Language of document : ECLI:EU:C:2018:1028

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 19ης Δεκεμβρίου 2018(1)

Υπόθεση C431/17

Μοναχός Ειρηναίος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιακουμάκης του Εμμανουήλ

κατά

Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

[αίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 98/5/ΕΚ – Άρθρο 3 – Άρθρο 6 – Εγγραφή μοναχού ως δικηγόρου στα μητρώα κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο – Εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει την εγγραφή»






1.        Μπορεί κανείς να υπηρετεί δύο κυρίους; Αν ο ένας κύριος είναι ο Θεός, ο Χριστιανός μπορεί, κατ’ αρχάς, να λάβει καθοδήγηση από τα λόγια του Ευαγγελίου: «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τòν ἕνα μισήσει καὶ τòν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνòς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (2). (Ό άψογος νομικός διάλογος μεταξύ του Ιησού Χριστού και του νεαρού νομικού, όπως διασώζεται στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, καταδεικνύει εντούτοις με σαφήνεια ότι είναι απολύτως δυνατό να υπηρετούμε τον Θεό και να ασκούμε ταυτοχρόνως το επάγγελμα του νομικού (3)). Στην περίπτωση κατά την οποία ένας μοναχός επιθυμεί να εγγραφεί ως δικηγόρος στα μητρώα δικηγορικού συλλόγου κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, υπηρετώντας, με τον τρόπο αυτό, και τη δικαιοσύνη και τον Θεό, είναι επίσης αναγκαίο να ανατρέξουμε και στην οδηγία 98/5/ΕΚ (4).

2.        Με την υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Συμβούλιο της Επικρατείας (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) ζητεί να διευκρινισθεί αν είναι συμβατή με την οδηγία 98/5 η άρνηση των αρμόδιων αρχών να εγγράψουν στα μητρώα τους τον μοναχό Ειρηναίο (5), ο οποίος μονάζει σε Ιερά Μονή στην Ελλάδα, ως δικηγόρο που ασκεί το επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής, για τον λόγο ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η ιδιότητα του μοναχού συνιστά απόλυτο κώλυμα εγγραφής στα μητρώα των δικηγορικών συλλόγων. Υπό αυτές τις περιστάσεις, εγείρεται το ζήτημα του συγκερασμού των διατάξεων της οδηγίας 98/5 οι οποίες διέπουν την εγγραφή στο οικείο μητρώο των δικηγόρων που εργάζονται υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής και εισάγουν ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις, με εκείνες τις διατάξεις της ίδιας οδηγίας που αφορούν τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες που ισχύουν για τους δικηγόρους αυτούς και οι οποίες καταλείπουν στο κράτος μέλος ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ερμηνεία του Δικαστηρίου πρέπει να διασφαλίσει τη συνεκτική και συνεπή εφαρμογή της ως άνω οδηγίας.

 Νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 98/5

3.        Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 98/5 υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η δυνατότητα των υπηκόων των κρατών μελών να ασκούν ανεξάρτητη ή έμμισθη επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά τους προσόντα. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 διευκρινίζεται ότι η οδηγία προβλέπει έναν εναλλακτικό προς την οδηγία 89/48 τρόπο για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής (6).

4.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 5, «για το θέμα αυτό δικαιολογείται δράση σε κοινοτικό επίπεδο, όχι μόνο επειδή σε σχέση με το γενικό σύστημα αναγνώρισης προσφέρει στους δικηγόρους μια ευκολότερη λύση που τους επιτρέπει την ένταξη στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής αλλά και επειδή, παρέχοντας στους δικηγόρους τη δυνατότητα να ασκούν σε μόνιμη βάση το επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χρηστών του δικαίου οι οποίοι, λόγω του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των υποθέσεων που απορρέουν κυρίως από την εσωτερική αγορά, αναζητούν νομικές συμβουλές κατά τις διασυνοριακές συναλλαγές στις οποίες συχνά εμπλέκονται το διεθνές, το κοινοτικό και τα εθνικά δίκαια».

5.        Στην αιτιολογική σκέψη 6 διευκρινίζεται «ότι δράση σε κοινοτικό επίπεδο δικαιολογείται και από το γεγονός ότι μόνον ορισμένα κράτη μέλη επιτρέπουν ήδη στο έδαφός τους την άσκηση δικηγορικών δραστηριοτήτων, υπό άλλη μορφή πλην της παροχής υπηρεσιών, από δικηγόρους που έρχονται από άλλα κράτη μέλη και ασκούν το επάγγελμα βάσει του επαγγελματικού τους τίτλου καταγωγής· […] εντούτοις, η δυνατότητα αυτή, στα κράτη μέλη όπου υπάρχει, υπόκειται σε πολύ διαφορετικές προϋποθέσεις όσον αφορά, για παράδειγμα, το πεδίο δραστηριότητας και την υποχρέωση εγγραφής στα μητρώα των αρμοδίων αρχών· […] οι διαφορετικές αυτές καταστάσεις εκφράζονται με ανισότητες και στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των δικηγόρων των κρατών μελών και αποτελούν εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία· […] μόνο μια οδηγία που θεσπίζει τους όρους άσκησης του επαγγέλματος, υπό άλλη μορφή πλην της παροχής υπηρεσιών, από δικηγόρους υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής είναι ικανή να επιλύσει τα προβλήματα αυτά και να προσφέρει σε όλα τα κράτη μέλη τις ίδιες δυνατότητες για τους δικηγόρους και τους χρήστες του δικαίου».

6.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 7, η εν λόγω οδηγία αποφεύγει να ρυθμίσει αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις και δεν θίγει τους εθνικούς επαγγελματικούς κανόνες παρά μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να επιτύχει πραγματικά τον στόχο της. Η οδηγία δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που διέπουν, ιδίως, την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και την άσκησή του υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής.

7.        Η αιτιολογική σκέψη 8 αναφέρει ότι «οι δικηγόροι που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να υποχρεούνται να εγγράφονται στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ώστε η τελευταία να μπορεί να βεβαιώνεται ότι τηρούν τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής· […] το αποτέλεσμα της εγγραφής αυτής όσον αφορά τις δικαστικές περιφέρειες, τους βαθμούς και τους τύπους δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων οι δικηγόροι δικαιούνται να ασκούν το επάγγελμα, καθορίζεται από τη νομοθεσία που διέπει τους δικηγόρους του κράτους μέλους υποδοχής».

8.        Η αιτιολογική σκέψη 9 εκθέτει ότι «οι δικηγόροι που δεν έχουν ενταχθεί στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται σ’ αυτό το κράτος υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, ώστε να εξασφαλίζεται η σωστή ενημέρωση των καταναλωτών και να υπάρχει δυνατότητα διάκρισης μεταξύ των εν λόγω δικηγόρων και των δικηγόρων του κράτους μέλους υποδοχής που ασκούν δραστηριότητες υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους αυτού».

9.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία έχει ως στόχο να διευκολύνει την επί μονίμου βάσεως άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του εμμίσθου σε άλλο κράτος μέλος, διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά προσόντα. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, ως «δικηγόρος» νοείται «κάθε πρόσωπο, υπήκοος ενός κράτους μέλους, που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό έναν από τους ακόλουθους επαγγελματικούς τίτλους […] Ελλάδα: Δικηγόρος […] Κύπρος: Δικηγόρος».

10.      Το άρθρο 2 καθιερώνει το δικαίωμα κάθε δικηγόρου να ασκεί μονίμως, σε κάθε άλλο κράτος μέλος και υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, τις δραστηριότητες που καθορίζονται στο άρθρο 5.

11.      Κατά το άρθρο 3:

«1.      Ο δικηγόρος που επιθυμεί να ασκήσει επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο απέκτησε τον επαγγελματικό του τίτλο είναι υποχρεωμένος να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους.

2.      Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής προβαίνει σε εγγραφή του δικηγόρου κατόπιν προσκομίσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής. Μπορεί να απαιτήσει να μην έχουν παρέλθει περισσότεροι από τρεις μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Ενημερώνει για την εγγραφή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής».

12.      Το άρθρο 4 προβλέπει ότι ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής «είναι υποχρεωμένος να το ασκεί υπό τον τίτλο αυτό, ο οποίος πρέπει να είναι διατυπωμένος στη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους καταγωγής, αλλά κατά τρόπο σαφή και μη επιτρέποντα σύγχυση με τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής».

13.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής έχει ως πεδίο δραστηριότητας «τις ίδιες δραστηριότητες με τον δικηγόρο που ασκεί επάγγελμα υπό τον ενδεδειγμένο επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής και μπορεί, ειδικότερα, να παρέχει νομικές συμβουλές σε θέματα δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής, του κοινοτικού και του διεθνούς δικαίου, καθώς και του δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής. Σε κάθε περίπτωση, ο εν λόγω δικηγόρος τηρεί τους διαδικαστικούς κανόνες που ισχύουν στα εθνικά δικαστήρια».

14.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, ορίζει ότι, «[α]νεξάρτητα από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής του, ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως οι δικηγόροι που ασκούν επάγγελμα υπό τον σχετικό επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην επικράτεια του κράτους αυτού». Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, το κράτος μέλος υποδοχής «δύναται να υποχρεώσει τον δικηγόρο που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής είτε να συνάψει ασφάλεια επαγγελματικής ευθύνης είτε να εγγραφεί σε ταμείο επαγγελματικών εγγυήσεων, σύμφωνα με τους κανόνες τους οποίους το κράτος αυτό ορίζει για τις επαγγελματικές δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του».

15.      Το άρθρο 7 της οδηγίας διέπει τις πειθαρχικές διαδικασίες σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του δικηγόρου που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής προς τις ισχύουσες στο κράτος μέλος υποδοχής υποχρεώσεις. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, «εφαρμόζονται οι δικονομικοί κανόνες, οι κυρώσεις και οι προσφυγές που προβλέπονται στο κράτος μέλος υποδοχής». Το άρθρο 7, παράγραφοι 2 έως 5, ορίζει τα εξής:

«2.      Πριν κινηθεί πειθαρχική διαδικασία κατά του δικηγόρου που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει σχετικά, το συντομότερο δυνατό, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, παρέχοντάς της όλες τις χρήσιμες πληροφορίες.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται mutatis mutandis κατά την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής […].

3.      Χωρίς να θίγονται οι εξουσίες της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής ως προς την λήψη αποφάσεων, η εν λόγω αρχή συνεργάζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. […]

4.      Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίζει για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί, κατ’ εφαρμογή των ιδίων αυτού ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων, στην απόφαση η οποία έχει ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής κατά του δικηγόρου που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.

5.      Χωρίς να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, η προσωρινή ή οριστική αφαίρεση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής συνεπάγεται αυτόματα για τον ενδιαφερόμενο δικηγόρο την προσωρινή ή οριστική απαγόρευση ασκήσεως του επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής στο κράτος μέλος υποδοχής».

16.      Το άρθρο 9 ορίζει ότι «[ο]ι αποφάσεις απόρριψης ή ανάκλησης της εγγραφής που αναφέρεται στο άρθρο 3, καθώς και οι αποφάσεις επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων, πρέπει να αιτιολογούνται». Κατά των αποφάσεων αυτών πρέπει να μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων βάσει του εσωτερικού δικαίου.

 Η εθνική νομοθεσία

 Το προεδρικό διάταγμα 152/2000

17.      Η οδηγία 98/5 μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το προεδρικό διάταγμα 152/2000 «Διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα από δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο σε άλλο Κράτος‑Μέλος της Ε.Ε.» (στο εξής: προεδρικό διάταγμα).

18.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, ορίζει ότι, για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να εγγραφεί στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου θα ασκεί τις δραστηριότητές του καθώς και να διατηρεί γραφείο στην ίδια περιφέρεια. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, προβλέπει ότι για την εγγραφή αυτή αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο του ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου αφού ο ενδιαφερόμενος προσκομίσει τα εξής πιστοποιητικά: (i) δημόσιο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η ιθαγένεια κράτους μέλους, (ii) πιστοποιητικό‑αντίγραφο ποινικού μητρώου, (iii) πιστοποιητικό εγγραφής από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής που χορήγησε τον επαγγελματικό τίτλο ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής.

19.      Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 1, ορίζει ότι, «[α]νεξάρτητα από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται στο κράτος καταγωγής του, ο δικηγόρος υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως και οι λοιποί δικηγόροι-μέλη του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην Ελληνική Επικράτεια. Συγκεκριμένα υπόκειται […] [σε] όσους κανόνες διέπουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος στην Ελλάδα, ιδίως εκείνους που αναφέρονται στο ασυμβίβαστο και την άσκηση ξένων προς αυτό δραστηριοτήτων, στο επαγγελματικό απόρρητο, στην επαγγελματική δεοντολογία, στη διαφήμιση, στην επαγγελματική αξιοπρέπεια και στην ορθή άσκηση του λειτουργήματος».

 Ο Κώδικας Δικηγόρων

20.      Το άρθρο 1 του νόμου 4194/2013 (στο εξής: Κώδικας Δικηγόρων) προβλέπει ότι ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός του οποίου το λειτούργημα αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο δικηγόρος διατηρεί την ελευθερία χειρισμού της υποθέσεως και δεν υπόκειται σε υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς τον νόμο και μη συμβατές προς το συμφέρον του εντολέα του (7).

21.      Το άρθρο 6 τιτλοφορείται «Προϋποθέσεις δικηγορικής ιδιότητας –Κωλύματα». Με το άρθρο αυτό τίθενται δύο θετικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να αποκτήσει τη δικηγορική ιδιότητα, ήτοι (i) να είναι Έλληνας πολίτης ή πολίτης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους που είναι συμβαλλόμενο στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και (ii) να είναι κάτοχος πτυχίου Νομικού Τμήματος Νομικής Σχολής, ενώ παράλληλα πρέπει να μη συντρέχουν στο πρόσωπό του τέσσερα κωλύματα, μεταξύ των οποίων το να μη φέρει την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού.

22.      Το άρθρο 7 φέρει τον τίτλο «Αυτοδίκαιη απώλεια και αποβολή της ιδιότητας του δικηγόρου». Στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος εκείνος που, μεταξύ άλλων, φέρει την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού ή διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιαδήποτε υπηρεσία νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (8). Δικηγόρος, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, υποχρεούται να προβεί σε σχετική δήλωση στον σύλλογο στον οποίο ανήκει και να υποβάλει την παραίτησή του (9).

23.      Το άρθρο 23 προβλέπει ότι ο δικηγόρος υποχρεούται να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος. Το άρθρο 82 ορίζει ότι δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα, πλην ελαχίστων περιοριστικά απαριθμούμενων εξαιρέσεων.

 Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος

24.      Το άρθρο 39 του νόμου 590/1977, περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, προβλέπει ότι η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικό καθίδρυμα για την άσκηση των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνα προς τις μοναχικές επαγγελίες και τους περί μοναχικού βίου ιερούς κανόνες και παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι Ιερές Μονές τελούν υπό την πνευματική εποπτεία του οικείου Μητροπολίτη.

25.      Το άρθρο 56, παράγραφος 3, απαγορεύει σε μοναχό να μετακινηθεί εκτός των ορίων της εκκλησιαστικής περιφερείας αυτού χωρίς άδεια της προϊσταμένης του θρησκευτικής αρχής. Προκειμένου δε να παραμένει σε άλλη περιφέρεια πέραν του διμήνου εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, συνεχώς ή διακεκομμένως, πρέπει να λάβει την άδεια του επιχώριου Μητροπολίτη.

 Ο νόμος περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και διοικήσεως Μοναστηρίων

26.      Το άρθρο 18 του νόμου ΓΥΙΔ/1909 (περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και διοικήσεως Μοναστηρίων) ορίζει ότι όλη η περιουσία των κειρομένων μοναχών περιέρχεται αυτοδικαίως στη Μονή, μετ’ αφαίρεση της νόμιμης μοίρας υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων.

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και το προδικαστικό ερώτημα

27.      Ο μοναχός Ειρηναίος είναι εγγεγραμμένος στο μοναχολόγιο Ιεράς Μονής στην Ελλάδα (10). Επίσης, έχει την ιδιότητα του δικηγόρου ως μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου από τις 11 Δεκεμβρίου 2014.

28.      Στις 12 Ιουνίου 2015, με αίτησή του προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (στο εξής: ΔΣΑ), ζήτησε να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του ΔΣΑ, ως δικηγόρος που απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτησή του απορρίφθηκε με την από 18 Ιουνίου 2015 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΔΣΑ. Η απόφαση στηρίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος, κατά το οποίο οι εθνικοί κανόνες που αναφέρονται στο ασυμβίβαστο με το δικηγορικό λειτούργημα (όπως η ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού) καταλαμβάνουν και τους δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν δικηγορία στην Ελλάδα με βάση τη δικηγορική ιδιότητα που απέκτησαν στο κράτος μέλος καταγωγής τους.

29.      Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, ο μοναχός Ειρηναίος άσκησε, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, αίτηση ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως.

30.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες που καταλαμβάνουν τους Έλληνες δικηγόρους δεν επιτρέπουν την άσκηση της δικηγορίας στους μοναχούς για λόγους όπως αυτοί τους οποίους επικαλείται ο ΔΣΑ, δηλαδή ότι αυτοί δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, τα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα ανεξαρτησίας και εγείρονται αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητά τους να είναι πλήρους απασχολήσεως και να χειρίζονται υποθέσεις υπό συνθήκες αντιδικίας αλλά και όσον αφορά την υποχρέωση για πραγματική (και όχι πλασματική) εγκατάσταση στην περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου και μη παροχής υπηρεσιών άνευ αμοιβής. Σε περίπτωση κατά την οποία ο οικείος δικηγορικός σύλλογος ήταν υποχρεωμένος να εγγράψει έναν μοναχό στα μητρώα του, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5, προκειμένου αυτός να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, θα ήταν υποχρεωμένος να διαπιστώσει πάραυτα παράβαση εκ μέρους του μοναχού των ανωτέρω κατά το εθνικό δίκαιο επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων, όπως επιτρέπει το άρθρο 6 αυτής, διότι αυτοί απαγορεύουν την άσκηση της δικηγορίας από μοναχούς.

31.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται επίσης στη νομολογία του με την οποία κρίθηκε ότι η διάταξη του προϊσχύσαντος Κώδικος περί Δικηγόρων η οποία απαγόρευε στους κληρικούς να διορισθούν δικηγόροι δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας και στην επαγγελματική ελευθερία. Πρώτον, το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την αποκλειστική απασχόληση του δικηγόρου με τα καθήκοντά του και, δεύτερον, η άσκηση της δικηγορίας συνεπάγεται την αντιδικία, η οποία είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού (11). Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο έχει κατά το παρελθόν αποφανθεί ότι η εν λόγω διάταξη δεν αντιβαίνει στα άρθρα 13 του Συντάγματος, 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 49 ΣΛΕΕ) (δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης υποθέσεως αφορούσαν αμιγώς εσωτερική κατάσταση) και 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (12).

32.      Κατόπιν τούτου, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του ακόλουθου ερωτήματος:

«Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 έχει την έννοια ότι η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των δικηγορικών συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα;»

33.      Ο μοναχός Ειρηναίος, η Ελληνική και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Σεπτεμβρίου 2018 ο μοναχός Ειρηναίος, ο ΔΣΑ, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικά τις απόψεις τους.

 Ανάλυση

 Εφαρμοστέο δίκαιο

34.      Πλείονες οδηγίες ρυθμίζουν επιμέρους πτυχές της νομικής καταστάσεως του δικηγόρου που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμά του σε άλλο κράτος μέλος. Ειδικότερα, η οδηγία 2005/36 αφορά την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, ενώ η οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου ρυθμίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (13). Η οδηγία 2006/123/ΕΚ διέπει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων στην εσωτερική αγορά, συμπεριλαμβανομένης της παροχής νομικών συμβουλών, τόσο όσον αφορά την εγκατάσταση όσο και την παροχή υπηρεσιών (14). Στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/5 εμπίπτουν οι δικηγόροι οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν επί μονίμου βάσεως το επάγγελμά τους στο κράτος μέλος υποδοχής.

35.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι η οδηγία 98/5 δεν προβλέπει επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες για δικηγόρους, η υπόθεση θα μπορούσε να εξετασθεί υπό το πρίσμα άλλων οδηγιών οι οποίες ενδέχεται να τυγχάνουν εφαρμογής.

36.      Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή.

37.      Η οδηγία 77/249 διέπει την παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους και όχι την ελευθερία εγκαταστάσεως (15). Ωστόσο, η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την άρνηση δικηγορικού συλλόγου να εγγράψει στα μητρώα του δικηγόρο ο οποίος απέκτησε τα επαγγελματικά του προσόντα σε άλλο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος είναι η εγκατάσταση του ενδιαφερομένου ως δικηγόρου η οποία διέπεται από την οδηγία 98/5 και όχι η ελευθερία του να παρέχει νομικές υπηρεσίες (16).

38.      Η οδηγία 2005/36 καταλαμβάνει τους δικηγόρους που επιθυμούν να εγκατασταθούν απευθείας υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής. Η οδηγία αυτή δεν επηρεάζει την εφαρμογή της οδηγίας 98/5 (17) και δεν είναι εν προκειμένω κρίσιμη. Ο μοναχός Ειρηναίος ζητεί την εγγραφή του στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου, προκειμένου να ασκεί το επάγγελμά του υπό τον τίτλο που απέκτησε στην Κύπρο.

39.      Η οδηγία 2006/123 διέπει όντως τις νομικές υπηρεσίες και ρυθμίζει τόσο την παροχή υπηρεσιών όσο και το δικαίωμα εγκαταστάσεως (18). Ωστόσο, το άρθρο 25, το οποίο επικαλέστηκε η Ολλανδική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, αφορά μόνο την άσκηση πολλαπλών οικονομικών δραστηριοτήτων. Η ιδιότητα του μοναχού –η παράλληλη της δικηγορικής «δραστηριότητα» του μοναχού Ειρηναίου– δεν εμπίπτει στο εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο.

40.      Η περίπτωση του μοναχού Ειρηναίου εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/5. Πρόκειται για δικηγόρο ο οποίος κατέχει επαγγελματικό τίτλο που ισχύει σε κράτος μέλος (και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/5, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, αυτής) και ο οποίος επιθυμεί να ασκεί επί μονίμου βάσεως το δικηγορικό επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής (και πληροί συνεπώς τόσο το κριτήριο της διασυνοριακότητας όσο και τα στοιχεία του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 98/5, όπως αποτυπώνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής). Επομένως, το ζήτημα της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρυθμίσεως που δεν επιτρέπει στους μοναχούς την εγγραφή τους ως δικηγόρων υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους, συγκεκριμένα εχέγγυα, απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας, πρέπει να κριθεί βάσει της συγκεκριμένης οδηγίας.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της οδηγίας 98/5

41.      Σκοπός της οδηγίας 98/5 είναι να βελτιώσει την ελεύθερη κυκλοφορία των δικηγόρων, διευκολύνοντας την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος σε μόνιμη βάση σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά προσόντα (19). (Στη συνέχεια των προτάσεών μου, θα χρησιμοποιώ για τους δικηγόρους αυτούς, χάριν ευκολίας, τον όρο «διακινούμενοι δικηγόροι».)

42.      Προκειμένου να προωθηθεί η εσωτερική αγορά, σκοπός της οδηγίας είναι να προσφέρει σε όλα τα κράτη μέλη τις ίδιες δυνατότητες για τους δικηγόρους και τους αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών. Ειδικότερα, στοχεύει στο να ανταποκριθεί στις ανάγκες των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών οι οποίοι, λόγω του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των υποθέσεων που απορρέουν κυρίως από την εσωτερική αγορά, αναζητούν νομικές συμβουλές κατά τις διασυνοριακές συναλλαγές στις οποίες συχνά εμπλέκονται το διεθνές, το κοινοτικό και τα εθνικά δίκαια (20).

43.      Συνεπώς, σκοπός της οδηγίας είναι, μεταξύ άλλων, να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων που διέπουν τις προϋποθέσεις εγγραφής στο μητρώο των αρμόδιων αρχών, διαφορές οι οποίες προξενούσαν ανισότητες και δημιουργούσαν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία (21). Η αμοιβαία αναγνώριση των επαγγελματικών τίτλων των διακινούμενων δικηγόρων, οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, συντείνει στην επίτευξη των στόχων της οδηγίας (22).

44.      Ωστόσο, ενώ η οδηγία αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, δεν ρυθμίζει την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου ή την άσκηση του επαγγέλματος αυτού βάσει επαγγελματικού τίτλου που χορηγήθηκε εντός του κράτους μέλους υποδοχής (23).

45.      Για την επίτευξη των σκοπών της, η οδηγία σταθμίζει διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα.

46.      Πρώτον, η αναγνώριση ενός «αυτόματου» δικαιώματος των διακινούμενων δικηγόρων να εγγράφονται στα μητρώα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής χωρίς προηγούμενο έλεγχο των επαγγελματικών τους προσόντων (άρθρο 3, παράγραφος 2) σταθμίζεται με την ανάγκη ενημερώσεως των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών όσον αφορά το εύρος καταρτίσεως των δικηγόρων αυτών –έτσι, στους διακινούμενους δικηγόρους επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής αποκλειστικώς υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, ο οποίος πρέπει να είναι διατυπωμένος στη γλώσσα του κράτους μέλους καταγωγής (άρθρο 4, παράγραφος 1) (24).

47.      Δεύτερον, οι διακινούμενοι δικηγόροι έχουν το δικαίωμα να παρέχουν νομικές συμβουλές και να εκπροσωπούν και να υπερασπίζονται τους πελάτες τους, εφόσον είναι αναγκαίο από κοινού με δικηγόρο που ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως (άρθρο 5). Ως αντιστάθμισμα, είναι υποχρεωμένοι να εγγραφούν στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής και υπόκεινται στις υποχρεώσεις και στους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες του κράτους αυτού (άρθρα 3 και 6) (25).

48.      Εξάλλου, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5 εναρμονίζει τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι δικηγόροι που επιθυμούν να ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, εντούτοις η οδηγία (i) δεν θεσπίζει κανόνες που ρυθμίζουν αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις (αιτιολογική σκέψη 7)· (ii) δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και την άσκησή του υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής (αιτιολογική σκέψη 7), και (iii) προβλέπει ότι οι δικηγόροι υπόκεινται στους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής (αιτιολογική σκέψη 8 και άρθρο 6) (26).

49.      Εν ολίγοις, η οδηγία 98/5 είναι μια υβριδική οδηγία, η οποία ρυθμίζει την ελευθερία εγκαταστάσεως των διακινούμενων δικηγόρων οι οποίοι επιθυμούν να ασκούν δικηγορία υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, εναρμονίζοντας ορισμένες πτυχές της ελευθερίας αυτής, ενώ καταλείπει ως προς άλλα σημεία σημαντικό βαθμό αυτονομίας στα κράτη μέλη. Η προαγωγή της ελεύθερης κυκλοφορίας σταθμίζεται με την ανάγκη διασφαλίσεως της προστασίας των καταναλωτών και εκπληρώσεως, εκ μέρους των διακινούμενων δικηγόρων, των επαγγελματικών τους καθηκόντων στο κράτος μέλος υποδοχής, χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, είναι εγγενές το πεδίο εντάσεως μεταξύ της εγγραφής στο μητρώο για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (άρθρο 3) και των κανόνων που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματος αυτού (άρθρο 6).

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

50.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 έχει την έννοια ότι επιτρέπει εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε μοναχούς να εγγράφονται ως δικηγόροι υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα.

51.      Ο μοναχός Ειρηναίος και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 επέφερε πλήρη εναρμόνιση των σχετικών κανόνων. Η προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα του κράτους μέλους καταγωγής είναι η μοναδική προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερομένου στα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής (27). Το κατά πόσον το πρόσωπο αυτό παρέχει στη συνέχεια τα αναγκαία εχέγγυα για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου θα ελεγχθεί από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

52.      Η Επιτροπή προσθέτει ότι το ζήτημα αν ο μοναχός Ειρηναίος εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5 (το οποίο ρυθμίζει τις πειθαρχικές διαδικασίες σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του δικηγόρου που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής προς τις ισχύουσες στο κράτος μέλος υποδοχής υποχρεώσεις) εκφεύγει του πλαισίου της παρούσας διαδικασίας, η οποία αφορά μόνον το δικαίωμα εγγραφής του στον ΔΣΑ.

53.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ΔΣΑ υποστήριξε ότι η συστηματική ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 2, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5 υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δικηγορικός σύλλογος δύναται να αρνηθεί να εγγράψει ως δικηγόρο τον ενδιαφερόμενο που επιθυμεί να ασκεί το επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής όταν είναι προφανές από τα συνυποβαλλόμενα με την αίτηση έγγραφα ότι συντρέχει κώλυμα εγγραφής του κατά το εθνικό δίκαιο.

54.      Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 6 αυτής. Σε περίπτωση κατά την οποία μοναχός εγγραφόταν στα μητρώα του ΔΣΑ υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, θα έπρεπε αμέσως να διαγραφεί, κατ’ εφαρμογήν των επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων που ισχύουν στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν εντελώς παράδοξο. Η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι ένας μοναχός δεν διαθέτει την αναγκαία ανεξαρτησία προκειμένου να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου.

55.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση προβάλλει ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αποκλείει εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει σε μοναχό να εγγραφεί ως δικηγόρος και να ασκεί το επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής. Το άρθρο 6 δεν καλύπτει το σύνολο των επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων, οι οποίοι για τον λόγο αυτό πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα άλλων διατάξεων του παράγωγου δικαίου, όπως είναι το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/123.

 Εγγραφή βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας 98/5

56.      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5 αφορά αποκλειστικώς την εγγραφή των διακινούμενων δικηγόρων στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής. Προβλέπει δε ότι η εν λόγω αρχή «προβαίνει σε εγγραφή του δικηγόρου» κατόπιν προσκομίσεως του σχετικού πιστοποιητικού.

57.      Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων που διέπουν τις προϋποθέσεις εγγραφής στο μητρώο των αρμόδιων αρχών και για τον λόγο αυτό θεσπίζει έναν μηχανισμό αμοιβαίας αναγνωρίσεως των επαγγελματικών τίτλων των διακινούμενων δικηγόρων (βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων). Με τη διάταξη αυτή, επέρχεται πλήρης εναρμόνιση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως το οποίο παρέχεται βάσει της οδηγίας. Ο δικηγόρος που επιθυμεί να ασκεί σε μόνιμη βάση το επάγγελμα σε κράτος μέλος διάφορο από εκείνο στο οποίο απέκτησε τα επαγγελματικά του προσόντα υποχρεούται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους αυτού. Η τελευταία οφείλει να προβεί στην εγγραφή «κατόπιν προσκομίσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής» (28).

58.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μοναδική προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή είναι η προσκόμιση πιστοποιητικού εγγραφής από τον ενδιαφερόμενο στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής. Η εγγραφή από το κράτος μέλος υποδοχής είναι ακολούθως υποχρεωτική και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκεί τη δικηγορία υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής (29). Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από τον σχολιασμό του άρθρου 3 που περιέχεται στην αιτιολογικήʹ έκθεση της πρότασης οδηγίας της Επιτροπής, σύμφωνα με τον οποίο «η εγγραφή [στα μητρώα της αρμόδιας αρχής] αρχίζει να ισχύει από τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών προσκομίζει πιστοποιητικό εγγραφής του στο αρμόδιο όργανο του κράτους μέλους καταγωγής» (η υπογράμμιση δική μου). Η εγγραφή οριοθετεί τη δυνατότητα του διακινούμενου δικηγόρου να ασκεί το επάγγελμά του στο κράτος μέλος υποδοχής.

59.      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κατά το παρελθόν αποφανθεί ότι Ιταλοί πολίτες οι οποίοι, έχοντας αποκτήσει πανεπιστημιακό πτυχίο νομικής στην Ιταλία, απέκτησαν στη συνέχεια και πανεπιστημιακό πτυχίο νομικής στην Ισπανία και εγγράφηκαν ως δικηγόροι στο εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να γίνεται δεκτό ότι πληρούν όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εγγραφή τους στο μητρώο δικηγορικού συλλόγου της Ιταλίας προσκομίζοντας βεβαίωση εγγραφής τους στην Ισπανία (30).

60.      Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο διαπίστωσε στην απόφαση επί της υποθέσεως Wilson ότι αντιβαίνει προς την οδηγία 98/5 η απαίτηση να υποβάλλονται σε ακρόαση ενώπιον του διοικητικού συμβούλιου του Δικηγορικού Συλλόγου δικηγόροι που ασκούν το επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής με σκοπό να εξακριβωθεί η γνώση τους στις γλώσσες της διοίκησης και της δικαστηριακής πρακτικής του κράτους μέλους υποδοχής (31).

61.      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν απολαύουν διακριτικής ευχέρειας να εισάγουν επιπλέον απαιτήσεις για την εγγραφή διακινούμενων δικηγόρων υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής.

62.      Σε ένα πρώτο επίπεδο, επομένως, η απάντηση προς το αιτούν δικαστήριο είναι σαφής. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5 απαγορεύει να τεθεί πρόσθετη προϋπόθεση –όπως, για παράδειγμα, να μη φέρει ο ενδιαφερόμενος την ιδιότητα του μοναχού– για την εγγραφή δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.

63.      Αναιρείται το εν λόγω συμπέρασμα από την αλληλεπίδραση μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 3 και του άρθρου 6 της οδηγίας 98/5 και την ύπαρξη εθνικών κανόνων που προβλέπουν ότι δικηγόροι οι οποίοι φέρουν ήδη (ή αποκτούν στη συνέχεια) την ιδιότητα του μοναχού διαγράφονται αμέσως από τα μητρώα του δικηγορικού συλλόγου ή που επιβάλλουν στον δικηγόρο συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος ή την επ’ αμοιβή παροχή υπηρεσιών;

64.      Κατά τα φαινόμενα, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει σε μοναχούς να γίνουν δικηγόροι λαμβάνει επίσης τη μορφή απαγορεύσεως να είναι κανείς μοναχός και να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου (32). Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση, αν δηλαδή είναι αυτή η ορθή ερμηνεία της εθνικής ρυθμίσεως. Ο ΔΣΑ και η Ελληνική Κυβέρνηση επικαλούνται και άλλες διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες διατυπώνουν σειρά υποχρεώσεων, όπως είναι η υποχρέωση ανεξαρτησίας, η υποχρέωση για πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, η υποχρέωση να έχει ο ενδιαφερόμενος έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος και η απαγόρευση παροχής υπηρεσιών άνευ οικονομικού ανταλλάγματος. Το επιχείρημα το οποίο προβάλλεται είναι, κατ’ ουσίαν, το εξής: δεδομένου ότι ο μοναχός «θα» παραβεί τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες, έπεται ότι δεν θα πρέπει να εγγραφεί ως δικηγόρος ευθύς εξαρχής.

65.      Στο σημείο αυτό της αναλύσεως, επιβάλλεται να υπομνησθεί ποιο ακριβώς είναι (και, ακόμη περισσότερο, ποιο δεν είναι) το επίδικο, εν προκειμένω, ζήτημα. Η παρούσα διαδικασία αφορά διακινούμενο δικηγόρο ο οποίος έχει την πρόθεση να εγκατασταθεί και να ασκήσει το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής. Δεν έχει ως αντικείμενο το δικαίωμα της Ελλάδας, ή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εγγράφεται κάποιος στα μητρώα ως δικηγόρος υπό τους δικούς της κανόνες και ασκεί το επάγγελμά του υπό τον δικό της επαγγελματικό τίτλο.

66.      Έχει το άρθρο 6 της οδηγίας 98/5 την έννοια ότι κράτος μέλος δύναται να απαγορεύει σε πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εγγραφής του ως δικηγόρος, βάσει του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας, να ασκεί στην επικράτειά του το επάγγελμα του δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, με το σκεπτικό ότι, επειδή υπόκειται σε θρησκευτικούς κανόνες, εξ ορισμού, δεν μπορεί να συμπεριφέρεται με τον δέοντα τρόπο και να παρέχει τα εχέγγυα που είναι αναγκαία για την άσκηση του επαγγέλματός του;

67.      Εν προκειμένω, είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει μια αναλυτική διάκριση μεταξύ της ειδικής ρυθμίσεως σύμφωνα με την οποία όποιος φέρει την ιδιότητα του κληρικού ή του μοναχού δεν μπορεί να αποκτήσει τη δικηγορική ιδιότητα, αφενός, και των άλλων επιμέρους κανόνων επαγγελματικής και δεοντολογικής συμπεριφοράς που επικαλείται ο ΔΣΑ (για παράδειγμα, όσον αφορά την υποχρεωτική αποκλειστική ενασχόληση με τη δικηγορία ή τη διατήρηση έδρας και γραφείου στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου ο δικηγόρος είναι διορισμένος), αφετέρου.

68.      Δεν δέχομαι ως ορθό τυχόν χαρακτηρισμό της εν λόγω ειδικής ρυθμίσεως ως επαγγελματικού και δεοντολογικού κανόνα συμπεριφοράς ο οποίος εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους υποδοχής βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 98/5. Εξετάζοντας πιο προσεκτικά τη συγκεκριμένη ρύθμιση, θεωρώ ότι πρόκειται για κανόνα που απαγορεύει σε άτομα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά να ασκούν το επάγγελμα. Η υπόρρητη παραδοχή είναι ότι, επειδή ο Α έχει τα εν λόγω χαρακτηριστικά, μόλις αρχίσει να ασκεί το επάγγελμα, αναπόφευκτα θα συμπεριφερθεί κατά ορισμένο τρόπο που κρίνεται απαράδεκτος σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας. Πρόκειται, ωστόσο, για εικασία· οι επαγγελματικοί δε και δεοντολογικοί κανόνες έχουν σκοπό να ρυθμίζουν εκδηλωθείσα συμπεριφορά και όχι εικαζόμενη μέλλουσα συμπεριφορά. Αν στο παράδειγμα που μόλις ανέφερα η λέξη «μοναχός» αντικατασταθεί με τη λέξη «κοκκινομάλλης», τότε γίνεται ευχερώς κατανοητός ο λόγος για τον οποίο ένας τέτοιος κανόνας δεν είναι, κατά κυριολεξία, κανόνας επαγγελματικής και δεοντολογικής συμπεριφοράς.

69.      Επιπροσθέτως, κατά την άποψή μου, ένας τέτοιος κανόνας θα στερούσε στην πραγματικότητα το θιγόμενο πρόσωπο από τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 9 της οδηγίας 98/5. Εάν υποτεθεί ότι ένα άτομο με κόκκινα μαλλιά θα παραβιάσει, δίχως άλλο, την εχεμύθεια (για παράδειγμα) που οφείλει να τηρεί έναντι του πελάτη του και, για τον λόγο αυτό, του επιβάλλεται εκ των προτέρων η πειθαρχική κύρωση της διαγραφής του από το μητρώο, πριν καν αρχίσει να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, πώς θα μπορεί να προστατευτεί πραγματικά στο πλαίσιο της προσεκτικά ρυθμισμένης διμερούς διαδικασίας του άρθρου 7 μεταξύ κράτους μέλους υποδοχής και κράτους μέλους καταγωγής ή της ασκήσεως του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου βάσει του άρθρου 9;

70.      Δεδομένου ότι μόνον οι επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες συμπεριφοράς καλύπτονται από το άρθρο 6 της οδηγίας 98/5, εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει σε μοναχό την απόλυτη απαγόρευση να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε διακινούμενο δικηγόρο ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις εγγραφής στα μητρώα βάσει του άρθρου 3 και έχει την πρόθεση να ασκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.

71.      Τι ισχύει όμως όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία κανόνων που προσδιορίστηκαν ανωτέρω;

72.      Από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5 προκύπτει ότι οι δικηγόροι που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής σε κράτος μέλος υποδοχής υπόκεινται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως οι δικηγόροι που ασκούν επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους αυτού (33). Συνάγεται, επομένως, από τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας αυτής, ότι οι ως άνω δικηγόροι οφείλουν να τηρούν δύο σύνολα επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων: τους κανόνες του κράτους μέλους καταγωγής και τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής. Σε περίπτωση δε μη τηρήσεως των κανόνων αυτών, υπόκεινται σε πειθαρχικές κυρώσεις και υπέχουν επαγγελματική ευθύνη (34).

73.      Τούτου λεχθέντος, είμαι της γνώμης ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δεν δικαιούνται να θεωρούν δεδομένο εκ των προτέρων ότι, επειδή ο ενδιαφερόμενος υπόκειται σε θρησκευτικούς κανόνες (ή, ενδεχομένως, είναι άθεος ή μέλος μιας συγκεκριμένης πολιτικής ή φιλοσοφικής ομάδας), θα συμπεριφέρεται αυτόματα και αναπόφευκτα κατά τρόπο αντίθετο στους πειθαρχικούς κανόνες που ισχύουν για τους δικηγόρους του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Αντιθέτως, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να αναμένουν προκειμένου να διαπιστώσουν τον τρόπο με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος θα συμπεριφερθεί στην πράξη. Άλλωστε, αυτό ακριβώς είναι το ρυθμιστέο αντικείμενο των επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων συμπεριφοράς.

74.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της υποθέσεως Jakubowska, οι επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες, αντιθέτως προς εκείνους που αφορούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εγγραφή, δεν είναι εναρμονισμένοι και, επομένως, δύνανται να διαφέρουν σημαντικά από εκείνους που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής. Η μη τήρηση των εν λόγω κανόνων μπορεί να οδηγήσει σε διαγραφή του δικηγόρου από τα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής (35). Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι η έλλειψη συγκρούσεως συμφερόντων είναι απαραίτητη για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, να βρίσκονται οι δικηγόροι σε κατάσταση ανεξαρτησίας έναντι των δημοσίων αρχών και των άλλων φορέων από τους οποίους δεν πρέπει να επηρεάζονται. Το γεγονός, επομένως, ότι επιμέρους κανόνες δύναται να θεωρηθούν αυστηροί δεν είναι από μόνο του καθοριστικής σημασίας. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν αρκεί να εφαρμόζονται χωρίς εξαίρεση σε όλους τους δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι στα οικεία μητρώα του κράτους μέλους, αλλά πρέπει επίσης να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού τους (36).

75.      Κατά την αναγκαία εκτίμηση, πρέπει κατ’ αρχάς να προσδιοριστούν οι επιδιωκόμενοι από την εθνική νομοθεσία σκοποί (37). Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο λόγος για τον οποίο απαγορεύεται σε όσους φέρουν την ιδιότητα του μοναχού να ασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου έγκειται στο ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την αποκλειστική απασχόληση του δικηγόρου με τα καθήκοντά του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος συνεπάγεται την αντιδικία, η οποία είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει επίσης την απαίτηση για επαγγελματική ανεξαρτησία και ελευθερία χειρισμού των υποθέσεων. Επικαλείται δε επικουρικώς και άλλους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες προς τους οποίους, κατά την άποψή του, ένας μοναχός δεν θα είναι σε θέση να συμμορφωθεί και οι οποίοι αφορούν την υποχρέωση να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος και την απαγόρευση να παρέχει υπηρεσίες άνευ οικονομικού ανταλλάγματος.

76.      Το σκεπτικό του αιτούντος δικαστηρίου, φρονώ, συνδυάζει ό,τι θα μπορούσε όντως να χαρακτηριστεί ως «σκοποί» (και μάλιστα αξιέπαινοι) –ήτοι, συγκεκριμένα, να προστατεύεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και να διασφαλίζεται ότι ο πελάτης έχει πρόσβαση σε αμερόληπτες συμβουλές και κατάλληλη επαγγελματική εκπροσώπηση– με την επαναλαμβανόμενη εικασία ότι όποιος υπόκειται σε θρησκευτικούς κανόνες «προφανώς» δεν θα μπορεί να συμπεριφέρεται με τρόπο συμβατό με τους στόχους αυτούς. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα περιστατικά της επαγγελματικής συμπεριφοράς ενός συγκεκριμένου δικηγόρου, η εικασία αυτή μπορεί πράγματι να είναι ορθή. Ωστόσο, θα μπορούσε, επίσης, να αποδειχθεί αναληθής. Αυτό μπορεί να καταδειχθεί εναργώς με τη χρήση των εξής δύο (φανταστικών) παραδειγμάτων.

77.      Ο μοναχός Χ εκλαμβάνει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ως μια ήσσονος σημασίας, δευτερεύουσα πνευματική δραστηριότητα που συμπληρώνει τη θρησκευτική του ζωή. Σε τακτική βάση αρνείται να αναλαμβάνει τον χειρισμό υποθέσεων «κακών» ανθρώπων· επεξεργάζεται πάντοτε τις νομικές συμβουλές που παρέχει ώστε να συμφωνούν από κάθε άποψη με αυτό που θεωρεί ότι ο πελάτης του, από ηθικής πλευράς, πρέπει να κάνει για να συμμορφώνεται προς τη διδασκαλία της Εκκλησίας· και δεν βρίσκεται σε μόνιμη βάση στην περιφέρεια όπου διορίστηκε δικηγόρος. Στην πράξη, λοιπόν, η συμπεριφορά του παραβιάζει σαφώς τους λεπτομερείς επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες συμπεριφοράς του κράτους μέλους υποδοχής και αντιστρατεύεται τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που υπηρετούν οι συγκεκριμένοι κανόνες. Είναι σαφές ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν (και μάλιστα θα πρέπει) να κινήσουν πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος του μοναχού X. Βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέφερα, οι διαδικασίες αυτές θα οδηγήσουν στη διαγραφή του από τα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής. (Επιπροσθέτως, μπορεί επίσης να κληθεί να λογοδοτήσει σύμφωνα με το πειθαρχικό δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής του). Όλα αυτά, ωστόσο, πρέπει γίνουν τηρουμένων των διαδικαστικών εγγυήσεων· και ο μοναχός Χ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να αμφισβητήσει την απόφαση περί αφαιρέσεως της δικηγορικής ιδιότητας.

78.      Ο μοναχός Y συζητά με τους θρησκευτικούς του προϊσταμένους τις επαγγελματικές απαιτήσεις στις οποίες θα υπόκειται εάν αρχίσει να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, εξετάζουν από κοινού τους ισχύοντες κανόνες. Ο μοναχός Υ λαμβάνει την απαραίτητη άδεια προκειμένου να έχει την κατάλληλη έδρα και γραφείο στην περιφέρεια όπου έχει διορισθεί. Συμφωνείται ότι θα λαμβάνει κανονικά οικονομικό αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του και ότι θα το αποδίδει προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένου φιλανθρωπικού σκοπού. Κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, απαλλάσσεται από την υποχρέωση συμμετοχής του στις κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις, προκειμένου να αφιερώνεται αποκλειστικά στα καθήκοντά του ως δικηγόρου. Οι θρησκευτικοί του προϊστάμενοι συμφωνούν να σέβονται την επαγγελματική του ανεξαρτησία. Υπό αυτές τις περιστάσεις, ο μοναχός Y αρχίζει να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και η συμπεριφορά του ως δικηγόρου είναι άψογη. Σύμφωνα με τα περιστατικά που έχω περιγράψει, σαφώς θα ήταν αντικειμενικά αδικαιολόγητο να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον του, ακόμη δε περισσότερο να απολέσει τη δικηγορική του ιδιότητα. Μολονότι είναι μοναχός, εντούτοις συμμορφώνεται προς τους σχετικούς επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες συμπεριφοράς.

79.      Σκοπίμως παρέθεσα φανταστικά παραδείγματα. Δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να υποθέσει τι θα συμβεί, αν και εφόσον αρχίσει να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου ο μοναχός Ειρηναίος. Το μοναδικό συμπέρασμα στο οποίο άγομαι εν προκειμένω –και, όπως προτείνω, η μόνη πτυχή που χρειάζεται να εξετάσει το Δικαστήριο απαντώντας στο προδικαστικό ερώτημα– είναι ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 98/5 δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν αυτοδικαίως σε πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εγγραφής του ως δικηγόρου βάσει του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας να ασκεί στην επικράτειά τους το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής για τον λόγο ότι, επειδή υπόκειται σε θρησκευτικούς κανόνες, εξ ορισμού, δεν μπορεί να συμπεριφέρεται με τον δέοντα τρόπο και να παρέχει τα αναγκαία εχέγγυα για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.

 Πρόταση

80.      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ελλάδα) ως εξής:

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, έχει την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία δεν επιτρέπει την εγγραφή προσώπου ως δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής για τον λόγο ότι φέρει την ιδιότητα του μοναχού. Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να απαγορεύει αυτοδικαίως σε πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εγγραφής του ως δικηγόρου, βάσει του άρθρου 3, να ασκεί στην επικράτειά του το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, για τον λόγο ότι, επειδή υπόκειται σε θρησκευτικούς κανόνες δεν μπορεί, εξ ορισμού, να συμπεριφέρεται με τον δέοντα τρόπο ώστε να παρέχει τα αναγκαία εχέγγυα για την άσκηση του επαγγέλματός του.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Ματθ. στʹ, 24.


3      Λουκ. ιʹ, 25-37.


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ 1998, L 77, σ. 36), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2013/25/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Κροατίας (ΕΕ 2013, L 158, σ. 368).


5      Η κανονική μετάφραση του «Monachos Eirinaios» στην αγγλική γλώσσα, η οποία αποτελεί τη γλώσσα του πρωτότυπου των παρουσών προτάσεων, θα ήταν «Brother Eirinaios». Ωστόσο, επιλέγω να διατηρήσω εν προκειμένω τον όρο «Monachos», προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν διαφορετικές προσλαμβάνουσες και συνδηλώσεις που μπορεί να συνοδεύουν τις αποδόσεις του όρου στις λοιπές γλώσσες.


6      Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19 σ. 16), η οποία καταργήθηκε με την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22).


7      Άρθρο 5.


8      Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, αντιστοίχως.


9      Άρθρο 7, παράγραφος 2.


10      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο μοναχός Ειρηναίος είναι εγγεγραμμένος στο μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Πέτρας, η οποία βρίσκεται στην Καρδίτσα. Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πληρεξούσια δικηγόρος του δήλωσε ότι ο μοναχός Ειρηναίος εγκαταβιώνει πλέον στη Ζάκυνθο.


11      Αιτούν δικαστήριο (Ολομέλεια), απόφαση 2368/1988.


12      Αιτούν δικαστήριο, απόφαση 1090/1989.


13      Οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2013/25/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013 για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Κροατίας (ΕΕ 2013, L 158, σ. 368).


14      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36), αιτιολογική σκέψη 33 και άρθρο 1, παράγραφος 1.


15      Δεύτερη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 1 της οδηγίας 77/249.


16      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/5. Βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Jakubowska (C‑225/09, EU:C:2010:729).


17      Αιτιολογική σκέψη 42 της οδηγίας 2005/36. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2011, Ebert [C‑359/09, EU:C:2011:44 (η υπόθεση αφορά την οδηγία 89/48, η οποία καταργήθηκε με την οδηγία 2005/36, και την οδηγία 98/5)], ότι οι εν λόγω δύο οδηγίες αλληλοσυμπληρώνονται καθιερώνοντας, για τους δικηγόρους των κρατών μελών, δύο διαδικασίες προσβάσεως στο δικηγορικό επάγγελμα κράτους μέλους υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους αυτού: βλ. σκέψεις 27 έως 35.


18      Αιτιολογική σκέψη 33 και άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123.


19      Αιτιολογικές σκέψεις 1 και 5 και άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5. Βλ., επίσης, την υποβληθείσα από την Επιτροπή πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διευκόλυνση της άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου σε μόνιμη βάση σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, COM(94) 572 τελικό (στο εξής: πρόταση της Επιτροπής), σημείο 1.3.


20      Αιτιολογικές σκέψεις 1, 5 και 6.


21      Αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 98/5 και απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


22      Βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 56).


24      Αιτιολογική σκέψη 9. Βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2000, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑168/98, EU:C:2000:598), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο κοινοτικός νομοθέτης, για τη διευκόλυνση της ασκήσεως της θεμελιώδους ελευθερίας εγκαταστάσεως μιας συγκεκριμένης κατηγορίας μετακινουμένων δικηγόρων, προτίμησε, αντί για ένα σύστημα προηγουμένου ελέγχου της καταρτίσεως στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής, ένα σύστημα το οποίο συνδυάζει την ενημέρωση των αποδεκτών νομικών υπηρεσιών, περιορισμούς στην έκταση και στον τρόπο ασκήσεως ορισμένων δραστηριοτήτων του δικηγορικού επαγγέλματος, τη σώρευση των επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων που πρέπει να τηρούνται, την υποχρέωση συστάσεως ασφαλείας, καθώς και ένα πειθαρχικό καθεστώς στο οποίο εμπλέκονται οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής. Δεν κατήργησε την υποχρέωση γνώσεως του ισχύοντος εθνικού δικαίου στις υποθέσεις που χειρίζεται ο οικείος δικηγόρος, αλλά απλώς τον απήλλαξε από την υποχρέωση προηγουμένης αποδείξεως της γνώσεως αυτής» (σκέψη 43).


25      Βλ. πρόταση της Επιτροπής, σημείο 2.


26      Βλ., επίσης, την πρόταση της Επιτροπής στο σημείο 3.3, όπου τονίζεται ότι η πρόταση περιορίζεται στον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων που πρέπει να πληρούν οι διακινούμενοι δικηγόροι. Κατά τα λοιπά, παραπέμπει κυρίως στους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες συμπεριφοράς που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής για τους δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους αυτού.


27      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson (C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψεις 66 και 67).


28      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψεις 9 και 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006 (C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 77). Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑193/05, EU:C:2006:588, σκέψη 40).


32      Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του Κώδικα Δικηγόρων, βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


33      Απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2011, Ebert (C‑359/09, EU:C:2011:44, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


34      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson (C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 74).


35      Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010 (C‑225/09, EU:C:2010:729, σκέψη 57).


36      Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Jakubowska (C‑225/09, EU:C:2010:729, σκέψεις 59 έως 62).


37      Βλ., επ’ αυτού, και μόνον κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1999, Zenatti (C‑67/98, EU:C:1999:514, σκέψεις 26 και 30).