Language of document : ECLI:EU:F:2007:12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2007

Υπόθεση F-126/05

Andrea Borbély

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Αποζημίωση πρώτης εγκαταστάσεως – Ημερήσια αποζημίωση – Έξοδα ταξιδίου για την ανάληψη υπηρεσίας – Τόπος προσλήψεως – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, που ασκήθηκε βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η A. Borbély ζητεί, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής με την οποία της αρνείται τη χορήγηση της ημερησίας αποζημιώσεως και της αποζημιώσεως πρώτης εγκαταστάσεως, καθώς και την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου για την ανάληψη υπηρεσίας, και, αφετέρου, να καταδικαστεί η Επιτροπή στην καταβολή των εν λόγω αποζημιώσεων, καθώς και στην επιστροφή των πιο πάνω αναφερθέντων εξόδων ταξιδίου.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2005, ακυρώνεται καθόσον αρνείται τη χορήγηση στην προσφεύγουσα της αποζημιώσεως πρώτης εγκαταστάσεως που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και της ημερησίας αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του ιδίου παραρτήματος. Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στην προσφεύγουσα, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του Κώδικα Υπηρεσιακής Καταστάσεως, τα ποσά των ανωτέρω αποζημιώσεων προσαυξημένα με τόκους υπερημερίας υπολογιζομένους από της ημερομηνίας κατά την οποία καθένα από τα ποσά αυτά κατέστη απαιτητό και μέχρι της πραγματικής καταβολής του, βάσει του ισχύοντος κατά την επίμαχη χρονική περίοδο επιτοκίου που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο μονάδες. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Αποζημίωση πρώτης εγκαταστάσεως – Ημερήσια αποζημίωση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρα 5 και 10· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

2.      Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Έξοδα ταξιδίου από τον τόπο προσλήψεως στον τόπο διορισμού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρα 4, 5, 7 § 1, στοιχείο α΄, και 10)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αντικείμενο – Διαταγή προς την Διοίκηση – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Αίτημα πληρωμής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1· παράρτημα VII, άρθρα 5 και 10)

1.      Η κατάργηση με τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των κοινοτήτων αυτών, της πρώτης εναλλακτικής προϋποθέσεως του άρθρου 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, που εξαρτούσε τη χορήγηση της αποζημιώσεως πρώτης εγκαταστάσεως από την αναγνώριση του δικαιώματος για επίδομα αποδημίας, μπορεί το πολύ-πολύ να έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης θέλησε να αποκαταστήσει την ισότητα όσον αφορά τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της αποζημιώσεως πρώτης εγκαταστάσεως, μεταξύ όλων των προσώπων που αναλαμβάνουν υπηρεσία σε κοινοτικό όργανο αφού κατοίκησαν ή εργάστηκαν στο έδαφος του κράτους εντός του οποίου βρίσκεται το εν λόγω όργανο. Στο εξής, τα πρόσωπα τα οποία, πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στα κοινοτικά όργανα, εργάζονταν για ένα κράτος ή διεθνή οργάνωση, πρέπει, όπως ακριβώς και οι λοιποί κοινοτικοί υπάλληλοι, να αποδεικνύουν ότι πληρούν τη μοναδική προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, υπό την νέα του έκδοση, ήτοι να έχουν υποχρεωθεί να αλλάξουν τόπο κατοικίας για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 20 του ΚΥΚ. Πάντως, αυτή η εξομοίωση μεταξύ δύο κατηγοριών υπαλλήλων ουδόλως σημαίνει ότι ο νομοθέτης θέλησε επίσης να τροποποιήσει το περιεχόμενο αυτό καθεαυτό της εν λόγω προϋποθέσεως, η οποία διατυπώνεται ακριβώς με τους ίδιους όρους τόσο στην παλαιά όσο και στη νέα έκδοση του άρθρου 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Ο όρος «διαμονή» πρέπει, επομένως, να νοείται ως όρος που δηλώνει το κέντρο των συμφερόντων του υπαλλήλου.

Η πραγματική διαμονή αποτελεί μόνον ένα παράγοντα ο οποίος, μεταξύ άλλων, καθορίζει το κέντρο των συμφερόντων του υπαλλήλου. Αυτή η προσέγγιση ενισχύεται από τον τελικό σκοπό του άρθρου 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, τον οποίο, η τροποποίηση των προϋποθέσεων χορηγήσεως της αποζημιώσεως πρώτης εγκαταστάσεως δεν είχε ως αποτέλεσμα ή ως στόχο να αλλοιώσει, δηλαδή την αντιστάθμιση των επιβαρύνσεων που συνδέονται με την κατάσταση του μονιμοποιηθέντος υπαλλήλου, ο οποίος, περνώντας από ένα προσωρινό σε ένα οριστικό καθεστώς, πρέπει επομένως να μπορεί να κατοικήσει και να ενσωματωθεί στον τόπο διορισμού του κατά τρόπον μόνιμο και διαρκή, για αόριστη μεν, πλην όμως σημαντική χρονική περίοδο. Συνεπώς, η ύπαρξη προσωρινής διαμονής στον τόπο όπου βρίσκεται το όργανο διορισμού, ιδίως για επαγγελματικούς σκοπούς, δεν τελεί, σε όλες τις περιπτώσεις, σε αντίθεση προς τον σκοπό που επιδιώκεται με την αποζημίωση πρώτης εγκαταστάσεως, η οποία αντισταθμίζει τις επιβαρύνσεις τις οποίες συνήθως δεν υφίστανται τα πρόσωπα των οποίων το κέντρο συμφερόντων τους συμπίπτει με τον τόπο διορισμού τους.

Το ίδιο πρέπει να ισχύσει όσον αφορά την ημερήσια αποζημίωση, της οποίας ο τελικός σκοπός έγκειται στην αντιστάθμιση των εξόδων και των μειονεκτημάτων που προκαλούνται από την προσωρινή κατάσταση του δοκίμου υπαλλήλου, ιδίως οσάκις αυτός οφείλει να διατηρεί ταυτόχρονα την προηγούμενη κατοικία του, αφού μάλιστα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο η προϋπόθεση της υποχρεώσεως αλλαγής διαμονής στο πλαίσιο των άρθρων 5 και 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 44 και 47 έως 49)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑74/95, Monteiro da Silva κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑583 και II‑1559, σκέψεις 63 και 64· 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑137/95, Mozzaglia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑619 και II‑1657, σκέψη 57· 20 Αυγούστου 1998, T‑132/97, Collins κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑469 και II‑1379, σκέψη 41· 13 Δεκεμβρίου 2004, T‑251/02, E κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑A‑359 και II‑1643, σκέψη 100· 13 Σεπτεμβρίου 2005, T‑283/03, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑235 και II‑1075, σκέψη 176

2.      Για να ληφθεί υπόψη ο σκοπός του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ που αποβλέπει στο να φέρει ο κοινοτικός εργοδότης τα έξοδα ταξιδίου στα οποία ο υπάλληλος υποχρεώθηκε να εκτεθεί προκειμένου να φθάσει στον τόπο διορισμού του από τον τόπο προσλήψεως, η έρευνα του κέντρου συμφερόντων του υπαλλήλου, το οποίο προσδιορίζει τη συνήθη διαμονή του και επομένως τον τόπο προσλήψεώς του, πρέπει, όπως συμβαίνει και για τον καθορισμό της συνήθους διαμονής για την εφαρμογή του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, να αποδίδει όλως ιδιαίτερη σημασία στην πραγματική διαμονή του ενδιαφερομένου, ειδικότερα στον τόπο εργασίας του κατά τον χρόνο της προσλήψεώς του. Έτσι, ο υπάλληλος δεν μπορεί να εκτεθεί σ’ αυτά τα έξοδα αν, όποιο κι αν είναι το κέντρο των συμφερόντων που υπό την έννοια των άρθρων 5 και 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, βρισκόταν ήδη, κατά τον χρόνο της προσλήψεώς του, ιδίως για λόγους επαγγελματικούς, στον τόπο του μελλοντικού του διορισμού.

Τα πράγματα δεν θα ήσαν διαφορετικά αν ο μελλοντικός υπάλληλος είχε απουσιάσει από τον προηγούμενο τόπο εργασίας του για σύντομη χρονική περίοδο πριν από την ανάληψη υπηρεσίας του, κάνοντας χρήση, για παράδειγμα, της ετήσιας αδείας του, για να επιστρέψει στη χώρα όπου βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Τα έξοδα που θα έκανε στη συνέχεια για να επιστρέψει στον προηγούμενο τόπο εργασίας του, ο οποίος, εξάλλου, θα ήταν επίσης ο τόπος ασκήσεως των μελλοντικών καθηκόντων του για ένα κοινοτικό όργανο, δεν θα μπορούσαν να επιστραφούν δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Πράγματι, η απόδοση των εξόδων αυτών, που προκλήθηκαν από τον ίδιο τον υπάλληλο, δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό της διατάξεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 66 έως 68)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Σεπτεμβρίου 1994, C‑452/93 P, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4295, σκέψη 22

ΠΕΚ: 10 Ιουλίου 1992, T‑63/91, Benzler κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2095, σκέψεις 23 και 24· Monteiro da Silva, προπαρατεθείσα, σκέψεις 70 και 71· 28 Σεπτεμβρίου 1999, T‑28/98, J κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑185 και II‑973, σκέψη 47· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑299/02, Dedeu i Fontcuberta κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑303 και II‑1377, σκέψη 77

3.      Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, χωρίς να υπεισέλθει στον τομέα αρμοδιοτήτων της Διοικήσεως, να απευθύνει διαταγές σε κοινοτικό όργανο, διατάσσοντάς το να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται απόφαση του κοινοτικού οργάνου. Εντούτοις, στο πλαίσιο των διαφορών με χρηματικό χαρακτήρα, ο κοινοτικός δικαστής διαθέτει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, η οποία του επιτρέπει να καταδικάσει το καθού θεσμικό όργανο στην πληρωμή καθορισμένων ποσών προσαυξημένων, ενδεχομένως, με τόκους υπερημερίας.

Στο πλαίσιο προσφυγής περί ακυρώσεως που βάλλει κατά της αρνήσεως χορηγήσεως στον προσφεύγοντα της αποζημιώσεως πρώτης εγκαταστάσεως και της ημερησίας αποζημιώσεως, το κύριο αίτημα, με το οποίο ζητείται να καταδικαστεί η Διοίκηση στην πληρωμή των ποσών που οφείλονται βάσει των δύο αυτών αποζημιώσεων, προσαυξημένων με τόκους υπερημερίας, είναι επαρκώς σαφές και πρέπει να κριθεί παραδεκτό ακόμη και αν ο προσφεύγων δεν προέβη σε υπολογισμό των αιτουμένων ποσών, διότι αυτά μπορούν άμεσα και αντικειμενικά να καθοριστούν κατ’ εφαρμογή δύο σαφών και αναμφισβητήτων παραμέτρων, ήτοι του βασικού μισθού του προσφεύγοντος και της αναγνωρίσεως ή μη του δικαιώματός του για επίδομα στέγης, κατά τον κρίσιμο χρόνο και κατά τη διάρκεια των κρίσιμων χρονικών περιόδων για κάθε μία από τις διατάξεις που προβλέπουν τις εν λόγω αποζημιώσεις.

(βλ. σκέψεις 71 και 72)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Ιουνίου 1994, T-94/92, X κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑149 και II‑481, σκέψη 33· 8 Ιουλίου 1998, T‑130/96, Aquilino κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑351 και II‑1017, σκέψη 39· 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψεις 32 και 33· 18 Σεπτεμβρίου 2002, T‑29/01, Puente Martín κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑157 και II‑833, σκέψη 87· 2 Μαρτίου 2004, T‑14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑43 και II‑167, σκέψη 63