Language of document : ECLI:EU:T:2018:935

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί – Άρθρο 24 του ΚΥΚ – Αίτημα αρωγής – Άρθρο 12α του ΚΥΚ – Ηθική παρενόχληση – Συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας, η οποία εξετάζει καταγγελίες διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών κατά μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής – Δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Άρνηση γνωστοποιήσεως της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής και των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων – Άρνηση του καθού θεσμικού οργάνου να συμμορφωθεί με μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων του Γενικού Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση T‑83/18,

CH, πρώην διαπιστευμένη κοινοβουλευτική βοηθός στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενη από τις C. Bernard-Glanz και A. Tymen, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου από τις D. Boytha και E. Taneva,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕE [στο εξής: προσφυγή], με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2017, με την οποία η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή του εν λόγω οργάνου απέρριψε το αίτημα αρωγής που υπέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα στις 22 Δεκεμβρίου 2011 και, αφετέρου, την καταβολή αποζημίωσης για τη βλάβη που η τελευταία ισχυρίζεται ότι υπέστη,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, P. Nihoul και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Οκτωβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F129/12)

1        Την 1η Οκτωβρίου 2004 η CH, προσφεύγουσα-ενάγουσα στην υπό κρίση υπόθεση [στο εξής: προσφεύγουσα], προσελήφθη, δυνάμει του άρθρου 5 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ), από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: AΣΣΠΑ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως διαπιστευμένη κοινοβουλευτική βοηθός (στο εξής: ΔΚΒ) για να επικουρεί τον Y, μέλος του Κοινοβουλίου, βάσει συμβάσεως που θα έληγε στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου 2004/2009.

2        Κατόπιν της πρόωρης λήξεως της κοινοβουλευτικής θητείας του Y η προσφεύγουσα προσελήφθη από το Κοινοβούλιο ως ΔΚΒ για το διάστημα από την 1η Δεκεμβρίου 2007 και έως τη λήξη της ανωτέρω κοινοβουλευτικής περιόδου, προκειμένου να επικουρεί τη X, νέο μέλος του Κοινοβουλίου που διαδέχθηκε τον Y για το υπόλοιπο της θητείας του.

3        Την 1η Αυγούστου 2009 η προσφεύγουσα προσελήφθη από το Κοινοβούλιο ως ΔΚΒ για να επικουρεί τη Χ κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου 2009/2014. Κατετάγη στον βαθμό 14 της ομάδας καθηκόντων II. Πάντως, με νέα σύμβαση που συνήφθη την 1η Σεπτεμβρίου 2010 και με την οποία λύθηκε η προηγούμενη σύμβαση, η προσφεύγουσα προσελήφθη για την άσκηση των ίδιων καθηκόντων, αλλά αυτή τη φορά κατετάγη στον βαθμό 11 της ομάδας καθηκόντων II (στο εξής: σύμβαση εργασίας ή σύμβαση ΔΚΒ).

4        Από τις 27 Σεπτεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα έλαβε αναρρωτική άδεια, η οποία παρατάθηκε έως τις 19 Απριλίου 2012.

5        Στις 28 Νοεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα ενημέρωσε τη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας (στο εξής: γενική συμβουλευτική επιτροπή), η οποία συστάθηκε με την απόφαση του Κοινοβουλίου, της 21ης Φεβρουαρίου 2006, για τον εσωτερικό κανονισμό της επιτροπής για την ηθική παρενόχληση (άρθρο 12α του κανονισμού [υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης], στο εξής: ΚΥΚ), σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην εργασία της και οι οποίες, σύμφωνα με την ίδια, οφείλονταν στη συμπεριφορά της X έναντί της.

6        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Δεκεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα ρώτησε τα μέλη της γενικής συμβουλευτικής επιτροπής σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί προκειμένου να «υποβάλει καταγγελία». Εν συνεχεία, προκειμένου να καταδείξει την παρενόχληση που θεωρούσε ότι υφίστατο λόγω της συμπεριφοράς του μέλους του Κοινοβουλίου το οποίο επικουρούσε, η προσφεύγουσα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Δεκεμβρίου 2011, διαβίβασε στο σύνολο των μελών της ως άνω επιτροπής και στον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου το ηλεκτρονικό έγγραφο που είχε αποστείλει αυθημερόν στη X και με το οποίο περιέγραφε την κατάσταση της υγείας της στο εν λόγω μέλος του Κοινοβουλίου. Τέλος, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Δεκεμβρίου 2011 η ίδια απευθύνθηκε στον πρόεδρο της γενικής συμβουλευτικής επιτροπής, ζητώντας του να τον συναντήσει.

7        Στις 22 Δεκεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα αρωγής (στο εξής: αίτημα αρωγής) στον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, υποστηρίζοντας ότι ήταν θύμα ηθικής παρενοχλήσεως εκ μέρους της X και ζητώντας τη λήψη μέτρων απομακρύνσεως και την κίνηση διαδικασίας διοικητικής έρευνας.

8        Στις 6 Ιανουαρίου 2012 η X απηύθυνε γραπτώς στη μονάδα «Προσλήψεις και μεταθέσεις προσωπικού», της Διευθύνσεως «Ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων» της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Προσωπικού του Κοινοβουλίου, αίτημα για την καταγγελία της συμβάσεως ΔΚΒ της προσφεύγουσας (στο εξής: αίτημα καταγγελίας). Στις 18 Ιανουαρίου 2012 η X επιβεβαίωσε το αίτημα καταγγελίας.

9        Με απόφαση της ΑΣΣΠΑ της 19ης Ιανουαρίου 2012 η σύμβαση εργασίας της προσφεύγουσας λύθηκε κατόπιν καταγγελίας με ισχύ από τις 19 Μαρτίου 2012, λόγω προβαλλόμενου κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης (στο εξής: απόφαση περί απολύσεως). Η προσφεύγουσα απαλλάχθηκε από την υποχρέωση παροχής εργασίας εντός της προειδοποιητικής προθεσμίας διάρκειας δύο μηνών, δηλαδή από τις 19 Ιανουαρίου έως τις 19 Μαρτίου 2012. Προς στήριξη του λόγου που αντλείται από κλονισμό της σχέσεως εμπιστοσύνης η ΑΣΣΠΑ υποστήριξε ότι η X, αφενός, την είχε ενημερώσει περί του ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τις απαιτούμενες ικανότητες για να παρακολουθεί τις εργασίες ορισμένων κοινοβουλευτικών επιτροπών στις οποίες μετείχε και, αφετέρου, είχε επίσης παραπονεθεί για απαράδεκτη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, τόσο έναντι της ίδιας όσο και έναντι άλλων μελών του Κοινοβουλίου και ΔΚΒ των εν λόγω μελών.

10      Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2012 ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού του Κοινοβουλίου, ενεργώντας υπό την ιδιότητα της ΑΣΣΠΑ, απέρριψε το αίτημα αρωγής με την αιτιολογία ότι, ανεξαρτήτως της διακρίβωσης της δυνατότητας παροχής αρωγής σε ΔΚΒ δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, το αίτημα αρωγής της προσφεύγουσας, το οποίο αφορούσε τη λήψη μέτρων απομακρύνσεως και τη διενέργεια διοικητικής έρευνας, είχε καταστεί άνευ αντικειμένου, καθόσον η ίδια, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως περί απολύσεως που είχε εν τω μεταξύ εκδοθεί, δεν ασκούσε πλέον επαγγελματική δραστηριότητα εντός του Κοινοβουλίου (στο εξής: πρώτη απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής).

11      Στις 30 Μαρτίου 2012 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του γενικού γραμματέα του Κοινοβουλίου ένσταση κατά της αποφάσεως περί απολύσεως, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Στις 22 Ιουνίου 2012 άσκησε ομοίως ένσταση κατά της πρώτης αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής, δυνάμει της αυτής διατάξεως του ΚΥΚ.

12      Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2012 ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου έκανε δεκτή εν μέρει την ένσταση κατά της αποφάσεως περί απολύσεως, αποφασίζοντας να μεταθέσει την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως ΔΚΒ της προσφεύγουσας στις 20 Ιουνίου 2012, λόγω της βεβαιωμένης με ιατρικό πιστοποιητικό αναρρωτικής της άδειας, διάρκειας έως τις 19 Απριλίου 2012. Αντιθέτως, επιβεβαίωσε το βάσιμο της αποφάσεως περί απολύσεως, επικαλούμενος την αδυναμία ελέγχου της υπάρξεως ή της απώλειας σχέσεως εμπιστοσύνης, η οποία έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία, ιδίως με τη σκέψη 149 της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2010, Tomas κατά Κοινοβουλίου (F‑116/07, F‑13/08 και F‑31/08, EU:F:2010:77), και εκτείνεται εν μέρει και στον έλεγχο των λόγων που προβάλλονται προς αιτιολόγηση της ανυπαρξίας ή της απώλειας της εν λόγω σχέσεως εμπιστοσύνης.

13      Εν πάση περιπτώσει, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που προβλήθηκαν προς δικαιολόγηση του κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης, ενώ μάλιστα το Κοινοβούλιο τελούσε εν γνώσει πλειόνων επαγγελματικών παραπτωμάτων της προσφεύγουσας, ιδίως ως προς την εκτίμηση της σκοπιμότητας διατυπώσεως νομοθετικών τροπολογιών δυναμένων να υποβληθούν σχετικά με φάκελο, την έλλειψη ευγένειας που υποστηρίζεται ότι αυτή επέδειξε έναντι μέλους του Κοινοβουλίου προερχόμενου από άλλο κράτος μέλος από εκείνο της X, ή ακόμη την αναιδή συμπεριφορά της έναντι της νέας ΔΚΒ που προσελήφθη για να επικουρεί την X, καθώς και την αγενή συμπεριφορά της έναντι της Χ, παρουσία ενός επικεφαλής επιχειρήσεως. Καθηγητής ο οποίος συνόδευε ομάδα φοιτητών που επισκέπτονταν τις εγκαταστάσεις του θεσμικού οργάνου φέρεται ότι διαμαρτυρήθηκε και αυτός για αγένεια εκ μέρους της προσφεύγουσας.

14      Τέλος, κατά τον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε διατυπώσει το αίτημα αρωγής δεν μπορούσε αφ’ εαυτού να εμποδίσει την έκδοση της αποφάσεως περί απολύσεως, η οποία είχε καταστεί αναπόφευκτη λόγω της πρόδηλης επιδεινώσεως των σχέσεων μεταξύ της Χ και της προσφεύγουσας.

15      Εξάλλου, με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2012 ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, ενεργώντας υπό την ιδιότητα της ΑΣΣΠΑ, απέρριψε την ένσταση που υποβλήθηκε κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής, υπογραμμίζοντας ότι, ενώ «[είχε] γνωστοποιήσει [στην προσφεύγουσα], προς στήριξη της αποφάσεως περί απολύσεως από την ΑΣΣΠΑ, την απαράδεκτη συμπεριφορά [της] […] και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που μπορούσαν να εξακριβωθούν και έλαβαν χώρα παρουσία μαρτύρων, [η προσφεύγουσα] διατ[ύπωνε] επιχειρήματα τα οποία δεν στηρ[ίζονταν] σε κανένα στοιχείο». Διευκρινίστηκε επίσης στην προσφεύγουσα ότι, γενικώς, τα μέτρα που ζητούσε ήταν «σε κάθε περίπτωση ασύμβατα προς την ειδική φύση των σχέσεων εγγύτητας και εμπιστοσύνης που υφίστανται κατ’ ανάγκην μεταξύ ενός βουλευτή και του [ΔΚΒ] του», ότι, ειδικότερα, η λήψη μέτρου απομακρύνσεως θα στερείτο παντελώς νοήματος, καθόσον θα κατέληγε στο να εμποδίσει οποιαδήποτε πραγματική σχέση εργασίας μεταξύ του μέλους του Κοινοβουλίου και του ΔΚΒ του και ότι, σε πρακτικό επίπεδο, το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να τοποθετήσει εκ νέου την προσφεύγουσα στην υπηρεσία άλλου μέλους του θεσμικού οργάνου, διότι μόνο μέλος του Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει από την ΑΣΣΠΑ την πρόσληψη ΔΚΒ της επιλογής του. Όσον αφορά το αίτημα κινήσεως διαδικασίας διοικητικής έρευνας ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου τόνισε περαιτέρω ότι η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2011, Skareby κατά Επιτροπής (F‑95/09, EU:F:2011:9), την οποία επικαλέστηκε συναφώς η προσφεύγουσα, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον τα μέλη του Κοινοβουλίου δεν υπόκεινταν στον ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου 12α αυτού, και δεν ήταν δυνατόν να τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή ούτε να υποχρεωθούν από την ΑΣΣΠΑ να μετάσχουν σε διοικητική έρευνα, έστω και αν η συμμετοχή αυτή θα ήταν ουσιαστικής σημασίας.

16      Με δικόγραφο, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] στις 31 Οκτωβρίου 2012 και έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου F‑129/12, η προσφεύγουσα ζήτησε κατ’ουσίαν να ακυρωθούν η απόφαση περί απολύσεως και η απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής και να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να της καταβάλει το ποσό των 120 000 ευρώ ως αποζημίωση.

17      Με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε, αφενός, την απόφαση περί απολύσεως με την αιτιολογία, ιδίως, ότι η προσφεύγουσα δεν άσκησε το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως ενώπιον της ΑΣΣΠΑ, και, αφετέρου, την πρώτη απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής, δεχόμενο κατ’ ουσίαν ότι, εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς του Κοινοβουλίου, οι ΔΚΒ μπορούσαν να επικαλεστούν το άρθρο 24 του ΚΥΚ για να ζητήσουν την αρωγή της ΑΣΣΠΑ σε σχέση με συμπεριφορές μέλους του Κοινοβουλίου που φέρονται ότι συνιστούν ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ. Επιπλέον, «λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρετικά επικριτέες συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκαν η απόφαση περί απολύσεως και η πρώτη απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής», το Δικαστήριο ΔΔ υποχρέωσε το Κοινοβούλιο να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 50 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.

 Επί των μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F129/12), που έλαβε το Κοινοβούλιο, της αποφάσεως  της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου (F132/14), και της προσβαλλομένης αποφάσεως

18      Με έγγραφο της 15ης Ιανουαρίου 2014 η προσφεύγουσα ζήτησε από το Κοινοβούλιο να λάβει ορισμένα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ.

19      Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2014 το Κοινοβούλιο απήντησε επισήμως στα επιμέρους αιτήματα της προσφεύγουσας περί λήψεως μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203).

20      Όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας να επανενταχθεί σε μόνιμη θέση εργασίας στο Κοινοβούλιο, το εν λόγω θεσμικό όργανο ανέφερε ότι το μέτρο αυτό υπερέβαινε προδήλως το αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), ιδίως επειδή, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού (ΕΚ) 160/2009 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση του ΚΛΠ (ΕΕ 2009, L 55, σ. 1), «καμιά διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει στους [ΔΚΒ] προνομιακή ή άμεση πρόσβαση σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων ή άλλων κατηγοριών προσωπικού [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]».

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη του προσωπικού χαρακτήρα της εργασιακής σχέσεως που συνδέει τους βουλευτές και τους ΔΚΒ τους, το Κοινοβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν ήταν δυνατή η ουσιαστική επανένταξη στα καθήκοντά της. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο διευκρίνισε ότι «η μόνη δυνατότητα συνίστατ[ο] στην επανένταξη [της προσφεύγουσας] στα καθήκοντα που ασκούσε πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί απολύσεως [η οποία κρίθηκε παράνομη], αλλά με απαλλαγή της από την υποχρέωση παροχής της αντίστοιχης εργασίας, τούτο δε μέχρι τη λήξη της [συμβάσεως εργασίας] της […] την 1η Ιουλίου 2014[· η] απαλλαγή αυτή [ήταν] σύμφωνη και προς το καθήκον μέριμνας». Συναφώς, το Κοινοβούλιο αναλάμβανε τη δέσμευση να καταβάλει στην προσφεύγουσα τις αποδοχές που της οφείλονταν από την 21η Ιουνίου 2012, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της αποφάσεως περί απολύσεως, μέχρι τη λήξη της συμβάσεως εργασίας της, δηλαδή την 1η Ιουλίου 2014, αφαιρουμένων των αμοιβών και των επιδομάτων ανεργίας που θα είχε λάβει από άλλες πηγές κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

22      Επιπλέον, το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε ότι το αίτημα καταγγελίας που είχε υποβληθεί σε δεδομένο χρόνο δεν περιλαμβανόταν στον ατομικό φάκελο της προσφεύγουσας και ότι η απόφαση περί απολύσεως, που κρίθηκε παράνομη από το Δικαστήριο ΔΔ, θα αποσυρόταν από τον φάκελο. Όσον αφορά το αίτημα μεταφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των ήδη κεκτημένων στο πλαίσιο εθνικού συστήματος συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα, η οποία είχε συμπληρώσει μόλις πέντε έτη εργασίας ως ΔΚΒ, δεν πληρούσε την προϋπόθεση συμπληρώσεως τουλάχιστον δέκα ετών υπηρεσίας εντός της Ένωσης για να μπορεί να θεμελιώσει αξίωση καταβολής συντάξεως από τον προϋπολογισμό της Ένωσης λόγω αρχαιότητας.

23      Τέλος, όσον αφορά το αίτημα κινήσεως διοικητικής έρευνας που ήδη διατυπώθηκε στο πλαίσιο του αιτήματος αρωγής, το Κοινοβούλιο ανέφερε ότι, «[ω]ς προς το σημείο αυτό, […] εάν [η προσφεύγουσα] αποφάσιζε να ασκήσει ένδικο βοήθημα του εθνικού δικαίου κατά της [X], το Κοινοβούλιο θα επανεξέταζε την κατάσταση υπό το πρίσμα της νομολογίας, όπως αυτή συνάγεται εκ [της σκέψεως 57] της αποφάσεως [της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203)]».

24      Στις 16 Απριλίου 2014 η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ένσταση κατά της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2014, καθώς και κατά της αποφάσεως της 2ας Απριλίου 2014 με την οποία η ΑΣΣΠΑ είχε λάβει θέση επί των συμπληρωματικών αιτημάτων.

25      Με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2014 η νομική υπηρεσία του Κοινοβουλίου ενημέρωσε την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο των μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), για την ύπαρξη του εσωτερικού κανονισμού για την ηθική παρενόχληση όσον αφορά τους ΔΚΒ, ο οποίος εκδόθηκε με την απόφαση του προεδρείου του Κοινοβουλίου, της 14ης Απριλίου 2014, περί θεσπίσεως εσωτερικού κανονισμού (στο εξής: εσωτερικός κανονισμός για την ηθική παρενόχληση όσον αφορά τους ΔΚΒ) για τη σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας, η οποία εξετάζει καταγγελίες ΔΚΒ κατά μελών του Κοινοβουλίου (στο εξής: ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ). Διευκρινίστηκε, συνεπώς, στην προσφεύγουσα ότι στο εξής η εν λόγω επιτροπή ήταν «το αρμόδιο όργανο για την εξέταση ενδεχόμενης καταγγελίας εκ μέρους [της προσφεύγουσας] για παρενόχληση» και της «συ[νεστήθη] […] να απευθύνεται στην [ειδική συμβουλευτική] [ε]πιτροπή [για τους ΔΚΒ] μέσω της γραμματείας της».

26      Με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2014 η προσφεύγουσα απήντησε ότι, κατόπιν της ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής, το συγκεκριμένο αίτημα που αναγόταν στη συμπεριφορά της X εξακολουθούσε να εκκρεμεί ενώπιον του Κοινοβουλίου. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα διερωτάτο ως προς «τους λόγους για τους οποίους το Κοινοβούλιο […] δεν [είχε] κρίνει σκόπιμο, ακριβώς στο πλαίσιο των μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως [της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203)], να αποταθεί το ίδιο και απευθείας στην [ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ], εφόσον η επιτροπή αυτή έχει εγκύρως συσταθεί, πράγμα για το οποίο εξακολουθ[ούσε] να μην έχει λάβει επιβεβαίωση».

27      Με έγγραφο της 4ης Αυγούστου 2014 ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, ενεργώντας υπό την ιδιότητα της ΑΣΣΠΑ, απέρριψε την ένσταση της 16ης Απριλίου 2014.

28      Με δικόγραφο, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 17 Νοεμβρίου 2014 και έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου F‑132/14, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή-αγωγή με την οποία ζητούσε:

–        να ακυρωθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Μαρτίου 2014, καθόσον το εν λόγω όργανο είχε αρνηθεί, στο πλαίσιο των μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), υπό την έννοια του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να κινήσει διοικητική έρευνα με αντικείμενο την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονταν σε βάρος μέλους του Κοινοβουλίου, όπως καταγγέλθηκαν με το αίτημα αρωγής της προσφεύγουσας της 22ας Δεκεμβρίου 2011·

–        να ακυρωθεί η απόφαση του Κοινοβουλίου, της 2ας Απριλίου 2014, καθόσον με την απόφαση αυτή το εν λόγω όργανο είχε αρνηθεί να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 5 686 ευρώ που αντιστοιχούσε στη διαφορά αποδοχών την οποία η ίδια εκτιμούσε ότι δικαιούτο στο πλαίσιο των μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), υπό την έννοια του άρθρου 266 ΣΛΕΕ·

–        να ακυρωθεί η απόφαση του Κοινοβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2014, με την οποία το εν λόγω όργανο είχε απορρίψει την ένσταση που η ίδια είχε υποβάλει κατά των δύο προαναφερθεισών αποφάσεων της 3ης Μαρτίου και της 2ας Απριλίου 2014·

–        να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει στην ίδια τα ποσά των 144 000 ευρώ και 60 000 ευρώ, αντιστοίχως, ως αποζημίωση για την υλική της ζημία και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

29      Στις 26 Νοεμβρίου 2014 η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ πραγματοποίησε την ιδρυτική της συνεδρίαση. Από το σημείο 2 των πρακτικών της συνεδριάσεως αυτής προκύπτει ότι «εφόσον είναι αναγκαίο, θα μπορούσε να κληθεί [ο] νομικός σύμβουλος [του Κοινοβουλίου] να παραστεί στη συνεδρίαση της επιτροπής […] για να παράσχει συμβουλές στην επιτροπή επί νομικής φύσεως ζητημάτων». Από το σημείο 4 των ίδιων πρακτικών προκύπτει ότι «[ο] νομικός σύμβουλος ενημ[έρωσε] τα μέλη της [ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ] για τη θέση του Κοινοβουλίου σε […] δύο υποθέσεις προβαλλόμενης παρενοχλήσεως[, μεταξύ των οποίων η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203)]».

30      Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2014 ο πρόεδρος της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ κάλεσε την προσφεύγουσα σε συνάντηση με τα μέλη της, η οποία είχε προγραμματιστεί για τις 28 Ιανουαρίου 2015.

31      Στις 15 Ιανουαρίου 2015 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις γραπτές της παρατηρήσεις στην ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ. Η ακρόαση της προσφεύγουσας, της Χ και του CN, συναδέλφου της προσφεύγουσας που είχε επίσης υποβάλει ενώπιον της ίδιας επιτροπής αίτημα αρωγής όσον αφορά προβαλλόμενα περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως εκ μέρους της X, πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2015 (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, CN κατά Κοινοβουλίου, F‑26/14, EU:F:2015:22).

32      Με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑132/14, EU:F:2015:115), το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2014, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 4ης Αυγούστου 2014 περί απορρίψεως της ενστάσεως, κατά το μέτρο που το Κοινοβούλιο, έχοντας ήδη ακυρώσει την πρώτη απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), αποφάσισε, κατά παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να μην κινήσει διαδικασία διοικητικής έρευνας επί των φερομένων πράξεων ηθικής παρενοχλήσεως. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο υποχρεώθηκε να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 25 000 ευρώ ως ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που εκείνη υπέστη λόγω της αδράνειας της ΑΣΣΠΑ, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας.

33      Στις 18 Μαΐου 2016 ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 10 του εσωτερικού κανονισμού για την ηθική παρενόχληση όσον αφορά τους ΔΚΒ, το οποίο τροποποιήθηκε με την απόφαση του προεδρείου του Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2015, και το οποίο ορίζει ότι η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ υποχρεούται πλέον να διαβιβάζει την εμπιστευτική της έκθεση στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου, και όχι στους κοσμήτορες, ανέφερε στην προσφεύγουσα, έχοντας λάβει γνώση των πορισμάτων που υιοθέτησε η εν λόγω επιτροπή κατόπιν της διοικητικής έρευνας, ότι κατά τη γνώμη του οι συμπεριφορές που εκείνη περιέγραφε στο αίτημα αρωγής της δεν καταδείκνυαν ανάρμοστη συμπεριφορά μέλους του Κοινοβουλίου έναντι ΔΚΒ, καθώς και ότι ο ίδιος διαβίβασε τον φάκελο στην ΑΣΣΠΑ με σκοπό τη λήψη αποφάσεως επί του αιτήματος αρωγής (στο εξής: αιτιολογημένη απόφαση).

34      Πράγματι, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, στον οποίον το άρθρο 12 του εσωτερικού κανονισμού για την ηθική παρενόχληση όσον αφορά τους ΔΚΒ, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση του προεδρείου του Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2015, έχει αναθέσει την εξουσία να λαμβάνει, «[ε]ν όψει της γνώμης που εκδίδει η [ειδική συμβουλευτική] επιτροπή [για τους ΔΚΒ]», «αιτιολογημένη απόφαση που αναφέρει αν αποδείχθηκε η ηθική παρενόχληση» και, ενδεχομένως, την εξουσία «να επιβάλλει κύρωση κατά του οικείου Ευρωβουλευτή, σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 166 του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου», επισήμανε στην αιτιολογημένη απόφαση ότι η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ θεωρούσε, μεταξύ άλλων, ότι είχαν αποδειχθεί τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία η X επέκρινε συχνά την προσφεύγουσα, και δημοσίως· ότι ενίοτε χρησιμοποιούσε σκληρή γλώσσα όταν απευθυνόταν στην τελευταία· ότι ενίοτε διατύπωνε αιτιάσεις, ενώ της είχε προηγουμένως δώσει αντιφατικές οδηγίες· ότι ενίοτε επικοινωνούσε μαζί της, ενώ αυτή βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια· ότι την υποχρέωνε να ελέγξει τα μηνύματά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατά τη διάρκεια των διακοπών της· ότι είχε δηλώσει στον τύπο ότι η προσφεύγουσα ήταν ανίκανη και ότι η ίδια την είχε υποβιβάσει.

35      Με την αιτιολογημένη απόφαση ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου έκρινε ότι τα ως άνω είδη συμπεριφοράς έγιναν με πρόθεση υπό την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ και ότι είχαν εκδηλωθεί κατ’ επανάληψη. Εντούτοις, όσον αφορά τις επικρίσεις της X, τη χρήση σκληρής γλώσσας από εκείνη, τις αιτιάσεις της ως προς τα σφάλματα της προσφεύγουσας και τις απαιτήσεις της κατά τη διάρκεια των αδειών της τελευταίας, έκρινε ότι η X μεταχειριζόταν όλο το προσωπικό της με τον ίδιο τρόπο και ότι αυτό αποτελούσε μάλλον εκδήλωση της νευρικότητάς της και της δυσκολίας της να διαχειριστεί σωστά το προσωπικό της. Επομένως, οι συγκεκριμένες συμπεριφορές δεν απευθύνονταν ειδικά στην προσφεύγουσα. Όσον αφορά τις δηλώσεις της Χ, κατά τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου αυτές έπρεπε να εκτιμηθούν στο πλαίσιο της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), με την οποία είχε κινηθεί δημόσια εκστρατεία κατά του πρώην μέλους του Κοινοβουλίου που κατηγορήθηκε για ηθική παρενόχληση, αν και στη συγκεκριμένη απόφαση το Δικαστήριο ΔΔ δεν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό. Επομένως, η X επιχειρούσε απλώς να αμυνθεί κατά των κατηγοριών ηθικής παρενοχλήσεως που είχαν δημοσιοποιηθεί.

36      Όσον αφορά τον υποβιβασμό της προσφεύγουσας ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου θεώρησε ότι το μέτρο αυτό ενέπιπτε στην εξουσία εκτιμήσεως της X ως μέλους του Κοινοβουλίου και ότι, συναφώς, η Χ δεν είχε μείνει ικανοποιημένη από τις επαγγελματικές επιδόσεις και τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, γεγονός που δεν συνέβαλλε στην άμβλυνση των εντάσεων τόσο ως προς τη Χ όσο και ως προς τα λοιπά μέλη της ομάδας της.

37      Ως εκ τούτου, στην αιτιολογημένη απόφαση ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, συνολικώς εκτιμώμενα, τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν συνιστούσαν ανάρμοστη συμπεριφορά της X, παρέχουσα τη δυνατότητα τεκμηριώσεως ηθικής παρενοχλήσεως υπό την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ. Ειδικότερα, εφόσον η συμπεριφορά της Χ δεν μπορούσε να θεωρηθεί ακραία και αποδοκιμαστέα υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης εργασιακής σχέσεως μεταξύ μέλους του Κοινοβουλίου και του ΔΚΒ του, ένας αντικειμενικός παρατηρητής με τη συνήθη ευαισθησία δεν θα θεωρούσε ότι τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά είναι ικανά να θίξουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή την ψυχολογική ή φυσική ακεραιότητα της προσφεύγουσας.

38      Συνεπώς, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι διαβίβασε τον φάκελό της στην ΑΣΣΠΑ, η οποία ήταν αρμόδια να λάβει απόφαση επί του αιτήματος αρωγής.

39      Στις 13 Ιανουαρίου 2017 η προσφεύγουσα ζήτησε διευκρινίσεις από την ΑΣΣΠΑ, καθόσον εξακολουθούσε να μην έχει λάβει νέα εκ μέρους της κατόπιν της εκδόσεως της αιτιολογημένης αποφάσεως, ενώ το αίτημα αρωγής εκκρεμούσε άνω των πέντε ετών.

40      Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2017, του γενικού διευθυντή Προσωπικού του Κοινοβουλίου, η προσφεύγουσα εκλήθη να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αιτιολογημένης αποφάσεως στις 10 Φεβρουαρίου 2017.

41      Με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της, με τις οποίες έθεσε εν αμφιβόλω την ορθότητα των πορισμάτων της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ και των εκτιθέμενων στην αιτιολογημένη απόφαση συμπερασμάτων του προέδρου του Κοινοβουλίου. Επίσης, διατύπωσε αιτιάσεις όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες η εν λόγω επιτροπή διενήργησε τις ακροάσεις, ιδίως ως προς το γεγονός ότι, παρά τις σχετικές αιτήσεις που είχε υποβάλει προς τούτο, δεν της διαβιβάστηκαν η έκθεση που κατήρτισε η επιτροπή, ο κατάλογος των εξετασθέντων μαρτύρων και τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τις ως άνω ακροάσεις.

42      Με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2017 ο γενικός διευθυντής Προσωπικού του Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητα της ΑΣΣΠΑ, απέρριψε το αίτημα αρωγής (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Κατ’ ουσίαν έκρινε, αρχικώς, ότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε κανένα δικαίωμα να της κοινοποιηθεί η έκθεση που κατήρτισε η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ, ο κατάλογος των εξετασθέντων μαρτύρων και τα πρακτικά της εξετάσεώς τους, δεδομένου ότι είχε ήδη λάβει πλήρη και διεξοδική αιτιολογία ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών της ως αβασίμων, εν προκειμένω με την αιτιολογημένη απόφαση. Εν συνεχεία έκρινε ότι ο νομικός σύμβουλος του Κοινοβουλίου είχε το δικαίωμα να παρίσταται στις ακροάσεις ενώπιον της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ και ότι, συναφώς, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να επικουρείται από τους νομικούς της συμβούλους ενώπιον του εν λόγω συμβουλευτικού οργάνου δεν συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων. Τέλος, επί της ουσίας ανέφερε κυρίως ότι συμμεριζόταν πλήρως τις σκέψεις που διατύπωσε ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου στην αιτιολογημένη απόφαση.

43      Με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), αίτημα προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου της, τον οποίον είχαν στη διάθεσή τους η γενική συμβουλευτική επιτροπή και η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ, ιδίως στην έκθεση που είχε καταρτίσει η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2017, απόρριψη η οποία επικυρώθηκε από το Κοινοβούλιο στις 21 Αυγούστου 2017 με το αιτιολογικό ότι η αποκάλυψη των εν λόγω εγγράφων θα μπορούσε να θίξει την ακεραιότητα της X και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των μαρτύρων.

44      Στις 20 Ιουνίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Προς στήριξη της ενστάσεώς της επικαλέστηκε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παράβαση του άρθρου 25 του ΚΥΚ, προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και των άρθρων 12α και 24 του ΚΥΚ.

45      Με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017 ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, ενεργώντας υπό την ιδιότητα της ΑΣΣΠΑ, έκανε δεκτή εν μέρει την ένσταση της 20ής Ιουνίου 2017 ως προς το σκέλος της αποζημίωσης, χορηγώντας κατά δίκαιη και εύλογη κρίση στην προσφεύγουσα ποσό 1 500 ευρώ για τον χρόνο που χρειάστηκε η ΑΣΣΠΑ μεταξύ της εκδόσεως της αιτιολογημένης αποφάσεως και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο οποίος κατά τον ίδιο θα μπορούσε να είναι συντομότερος. Κατά τα λοιπά απέρριψε την ένσταση, ιδίως ως προς την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου έκρινε, όπως και ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, ότι τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούσαν ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

46      Καθόσον με το δικόγραφο της προσφυγής της η προσφεύγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί το καθού να προσκομίσει τα συγκεκριμένα έγγραφα, στις 17 Απριλίου 2018 το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από το Κοινοβούλιο, βάσει μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, να προσκομίσει, στο πλαίσιο της καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως και, ενδεχομένως, υπό τη μορφή μη εμπιστευτικής εκδοχής, τα τελικά πορίσματα της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ που αφορούσαν την περίπτωση της προσφεύγουσας, καθώς και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων από το εν λόγω συμβουλευτικό όργανο.

47      Στις 2 Μαΐου 2018 το Κοινοβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Συνεπώς, με έγγραφο της 3ης Μαΐου 2018 ανέφερε ότι αρνείτο να προσκομίσει τα έγγραφα που του είχαν ζητηθεί, εξηγώντας ότι η έναντι της προσφεύγουσας διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εργασιών και των διαβουλεύσεων της επιτροπής αυτής, στην οποία είχαν δεχθεί να μετάσχουν τρεις κοσμήτορες, ήταν θεμελιώδης για την καλή λειτουργία της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, η οποία είχε συσταθεί κατόπιν της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203). Εντούτοις, το Κοινοβούλιο υπογράμμισε ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Curto κατά Κοινοβουλίου (T‑275/17, EU:T:2018:479), καθώς και στην εκκρεμή υπόθεση QH κατά Κοινοβουλίου (T‑748/16), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έγγραφα ανάλογα εκείνων που ζητούνταν εν προκειμένω δεν ήταν εμπιστευτικά έναντι των οικείων προσφευγόντων και τα διαβίβασε σε αυτούς. Έτσι, κατά το Κοινοβούλιο, «[ό]ταν υφίσταται πρακτική που καθίσταται συστηματική και απειλεί την ίδια την ύπαρξη των διατάξεων περί εξετάσεως των καταγγελιών για ηθική παρενόχληση τις οποίες καταθέτουν οι ΔΚΒ κατά των Ευρωβουλευτών, το όργανο με λύπη του δηλώνει ότι δεν θα κοινοποιεί πλέον μυστικό έγγραφο στο Γενικό Δικαστήριο χωρίς να γνωρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν θα διαβιβαστεί [στον προσφεύγοντα]».

48      Με διάταξη της 18ης Μαΐου 2018 το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από το Κοινοβούλιο, δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να προσκομίσει τα πορίσματα της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, καθώς και τυχόν πρακτικά της εξετάσεως των μαρτύρων που αυτή είχε συντάξει, κατόπιν του αιτήματος αρωγής, επισημαίνοντας ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν επρόκειτο να διαβιβαστούν στην προσφεύγουσα στο στάδιο αυτό.

49      Με έγγραφο της 4ης Ιουνίου 2018 το Κοινοβούλιο επανέλαβε την άρνησή του να προσκομίσει τα έγγραφα που ζητήθηκαν βάσει μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, προτείνοντας ταυτόχρονα στο Γενικό Δικαστήριο, εφόσον το έκρινε σκόπιμο, να του τα κοινοποιήσει ανεπισήμως, κατά τρόπο που να μην περιληφθούν στον φάκελο της δικογραφίας και «το όργανο να έχει έτσι την εγγύηση ότι [η] προσφεύγ[ουσα] δεν [θα] έχει πρόσβαση σε έγγραφα που θεωρ[ούσε] απόρρητα και εμπιστευτικά».

50      Στις 28 Ιουνίου 2018 οι διάδικοι κλήθηκαν, βάσει μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, να λάβουν θέση επί των συνεπειών που έπρεπε να αντληθούν ως προς την εξέταση της υποθέσεως από την απόφαση του Κοινοβουλίου, η οποία κοινοποιήθηκε στις 4 Ιουνίου 2018 και με την οποία το εν λόγω όργανο αρνείτο να διαβιβάσει στο Γενικό Δικαστήριο τα έγγραφα που του είχε ζητηθεί να προσκομίσει με διάταξη της 18ης Μαΐου 2018. Συναφώς, επισημάνθηκαν στους διαδίκους, αφενός, οι αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 1980, M. κατά Επιτροπής (155/78, EU:C:1980:150), και της 12ης Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Meierhofer (T‑560/08 P, EU:T:2010:192), και, αφετέρου, η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑218/17, EU:T:2018:393).

51      Στις 10 και 11 Ιουλίου 2018, αντιστοίχως, η προσφεύγουσα και το Κοινοβούλιο κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους συναφώς.

52      Στις 8 Αυγούστου 2018 περατώθηκε το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας, καθώς το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι περίττευε δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων και απέρριψε άλλωστε το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας της 2ας Αυγούστου 2018, οι δε διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Οκτωβρίου 2018.

53      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, καθόσον κρίνεται αναγκαίο, την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως,

–        να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να καταβάλει το ποσό των 68 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που η ίδια υπέστη,

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

54      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

55      Προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ενδεχομένως, της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, ο μεν πρώτος, από παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη και του άρθρου 25 του ΚΥΚ, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και, ο δεύτερος, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 31 του Χάρτη, των άρθρων 12α και 24 του ΚΥΚ και του καθήκοντος μέριμνας.

 Επί του αντικειμένου των αιτημάτων ακυρώσεως

56      Κατά πάγια νομολογία, ακυρωτικά αιτήματα προβαλλόμενα τύποις κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση, όταν, αυτά καθαυτά, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8, και της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, T‑309/03, EU:T:2006:110, σκέψη 43).

57      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως απλώς επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο και, επομένως, παρέλκει η διατύπωση κρίσεως ειδικώς επ’ αυτού, μολονότι κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφενός, η αιτιολογία της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως, καθόσον η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Birkhoff, T‑377/08 P, EU:T:2009:485, σκέψεις 58 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, αφετέρου, η αιτιολογία της αιτιολογημένης αποφάσεως στην οποία παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 41 του Χάρτη και του άρθρου 25 του ΚΥΚ, παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας και παράβασης του καθήκοντος μέριμνας

58      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η μη κοινοποίηση, εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ, της εκθέσεως της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, του καταλόγου των εξετασθέντων μαρτύρων και των πρακτικών εξετάσεώς τους στο στάδιο της προ της προσφυγής διαδικασίας τής στερεί τη δυνατότητα να κατανοήσει τη συλλογιστική της αιτιολογημένης απόφασης –στην οποία παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση–, με την οποία θεωρήθηκε ότι τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν ηθική παρενόχληση έναντί της. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει, αφενός, αν η εν λόγω συμβουλευτική επιτροπή είχε εξετάσει μάρτυρες ούτε, ειδικότερα, αν είχε εξετάσει εκείνους τους οποίους είχε καλέσει η ίδια, συμπεριλαμβανομένων δύο ιατρών, και, αφετέρου, αν η ΑΣΣΠΑ είχε δεόντως λάβει υπόψη τα ιατρικά πιστοποιητικά ενός νευροψυχιάτρου και του θεράποντος ιατρού της, τα οποία πάντως εκείνη είχε προσκομίσει.

59      Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην ΑΣΣΠΑ ότι δεν της διαβίβασε την έκθεση της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ. Εν τούτοις, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η διαβίβαση αυτή ήταν επιβεβλημένη, κατά μείζονα λόγο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Εξάλλου, η ίδια εκτιμά ότι ήταν αναγκαία η κοινοποίηση της ανωτέρω εκθέσεως και των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι εν λόγω μαρτυρίες δεν είχαν παραποιηθεί.

60      Εν πάση περιπτώσει, η έλλειψη κοινοποιήσεως της εκθέσεως της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ και των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων, έστω μη εμπιστευτικής εκδοχής τους, στο στάδιο της προ της προσφυγής διαδικασίας συνιστά, κατά την προσφεύγουσα, προσβολή του δικαιώματός της να ακουστεί προσηκόντως, όπως επιβεβαίωσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑218/17, EU:T:2018:393). Η στάση της ΑΣΣΠΑ συνιστά επίσης παράβαση του καθήκοντος μέριμνας που η ίδια υπέχει, εφόσον προδήλως δεν ελήφθη υπόψη το συμφέρον της προσφεύγουσας για πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα και σε επαρκή αιτιολόγηση της απόρριψης του αιτήματος αρωγής της.

61      Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως ως αβασίμου.

62      Εν προκειμένω υποστηρίζει ότι η ΑΣΣΠΑ συμμορφώθηκε με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Ως προς την εξέταση των μαρτύρων, μολονότι αναγνωρίζει τη δυνατότητα συμβολής των μαρτυριών τους ως πολύτιμων μέσων συμπλήρωσης ή αντιστάθμισης της ελλείψεως αποδείξεων εκ μέρους του αιτουμένου την αρωγή, εκτιμά, αφενός, ότι η αποδεικτική ισχύς των μαρτυριών πρέπει να σχετικοποιηθεί. Αφετέρου, «[ε]αν η εμπιστευτικότητα που παρέχεται στους μάρτυρες θυσιαζόταν χάριν της υπερβολικής διαφάνειας, θα περιορ[ιζόταν] αναπόφευκτα η διαθεσιμότητα των τρίτων να παρέχουν ειλικρινείς, πλήρεις και αντικειμενικές μαρτυρίες, [μάλιστα δε] ακόμη και να καταθέτουν ως μάρτυρες». Για τον λόγο αυτό το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι η εμπιστευτικότητα πρέπει να καταλαμβάνει τόσο την έκθεση της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, όσο και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων και τον κατάλογο των μαρτύρων τους οποίους αυτή εξέτασε, εκτίμηση η οποία δικαιολογεί, αφενός, το ότι σε καμία περίπτωση τα εν λόγω έγγραφα δεν πρέπει να βρίσκονται στην κατοχή της προσφεύγουσας και, αφετέρου, την εκ μέρους του ίδιου του Κοινοβουλίου άρνηση συμμορφώσεως με το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο.

63      Όσον αφορά το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι αυτό έγινε εν προκειμένω σεβαστό, εφόσον η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις της επί της αιτιολογημένης αποφάσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, η διαβίβαση της εκθέσεως που κατήρτισε η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο της δυνατότητας της προσφεύγουσας να υποβάλλει τις παρατηρήσεις της. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ανωτέρω διαβίβαση θα έβλαπτε την αποτελεσματικότητα των εργασιών της εν λόγω επιτροπής, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι η ΑΣΣΠΑ δεν ήταν υποχρεωμένη να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα την έκθεση αυτή, ούτε τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων.

–       Προκαταρκτικές σκέψεις επί της εξετάσεως αιτήματος αρωγής βάσει του ΚΥΚ

64      Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι, όταν η ΑΣΣΠΑ ή, κατά περίπτωση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενός θεσμικού οργάνου (στο εξής: ΑΔΑ) επιλαμβάνεται, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αιτήματος αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του εν λόγω ΚΥΚ, η αρχή αυτή οφείλει, δυνάμει της υποχρεώσεως αρωγής που υπέχει και εφόσον πρόκειται για επεισόδιο που απάδει προς την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επεμβαίνει με όλη την απαιτούμενη ενεργητικότητα και να ανταποκρίνεται με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις, ώστε να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να συναγάγει, με γνώση του θέματος, τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο αρκεί ο υπάλληλος, μόνιμος ή μη, ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται, να προσκομίσει αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, το επίμαχο θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε διοικητική έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγέλλοντα (αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1989, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, 224/87, EU:C:1989:38, σκέψεις 15 και 16, της 12ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Q, T‑80/09 P, EU:T:2011:347, σκέψη 84, και της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 46).

65      Όταν προβάλλεται ότι έλαβε χώρα παρενόχληση, η υποχρέωση αρωγής περιλαμβάνει, ειδικότερα, το καθήκον της Διοικήσεως να εξετάζει με σοβαρότητα, ταχύτητα και πλήρη εμπιστευτικότητα το αίτημα αρωγής στο πλαίσιο του οποίου προβάλλεται η παρενόχληση και να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για τη συνέχεια που δίδεται στο αίτημά του (αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 47, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 88).

66      Η υποχρέωση αυτή υφίσταται ακόμη και όταν το αίτημα αρωγής αφορά «τρίτο», υπό την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ο οποίος δεν είναι άλλος υπάλληλος, μόνιμος ή μη, αλλά μέλος θεσμικού οργάνου (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑129/12, EU:F:2013:203, σκέψεις 54 έως 58, και της 26ης Μαρτίου 2015, CN κατά Κοινοβουλίου, F‑26/14, EU:F:2015:22, σκέψη 42). Πράγματι, όσον αφορά τα μέλη του Κοινοβουλίου, οφείλουν και αυτά να τηρούν την απαγόρευση κάθε παρενοχλήσεως, ηθικής ή σεξουαλικής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12α του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Curto κατά Κοινοβουλίου, T‑275/17, EU:T:2018:479, σκέψεις 79 έως 81).

67      Εν συνεχεία, όσον αφορά τα ληπτέα μέτρα σε περίπτωση η οποία, όπως η υπό κρίση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, ως προς την επιλογή των μέτρων και των μέσων για την εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Haas κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑3/96, EU:T:1998:202, σκέψη 54, της 25ης Οκτωβρίου 2007, Lo Giudice κατά Επιτροπής, T‑154/05, EU:T:2007:322, σκέψη 137, και της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 48).

68      Όταν, κατόπιν υποβολής αιτήματος αρωγής, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, η Διοίκηση αποφασίσει τη διενέργεια διοικητικής έρευνας, την οποία αναθέτει, ενδεχομένως, όπως εν προκειμένω, σε συμβουλευτική επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 99), σκοπός της εν λόγω διοικητικής έρευνας είναι να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, οπότε η ΑΣΣΠΑ δεν μπορεί να προδικάσει την έκβαση της έρευνας και δεν νοείται να τοποθετηθεί, έστω και σιωπηρώς, ως προς το υποστατό της προβαλλομένης παρενοχλήσεως, προτού λάβει τα αποτελέσματα της διοικητικής έρευνας. Με άλλα λόγια, είναι σύμφυτο με την κίνηση της διοικητικής έρευνας να μη λαμβάνει η Διοίκηση πρόωρα θέση, κυρίως βάσει της μονομερούς εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στο αίτημα αρωγής, καθόσον οφείλει, αντιθέτως, να επιφυλαχθεί έως ότου ολοκληρωθεί η εν λόγω έρευνα, η οποία πρέπει να διενεργηθεί με αντιπαραβολή των ισχυρισμών του υπαλλήλου, μονίμου ή μη, ή του αιτουμένου την αρωγή προς την εκδοχή των πραγματικών περιστατικών που παρέχει ο φερόμενος ως δράστης της παρενοχλήσεως, καθώς και προς εκείνη των προσώπων που ενδέχεται να υπήρξαν μάρτυρες των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών που εικάζεται ότι συνιστούν παράβαση, από τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως, του άρθρου 12α του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Συναφώς, αφενός, η ενδεχόμενη αναγνώριση εκ μέρους της Διοικήσεως, μετά την έκβαση της διοικητικής έρευνας, η οποία ενδεχομένως διενεργείται με την αρωγή διακριτής από την ΑΣΣΠΑ αρχής, όπως η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ, της υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως μπορεί να έχει, αυτή καθαυτή, ευεργετικά αποτελέσματα στο πλαίσιο της θεραπευτικής διαδικασίας ανασυγκροτήσεως της προσωπικότητας του παρενοχληθέντος υπαλλήλου, μονίμου ή μη, και μπορεί, επιπλέον, όχι μόνο να δικαιολογήσει πειθαρχική δίωξη σε βάρος του δράστη της παρενοχλήσεως, αλλά και να χρησιμοποιηθεί από το θύμα για την ενδεχόμενη άσκηση εθνικού ενδίκου βοηθήματος, στο πλαίσιο του οποίου θα εφαρμοστεί η υποχρέωση αρωγής της ΑΣΣΠΑ, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, και δεν θα αποσβεστεί κατά τη λήξη της περιόδου απασχολήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Αφετέρου, η ολοκλήρωση της διοικητικής έρευνας μπορεί, αντιθέτως, να παράσχει τη δυνατότητα ανατροπής των ισχυρισμών που προέβαλε το φερόμενο ως θύμα, καθιστώντας, επομένως, δυνατή την ανόρθωση της βλάβης που η κατηγορία αυτή, εφόσον αποδειχθεί αβάσιμη, μπορεί να έχει προκαλέσει στο πρόσωπο το οποίο η διαδικασία έρευνας αφορά ως φερόμενο δράστη της παρενοχλήσεως (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Επί της πτυχής αυτής υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι ο ΚΥΚ δεν προβλέπει ειδική διαδικασία την οποία οφείλει να εφαρμόζει η Διοίκηση όταν εξετάζει αίτημα αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, υποβληθέν βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, με αντικείμενο τον ισχυρισμό μονίμου ή μη υπαλλήλου ότι άλλος μόνιμος ή μη υπάλληλος, μάλιστα δε μέλος θεσμικού οργάνου, συμπεριφέρθηκε έναντι αυτού κατά τρόπο που συνιστά παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 65).

71      Εν συνεχεία υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία διοικητικής έρευνας η οποία διενεργείται κατόπιν υποβολής από μόνιμο ή μη υπάλληλο αιτήματος αρωγής, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, για συμπεριφορά τρίτου, μονίμου ή μη υπαλλήλου, μάλιστα δε μέλους θεσμικού οργάνου, η οποία υποστηρίζεται ότι συνιστά ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, κινείται αναμφίβολα κατόπιν αιτήματός του, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί διαδικασία έρευνας κινηθείσα κατά του εν λόγω μονίμου ή μη υπαλλήλου (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2012, Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 46). Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ρόλος του προσώπου που υποβάλλει το αίτημα αρωγής προβάλλοντας πραγματικά περιστατικά παρενοχλήσεως είναι, κατ’ ουσίαν, να συνεργάζεται στην καλή διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας με σκοπό την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών (αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1989, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, 224/87, EU:C:1989:38, σκέψεις 15 και 16, της 25ης Οκτωβρίου 2007, Lo Giudice κατά Επιτροπής, T‑154/05, EU:T:2007:322, σκέψη 136, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 87).

72      Πάντως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης», επιτάσσει, βεβαίως, να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν αισθητώς τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους επί των σε «βάρος» τους στοιχείων στα οποία στηρίχθηκαν οι αποφάσεις αυτές (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 51) και περιλαμβάνει τον σεβασμό της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία βαίνει πέρα του σεβασμού του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, το οποίο, εξάλλου, κατοχυρώνεται επίσης ως συνιστώσα του άρθρου 41 του εν λόγω Χάρτη, με τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης». Εντούτοις, αυτός ο σεβασμός των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, υπό την έννοια του άρθρου 48 του Χάρτη, μπορεί να προβάλλεται μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας που κινείται «κατά» προσώπου και η οποία μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική για αυτό πράξη στην οποία η Διοίκηση λαμβάνει υπόψη στοιχεία εις βάρος του εν λόγω προσώπου (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 67· πρβλ., επίσης, απόφαση της 16ης Μαΐου 2012, Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 46).

73      Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας που εφαρμόζει η ΑΔΑ ή η ΑΣΣΠΑ για να αποφασίσει επί αιτήματος αρωγής θεμελιωμένου σε παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ο αιτών δεν μπορεί να προβάλει τον σεβασμό αυτών καθαυτά των δικαιωμάτων υπερασπίσεως που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48 του Χάρτη, ούτε, στο πλαίσιο αυτό, με τη μορφή παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 68).

74      Εξάλλου, το ίδιο ισχύει για τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως. Συγκεκριμένα, αυτός μπορεί βεβαίως να εγκαλείται προσωπικώς στο αίτημα αρωγής που οδήγησε στην κίνηση της διοικητικής έρευνας και μπορεί, ήδη στο στάδιο αυτό, να πρέπει να αμυνθεί κατά των εναντίον του κατηγοριών, τούτο, δε, δικαιολογεί να μπορεί να τύχει ακροάσεως, ενδεχομένως περισσότερες φορές, στο πλαίσιο της έρευνας (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 69· πρβλ., επίσης, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 147). Εντούτοις, θα μπορεί να επωφεληθεί των δικαιωμάτων υπερασπίσεως κατά την έννοια του άρθρου 48 του Χάρτη, και ιδίως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, εάν ασκηθεί εναντίον του πειθαρχική δίωξη, ενδεχομένως με σύγκληση του πειθαρχικού συμβουλίου ή άλλου ανάλογου οργάνου, επισημαίνεται δε ότι ο ΚΥΚ προβλέπει μόνο δικαίωμα ακροάσεως επί της αρχής της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας και ότι η διαδικασία αποκτά χαρακτήρα κατ’ αντιπαράθεση διατυπώσεως απόψεων μόνο μετά τη σύγκληση του πειθαρχικού συμβουλίου (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 69· πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Μαρτίου 1998, Tzoanos κατά Επιτροπής, T‑74/96, EU:T:1998:58, σκέψη 340).

75      Τούτου λεχθέντος, πρέπει να αναγνωρίζονται στο πρόσωπο που υποβάλλει αίτημα αρωγής, ως εικαζόμενο θύμα, διαδικαστικά δικαιώματα διακριτά των δικαιωμάτων υπερασπίσεως του άρθρου 48 του Χάρτη, τα οποία δεν είναι τόσο εκτενή όσο αυτά (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2012, Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 48, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, De Loecker κατά SEAE, F‑34/15, EU:F:2015:153, σκέψη 43) και τα οποία εμπίπτουν, εν τέλει, στο δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, όπως προβλέπεται πλέον στο άρθρο 41 του Χάρτη (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 70).

76      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι σκοπός διοικητικής έρευνας που κινεί η Διοίκηση, ανταποκρινόμενη σε αίτημα αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, είναι να διαφωτιστεί η ίδια από τα πορίσματα της έρευνας σχετικά με τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, ώστε να μπορέσει να λάβει συναφώς οριστική θέση, η οποία να καθιστά εφικτή είτε τη θέση στο αρχείο του αιτήματος αρωγής, είτε, εφόσον τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται αληθή και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ιδίως την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας, προκειμένου να επιβληθούν, ενδεχομένως, πειθαρχικές κυρώσεις κατά του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως (βλ., όσον αφορά υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 57, και, προκειμένου για μέλος θεσμικού οργάνου, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 90).

77      Επομένως, αφενός, όταν η Διοίκηση, στο πλαίσιο των μέτρων που αποφάσισε να λάβει ανταποκρινόμενη στο αίτημα αρωγής, αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία βάσει του άρθρου 86 του ΚΥΚ ή άλλη ανάλογη διαδικασία, λόγω παραβάσεως, από το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται το αίτημα αυτό, της προβλεπομένης στο άρθρο 12α του ΚΥΚ απαγορεύσεως, η εν λόγω διαδικασία διενεργείται κατά του προσώπου αυτού, του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως, με αποτέλεσμα αυτός να διαθέτει τότε όλες τις διαδικαστικές εγγυήσεις που δίνουν υπόσταση στα δικαιώματα υπερασπίσεως κατά την έννοια του άρθρου 48 του Χάρτη και, ιδίως, την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Οι εγγυήσεις αυτές είναι, στην περίπτωση υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, οι προβλεπόμενες στο παράρτημα IX του ΚΥΚ (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 72), και, στην περίπτωση μέλους του Κοινοβουλίου, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 166 του εσωτερικού κανονισμού του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

78      Αφετέρου, όταν, ανταποκρινόμενη στο αίτημα αρωγής, η Διοίκηση αποφασίζει ότι τα προβαλλόμενα προς στήριξη του αιτήματος αρωγής στοιχεία είναι αβάσιμα και ότι, επομένως, οι προβληθείσες συμπεριφορές δεν συνιστούν ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, τέτοια απόφαση συνιστά βλαπτική πράξη για τον αιτούμενο την αρωγή (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Combescot κατά Επιτροπής, T‑249/04, EU:T:2007:261, σκέψη 32, και της 11ης Μαΐου 2010, Νανόπουλος κατά Επιτροπής, F‑30/08, EU:F:2010:43, σκέψη 93), η οποία λαμβάνεται εις βάρος του κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 73).

79      Επομένως, για να γίνει σεβαστό το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, ο αιτούμενος αρωγή πρέπει κατ’ ανάγκην να τύχει, βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, της προσήκουσας ακροάσεως, προτού η ΑΔΑ ή η ΑΣΣΠΑ εκδώσει την απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής. Αυτό συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να τύχει προηγούμενης ακροάσεως επί των λόγων που προτίθεται να εκθέσει η ΑΔΑ ή η ΑΣΣΠΑ προς αιτιολόγηση της απορρίψεως του εν λόγω αιτήματος (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 74).

80      Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα έτυχε ακροάσεως από την ΑΣΣΠΑ, συγκεκριμένα βάσει της αιτιολογημένης αποφάσεως και της επιστολής του γενικού διευθυντή Προσωπικού του Κοινοβουλίου, της 24ης Ιανουαρίου 2017, προτού η αρχή αυτή εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Εντούτοις, η προσφεύγουσα φρονεί ότι στο πλαίσιο των γραπτών παρατηρήσεων που κατέθεσε στις 10 Φεβρουαρίου 2017 δεν έτυχε της προσήκουσας ακροάσεως, δεδομένου ότι δεν διέθετε, για τον σκοπό αυτό, τη γνώμη, την έκθεση ή τα πορίσματα της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, καθώς στο στάδιο αυτό δεν ήταν οπωσδήποτε και επακριβώς γνωστή, η μορφή της τοποθετήσεως της εν λόγω επιτροπής, ούτε άλλωστε και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων.

81      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως της προσφεύγουσας επέβαλλε να διαθέτει αυτή και τη γνώμη της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, ενδεχομένως υπό τη μορφή εκθέσεως ή πορισμάτων, και τα πρακτικά της εξετάσεως των μαρτύρων από την εν λόγω επιτροπή, προκειμένου να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί των λόγων απορρίψεως του αιτήματος αρωγής που εξέθεσε η ΑΣΣΠΑ διά παραπομπής στην αιτιολογημένη απόφαση.

–       Επί της υποχρεώσεως της ΑΣΣΠΑ να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα τη γνώμη της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, χάριν σεβασμού του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως της προσφεύγουσας

82      Σε υπόθεση η οποία αφορούσε το εφαρμοστέο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κανονιστικό πλαίσιο, και όχι τον ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν η Διοίκηση αποφασίζει τη διενέργεια διοικητικής έρευνας και αυτή καταλήγει στην κατάρτιση εκθέσεως, ο υπάλληλος του θεσμικού αυτού οργάνου ο οποίος υπέβαλε, κατά την ορολογία του κανονιστικού πλαισίου που εφαρμόζεται στο εν λόγω θεσμικό όργανο, «καταγγελία» σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία εικάζεται ότι εμπίπτουν στην έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως, όπως αυτή ορίζεται στους εφαρμοστέους στο προσωπικό της ΕΚΤ κανόνες, θα πρέπει, όπως και ο καταγγελλόμενος, να έχει τη δυνατότητα να καταθέσει τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου εκθέσεως για την έρευνα, το οποίο προβλέπεται από τους εν λόγω κανόνες, προτού η Διοίκηση της ΕΚΤ αποφανθεί επί της καταγγελίας ή, τουλάχιστον, επί των στοιχείων που λαμβάνει υπόψη η εν λόγω διοίκηση προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της (πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, Cerafogli κατά ΕΚΤ, T‑114/13 P, EU:T:2015:678, σκέψη 41).

83      Στο πλαίσιο του ΚΥΚ, η ΑΔΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, η ΑΣΣΠΑ δεν καλείται να εξετάσει καταγγελία, αλλά αίτημα αρωγής υποβληθέν βάσει του άρθρου 24 και του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Συναφώς, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει στο εφαρμοστέο στην ΕΚΤ καθεστώς, ο ΚΥΚ δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τον τρόπο με τον οποίο η ΑΔΑ ή η ΑΣΣΠΑ θα πρέπει να εξετάσει αίτημα αρωγής, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ούτε περιέχει διάταξη η οποία επιβάλλει τη διαβίβαση της γνώμης, της εκθέσεως ή των πορισμάτων συμβουλευτικής επιτροπής, όπως η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ, ή ακόμη των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων από την εν λόγω επιτροπή στον αιτούμενο την αρωγή ή στον καταγγελλόμενο στο εν λόγω αίτημα αρωγής ως φερόμενο δράστη της παρενοχλήσεως (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 78).

84      Τούτου λεχθέντος, κρίθηκε ότι, με την επιφύλαξη της προστασίας των συμφερόντων των προσώπων κατά των οποίων έχει υποβληθεί καταγγελία και όσων κατέθεσαν ως μάρτυρες στο πλαίσιο της έρευνας, ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ απαγορεύει τη διαβίβαση τελικής εκθέσεως για την έρευνα σε τρίτο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον να λάβει γνώση αυτής, όπως συμβαίνει με το πρόσωπο που υποβάλλει αίτημα αρωγής, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, προβάλλοντας παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ. Συναφώς υπογραμμίστηκε ότι, πράγματι, ορισμένα θεσμικά όργανα, εφαρμόζοντας τις διατάξεις αυτές του ΚΥΚ στο πλαίσιο της διοικητικής τους αυτοτέλειας, υιοθέτησαν ενίοτε τη λύση αυτή, διαβιβάζοντας στον αιτούμενο αρωγή την τελική έκθεση για την έρευνα, είτε πριν από την άσκηση της προσφυγής, επισυνάπτοντάς την στην τελική απόφαση επί του αιτήματος αρωγής, είτε σε εκτέλεση μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίζει το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης που καλείται να αποφανθεί σε πρώτο βαθμό (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Tzirani κατά Επιτροπής, F‑46/11, EU:F:2013:115, σκέψη 133), όπως αυτό της 17ης Απριλίου 2018 στο οποίο το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να δώσει συνέχεια.

85      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, ότι, εφόσον η ΑΣΣΠΑ αποφασίζει, όπως εν προκειμένω, να ζητήσει τη γνώμη συμβουλευτικής επιτροπής, εκδιδομένης ενδεχομένως υπό τη μορφή εκθέσεως ή πορισμάτων, στην οποία αναθέτει τη διενέργεια διοικητικής έρευνας και εφόσον στην απόφαση επί του αιτήματος αρωγής λαμβάνει υπόψη την ούτως εκδοθείσα γνώμη της εν λόγω συμβουλευτικής επιτροπής, η γνώμη αυτή, η οποία έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και μπορεί να διατυπωθεί υπό μη εμπιστευτική μορφή με σεβασμό της ανωνυμίας που παρέχεται στους μάρτυρες, πρέπει, κατ’ αρχήν, κατ’ εφαρμογήν του δικαιώματος ακροάσεως του υποβάλλοντος το αίτημα αρωγής, να γνωστοποιείται σε αυτόν, τούτο δε έστω και αν ο εσωτερικός κανονισμός για την ηθική παρενόχληση όσον αφορά τους ΔΚΒ δεν προβλέπει τέτοια διαβίβαση (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 80).

86      Η ορθότητα της προσεγγίσεως αυτής δεν αμφισβητείται από τον ισχυρισμό του Κοινοβουλίου ότι, στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται για έγγραφο που κατήρτισε η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ, και όχι για έγγραφο που κατήρτισε η γενική συμβουλευτική επιτροπή, όπως είναι εκείνο που αποτελεί αντικείμενο της αποφάσεως της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393).

87      Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίζει το Κοινοβούλιο, η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ παρέχει απλώς «αιτιολογημένη γνώμη» στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου, η οποία δεν τον δεσμεύει όταν αυτός εκδίδει, με τη σειρά του, αιτιολογημένη απόφαση στην οποία θα στηριχθεί η ΑΣΣΠΑ προκειμένου να αποφασίσει επί του αιτήματος αρωγής. Το Κοινοβούλιο εμμένει στην τοποθέτησή του αυτή, υπογραμμίζοντας ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει στην περίπτωση αιτημάτων αρωγής που εξετάζονται σε συνεργασία με τη γενική συμβουλευτική επιτροπή, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου παρεμβαίνει σε αιτήματα αρωγής ΔΚΒ που εξετάζονται από κοινού με την ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ και «διαθέτει αποκλειστική εξουσία λήψεως αποφάσεων επί της υπάρξεως ή μη παρενοχλήσεως, η οποία ορίζεται πολύ καλύτερα από την εξουσία του γενικού γραμματέα στις περιπτώσεις παρενόχλησης υπαλλήλων».

88      Πάντως, η προσέγγιση αυτή, όπως ακριβώς και η μέριμνα του Κοινοβουλίου για διατήρηση του αυστηρώς εμπιστευτικού χαρακτήρα των εργασιών της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, προκειμένου να διασφαλίζει σταθερά την προθυμία των κοσμητόρων να συμμετέχουν στις εργασίες της, δεν μπορεί να θίγει το θεμελιώδες δικαίωμα προσήκουσας ακροάσεως κάθε υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, πριν από τη λήψη αποφάσεως επί αιτήματος αρωγής από την ΑΣΣΠΑ.

89      Ειδικότερα, αν και νομικά μη δεσμευτική, η γνώμη την οποία διατύπωσε η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ έπρεπε, δεδομένου ότι βρισκόταν στη διάθεση τόσο του προέδρου του Κοινοβουλίου όταν αυτός έλαβε την αιτιολογημένη απόφαση, όσο και της ΑΣΣΠΑ όταν αυτή έλαβε την απόφαση επί του αιτήματος αρωγής, να γνωστοποιηθεί και στον ΔΚΒ, προκειμένου αυτός να μπορέσει να τοποθετηθεί επί του περιεχομένου της, προτού η ΑΣΣΠΑ λάβει επί του αιτήματος αρωγής απόφαση θεμελιούμενη, έστω και εμμέσως, στην εν λόγω γνώμη. Επομένως, η γνωστοποίηση και μόνον της αιτιολογημένης αποφάσεως στην προσφεύγουσα δεν αρκούσε εν προκειμένω, έστω και αν σε αυτή ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανέφερε ότι ελάμβανε υπόψη τα πορίσματα της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ.

90      Επιπλέον, ως προς τον κίνδυνο αποκαλύψεως της ταυτότητας των μαρτύρων, ενδεχομένως και μελών του Κοινοβουλίου, κατόπιν γνωστοποιήσεως του περιεχομένου της γνώμης της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ στην προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω επιτροπή ουδόλως κωλύεται να συντάξει τη γνώμη αυτή, ενδεχομένως υπό τη μορφή εκθέσεως ή πορισμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν καθίσταται δυνατή η ταυτοποίηση των μαρτύρων οι οποίοι παρείχαν τη συνδρομή τους στη διοικητική έρευνα. Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή, κατά μείζονα λόγο στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο οποίο δεν δόθηκε η δυνατότητα να λάβει σχετική γνώση, αγνοεί το ίδιο το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου και, λόγω της ασάφειας με την οποία το Κοινοβούλιο αναφέρεται στο έγγραφο αυτό, δεν μπορεί να είναι βέβαιο αν το εν λόγω έγγραφο έλαβε τη μορφή γνώμης, εκθέσεως ή πορισμάτων.

91      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προσήκει η διαπίστωση ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση και την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως η ΑΣΣΠΑ προσέβαλε το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως της προσφεύγουσας, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, αρνούμενη να της γνωστοποιήσει τη γνώμη της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, ενδεχομένως εκπονηθείσα υπό τη μορφή εκθέσεως ή πορισμάτων, και, επομένως, στερώντας της τη δυνατότητα να ακουστεί επαρκώς εν προκειμένω, καθόσον βασίστηκε αποκλειστικά στην αιτιολογημένη απόφαση όπου εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, στηριζόμενος στην επίμαχη γνώμη, θεώρησε αβάσιμους τους προβαλλόμενους με το αίτημα αρωγής ισχυρισμούς.

–       Επί της υποχρεώσεως της ΑΣΣΠΑ να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, χάριν σεβασμού του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως της προσφεύγουσας

92      Όσον αφορά τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων από την ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατ’ αρχήν ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματική εφαρμογή της απαγορεύσεως κάθε μορφής ηθικής ή σεξουαλικής παρενοχλήσεως στον χώρο εργασίας, η Διοίκηση μπορεί να προβλέπει το ενδεχόμενο να εγγυάται στους μάρτυρες, οι οποίοι δέχονται να εκθέσουν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά σε εικαζόμενη περίπτωση παρενοχλήσεως, ότι οι καταθέσεις τους θα παραμείνουν εμπιστευτικές τόσο ως προς τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως όσο και ως προς το εικαζόμενο θύμα, τουλάχιστον στο πλαίσιο της διαδικασίας που εφαρμόζεται για την εξέταση αιτήματος αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 83).

93      Πράγματι, αφενός, δεδομένου ότι στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήματος αρωγής ένας εκ των σκοπών της Διοικήσεως είναι να αποκαταστήσει τη γαλήνη στην υπηρεσία, η γνώση του περιεχομένου των καταθέσεων, τόσο από τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως όσο και από το εικαζόμενο θύμα, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τον σκοπό αυτό αναζωπυρώνοντας τυχόν διαπροσωπική έχθρα εντός της υπηρεσίας και αποθαρρύνοντας, στο μέλλον, τα πρόσωπα που μπορούν να παράσχουν χρήσιμη κατάθεση από το να το πράξουν (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 84).

94      Αφετέρου, όταν θεσμικό όργανο λαμβάνει πληροφορίες παρεχόμενες οικειοθελώς, με την παράκληση όμως εμπιστευτικότητας προκειμένου να προστατευτεί η ανωνυμία του πληροφοριοδότη, το θεσμικό όργανο το οποίο δέχεται να λάβει τις πληροφορίες υποχρεούται να τηρήσει τον όρο αυτό (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1985, Adams κατά Επιτροπής, 145/83, EU:C:1985:448, σκέψη 34). Το ίδιο μπορεί, όμως, να ισχύει όταν μόνιμοι ή μη υπάλληλοι δέχονται να καταθέσουν, προκειμένου να διαφωτίσουν τη Διοίκηση για τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο αιτήματος αρωγής, αλλά ζητούν ως αντάλλαγμα να διασφαλιστεί η ανωνυμία τους έναντι του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως και/ή του εικαζομένου θύματος, δεδομένου ότι, έστω και αν η συμμετοχή τους είναι επιθυμητή, από κανονιστική ή πολιτική άποψη οι ίδιοι δεν είναι υποχρεωμένοι να συνεργαστούν οπωσδήποτε στην έρευνα ως μάρτυρες (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 85).

95      Τούτου λεχθέντος, όταν η Διοίκηση αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως, απόκειται στην ΑΔΑ ή στην ΑΣΣΠΑ να κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο κάθε έγγραφο το οποίο επιθυμεί να υποβάλει στην εκτίμηση του πειθαρχικού συμβουλίου, στο οποίο απόκειται, ενδεχομένως, να εξετάσει εκ νέου τους μάρτυρες των προσαπτομένων στον φερόμενο ως δράστη πραγματικών περιστατικών (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 86). Η συλλογιστική αυτή ισχύει, κατ’ αναλογία, στην περίπτωση των μελών θεσμικού οργάνου, όπως του Κοινοβουλίου, κατά των οποίων υφίσταται ειδική διαδικασία, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 166 του εσωτερικού κανονισμού του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

96      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αρνούμενη εν προκειμένω να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων στο στάδιο προ της ασκήσεως της προσφυγής, η ΑΣΣΠΑ δεν προσέβαλε το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 41 του Χάρτη.

–       Επί των συνεπειών της προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως που συνάγεται από την παράλειψη διαβιβάσεως της γνώμης της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ στο στάδιο προ της ασκήσεως της προσφυγής

97      Όσον αφορά τις συνέπειες της μη γνωστοποιήσεως στην προσφεύγουσα της γνώμης της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ακόμη και στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, πρέπει επιπλέον, προκειμένου να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, η διαδικασία να μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η εν λόγω πλημμέλεια (πρβλ. διάταξη της 14ης Απριλίου 2016, Dalli κατά Επιτροπής, C‑394/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:262, σκέψη 41· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, T‑246/04 και T‑71/05, EU:T:2007:34, σκέψη 149, και της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 157).

98      Για να καταστεί δυνατή η εξέταση του ζητήματος αυτού, θα έπρεπε τόσο η προσφεύγουσα όσο και το Γενικό Δικαστήριο να είχαν στη διάθεσή τους τη γνώμη της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, ενδεχομένως υπό τη μορφή εκθέσεως ή πορισμάτων, έστω σε μη εμπιστευτική εκδοχή, προκειμένου, αφενός, η μεν πρώτη να μπορέσει να προσδιορίσει τα επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσε να είχε προβάλει στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, εάν είχε στη διάθεσή της το έγγραφο αυτό, και, αφετέρου, το δε Γενικό Δικαστήριο να μπορέσει να εκτιμήσει αν, κατόπιν τούτου, η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος αρωγής από την ΑΣΣΠΑ θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

99      Όμως, λόγω της αρνήσεως του Κοινοβουλίου να διαβιβάσει στο Γενικό Δικαστήριο την εν λόγω γνώμη, ενδεχομένως υπό τη μορφή εκθέσεως ή πορισμάτων, όπως άλλωστε και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων, δεδομένου μάλιστα ότι η διαβίβαση των τελευταίων στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας έχει αναγνωριστεί ως συνιστώσα του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, Cerafogli κατά ΕΚΤ, T‑114/13 P, EU:T:2015:678, σκέψεις 42 έως 49), καθίσταται αδύνατο για το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 1980, M. κατά Επιτροπής, 155/78, EU:C:1980:150, σκέψη 20).

100    Δεδομένου ότι ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ ούτε ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε ο Κανονισμός Διαδικασίας προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεως σε περίπτωση μη συμμορφώσεως με διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως αυτή της 18ης Μαΐου 2018, η μόνη δυνατή αντιμετώπιση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της αρνήσεως του καθού, η οποία αντιβαίνει, άλλωστε, στην υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, είναι η συναγωγή των αντίστοιχων συμπερασμάτων στην απόφαση περί τερματισμού της διαδικασίας (απόφαση της 12ης Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Meierhofer, T‑560/08 P, EU:T:2010:192, σκέψη 73).

101    Ως προς το σημείο αυτό το Κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την άρνησή του να προσκομίσει τα έγγραφα που ζήτησε το Γενικό Δικαστήριο με τη διάταξη της 18ης Μαΐου 2018 με το πρόσχημα ότι, όπως εκτίμησε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑218/17, κατά της οποίας ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψεις 83 έως 86), η προστασία της ανωνυμίας των προσώπων που δέχθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένων των μελών του, απόκειται στο ίδιο και ότι η ίδια αυτή προστασία συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την τήρηση της απόλυτης εμπιστευτικότητας των εργασιών της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, οι οποίες, σύμφωνα με το Κοινοβούλιο, πρέπει να παραμένουν άκρως απόρρητες.

102    Ασφαλώς και το Κοινοβούλιο μπορούσε να επικαλεστεί τις εκτιμήσεις αυτές δυνάμει του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο αφορά την εξέταση των εμπιστευτικών πληροφοριών και στοιχείων.

103    Εντούτοις, η ως άνω δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν απαλλάσσει το Κοινοβούλιο από την υποχρέωσή του, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, να τηρήσει τις επιταγές της διατάξεως της 18ης Μαΐου 2018, που είναι εκτελεστές δυνάμει του άρθρου 280 ΣΛΕΕ.

104    Ειδικότερα, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, δεν απόκειται στους διαδίκους, αλλά στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων των οποίων η προσκόμιση διατάσσεται δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας και ενδεχομένως να εκτιμήσει αν, λόγω του τυχόν αναγνωρισθέντος από τον δικαστή της Ένωσης εμπιστευτικού χαρακτήρα τους και ενόψει της προστασίας της ταυτότητας των μαρτύρων, θα ήταν πρόσφορο να μη διαβιβαστούν τα συγκεκριμένα έγγραφα, ως έχουν, στον προσφεύγοντα, αλλά να υποχρεωθεί το καθού να προσκομίσει είτε μη εμπιστευτική εκδοχή τους, παραλείποντας τα ονόματα των μαρτύρων και τα στοιχεία που καθιστούν εφικτή την εξακρίβωση της ταυτότητά τους πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας (βλ., όσον αφορά τέτοιο μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 44), είτε μη εμπιστευτική περίληψη των εγγράφων αυτών.

105    Άλλωστε, η τελευταία αυτή δυνατότητα θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε καταστήσει εφικτό για το Γενικό Δικαστήριο να άρει την ανησυχία του Κοινοβουλίου, κατά το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών, η ανωνυμοποιημένη εκδοχή των εν λόγω εγγράφων δεν θα είχε παράσχει επαρκή προστασία, διότι η ταυτότητα των μαρτύρων θα μπορούσε να είχε συναχθεί ευχερώς από τα εκτεθέντα γεγονότα ή από τις πραγματοποιηθείσες δηλώσεις.

106    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τις επικρίσεις του Κοινοβουλίου ως προς την πρακτική του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Curto κατά Κοινοβουλίου (T‑275/17, EU:T:2018:479), και στην εκκρεμή υπόθεση QH κατά Κοινοβουλίου (T‑748/16), αρκεί η διαπίστωση ότι αυτός ο τύπος αποφάσεως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μη κανονικός, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στην εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας, ειδικότερα του άρθρου 103 αυτού [διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου, της 5ης Ιουλίου 2018, Müller κ.λπ. κατά QH, C‑187/18 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:543, σκέψη 41].

107    Κατά συνέπεια, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν περαιτέρω ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω προσβολής, από την ΑΣΣΠΑ, του δικαιώματος της προσφεύγουσας να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμα ακροάσεώς της πριν από την απόρριψη του αιτήματος αρωγής της από εκείνη.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

108    Προς στήριξη του αιτήματος αποζημιώσεως η προσφεύγουσα διατείνεται ότι πρέπει να καταλογιστούν στο Κοινοβούλιο, αφενός, οι παρανομίες που εκτέθηκαν στο πλαίσιο των δύο λόγων ακυρώσεως και, αφετέρου, τα σφάλματα τα οποία διέπραξαν η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ και, εν συνεχεία, η ΑΣΣΠΑ, ιδίως δε η εκ μέρους της εν λόγω επιτροπής παράνομη άρνηση στην προσφεύγουσα του δικαιώματός της να επικουρηθεί από τον νομικό της σύμβουλο κατά την ακρόαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, το ανεπιεικές του περιορισμού του ρόλου του ιατρικού συμβούλου του θεσμικού οργάνου στην επιτροπή σε ρόλο παρατηρητή και η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας εκ της παρουσίας εκπροσώπου της Διοικήσεως στην ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ. Τα στοιχεία αυτά συνετέλεσαν εν προκειμένω στο να καταστήσουν τη διαδικασία μη ισορροπημένη, μεροληπτική και αδιαφανή.

109    Ακόμη, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Κοινοβούλιο ότι αυτό δεν τήρησε την εύλογη προθεσμία ως προς τη διαδικασία εξετάσεως του αιτήματος αρωγής της, η οποία διήρκεσε άνω των δύο ετών και τριών μηνών μεταξύ της ημερομηνίας ακροάσεώς της ενώπιον της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ και της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, στην απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως το Κοινοβούλιο αναγνώρισε ότι δεν δικαιολογείτο αντικειμενικά το χρονικό διάστημα μεταξύ της εν λόγω ακροάσεως και της εκδόσεως της αιτιολογημένης αποφάσεως. Πάντως, η προσφεύγουσα επισημαίνει μάλιστα ότι η ίδια χρειάστηκε να περιμείνει επτά επιπλέον μήνες μετά την έκδοση της αιτιολογημένης αποφάσεως, έως ότου η ΑΣΣΠΑ της ζητήσει να υποβάλει παρατηρήσεις και ότι, περαιτέρω, η συγκεκριμένη ενέργεια της ΑΣΣΠΑ δεν ήταν αυθόρμητη, αλλά αντίδραση σε εκ μέρους της όχληση.

110    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα διεκδικεί ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης για τρεις λόγους, δηλαδή, πρώτον, για βλάβη αναγόμενη στο κλίμα αβεβαιότητας, ανασφάλειας δικαίου και φόβου ότι δεν θα τύγχανε δίκαιης μεταχειρίσεως, ύψους 5 000 ευρώ· δεύτερον, για βλάβη αναγόμενη στην έλλειψη ταχύτητας εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ κατά την εξέταση του αιτήματος αρωγής, ύψους 13 500 ευρώ, και, τρίτον, για βλάβη αναγόμενη στις παρανομίες που αποτελούν αντικείμενο των δύο λόγων ακυρώσεως, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί κατά δίκαιη και εύλογη κρίση σε 50 000 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη της δυσχέρειας της ίδιας της προσφεύγουσας να αντιληφθεί τους λόγους απορρίψεως του αιτήματος αρωγής της και της στάσεως της ΑΣΣΠΑ, η οποία, υπό το πρίσμα του καθήκοντος αρωγής, δεν της έδινε την εντύπωση ότι όντως επιδίωκε να την προστατεύσει.

111    Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως.

112    Όσον αφορά την επιθυμία της προσφεύγουσας να συνοδεύεται από τον νομικό της σύμβουλο κατά την εξέτασή της από την ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ, το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι ο ρόλος της προσφεύγουσας στη διαδικασία της διοικητικής έρευνας είναι να εκθέσει τη δική της εκδοχή των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να παράσχει στην επιτροπή τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν αυτά συνιστούν ηθική παρενόχληση, και όχι να συμμετάσχει σε διαδικασία διατυπώσεως κατηγοριών κατά του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως. Στην πραγματικότητα ο ΔΚΒ βρίσκεται σε θέση κατηγόρου ενώπιον της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ και, αντιστρόφως, το μέλος του Κοινοβουλίου σε θέση άμυνας. Επομένως, δεδομένου ότι το φερόμενο ως θύμα ηθικής παρενοχλήσεως διαθέτει πιο περιορισμένα διαδικαστικά δικαιώματα από το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, η προσφεύγουσα αβασίμως ζητεί την αρωγή του δικηγόρου της κατά την εξέτασή της από την ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ. Συναφώς, η τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού για την ηθική παρενόχληση όσον αφορά τους ΔΚΒ, η οποία επήλθε μόλις στις 6 Ιουλίου 2015 και αφορά την υποχρεωτική κατ’ ιδίαν εξέταση του εικαζομένου θύματος, δεν ασκεί επιρροή, διότι, αφενός, συνιστά απλώς κωδικοποίηση της προηγούμενης πρακτικής και, αφετέρου, κατά τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Perinciolo κατά Συμβουλίου (124/75, EU:C:1976:186, σκέψεις 35 έως 37), μόνιμος ή μη υπάλληλος μπορεί βασίμως να διεκδικήσει την αρωγή δικηγόρου στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, μόνο εφόσον τούτο προβλέπεται ρητώς στην εφαρμοστέα νομοθεσία. Η παρουσία του νομικού συμβούλου του Κοινοβουλίου κατά την εξέταση της προσφεύγουσας δεν θα είχε καμία συνέπεια, διότι αυτός συμμετείχε απλώς με καθεστώς παρατηρητή. Επιπλέον, η παρουσία του ήταν δικαιολογημένη, προκειμένου ο ίδιος να μεριμνήσει για τη διενέργεια της διοικητικής έρευνας κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο του ΚΥΚ. Η παρουσία του δεν αποσκοπούσε, αντιθέτως, στην υπεράσπιση των συμφερόντων της Χ έναντι εκείνων της προσφεύγουσας, διότι, σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία ενώπιον της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ εκ της φύσεώς της δεν είναι ένδικη.

113    Όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι αυτή ήταν δικαιολογημένη, καθόσον, εντός του προβαλλομένου από την προσφεύγουσα διαστήματος των δεκαέξι μηνών, η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ πραγματοποίησε επτά συνεδριάσεις, άκουσε πλείονες μάρτυρες και εξέτασε τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά. Αποκαλύπτοντας, στο πλαίσιο αυτό, ότι η εν λόγω επιτροπή θα κατήρτιζε την τελική της έκθεση στις 7 Απριλίου 2016, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η αποκατάσταση την οποία παρέσχε η ΑΣΣΠΑ με την απάντησή της επί της ενστάσεως αφορούσε μόνο το χρονικό διάστημα επτά μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της εκδόσεως της αιτιολογημένης αποφάσεως και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι χρειάστηκε χρόνο για να συστήσει δομή ικανή να κρίνει αποτελεσματικά τις περιπτώσεις παρενοχλήσεως που καταλογίζονται σε μέλη του.

114    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση παράνομης πράξεως, όπως είναι η προσβαλλόμενη απόφαση, αποτελεί, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και, κατ’αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη. Εντούτοις, τούτο δεν συμβαίνει σε περίπτωση που ο προσφεύγων αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής, T‑10/02, EU:T:2006:148, σκέψη 131, και της 16ης Μαΐου 2017, CW κατά Κοινοβουλίου, T‑742/16 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:338, σκέψη 64).

115    Έτσι, όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως σε σχέση με τις παρατυπίες που αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα πρέπει να αποτελεί, κατ’ αρχήν, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της προσφεύγουσας, η οποία απορρέει από την παρανομία που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο. Ωστόσο, υπό ειδικές περιστάσεις, όπως αυτές που διαπιστώθηκαν στις σκέψεις 26 έως 29 της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1990, Culin κατά Επιτροπής (C‑343/87, EU:C:1990:49), το αίσθημα αδικίας και η ταλαιπωρία που μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον το γεγονός ότι υποχρεούται να κινήσει διαδικασία προ της ασκήσεως της προσφυγής, κατόπιν δε ένδικη διαδικασία, προκειμένου να αναγνωριστούν τα δικαιώματά του, μπορούν να συνιστούν ζημία η οποία είναι δυνατόν να διαχωριστεί από την παρανομία που ήδη αποκαταστάθηκε με την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2015, CC κατά Κοινοβουλίου, T‑457/13 P, EU:T:2015:240, σκέψεις 49 έως 52). Μάλιστα, εν προκειμένω πρέπει να γίνει δεκτή η συνδρομή τέτοιων ειδικών περιστάσεων σε σχέση με την άρνηση του Κοινοβουλίου να συμμορφωθεί με τη διεξαγωγή αποδείξεων που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον η στάση του εμπόδισε το τελευταίο να ασκήσει πλήρως τον δικαστικό του έλεγχο και ενίσχυσε το αίσθημα αδικίας και συγχύσεως στην προσφεύγουσα, προκαλώντας ηθική βλάβη που δεν μπόρεσε να ικανοποιηθεί κατά τρόπο πρόσφορο και επαρκή με την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

116    Όσον αφορά τις αξιώσεις αποζημιώσεως σε σχέση με τις παρανομίες που προβάλλονται στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, αυτές είναι πρόωρες, λαμβανομένης υπόψη, εν προκειμένω, της αδυναμίας του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη του λόγου αυτού, εφόσον η ΑΣΣΠΑ θα πρέπει, σε εκτέλεση της παρούσης αποφάσεως, να ακούσει λυσιτελώς την προσφεύγουσα και ενδεχομένως να αποφασίσει εκ νέου επί του αιτήματος αρωγής.

117    Όσον αφορά την άρνηση στην προσφεύγουσα του δικαιώματος να επικουρηθεί από τον νομικό της σύμβουλο κατά την εξέτασή της από την ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εφαρμοστέα σε επίπεδο Κοινοβουλίου ρύθμιση δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα. Εν πάση περιπτώσει, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 71 έως 73 ανωτέρω, η εξέταση από την επιτροπή αυτή δεν εμπίπτει στο πλαίσιο διαδικασίας εκατέρωθεν ακροάσεως διενεργουμένης κατά του αιτουμένου την αρωγή δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν δεν αποκλείεται η εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ λήψη αποφάσεως περί θέσπισης της δυνατότητας εξεταζομένου στο πλαίσιο διοικητικής έρευνας να επικουρείται από συνάδελφο, εκπρόσωπο του προσωπικού ή ακόμη και νομικό σύμβουλο, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε, επικαλούμενη την αρχή της ισότητας των όπλων ή την αρχή της χρηστής διοικήσεως, να υποχρεώσει την ΑΣΣΠΑ να θεσπίσει τέτοια δυνατότητα όσον αφορά τις ακροάσεις που οργανώνει η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ. Επιπλέον, είναι σαφές ότι η Χ δεν είχε το δικαίωμα να επικουρείται από δικό της νομικό σύμβουλο κατά την εξέτασή της. Το γεγονός ότι ο νομικός σύμβουλος του Κοινοβουλίου συμμετείχε ως παρατηρητής στις εργασίες της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, συμπεριλαμβανομένων και των ακροάσεων, δεν μπορεί αφ’ εαυτού να καταστήσει τις εργασίας του οργάνου αυτού μη σύννομες.

118    Όσον αφορά τη σύνθεση της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ κρίθηκε ήδη ότι, ως προς τη γενική συμβουλευτική επιτροπή, ακόμη και αν δεν είχε προβλεφθεί απολύτως ίση εκπροσώπηση των μελών που ορίζονται από τη Διοίκηση και των μελών που ορίζονται από τους εκπροσώπους του προσωπικού, η παρουσία ιατρού υπηρεσίας του θεσμικού οργάνου στη συμβουλευτική επιτροπή, το γεγονός ότι η συμβουλευτική επιτροπή «εργ[αζόταν] με τη μεγαλύτερη αυτονομία, ανεξαρτησία και εμπιστευτικότητα», καθώς και ο συλλογικός χαρακτήρας των συζητήσεων, συνιστούσαν επαρκείς εγγυήσεις αμεροληψίας και αντικειμενικότητας της γνώμης που καλείτο να διατυπώσει και να εκδώσει η εν λόγω επιτροπή προς την ΑΣΣΠΑ (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2018, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑218/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:393, σκέψη 103· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2002, Onidi κατά Επιτροπής, T‑197/00, EU:T:2002:135, σκέψη 132, και της 17ης Μαρτίου 2015, AX κατά BCE, F‑73/13, EU:F:2015:9, σκέψη 150).

119    Οι σκέψεις αυτές ισχύουν mutatis mutandis και για την ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ. Έτσι, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να διεκδικήσει υπέρ του ιατρικού συμβούλου αποφασιστικότερο ρόλο, όπως ακριβώς δεν μπορεί να προσάψει στην ΑΣΣΠΑ ότι εκπροσωπήθηκε στην εν λόγω επιτροπή από τον πρόεδρο της γενικής συμβουλευτικής επιτροπής.

120    Όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας εξετάσεως του αιτήματος αρωγής επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ΚΥΚ δεν προβλέπει ούτε ειδική διαδικασία εξετάσεως αυτού του τύπου αιτήματος, μεταξύ άλλων και όταν το αίτημα αφορά εικαζόμενη παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ούτε ειδική προθεσμία. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του εσωτερικού κανονισμού για την ηθική παρενόχληση όσον αφορά τους ΔΚΒ, έστω και αν αυτός προβλέπει πλείονα στάδια που συνεπάγονται την παρέμβαση της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ και του προέδρου του Κοινοβουλίου. Έτσι, η ΑΣΣΠΑ υπέχει συναφώς υποχρέωση τηρήσεως του κανόνα της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψεις 59 και 62) και, κατά συνέπεια, το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης οφείλει, κατά τη διενέργεια της διοικητικής έρευνας και την ακόλουθη εξέταση του αιτήματος αρωγής, να μεριμνά ώστε κάθε πράξη να εκδίδεται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Curto κατά Κοινοβουλίου, T‑275/17, EU:T:2018:479, σκέψη 101). Επιπλέον, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας ολοκλήρωσης της διοικητικής έρευνας και της εξέτασης του αιτήματος αρωγής πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων (πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2016, HI κατά Επιτροπής, F‑133/15, EU:F:2016:127, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

121    Εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, γενικώς, για να περατώσει την έρευνά της η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ χρειάστηκε διάστημα άνω των δεκατεσσάρων μηνών μεταξύ της ημερομηνίας ακροάσεως της προσφεύγουσας, δηλαδή της 28ης Ιανουαρίου 2015, και της ημερομηνίας ολοκλήρωσης των εργασιών της ίδιας, δηλαδή της 7ης Απριλίου 2016. Εξάλλου, πάνω από επτά μήνες πέρασαν από τη δημοσίευση της αποφάσεως CH κατά Κοινοβουλίου (F‑132/14, EU:F:2015:115), δηλαδή στις 6 Οκτωβρίου 2015, μέχρι να εκδώσει ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου στις 18 Μαΐου 2016 την αιτιολογημένη απόφαση, έχοντας ήδη λάβει γνώση των πορισμάτων της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ. Επιπλέον, η προσφεύγουσα χρειάστηκε να περιμείνει περίπου οκτώ μήνες πριν τελικώς κληθεί, κατόπιν αιτήσεώς της, να υποβάλει παρατηρήσεις επί της αιτιολογημένης αποφάσεως, προτού η ΑΣΣΠΑ λάβει με τη σειρά της απόφαση επί του αιτήματος αρωγής.

122    Επιπλέον, λόγω της αρνήσεως του Κοινοβουλίου να συμμορφωθεί με το μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο, το τελευταίο δεν μπορεί να αντιληφθεί τον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους ΔΚΒ, ιδίως ως προς τον αριθμό των συνεδριάσεων που πραγματοποιήθηκαν και των ακροάσεων που διεξήχθησαν, καθώς και ως προς την έκταση των πορισμάτων που καταρτίστηκαν και υιοθετήθηκαν συλλογικά από την εν λόγω επιτροπή. Πράγματι, ελλείψει συγκεκριμένων αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί, συναφώς, μόνο στους ισχυρισμούς του Κοινοβουλίου.

123    Τέλος, όσον αφορά τις δυσχέρειες που προβάλλει το Κοινοβούλιο σε σχέση με τον σχεδιασμό της διαδικασίας εξετάσεως αιτήματος αρωγής που υποβάλλει ΔΚΒ και αφορά συμπεριφορές μελών του, το εν λόγω όργανο δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς τέτοιες δυσχέρειες προκειμένου να απαλλαγεί των υποχρεώσεων που υπέχει τόσο από το άρθρο 31 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Curto κατά Κοινοβουλίου, T‑275/17, EU:T:2018:479, σκέψη 85), όσο και από τα άρθρα 12α και 24 του ΚΥΚ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2016, GV κατά SEAE, F‑137/14, EU:F:2016:14, σκέψη 77), να διασφαλίσει υπέρ των μονίμων και μη υπαλλήλων του συνθήκες εργασίας που σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά τους και, κατά συνέπεια, να θέσει εγκαίρως στη διάθεσή τους διαδικασίες που παρέχουν τη δυνατότητα διασφαλίσεως συνθηκών εργασίας που πληρούν τις επιταγές αυτές. Εξάλλου, δεδομένου ότι το άρθρο 12α του ΚΥΚ τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, η δε απόφαση CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203) είχε εκδοθεί στις 12 Δεκεμβρίου 2013, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι χρειάστηκε τόσα έτη για τον σχεδιασμό και τη σύσταση οργάνου, όπως η ειδική συμβουλευτική επιτροπή για τους ΔΚΒ. Επιπλέον, η εν λόγω συμβουλευτική επιτροπή συστάθηκε στις 14 Απριλίου 2014 και εξέδωσε τη γνώμη της δεκατέσσερις μήνες μετά την ακρόαση της προσφεύγουσας, της Χ και του CN.

124    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι η διάρκεια της εξετάσεως του αιτήματος αρωγής ήταν σχετικά μακρά, χωρίς τούτο να δικαιολογείται αντικειμενικά, όπως άλλωστε παραδέχθηκε εν μέρει ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου με την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως. Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα των όλως ιδιαιτέρως διακυβευομένων συμφερόντων του εικαζομένου θύματος στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, καθώς και της παρελκυστικής συμπεριφοράς της ΑΣΣΠΑ κατά την εξέτασή της, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

125    Υπό το πρίσμα, αφενός, των περιστάσεων αυτών, οι οποίες προκάλεσαν στην προσφεύγουσα ηθική βλάβη που κατά το στάδιο αυτό έχει ικανοποιηθεί από την ΑΣΣΠΑ σε ύψος μόλις 1 500 ευρώ, και, αφετέρου, της επιδείνωσης της εν λόγω ηθικής βλάβης λόγω αρνήσεως του Κοινοβουλίου να προβεί στη διεξαγωγή αποδείξεων που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα στις από 10 Ιουλίου 2018 παρατηρήσεις της, το Γενικό Δικαστήριο, αξιολογώντας κατά δίκαιη και εύλογη κρίση την ηθική βλάβη που συνολικώς υπέστη η προσφεύγουσα, κρίνει ότι ποσό 8 500 ευρώ συνιστά πρόσφορη ικανοποίηση για το μέρος της ηθικής βλάβης που διαχωρίζεται από την παρανομία η οποία διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως και δεν ικανοποιήθηκε κατά τρόπο πρόσφορο και πλήρη με την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

126    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

127    Επειδή το Κοινοβούλιο πρέπει να θεωρηθεί ως ο ηττηθείς κατ’ ουσίαν διάδικος, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2017, με την οποία η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή του θεσμικού αυτού οργάνου απέρριψε το αίτημα αρωγής που υπέβαλε η CH στις 22 Δεκεμβρίου 2011.

2)      Υποχρεώνει το Κοινοβούλιο να καταβάλει στην CH ποσό 8 500 ευρώ προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Καταδικάζει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Nihoul

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 13 Δεκεμβρίου 2018.

(υπογραφές)



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.