Language of document : ECLI:EU:F:2012:193

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑63/09

Paola Donati

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Καταγγελία για ηθική παρενόχληση — Διοικητική έρευνα — Πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας — Διαβίβαση του φακέλου στα πρόσωπα κατά των οποίων υποβλήθηκε η καταγγελία — Καθήκον εμπιστευτικότητας — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ, με την οποία η P. Donati ζητεί κατ’ ουσίαν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να μη δώσει συνέχεια στην καταγγελία της για ηθική παρενόχληση και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

2.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Έκθεση εσωτερικής έρευνας σχετικά με προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση που καταλήγει στην απόρριψη των ισχυρισμών — Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής να περατώσει την έρευνα με θέση στο αρχείο της καταγγελίας — Συνέπεια — Μη κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας

(Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 8.3.2· Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εγκύκλιος αριθ. 1/2006)

3.      Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — Αρμοδιότητες της Εκτελεστικής Επιτροπής — Σιωπηρή λήψη αποφάσεων — Επιτρέπεται

(Πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 11 § 5)

4.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εσωτερικές διοικητικές έρευνες — Προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων — Δεν υφίσταται — Τήρηση ευλόγου προθεσμίας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εγκύκλιος αριθ. 1/2006)

5.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Προπαρασκευαστική πράξη — Έκθεση συνταχθείσα μετά την περάτωση εσωτερικής διοικητικής έρευνας — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2· κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 8.3.2)

6.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα συνδρομής δικηγόρου — Περιεχόμενο — Υποχρέωση παροχής της δυνατότητας στον καταγγέλλοντα να έχει τη συνδρομή δικηγόρου στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας — Δεν υφίσταται

7.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Εσωτερική έρευνα σχετικά με προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση — Δικαίωμα του καταγγέλλοντος να έχει πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας — Όρια — Υποχρέωση εμπιστευτικότητας της διοικήσεως

(Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εγκύκλιος αριθ. 1/2006)

8.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εσωτερικές διοικητικές έρευνες — Υποχρέωση της επιφορτισμένης με την έρευνα επιτροπής να καλεί όλους τους μάρτυρες που πρότεινε ο καταγγέλλων — Δεν υφίσταται

(Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εγκύκλιος αριθ. 1/2006)

9.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εσωτερικές διοικητικές έρευνες — Διορισμός των μελών της επιφορτισμένης με την έρευνα επιτροπής — Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως — Περιεχόμενο — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εγκύκλιος αριθ. 1/2006)

10.    Υπάλληλοι — Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Διαχρονική εφαρμογή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)

1.      Το καθήκον αρωγής της Διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της, που προβλέπεται στο άρθρο 24 του ΚΥΚ, αντικατοπτρίζει την ισορροπία δικαιωμάτων και αμοιβαίων υποχρεώσεων που θέσπισε ο ΚΥΚ στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της δημοσίας αρχής και των υπαλλήλων της δημοσίας υπηρεσίας. Το καθήκον αυτό και η αρχή της χρηστής διοικήσεως συνεπάγονται μεταξύ άλλων ότι η αρμόδια αρχή, όταν αποφαίνεται ως προς την κατάσταση μονίμου ή μη υπαλλήλου, λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να καθορίσουν την απόφασή της και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Το καθήκον αυτό αρωγής καθώς και η τήρηση της αρχής της χρηστής διοικήσεως βαρύνουν επίσης την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έναντι του προσωπικού της.

(βλ. σκέψη 94)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 27 Νοεμβρίου 2008, F‑35/07, Klug κατά EMEA, σκέψη 67· 11 Ιουλίου 2012, F‑85/10, AI κατά Δικαστηρίου, σκέψη 166

2.      Από το άρθρο 2 και το άρθρο 6, παράγραφος 14, της διοικητικής εγκυκλίου αριθ. 1/2006 σχετικά με τις εσωτερικές διοικητικές έρευνες, που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε συνδυασμό με το άρθρο 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού της Τράπεζας, προκύπτει ότι, όταν μια έκθεση εσωτερικής διοικητικής έρευνας σχετικά με προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του καταγγέλλοντος σχετικά με την παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων εκ μέρους ενός μέλους του προσωπικού της Τράπεζας δεν είναι βάσιμοι, οι συνέπειες που επιβάλλονται στην αρμόδια αρχή δεν μπορούν να είναι παρά η περάτωση της εσωτερικής διοικητικής έρευνας και η θέση στο αρχείο της υποβληθείσας καταγγελίας.

Κατά συνέπεια, εκδίδοντας τυπική απόφαση, με την οποία σημειώνει ότι έλαβε γνώση της τελικής εκθέσεως της έρευνας και αποφασίζει να ζητήσει από τις αρμόδιες υπηρεσίες να γνωστοποιήσουν το πόρισμά της στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, η Εκτελεστική Επιτροπή εγκρίνει το περιεχόμενο της τελικής εκθέσεως της έρευνας καθώς και τις συνέπειες που έχει το περιεχόμενο αυτό, ήτοι την περάτωση της διοικητικής έρευνας και τη θέση στο αρχείο της καταγγελίας. Η απόφαση αυτή συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι η Εκτελεστική Επιτροπή δεν εξέδωσε απόφαση προκειμένου να κινήσει πειθαρχική διαδικασία. Επομένως, ο καταγγέλλων δεν μπορεί να προσάψει στην Εκτελεστική Επιτροπή ότι έλαβε σιωπηρώς την απόφαση περί μη κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας, στον βαθμό που η μη κίνηση της διαδικασίας αυτής αποτελεί την αυτόματη συνέπεια κάθε αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο της καταγγελίας μετά την περάτωση διοικητικής έρευνας.

Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που η τελική έκθεση της έρευνας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του καταγγέλλοντος είναι αβάσιμοι, η έγκριση της εν λόγω εκθέσεως από την Εκτελεστική Επιτροπή είναι ασύμβατη προς την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά του προσώπου έναντι του οποίου διεξήχθη η διοικητική έρευνα. Συγκεκριμένα, ενώ το άρθρο 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού ορίζει ότι η Εκτελεστική Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να μην επιβάλει καμία πειθαρχική κύρωση στο πρόσωπο έναντι του οποίου διεξήχθη η διοικητική έρευνα και συνεπώς να μην κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του προσώπου αυτού, έστω και σε περίπτωση παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων, αντιστρόφως, όταν καμία κατηγορία δεν μπορεί να γίνει δεκτή κατά του προσώπου αυτού σύμφωνα με την τελική έκθεση της έρευνας, η Εκτελεστική Επιτροπή μπορεί μόνο να ενημερώσει σχετικώς το πρόσωπο αυτό και να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.

(βλ. σκέψεις 105, 106, 111 και 112)

3.      Το άρθρο 11, παράγραφος 5, του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για την έκδοση των αποφάσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής, αλλά απλώς καθορίζει τον αριθμό των ψήφων που διαθέτει κάθε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και την πλειοψηφία που απαιτείται για την έκδοση των αποφάσεων. Από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί συνεπώς να συναχθεί το συμπέρασμα ότι απαγορεύεται στην Εκτελεστική Επιτροπή να εκδίδει αποφάσεις σιωπηρώς.

(βλ. σκέψη 113)

4.      Όσον αφορά την προθεσμία που παρέχεται σε υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να υποβάλει παρατηρήσεις επί σχεδίου εκθέσεως έρευνας σχετικά με προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση την οποία φέρεται ότι υπέστη, εφόσον η διοικητική εγκύκλιος αριθ. 1/2006 σχετικά με τις εσωτερικές διοικητικές έρευνες, που εκδόθηκε από την Τράπεζα, δεν καθορίζει καμία προθεσμία, εφαρμόζεται η αρχή της ευλόγου προθεσμίας.

Συναφώς, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση αυτή, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολουθήθηκαν, το περίπλοκο της υποθέσεως καθώς και τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη. Αντιθέτως, ο εύλογος χαρακτήρας της εν λόγω προθεσμίας υποβολής των παρατηρήσεων δεν μπορεί να καθοριστεί με βάση την επαγγελματική διαθεσιμότητα τρίτου.

(βλ. σκέψεις 129 και 131)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 22 Οκτωβρίου 1997, T‑213/95 και T‑18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, σκέψη 57· 17 Σεπτεμβρίου 2003, T‑137/01, Stadtsportverband Neuss κατά Επιτροπής, σκέψη 125

5.      Αποτελεί βλαπτική για υπάλληλο πράξη μια πράξη η οποία επάγεται δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, τροποποιώντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση. Έτσι, όσον αφορά τις υπαλληλικές προσφυγές, οι προπαρασκευαστικές πράξεις μιας αποφάσεως δεν είναι βλαπτικές κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

Τούτο ισχύει στην περίπτωση εκθέσεως συνταχθείσας μετά την περάτωση εσωτερικής διοικητικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία διαλαμβάνονται τα γεγονότα και οι περιστάσεις που συνιστούν την παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων υπαλλήλου της Τράπεζας και η οποία αποτελεί, το πολύ, απλώς προπαρασκευαστική πράξη της τελικής αποφάσεως περί κινήσεως ή μη πειθαρχικής έρευνας.

(βλ. σκέψεις 137 και 138)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 10 Νοεμβρίου 2009, F‑71/08, N κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 15 Σεπτεμβρίου 2011, F‑6/10, Munch κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Στον βαθμό που η διαδικασία έρευνας που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο εσωτερικής διοικητικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι διοικητικής και όχι δικαστικής φύσεως, δεδομένου ότι ο μοναδικός σκοπός μιας τέτοιας έρευνας είναι η εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, ο υπάλληλος της Τράπεζας που έχει την ιδιότητα του καταγγέλλοντος στο πλαίσιο της έρευνας αυτής δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι έχει δικαίωμα, συγκαταλεγόμενο μεταξύ των δικαιωμάτων του άμυνας, να τύχει της συνδρομής του συνηγόρου του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν μπόρεσε να τύχει της συνδρομής του συνηγόρου του κατά τη διάρκεια έρευνας δεν συνεπάγεται συνεπώς το μη σύννομο της έρευνας αυτής ούτε, κατά συνέπεια, της αποφάσεως της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας να περατώσει την έρευνα.

(βλ. σκέψεις 137 και 139)

7.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας διοικητικής έρευνας που κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας για ηθική παρενόχληση, η διοίκηση υποχρεούται να σταθμίζει δύο δικαιώματα που δύνανται να αντιφάσκουν μεταξύ τους, ήτοι το δικαίωμα του προσώπου κατά του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία να ασκεί τα δικαιώματά του άμυνας και το δικαίωμα του καταγγέλλοντος για ορθή εξέταση της καταγγελίας του. Το δικαίωμα αυτό του καταγγέλλοντος αντιστοιχεί σε ένα καθήκον εμπιστευτικότητας που υπέχει η Διοίκηση, δυνάμει του οποίου η Διοίκηση υποχρεούται να απέχει από κάθε ενέργεια ικανή να διακυβεύσει τα αποτελέσματα της διοικητικής έρευνας.

Συναφώς, από τη διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 3, της διοικητικής εγκυκλίου αριθ. 1/2006 σχετικά με τις εσωτερικές διοικητικές έρευνες, που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκύπτει ότι τα πρόσωπα που αποτελούν αντικείμενο διοικητικής έρευνας έχουν περιορισμένο δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που υπέβαλε ο καταγγέλλων προς στήριξη της καταγγελίας του, ήτοι δικαίωμα προσβάσεως περιοριζόμενο στα έγγραφα που αποκαλύπτουν σημαντικά γεγονότα. Περιορίζοντας το δικαίωμα προσβάσεως των προσώπων που αποτελούν αντικείμενο διοικητικής έρευνας, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των προσώπων αυτών διασφαλίζοντας εκ παραλλήλου την εκ μέρους της διοικήσεως τήρηση της υποχρεώσεώς της εμπιστευτικότητας.

(βλ. σκέψεις 171 και 174)

8.      Επιτροπή στην οποία έχει ανατεθεί η διεξαγωγή εσωτερικής διοικητικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ουδόλως υποχρεούται να καλεί όλους τους μάρτυρες που πρότεινε ο καταγγέλλων στο πλαίσιο της έρευνας.

(βλ. σκέψη 187)

9.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικής διοικητικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο έχων την ευθύνη της έρευνας και η επιτροπή διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την εκτίμηση της ανάγκης να αποταθούν σε προσωπικότητες εκτός Τράπεζας προκειμένου, αντιστοίχως, να τα διορίσουν μέλη της επιτροπής και να ζητήσουν τη γνωμοδότησή τους. Ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στο αν ο έχων την ευθύνη της έρευνας και η επιτροπή ενήργησαν εντός ευλόγων ορίων και δεν έκαναν προδήλως εσφαλμένη χρήση της εξουσίας τους εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψη 194)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, σκέψη 136

10.    Η ερμηνεία της έννοιας της ηθικής παρενόχλησης, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, ισχύει για τις συμπεριφορές που έλαβαν χώρα από την έναρξη ισχύος της διατάξεως αυτής και μετά, ήτοι από την 1η Μαΐου 2004.

(βλ. σκέψη 212)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψεις 132, 133 και 135