Language of document : ECLI:EU:F:2014:37

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2014

Υπόθεση F‑32/13

Robert Walton

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτος υπάλληλος – Εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία – Παραίτηση διαπιστούμενη με απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Προσδιορισμός της ημερομηνίας παραιτήσεως – Δεδικασμένο – Αποφάσεις της ΑΔΑ οι οποίες κατέστησαν απρόσβλητες λόγω μη ασκήσεως ένδικης προσφυγής – Μη τήρηση της προηγούμενης διοικητικής διαδικασίας – Προδήλως απαράδεκτο»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο R. Walton ζητεί κατ’ ουσίαν, αφενός, την ακύρωση εγγράφου της Επιτροπής της 13ης Απριλίου 2012 με το οποίο η αρμόδια αρχή για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας (στο εξής: ΑΑΣΣ) έλαβε θέση επί του αιτήματός του σχετικά με απαίτησή του κατά της Επιτροπής, ιδίως επί της καταβολής ενός από τα στοιχεία της εφάπαξ αποζημιώσεως λόγω εξόδου από την υπηρεσία, καθώς και, αφετέρου, την ακύρωση της αποφάσεως της 9ης Ιανουαρίου 2013 με την οποία η ΑΑΣΣ απέρριψε τη συναφή διοικητική ένσταση που είχε ασκήσει ο προσφεύγων στις 17 Σεπτεμβρίου 2012.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο R. Walton φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Περίληψη

Ένδικη διαδικασία – Δεδικασμένο – Περιεχόμενο

Μια προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω της ισχύος δεδικασμένου από προγενέστερη απόφαση όταν η απόφαση αυτή έχει εκδοθεί επί προσφυγής η οποία αφορούσε τους ίδιους διαδίκους, είχε το ίδιο αντικείμενο και στηριζόταν στην ίδια αιτία. Για να κριθεί αν υπάρχει τέτοια προγενέστερη απόφαση, η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αποτελεί ουσιώδες στοιχείο που καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του αντικειμένου της προσφυγής. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι προσφυγές στρέφονται κατά αποφάσεων οι οποίες, τυπικώς, εκδόθηκαν από τη Διοίκηση ως χωριστές πράξεις δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ταυτότητα αντικειμένου, εφόσον οι ως άνω αποφάσεις έχουν κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια αιτιολογία.

Στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί, όπως εν προκειμένω, τη νομιμότητα διοικητικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες, η αποδοχή του παραδεκτού της προσφυγής θα του έδινε κατ’ αποτέλεσμα τα η δυνατότητα να επανενεργοποιήσει, προς όφελός του, δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά των αποφάσεων αυτών, καθώς και να αμφισβητήσει το δεδικασμένο των προγενέστερων δικαστικών αποφάσεων επί των ως άνω διοικητικών αποφάσεων.

Όσον αφορά τη φερόμενη προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εάν η προσφυγή κριθεί απαράδεκτη, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κατέστησαν απρόσβλητες μόνο λόγω της αδράνειας του προσφεύγοντος ο οποίος αποφάσισε να μην ασκήσει τις προσφερόμενες σε αυτόν διοικητικές ή ένδικες προσφυγές.

(βλ. σκέψεις 40, 41, 48 και 49)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Σεπτεμβρίου 1985, 172/83 και 226/83, Hoogovens Groep κατά Επιτροπής, σκέψη 9· 27 Οκτωβρίου 1987, 146/85 και 431/85, Diezler κ.λπ. κατά ΟΚΕ, σκέψεις 14 έως 16

ΠΕΚ: 5 Ιουνίου 1996, T‑162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 και 38

ΓΔΕΕ: 25 Ιουνίου 2010, T‑66/01, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 197

ΔΔΔΕΕ: 11 Ιουνίου 2009, F‑72/08, Κετσελίδης κατά Επιτροπής, σκέψη 33· 25 Φεβρουαρίου 2014, F‑118/11, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 54