Language of document : ECLI:EU:F:2010:72

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(ολομέλεια)

της 1ης Ιουλίου 2010

Υπόθεση F-45/07

Wolfgang Mandt

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Σύνταξη επιζώντων — Άρθρο 79 του ΚΥΚ — Άρθρο 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ — Επιζών σύζυγος — Αναγνώριση της ιδιότητας του επιζώντος συζύγου σε δύο πρόσωπα — Μείωση κατά 50 % — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Κανόνας της ταυτότητας του αντικειμένου της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο W. Mandt ζητεί κατ’ ουσίαν την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του Κοινοβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που άσκησε κατά της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2006, δυνάμει της οποίας το Κοινοβούλιο αποφάσισε να μειώσει κατά 50 % από 1ης Απριλίου 2006 τη σύνταξη επιζώντος που ελάμβανε ως επιζών σύζυγος της εκλιπούσης G. Mandt, το γένος Neumann, πρώην υπαλλήλου του Κοινοβουλίου, με την αιτιολογία ότι, με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2006, το Κοινοβούλιο, αποδεχόμενο αίτηση του εκλιπόντος K.-W. Braun-Neumann με την οποία ζήτησε να του χορηγηθεί επίσης σύνταξη επιζώντος ως επιζώντος συζύγου της εκλιπούσης G. Neumann, αποφάσισε να καταβάλλει σε αυτόν, από 1ης Απριλίου 2006, την εν λόγω σύνταξη κατά ποσοστό 50 %.

Απόφαση: Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί των αιτημάτων που έχουν ως αντικείμενο να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει στον W. Mandt το σύνολο της συντάξεως επιζώντων, καθό μέτρο τα αιτήματα αυτά αφορούν την μετά την 31η Οκτωβρίου 2009 περίοδο. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένου του παρεμβαίνοντος υπέρ του Κοινοβουλίου, ήτοι του K.-W. Braun-Neumann, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Συντάξεις — Σύνταξη επιζώντος — Ιδιότητά του επιζώντος συζύγου — Εκτίμηση από απόψεως εθνικού δικαίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 79· παράρτημα VIII, άρθρο 18)

2.      Υπάλληλοι — Συντάξεις — Σύνταξη επιζώντος — Τρόπος απονομής σε περίπτωση συνυπάρξεως επιζώντων συζύγων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 79· παράρτημα VIII, άρθρα 18 και 28)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Ταυτότητα διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι, στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της, πρέπει κατά κανόνα να αποδίδεται, εντός του συνόλου της Ένωσης, αυτοτελής ερμηνεία με βάση τα συμφραζόμενα και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση. Εντούτοις, γίνεται επίσης δεκτό ότι ακόμη και όταν ελλείπει κάποια ρητή παραπομπή, η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί, ενδεχομένως, να συνεπάγεται αναφορά στα δίκαια των κρατών μελών, ιδίως όταν ο δικαστής της Ένωσης αδυνατεί να ανεύρει στο δίκαιο της Ένωσης ή στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να προσδιορίσει το περιεχόμενο και την έκτασή της, στο πλαίσιο αυτοτελούς ερμηνείας. Τούτο συμβαίνει μεταξύ άλλων στην περίπτωση των εννοιών που αφορούν την προσωπική κατάσταση και το οικογενειακό δίκαιο, δεδομένου ότι η έννομη τάξη της Ένωσης δεν διαθέτει γραπτούς κανόνες για τα ζητήματα αυτά.

Λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της απουσίας ενός πλήρους συνόλου κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εντός του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, των αποκλίσεων των εθνικών συστημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, η επιλογή από διοικητικό όργανο της Ένωσης, στο πλαίσιο εφαρμογής μιας διατάξεως του παράγωγου δικαίου, όπως είναι το άρθρο 79 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ή το άρθρο 18 του παραρτήματός του VIII, της εθνικής έννομης τάξεως η οποία, αυτή και μόνη, θα ήταν «αρμόδια» να προσδιορίσει την προσωπική κατάσταση ενός προσώπου, θα αποδεικνυόταν ένα ιδιαιτέρως περίπλοκο και εξαιρετικά αβέβαιης αποτελεσματικότητας έργο σε νομικό επίπεδο. Ο δικαστής της Ένωσης θα πρέπει επίσης να απόσχει από ένα τέτοιο εγχείρημα, το οποίο, μεταξύ άλλων θα ισοδυναμούσε με άσκηση νομοθετικής αρμοδιότητας από δικαστικό όργανο.

Επομένως, δεν εναπόκειται ούτε στον δικαστή ούτε στα όργανα της Ένωσης, οσάκις καλούνται να εφαρμόσουν τον ΚΥΚ, να προβαίνουν σε επί της ουσίας έλεγχο των αποφάσεων που εκδίδουν τα εθνικά δικαστήρια.

Το γεγονός ότι όργανο της Ένωσης αναγνωρίζει σε δύο πρόσωπα την ιδιότητα του επιζώντος συζύγου της ίδιας αποβιώσασας πρώην υπαλλήλου, προκειμένου να προβεί στη χορήγηση ενός χρηματικού πλεονεκτήματος, ουδόλως συνιστά αποδοχή, έστω και σιωπηρή, στο επίπεδο της Ένωσης, της πολυγαμίας, αποδοχή που θα μπορούσε να θέσει ζήτημα συμβατότητας προς τις αρχές και τους υπέρτερης ισχύος κανόνες του δικαίου, ιδίως στην περίπτωση που έκαστο εκ των οικείων προσώπων ελάμβανε το σύνολο του χρηματικού πλεονεκτήματος που προβλέπεται για «τον» επιζώντα σύζυγο. Σε κάθε περίπτωση, το οικείο όργανο αντλεί απλώς τις συνέπειες από την εφαρμογή των εθνικών οικογενειακών δικαίων.

(βλ. σκέψεις 62, 63, 68, 84 και 87)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Φεβρουαρίου 1981, 40/79, P. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 361 επ., προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Warner, σ. 382 και 383· 18 Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro, Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11· 17 Απριλίου 1986, 59/85, Reed, Συλλογή 1986, σ. 1283, σκέψη 15· 31 Μαΐου 2001, C‑122/99 P και C‑125/99 P, D και Σουηδία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑4319, σκέψεις 34 έως 38

ΓΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 1992, T‑43/90, Díaz García κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2619, σκέψη 36· 22 Φεβρουαρίου 2006, T‑342/04, Adam κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑23 και II‑A‑2‑107, σκέψη 32

2.      Ελλείψει ρυθμίσεως του ΚΥΚ σχετικά με τις λεπτομέρειες απονομής της συντάξεως επιζώντων σε περίπτωση συνυπάρξεως επιζώντων συζύγων, εναπόκειται στο θεσμικό όργανο να καθορίσει τη μέθοδο απονομής της συντάξεως.

Η μέθοδος κατανομής που επέλεξε το θεσμικό όργανο, ήτοι η κατανομή της συντάξεως σε ίσα μέρη μεταξύ των επιζώντων συζύγων, δεν αντιβαίνει στο γράμμα, την οικονομία και τον σκοπό των διατάξεων του άρθρου 79 του ΚΥΚ και του άρθρου 18 του παραρτήματός του VIII, ούτε στο γράμμα, την οικονομία και τον σκοπό ολοκλήρου του κεφαλαίου για τη σύνταξη επιζώντων του ιδίου αυτού παραρτήματος, κατά μείζονα λόγο καθότι το κριτήριο της διάρκειας του γάμου, το οποίο εισάγει το άρθρο 28 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δυσχερώς θα μπορούσε να μεταφερθεί στην περίπτωση συνυπάρξεως επιζώντων συζύγων και θα αντέβαινε στον σκοπό του άρθρου 79 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 97 και 104)

3.      Ο κανόνας ταυτότητας μεταξύ της προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής απαιτεί να υπάρχει ταυτότητα μεταξύ του αντικειμένου και του λόγου αυτών. Ο κανόνας αυτός δικαιολογείται από τον ίδιο τον σκοπό της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής, ήτοι από την παροχή στη διοίκηση της δυνατότητας να επανεξετάσει την απόφασή της και, επομένως, να καταλήξει σε εξώδικο συμβιβασμό που χαρακτηρίζεται ως «φιλική διευθέτηση».

Δεδομένου ότι η διοικητική διαδικασία που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής έχει ανεπίσημο χαρακτήρα και ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ενεργήσουν, κατά το στάδιο αυτό, χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου, η διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις διοικητικές ενστάσεις κατά τρόπο συσταλτικό, αλλά με ευρύτητα πνεύματος. Μολονότι τα αιτήματα που υποβάλλονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δεν μπορούν παρά να έχουν το ίδιο αντικείμενο με τα αιτήματα της διοικητικής ενστάσεως και δεν μπορεί να περιέχουν παρά μόνο «λόγους» που στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή των λόγων των οποίων γίνεται επίκληση με τη διοικητική ένσταση, εντούτοις οι λόγοι αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δια της προβολής ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκην στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά προς αυτούς.

Ο κανόνας της ταυτότητας του αντικειμένου διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής δεν μπορεί να εφαρμόζεται παρά μόνο στην περίπτωση που η προσφυγή τροποποιεί το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως ή τον λόγο για τον οποίο ασκείται, η δε έννοια του «λόγου» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο διασταλτικό. Κατά συνέπεια, και υπό την επιφύλαξη των ενστάσεων ελλείψεως της νομιμότητας, και φυσικά των ενστάσεων δημοσίας τάξεως, δεν υπάρχει κατά κανόνα τροποποίηση του λόγου της διαφοράς και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο λόγω μη τηρήσεως του κανόνα της ταυτότητας του αντικειμένου διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής παρά μόνον εάν ο προσφεύγων, προσβάλλοντας με τη διοικητική ένστασή του μόνον το τυπικό κύρος της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως, περιλαμβανομένων των διαδικαστικών πλευρών της, προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής του λόγους ουσίας ή, στην αντίστροφη περίπτωση, εάν ο προσφεύγων, αφού προσέβαλε με τη διοικητική ένστασή του μόνον την ουσιαστική νομιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως, προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής τους λόγους που αφορούν το τυπικό κύρος της, περιλαμβανομένων των διαδικαστικών πλευρών της.

Πέραν τούτου, λόγω της ουσιαστικά νομικής φύσεως της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, καθώς και της συλλογιστικής που ωθεί τον ενδιαφερόμενο να αναζητήσει και να προβάλει μια τέτοια ένσταση, δεν μπορεί να απαιτείται από τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που ασκεί τη διοικητική ένσταση, και που δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην τις εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, να διατυπώνει μια τέτοια ένσταση κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, και δη επί ποινή απαραδέκτου στη συνέχεια.

(βλ. σκέψεις 109 έως 111 και 119 έως 121)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1 Ιουλίου 1976, 58/75, Sergy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 419, σκέψεις 31 έως 33· 20 Μαρτίου 1984, 75/82 και 117/82, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1509, σκέψη 9· 7 Μαΐου 1986, 52/85, Rihoux κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1555, σκέψεις 12 και 14· 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψη 10· 14 Μαρτίου 1989, 133/88, Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 689, σκέψεις 10 και 11· 2 Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67· 19 Νοεμβρίου 1998, C‑316/97 P, Κοινοβούλιο κατά Gaspari, Συλλογή 1998, σ. I‑7597, σκέψεις 17 και 18

ΓΔΕΕ: 8 Ιουνίου 1995, T‑496/93, Allo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑127 και II‑405, σκέψη 26· 13 Απριλίου 2005, T‑353/03, Nielsen κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑95 και II‑443, σκέψη 23· 31 Μαΐου 2005, T‑284/02, Διονυσοπούλου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑131 και II‑597, σκέψη 62

ΔΔΔΕΕ: 21 Φεβρουαρίου 2008, F‑31/07, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑53 και II‑A‑1‑261, σκέψεις 57 επ., κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑160/08 P· 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑135/07, Smadja κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑299 και II‑A‑1‑1585, σκέψη 40, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑513/08 P· 18 Μαΐου 2009, F‑138/06 και F‑37/08, Meister κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑131 και II‑A‑1‑727, σκέψη 145