Language of document : ECLI:EU:F:2008:25

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 5ης Μαρτίου 2008

Υπόθεση F-33/07

Alberto Toronjo Benitez

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Πρώην έκτακτοι υπάλληλοι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις για την έρευνα – Κατάργηση των μορίων προαγωγής – Μετάβαση υπαλλήλου από το μέρος “Έρευνα” στο μέρος “Λειτουργία” του γενικού προϋπολογισμού – Έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 2 της αποφάσεως της Επιτροπής της 16ης Απριλίου 2004 σχετικά με τη διαδικασία προαγωγής των υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις του γενικού προϋπολογισμού που αφορούν την έρευνα»

Αντικείμενο: Προσφυγή βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ με την οποία ο A. Toronjo Benitez ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αναγνωρίσει ότι στερείται νομιμότητας το άρθρο 2 της τροποποιημένης με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2005 αποφάσεως της Επιτροπής της 16ης Ιουνίου 2004 σχετικά με τη διαδικασία προαγωγής των υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις του γενικού προϋπολογισμού που αφορούν την έρευνα και να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής να καταργήσει τα 44,5 μόρια προαγωγής που ο προσφεύγων είχε συγκεντρώσει ως έκτακτος υπάλληλος.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

Το άρθρο 2 της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με τη διαδικασία προαγωγής των υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις του γενικού προϋπολογισμού που αφορούν την έρευνα, το οποίο θέτει έναν περιορισμό στην κινητικότητα των υπαλλήλων, δεν αντίκειται στο συμφέρον της υπηρεσίας.

Η απόφαση αυτή, η οποία έχει εφαρμογή επί των μονίμων υπαλλήλων που προηγουμένως ήσαν έκτακτοι υπάλληλοι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις για την έρευνα, ορίζει, στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, κατά παρέκκλιση από τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις που η Επιτροπή θέσπισε για την εφαρμογή του άρθρου 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (στο εξής: ΚΥΚ), ότι οι μόνιμοι αυτοί υπάλληλοι που καλύπτονται από το μέρος «Έρευνα» του γενικού προϋπολογισμού, μετά από διαγωνισμό, διατηρούν τα μόρια προαγωγής που είχαν συγκεντρώσει ως έκτακτοι υπάλληλοι. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως, τα εν λόγω μόρια αξιολογήσεως και προτεραιότητας ακυρώνονται αν οι υπάλληλοι αυτοί, κατόπιν αιτήσεώς τους, μετατεθούν σε θέση που καλύπτεται από το μέρος «Λειτουργία» του γενικού προϋπολογισμού, εντός δύο ετών μετά την ημερομηνία διορισμού τους ως δοκίμων υπαλλήλων.

Ο εν λόγω περιορισμός της κινητικότητας των μονίμων υπαλλήλων δικαιολογείται από σκέψεις που ανάγονται στην εύρυθμη λειτουργία του θεσμικού οργάνου και, επομένως, στο συμφέρον της υπηρεσίας. Ναι μεν η καλή κατανομή του έμψυχου δυναμικού και η κινητικότητα των υπαλλήλων εντός των θεσμικών οργάνων αποτελούν σκοπούς που συνάδουν με το συμφέρον της υπηρεσίας, πλην όμως το συμφέρον της υπηρεσίας δεν περιορίζεται εκεί. Η εν λόγω απόφαση σκοπό έχει να παροτρύνει τους μονίμους υπαλλήλους, που προηγουμένως ήσαν έκτακτοι υπάλληλοι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις για την έρευνα, να μείνουν τουλάχιστον δύο χρόνια στις θέσεις που καλύπτονται από το μέρος «Έρευνα» του γενικού προϋπολογισμού, στις οποίες μονιμοποιήθηκαν και για τις οποίες έχουν τα απαιτούμενα προσόντα.

Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν αγνοεί το υπηρεσιακό συμφέρον που συνδέεται με την κινητικότητα των υπαλλήλων εντός των θεσμικών οργάνων και ότι, αντιθέτως, προσπαθεί να το συγκεράσει με τα άλλα υπηρεσιακά συμφέροντα που έχει ειδικά κατά νου. Έτσι, η έκταση του περιορισμού της κινητικότητας των σχετικών υπαλλήλων είναι συρρικνωμένη, εφόσον ο περιορισμός αφορά μόνον τους μονίμους υπαλλήλους, που προηγουμένως ήσαν έκτακτοι υπάλληλοι οι οποίοι υπάγονταν στον προϋπολογισμό για την έρευνα και μονιμοποιήθηκαν εδώ και λιγότερο από δύο χρόνια σε θέσεις που καλύπτονται από τον ίδιο προϋπολογισμό. Προ πάντων, η διάρκεια του περιορισμού συρρικνώνεται σε δύο έτη από τον διορισμό των σχετικών υπαλλήλων ως δοκίμων υπαλλήλων.

Επιπλέον, η απόφαση δεν παραβλέπει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως ορίζει ότι, κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, τρεις κατηγορίες υπαλλήλων τους οποίους αφορά η παράγραφος 1 διατηρούν τα μόρια που συγκέντρωσαν ως έκτακτοι υπάλληλοι, ακόμη και αν μετατέθηκαν σε θέση καλυπτόμενη από το μέρος «Λειτουργία» του γενικού προϋπολογισμού, εντός δύο ετών από την ημερομηνία διορισμού τους ως δοκίμων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι «που μετατέθηκαν, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ» αποτελούν μία από τις κατηγορίες αυτές. Από τους σκοπούς του άρθρου 2 της αποφάσεως προκύπτει ότι, έτσι, το θεσμικό όργανο θέλησε η ρύθμιση να καταλαμβάνει τους υπαλλήλους που μετατίθενται μόνο προς το συμφέρον της υπηρεσίας και ανεξαρτήτως της επιθυμίας τους, όπως παρέχουν τη σχετική δυνατότητα στα θεσμικά όργανα οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, αποκλειομένων εκείνων του δευτέρου εδαφίου της ίδιας παραγράφου. Πάντως, ναι μεν οι μεταθέσεις πρέπει πάντοτε να αποφασίζονται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, πλην όμως η κατάσταση των μετατιθεμένων υπαλλήλων ουσιωδώς διαφέρει αναλόγως του αν η διοίκηση έλαβε υπόψη τις επιθυμίες τους.

Μία άλλη κατηγορία υπαλλήλων που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως είναι εκείνη των υπαλλήλων που μετατίθενται κατόπιν αιτήσεώς τους και που κατέχουν τουλάχιστον επί δύο έτη θέση η οποία θεωρείται ευαίσθητη. Εν προκειμένω, δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση των υπαλλήλων που μετατίθενται κατόπιν αιτήσεώς τους σε θέση καλυπτόμενη από το μέρος «Λειτουργία» του γενικού προϋπολογισμού εντός δύο ετών από τον διορισμό τους ως δοκίμων υπαλλήλων, αναλόγως του αν τουλάχιστον επί δύο έτη κατείχαν θέση που θεωρείται ευαίσθητη. Ακόμη και αν, γενικά, ο υπάλληλος που διορίζεται σε ευαίσθητη θέση μετατίθεται μόνο στο τέλος πέντε ετών, δεν είναι ακριβές το συμπέρασμα ότι ο εν λόγω υπάλληλος βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη των άλλων υπαλλήλων μόνο στο τέλος πέντε ετών και όχι στο τέλος δύο ετών. Η αυξημένη υποχρέωση κινητικότητας που έχουν οι υπάλληλοι που τοποθετούνται σε ευαίσθητες θέσεις απορρέει από το ότι η φύση των καθηκόντων τους τούς εκθέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο οικονομικών ατασθαλιών ή συγκρούσεως συμφερόντων. Κατά συνέπεια, οι υπάλληλοι που τοποθετούνται σε ευαίσθητες θέσεις βρίσκονται, όσο διαρκεί η τοποθέτησή τους και όχι μόνο στο τέλος πέντε ετών, σε κατάσταση αντικειμενικώς διαφορετική από εκείνη των άλλων υπαλλήλων. Υπό τις συνθήκες αυτές, ουδείς λόγος συντρέχει να θεωρηθεί ότι η εφαρμογή, επί των υπαλλήλων αυτών, κανόνων που εισάγουν παρέκκλιση σχετικά με την κινητικότητα δικαιολογείται μόνο στο τέλος πέντε ετών. Αντιθέτως, λαμβανομένου υπόψη του υπηρεσιακού συμφέροντος που συνδέεται με τη διευκόλυνση της κινητικότητας των υπαλλήλων που έχουν τοποθετηθεί σε ευαίσθητες θέσεις, προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, είναι εύλογο να αποκλειστούν οι εν λόγω υπάλληλοι από το πεδίο εφαρμογής μιας διατάξεως που συνιστά έντονη παρότρυνση για ακινησία επί δύο πρόσθετα έτη από τον διορισμό τους ως δοκίμων υπαλλήλων. Έτσι, η εξαίρεση που η παράγραφος 3 προβλέπει υπέρ των εν λόγω υπαλλήλων δεν είναι δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

(βλ. σκέψεις 32, 67 έως 73 και 90 έως 96)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Ιουνίου 1997, T‑237/95, Carbajo Ferrero κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑141 και II‑429, σκέψη 99