεται με αποκατάσταση του καταναλωτή, και στο πλαίσιο αυτό σε σχέση με τις εγχειρόγραφες και μόνον απαιτήσεις των πιστωτών, ενώ η δυνατότητα του οφειλέτη να προβάλει αντιρρήσεις περιορίζεται περαιτέρω, σε περίπτωση ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων οι οποίες έχουν βεβαιωθεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής, αποκλειστικά στο να προβάλει ότι η αξίωση έχει αποσβεστεί ή είναι παραγεγραμμένη, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 192, παράγραφος 1, και 410, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου περί πτωχεύσεως;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: οφείλει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της επαληθεύσεως των απαιτήσεων που απορρέουν από σύμβαση καταναλωτικής πίστεως να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως, ακόμη κι όταν ο καταναλωτής δεν προβάλλει συναφώς αντίρρηση, τη μη συμμόρφωση του πιστωτικού φορέα προς τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2 της οδηγίας για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και να συνάγει την προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο συνέπεια της ακυρότητας των επίμαχων συμβατικών ρυθμίσεων;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα:

Έχουν άμεσο αποτέλεσμα οι εφαρμοζόμενες διατάξεις των ως άνω οδηγιών και μήπως αποκλείεται η άμεση εφαρμογή τους εκ του γεγονότος ότι, επιλαμβανόμενος αυτεπαγγέλτως ενός παρεμπίπτοντος ζητήματος (ή προβαίνοντας σε επανέλεγχο απαιτήσεως ο οποίος απαγορεύεται από το εθνικό δίκαιο λόγω αλυσιτελούς αμφισβητήσεως από τον οφειλέτη-καταναλωτή), ο δικαστής διαρρηγνύει την οριζόντια σχέση μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή αγαθών ή παρέχοντος υπηρεσίες;

Ποιο ποσό αντιστοιχεί στο «συνολικό ποσό του ποσού της πίστωσης» σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, εδάφιο δ΄, της οδηγίας για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και ποια ποσά περιλαμβάνονται στα «ποσά αναλήψεων» για τον υπολογισμό του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου (ΣΕΠΕ) σύμφωνα με τον τύπο που διατυπώνεται στο παράρτημα I της οδηγίας για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, όταν σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή τυπικά δίδεται μεν υπόσχεση καταβολής ορισμένου χρηματικού ποσού αλλά ταυτοχρόνως συμφωνείται ότι, μόλις χορηγηθεί η πίστωση, οι αξιώσεις του πιστωτικού φορέα λόγω των εξόδων για την χορήγηση της πιστώσεως και για την αποπληρωμή της πρώτης δόσεως (ή των επόμενων δόσεων) θα συμψηφιστούν σε ορισμένο βαθμό με το ποσό αυτό, ώστε τα συμψηφιζόμενα τοιουτοτρόπως ποσά ουδέποτε καταβάλλονται στην πραγματικότητα στον οφειλέτη, ή στον λογαριασμό του, αλλά παραμένουν διαρκώς στη διάθεση του πιστωτικού φορέα; Επηρεάζει το ποσό του υπολογιζόμενου ΣΕΠΕ ο συνυπολογισμός των συγκεκριμένων ποσών τα οποία στην πραγματικότητα δεν καταβάλλονται;

Ανεξάρτητα από την απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα:

Κατά την εκτίμηση του αν η ως άνω συμφωνηθείσα αποζημίωση είναι δυσανάλογη κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος της οδηγίας σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες, πρέπει να αξιολογηθεί το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των ποινικών ρητρών, όπως συμφωνήθηκαν, ανεξάρτητα από το αν ο πιστωτικός φορέας επιμένει ότι πρέπει να καταβληθούν ολοσχερώς και ανεξάρτητα από το κατά πόσον ορισμένες από αυτές δύνανται να θεωρηθούν άκυρες από τη σκοπιά των κανόνων του εθνικού δικαίου, ή μήπως πρέπει να ληφθεί υπόψη απλώς και μόνον το συνολικό ποσό των κυρώσεων οι οποίες πράγματι απαιτήθηκαν και μπορούν να απαιτηθούν;

Σε περίπτωση που οι εν λόγω συμβατικές κυρώσεις κριθούν καταχρηστικές, πρέπει να μην εφαρμοστούν όλες οι εν λόγω επί μέρους κυρώσεις οι οποίες, συνολικά μόνον εξεταζόμενες, οδήγησαν το δικαστήριο να συμπεράνει ότι το ποσό της αποζημιώσεως ήταν δυσανάλογο κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος της οδηγίας σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες, ή απλώς ορισμένες μόνον από αυτές (και, στην περίπτωση αυτή, βάσει ποιων κριτηρίων θα κριθεί το εν λόγω ζήτημα);

____________

1 EE L 95, σ. 29.

2 EE L 133, σ. 66.