Language of document : ECLI:EU:C:2019:66

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 24ης Ιανουαρίου 2019(1)

Υπόθεση C-458/15

Staatsanwaltschaft Saarbrücken

κατά

K. P.

[αίτηση του Landgericht Saarbrücken
(πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου Saarbrücken, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ – Άρθρο 1, παράγραφοι 4 και 6 – Διατήρηση προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου – Κύρος»






1.        Ο υπεύθυνος για τη συγκέντρωση χρηματικών δωρεών υπέρ οργανώσεως φερόμενης ως τρομοκρατικής απειλείται με ποινή φυλακίσεως σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόσωπο αυτό αμφισβητεί τη νομιμότητα των εθνικών νόμων τους οποίους κατηγορείται ότι παραβίασε, ισχυριζόμενο ότι μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη πράξεις της Ένωσης που εκδόθηκαν, κατά την άποψή του, χωρίς επαρκή αιτιολογία. Δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται στο μικροσκόπιο η αιτιολογία βάσει της οποίας «μπαίνει στη λίστα» μια ομάδα που φέρεται να είναι τρομοκρατική. Η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή επανεστιάζει τον μεγεθυντικό φακό.

2.        Το Landgericht Saarbrücken (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Saarbrücken, Γερμανία) ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της νομιμότητας συγκεκριμένων πράξεων της Ένωσης δυνάμει των οποίων διατηρήθηκε η καταχώριση της οργανώσεως Liberation Tigers of Tamil Eelam (στο εξής: LTTE) στον κατάλογο προσώπων, ομάδων και οντοτήτων του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (2). Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε κατόπιν ποινικής διώξεως η οποία ασκήθηκε σε βάρος του K. P. (στο εξής: κατηγορούμενος). Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο K. P. έθεσε επιπλέον το ζήτημα, αφενός, αν ήταν επαρκής η αιτιολογία της αρχικής αποφάσεως του Συμβουλίου περί καταχωρίσεως της LTTE στον κατάλογο απαγορευμένων οργανώσεων και, αφετέρου, αν αυτό είχε συνέπειες επί της νομιμότητας των μεταγενέστερων πράξεων της Ένωσης στις οποίες αναφέρθηκε το αιτούν δικαστήριο με τη διάταξή του περί παραπομπής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3.        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, την Ουάσινγκτον και την Πενσυλβανία, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε, βάσει του κεφαλαίου VII του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το ψήφισμα 1373 (2001) (3) [στο εξής: ψήφισμα 1373 (2001)]. Στο προοίμιο του ψηφίσματος αυτού, επιβεβαιώνεται ότι είναι «ανάγκη να αντιμετωπισθούν με όλα τα μέσα, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τις οποίες συνιστούν οι πράξεις τρομοκρατίας». Στο σημείο 5 του ιδίου αυτού ψηφίσματος, το Συμβούλιο Ασφαλείας διακηρύσσει ότι «οι τρομοκρατικές ενέργειες, μέθοδοι ή πρακτικές αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και [ότι] η ενσυνείδητη χρηματοδότηση και οργάνωση τρομοκρατικών ενεργειών ή η υποκίνηση αυτών αντιβαίνουν ομοίως προς τους σκοπούς και τις αρχές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών».

4.        Το ψήφισμα 1373 (2001) δεν περιέχει κατάλογο οντοτήτων ή προσώπων τα οποία υπόκεινται σε μέτρα για την αντιμετώπιση πράξεων τρομοκρατίας.

 Οι κοινές θέσεις 2001/931/ΚΕΠΠΑ και 2006/380/ΚΕΠΠΑ

5.        Στις 27 Δεκεμβρίου 2001, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (4).

6.        Στις αιτιολογικές σκέψεις της κοινής θέσεως 2001/931 επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι: το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε ότι η τρομοκρατία είναι μια πραγματική πρόκληση για ολόκληρο τον κόσμο και για την Ευρώπη και ότι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας αποτελεί πρωταρχικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης· το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1373 (2001) που χαράσσει μια ευρεία στρατηγική για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και ιδιαίτερα την καταπολέμηση της χρηματοδοτήσεώς της· η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να λάβει πρόσθετα μέτρα για την εφαρμογή του ψηφίσματος αυτού (5).

7.        Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της κοινής θέσεως 2001/931 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι η κοινή αυτή θέση εφαρμόζεται «στα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις και τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα». Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, ως «πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις» νοούνται:

–        πρόσωπα που διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν τρομοκρατικές πράξεις ή συμμετέχουν στην τέλεση τρομοκρατικών πράξεων ή τις διευκολύνουν,

–        ομάδες και οντότητες ιδιοκτησίας ή υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο των εν λόγω προσώπων και πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενεργούν εξ ονόματος ή κατ’ εντολήν τέτοιων προσώπων, ομάδων, οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων που απορρέουν ή προέρχονται από ιδιοκτησία που ανήκει ή ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από τα πρόσωπα αυτά και τα συνδεόμενα με αυτά πρόσωπα, ομάδες και οντότητες.

8.        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, ως «“τρομοκρατική πράξη” νοείται μια από τις ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις η οποία, εκ της φύσεώς της ή των συνθηκών της, είναι δυνατόν να προσβάλει σοβαρά χώρα ή διεθνή οργανισμό, όπως ορίζεται ως αξιόποινη πράξη από το εθνικό δίκαιο, όταν ο δράστης την διαπράττει με σκοπό: […]

(iii) να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού: […] (ια) η συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, μεταξύ άλλων με την παροχή σε αυτήν πληροφοριών ή υλικών μέσων ή με τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η συμμετοχή αυτή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας».

9.        Στο άρθρο 1, παράγραφος 4, προβλέπεται ότι «[ο] κατάλογος του παραρτήματος καταρτίζεται βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου τα οποία δεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, είτε η εν λόγω απόφαση αφορά την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για μια τρομοκρατική πράξη ή την απόπειρα τέλεσης ή τη συμμετοχή ή τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξης βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων είτε καταδίκη για τέτοιες πράξεις […] Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως “αρμόδια αρχή” νοείται δικαστική αρχή ή, εάν δικαστικές αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα στον τομέα τον οποίο καλύπτει η παρούσα παράγραφος, ισοδύναμη αρμόδια αρχή στον εν λόγω τομέα».

10.      Το άρθρο 1, παράγραφος 6, ορίζει ότι τα «ονόματα των προσώπων και οντοτήτων τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξετάζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρησή τους στον κατάλογο δικαιολογείται».

11.      Κατά το άρθρο 3 της κοινής θέσεως 2001/931, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα «ενεργούσα εντός των ορίων των εξουσιών που της παρέχει η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, διασφαλίζει ότι κεφάλαια, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή οικονομικοί πόροι ή χρηματοοικονομικές ή άλλες συναφείς υπηρεσίες δεν τίθενται στη διάθεση, αμέσως ή εμμέσως, προς όφελος προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα».

12.      Η κοινή θέση 2001/931 περιλαμβάνει παράρτημα με τίτλο «Πρώτος κατάλογος προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 […]». Η LTTE δεν εμφανίζεται στον συγκεκριμένο κατάλογο. Το παράρτημα αυτό αναθεωρήθηκε πολλάκις. Εν συνεχεία, αντικαταστάθηκε με την κοινή θέση 2006/380/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2006, σχετικά με την ενημέρωση της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση της κοινής θέσης 2006/231/ΚΕΠΠΑ (6). Με το παράρτημα της κοινής θέσεως 2006/380, η LTTE καταχωρίσθηκε για πρώτη φορά στον σχετικό κατάλογο (7).

 Ο κανονισμός 2580/2001

13.      Στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 2580/2001 επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

–        το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διακήρυξε ότι η καταπολέμηση της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας είναι αποτελεσματικό στοιχείο στη μάχη κατά της ίδιας της τρομοκρατίας και ζήτησε από το Συμβούλιο να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση κάθε μορφής χρηματοδοτήσεως τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

–        Με το ψήφισμα 1373 (2001), το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε, ότι όλα τα κράτη θα πρέπει να προβούν σε δέσμευση κεφαλαίων και άλλων χρηματικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων των προσώπων που διαπράττουν ή επιχειρούν να διαπράξουν τρομοκρατικές πράξεις ή συμμετέχουν, ή διευκολύνουν την τέλεση τέτοιου είδους πράξεων.

–        Επιπλέον, το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να απαγορευθεί η διάθεση κεφαλαίων ή άλλων χρηματικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων, καθώς επίσης και να εμποδιστεί η παροχή χρηματοοικονομικών ή συναφών υπηρεσιών προς όφελος αυτών των προσώπων.

–        Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανάγκη να αναλάβει δράση προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή στοιχεία της κοινής θέσης 2001/931.

–        Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες επιβολής κυρώσεων για την παράβαση του κανονισμού 2580/2001 και να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους.

–        Ο κατάλογος στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 μπορεί να περιλαμβάνει πρόσωπα και οντότητες που είτε συνδέονται ή σχετίζονται με τρίτες χώρες είτε βρίσκονται κατ’ άλλο τρόπο στο επίκεντρο ζητημάτων ΚΕΠΠΑ της κοινής θέσεως 2001/931 (8).

14.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2580/2001, ορίζονται ως «“Κεφάλαια, χρηματικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικοί πόροι” […] κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα, ασχέτως του τρόπου αποκτήσεώς τους […]». Στο άρθρο 1, παράγραφος 4, προβλέπεται ότι ο ορισμός της «τρομοκρατικής πράξης» είναι αυτός που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσεως 2001/931.

15.      Το άρθρο 2 έχει ως εξής:

«1.      Εκτός εάν επιτρέπεται δυνάμει των άρθρων 5 και 6:

α)      δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια, χρηματικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικοί πόροι που ανήκουν, ή βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή φυσικού ή νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3·

β)      κανένα κεφάλαιο, άλλο χρηματικό περιουσιακό στοιχείο ή οικονομικός πόρος δεν διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, σε οποιοδήποτε ή προς όφελος οποιουδήποτε από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τις ομάδες ή τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3.

2.      Εκτός εάν επιτρέπεται δυνάμει των άρθρων 5 και 6, απαγορεύεται η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε οποιοδήποτε ή προς όφελος οποιουδήποτε από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τις ομάδες ή τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3.

3.      Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφοι 4, 5 και 6, της κοινής θέσης 2001/931. Ο κατάλογος αυτός [στο εξής: κατάλογος του άρθρου 2, παράγραφος 3] αποτελείται από:

i)      φυσικά πρόσωπα που διαπράττουν ή επιχειρούν να διαπράξουν, συμμετέχουν ή διευκολύνουν τη διάπραξη οιασδήποτε τρομοκρατικής πράξης·

ii)      νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που διαπράττουν ή επιχειρούν να διαπράξουν, συμμετέχουν ή διευκολύνουν τη διάπραξη οιασδήποτε τρομοκρατικής πράξης·

iii)      νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που ανήκουν σε ή ελέγχονται από ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία i) και ii), ή

iv)      φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που ενεργούν εξ ονόματος ή υπό την καθοδήγηση ενός ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία i) και ii).»

 Η καταχώριση της LTTE στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001

16.      Με το άρθρο 1 της αποφάσεως 2006/379/ΕΚ (9) του Συμβουλίου καταχωρίσθηκε για πρώτη φορά η LTTE στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3 (στο εξής: αρχική απόφαση καταχωρίσεως) (10).

17.      Η καταχώριση διατηρήθηκε με την απόφαση 2007/445/ΕΚ του Συμβουλίου (11). Στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής διευκρινίζεται ότι το Συμβούλιο κοινοποίησε, στον βαθμό που ήταν πρακτικώς εφικτό, σε όλα τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες τους λόγους για τους οποίους είχαν περιληφθεί στον κατάλογο, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως 2006/379 (12). Με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ότι σκόπευε να τα διατηρήσει στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3. Πληροφόρησε επίσης τα πρόσωπα αυτά ότι είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν να τους γνωστοποιηθεί το σκεπτικό βάσει του οποίου το Συμβούλιο τα περιέλαβε στον κατάλογο (13). Με την από 29 Ιουνίου 2007 επιστολή του προς την LTTE, το Συμβούλιο εξέθεσε το σκεπτικό της αποφάσεώς του να διατηρηθεί η καταχώριση της οργανώσεως στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3.

18.      Η καταχώριση της LTTE στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, διατηρήθηκε περαιτέρω με τις εξής μεταγενέστερες πράξεις (14): απόφαση 2007/868/ΕΚ του Συμβουλίου (15)· απόφαση 2008/583/ΕΚ του Συμβουλίου (16)· απόφαση 2009/62/ΕΚ του Συμβουλίου (17)· και κανονισμός (ΕΚ) 501/2009 του Συμβουλίου (18).

19.      Το Συμβούλιο, για καθεμία από τις συγκεκριμένες πράξεις, ακολούθησε το μοτίβο που καθιέρωσε όταν αποφάσισε να διατηρήσει την καταχώριση της LTTE με την απόφαση 2007/445. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, πριν από την έκδοση της πράξεως, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γνωστοποίησε την πρόθεσή του να διατηρήσει την καταχώριση και στη συνέχεια, μόλις εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση, κοινοποίησε τους λόγους για τους οποίους την ανανέωσε.

 Το γερμανικό δίκαιο

20.      Ο Außenwirtschaftsgesetz (νόμος για τις εμπορικές συναλλαγές και τις πληρωμές από και προς την αλλοδαπή, στο εξής: AWG), όπως ίσχυε μεταξύ 2006 και 2009, απαγόρευε τη διαβίβαση χρηματικών δωρεών προς απαγορευμένες οργανώσεις, όπως είναι η LTTE. Κατ’ ουσίαν οριζόταν ότι, όταν με νομική πράξη των «Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» η οποία αποσκοπεί στην εφαρμογή οικονομικής κυρώσεως που έχει αποφασιστεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας επιβάλλεται απαγόρευση εξαγωγής, πωλήσεως, παραδόσεως, διαθέσεως, διαβιβάσεως, παροχής υπηρεσιών, επενδύσεως, υποστηρίξεως ή καταστρατηγήσεως, τυχόν παραβίαση της σχετικής απαγορεύσεως μπορεί να επισύρει στερητική της ελευθερίας ποινή (19).

 Το ιστορικό της διαφοράς και το προδικαστικό ερώτημα

21.      Κατόπιν ποινικής διώξεως η οποία ασκήθηκε από την Staatsanwaltschaft Saarbrücken (εισαγγελία του Saarbrücken) στις 12 Μαρτίου 2015, ο K. P. παρουσιάστηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου για να δικαστεί. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας, ο εισαγγελέας του απέδωσε την κατηγορία ότι, κατά την περίοδο από 22 Αυγούστου 2007 έως και 27 Νοεμβρίου 2009, διαθέτοντας πόρους προς την LTTE, παρέβη μια άμεσης ισχύος απαγόρευση, η οποία θεσπίστηκε δυνάμει νομικής πράξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποσκοπεί στην εφαρμογή οικονομικής κυρώσεως που έχει αποφασιστεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ο K. P. φέρεται, επίσης, να ήταν, μεταξύ των ετών 2007 και 2009, ο υπεύθυνος στην περιφέρεια του Saarland για την οργάνωση της Tamil Coordination Committee (στο εξής: TCC), η οποία συγκέντρωνε, για λογαριασμό της LTTE, χρηματικές δωρεές από τους Ταμίλ που ζούσαν στη Γερμανία, δωρεές που στη συνέχεια μεταφέρονταν στη Σρι Λάνκα και χρησιμοποιούνταν εκεί από την LTTE για τη χρηματοδότηση του ένοπλου αγώνα κατά της κεντρικής κυβερνήσεως. Σύμφωνα με την εισαγγελική αρχή, ο K. P. είχε ενταχθεί στην ιεραρχία της οργανώσεως, είχε υπό την επίβλεψή του υφισταμένους που ήταν υπεύθυνοι περιοχών και άλλα πρόσωπα δραστηριοποιούμενα κατά τόπους για τη συγκέντρωση χρηματικών δωρεών, ενώ ο ίδιος λογοδοτούσε ευθέως στους εθνικούς οργανωτές της TCC για τη Γερμανία.

22.      Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο K. P., αφού παραλάμβανε τα χρηματικά ποσά που εισέπρατταν στην περιοχή του τα υφιστάμενά του πρόσωπα, τα διαβίβαζε, τουλάχιστον μία φορά τον μήνα και έναντι σχετικών αποδείξεων, στην TCC, η οποία, εν συνεχεία, τα μετέφερε στην LTTE στη Σρι Λάνκα. Συγκεκριμένα, ο K. P φέρεται να συγκέντρωσε, κατά την περίοδο από 11 Αυγούστου 2007 έως και 27 Νοεμβρίου 2009 (στο εξής: χρόνος των πραγματικών περιστατικών), σε 43 διαφορετικές περιπτώσεις, χρηματικές δωρεές συνολικού ύψους 69 385 ευρώ τις οποίες διαβίβασε στην TCC, γνωρίζοντας και προσδοκώντας ότι τα χρήματα θα μεταφέρονταν στη Σρι Λάνκα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν εκεί για τη χρηματοδότηση των σκοπών της LTTE. Ο κατηγορούμενος φέρεται να γνώριζε ότι η LTTE είχε περιληφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον κατάλογο των οργανώσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2580/2001· ότι για τον λόγο αυτόν είχε επιβληθεί αντίστοιχο εμπάργκο· και ότι, ως εκ τούτου, η συγκέντρωση και διαβίβαση χρηματικών δωρεών στη Σρι Λάνκα, όπως και η παροχή κάθε άλλης οικονομικής και υλικής υποστηρίξεως προς την LTTE, συνιστούσε ποινικό αδίκημα.

23.      Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, την 1η Ιουλίου 2015, ο δικηγόρος του K. P. αμφισβήτησε τη νομιμότητα των επίμαχων πράξεων της Ένωσης, με τις οποίες η LTTE καταχωρίστηκε ως απαγορευμένη οργάνωση για τους σκοπούς του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 για την περίοδο από 28 Ιουνίου 2007 και εφεξής. Το επιχείρημα του συνηγόρου υπερασπίσεως ήταν διττό.

24.      Πρώτον, ο συνήγορος του K. P. άντλησε κατ’ αναλογίαν επιχείρημα από την υπόθεση E και F (20). Εκεί, το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η καταχώριση της οργανώσεως Devrimci Halk Kurtulus Partisi-Cephesi (DHKP-C) στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 ήταν παράνομη και δεν μπορούσε να συναποτελέσει το έρεισμα ποινικής καταδίκης όσον αφορά προβαλλόμενη παράβαση του συγκεκριμένου κανονισμού. Και τούτο διότι το Συμβούλιο δεν είχε αιτιολογήσει ούτε την αρχική απόφαση καταχωρίσεως της DHKP-C στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, ούτε τις μεταγενέστερες αυτής αποφάσεις διατηρήσεως του ονόματός της στον κατάλογο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η απόφαση 2007/445 (με την οποία ανανεώθηκε η καταχώριση της DHKP-C στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3,) διελάμβανε αιτιολογία, εντούτοις όλες οι προγενέστερες αυτής πράξεις, της αρχικής αποφάσεως συμπεριλαμβανομένης, ήταν άκυρες ελλείψει αιτιολογίας. Πέραν του ότι δεν δόθηκαν στην DHKP-C «τα στοιχεία που [ήταν] αναγκαία για να διακριβωθεί το βάσιμο της καταχωρίσεως του DHKP-C στον κατάλογο […] κατά το προ της 29ης Ιουνίου 2007 χρονικό διάστημα», «η έλλειψη αιτιολογίας της καταχωρίσεως αυτής μπορ[ούσε] επίσης να καταστήσει αδύνατο τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της νομιμότητάς της επί της ουσίας» (21).

25.      Δεύτερον, στην υπόθεση LTTE κατά Συμβουλίου (22), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε ορισμένες πράξεις της Ένωσης οι οποίες κάλυπταν την χρονική περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2011 και Οκτωβρίου 2014 (23), καθό μέτρο αφορούσαν την LTTE. Ο συνήγορος του K. P. υποστήριξε ότι από το σκεπτικό της αποφάσεως εκείνης συνάγεται, άνευ ετέρου, ότι και οι επίμαχες πράξεις της Ένωσης είναι άκυρες, στο μέτρο τουλάχιστον που αφορούν την LTTE.

26.      Αφής στιγμής η κατηγορία σε βάρος του K. P. μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον αν οι επίμαχες πράξεις της Ένωσης είναι έγκυρες, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι άκυρη η καταχώριση της οργανώσεως Liberation Tigers of Tamil Eelam (LTTE) στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, [του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001], κατά την περίοδο 11 Αυγούστου 2007 έως και 27 Νοεμβρίου 2009, ιδίως βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου: 2007/445/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 2007· 2007/868/ΕΚ της 20ής Δεκεμβρίου 2007 (μετά το διορθωτικό της ίδιας ημέρας)· 2008/583/ΕΚ της 15ης Ιουλίου 2008· 2009/62/ΕΚ της 26ης Ιανουαρίου 2009· και του κανονισμού (ΕΚ) 501/2009 της 15ης Ιουνίου 2009;»

27.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Στη συνέχεια ο K. P. υπέβαλε αίτημα διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, διατυπώνοντας γραπτά σχόλια επί του προδικαστικού ερωτήματος και θέτοντας επίσης ρητώς ζήτημα κύρους της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως. Βάσει του άρθρου 62, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, κάλεσα κατόπιν τούτου τους μετέχοντες στη διαδικασία να επικεντρωθούν σε δύο ζητήματα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Τα ζητήματα αυτά ήταν (i) αν όφειλε το Δικαστήριο να εξετάσει το ενδεχόμενο ακυρότητας και της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως και, (ii) σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και υπό την προϋπόθεση ότι η αρχική απόφαση ήταν άκυρη, τι συνέπειες θα είχε (ενδεχομένως) αυτό επί του κύρους των μεταγενέστερων μέτρων (ιδίως, επί των επίμαχων πράξεων της Ένωσης).

28.      Ο K. P., το Συμβούλιο και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Σεπτεμβρίου 2018.

 Ανάλυση

 Επί του παραδεκτού

29.      Σε περίπτωση που αντικείμενο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι το κύρος πράξεως της Ένωσης, πρέπει να διερευνηθεί αν ο διάδικος ο οποίος έθεσε το ζήτημα του κύρους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου θα είχε «χωρίς αμφιβολία» ενεργητική νομιμοποίηση για να προσφύγει ευθέως κατά της νομιμότητας της πράξεως αυτής, δυνάμει του άρθρου 263 της ΣΛΕΕ. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, δεν δικαιούται να προσβάλει το κύρος της ίδιας πράξεως μέσω αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (24).

30.      Εν προκειμένω, είναι μάλλον δύσκολο να υποστηριχθεί ότι «χωρίς αμφιβολία» θα πληρούνταν στο πρόσωπο του K. P. οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ήτοι ότι η σχετική πράξη τον αφορά και άμεσα και ατομικά. Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, ο K. P. φέρεται να ήταν «περιφερειακός οργανωτής», ενταγμένος «στην αυστηρή ιεραρχική δομή της οργανώσεως, έχοντας υπό την επίβλεψή του υφισταμένους που ήταν υπεύθυνοι περιοχών και άλλα πρόσωπα δραστηριοποιούμενα κατά τόπους για τη συγκέντρωση χρηματικών δωρεών, ενώ ο ίδιος λογοδοτούσε ευθέως στους εθνικούς οργανωτές για τη Γερμανία». Υπό αυτές τις πραγματικές περιστάσεις, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο K. P. δεν θα ήταν σε θέση να αποδείξει ότι πληρούνταν σε ικανοποιητικό βαθμό στην περίπτωσή του η ιδιαιτέρως αυστηρή, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προϋπόθεση ότι η σχετική πράξη πρέπει να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα (25). Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο K. P. είχε (αλλά παρέλειψε να αξιοποιήσει) τη δυνατότητα να προσφύγει ευθέως κατά των αποφάσεων ως εκπρόσωπος της LTTE (26).

31.      Επομένως, η αίτηση είναι παραδεκτή.

 Το κύρος της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως της LTTE στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3.

32.      Το αιτούν δικαστήριο, με το μοναδικό ερώτημά του, διερωτάται ως προς το κύρος των επίμαχων πράξεων της Ένωσης. Με καθεμία από τις πράξεις αυτές ανανεώθηκε η καταχώριση της LTTE.

33.      Με τα γραπτά του σχόλια, ωστόσο, ο συνήγορος του K. P. επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα τα οποία, σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, διατύπωσε για λογαριασμό του εντολέα του στο πλαίσιο της ποινικής δίκης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, ισχυρίζεται ότι (i) η αρχική απόφαση καταχωρίσεως είναι άκυρη ελλείψει αιτιολογίας· και ότι (ii) από την απόφαση E και F (27) συνάγεται ότι είναι εξίσου άκυρες όλες οι αποφάσεως ανανεώσεως οι οποίες εκδόθηκαν σε συνέχεια της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως, που δεν ήταν αιτιολογημένη (το γνωστό ως φαινόμενο των «αλυσιδωτών αποτελεσμάτων»). Ο πυρήνας του επιχειρήματος αυτού είναι ότι αποφάσεως ανανεώσεως, όπως οι επίμαχες πράξεις της Ένωσης, συνιστούν «κατ’ ουσίαν παράταση της αρχικής εγγραφής» (28). O K. P. υποστήριξε επίσης ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, δεν μπορούσε να προσβάλει την αρχική απόφαση καταχωρίσεως (το οποίο είναι πιθανότατα ορθό, όπως επισημάνθηκε, ανωτέρω, στο σημείο 30 των προτάσεών μου) και ότι με την υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του δίνεται πλέον αυτή η δυνατότητα.

34.      Εντούτοις φρονώ ότι, για τους ακόλουθους λόγους, το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξετάσει το ζήτημα του κύρους της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως.

35.      Πρώτον και κύριο, στο προδικαστικό του ερώτημα προς το Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο δεν ανέφερε καθόλου την απόφαση εκείνη. Επίσης, δεν εξέθεσε ούτε αναλυτική επιχειρηματολογία ούτε γενικότερα πληροφοριακά στοιχεία για να συνδράμει επ’ αυτού το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του το αναγκαίο υλικό προκειμένου να ελέγξει δεόντως, τόσο από ουσιαστική όσο και από διαδικαστική άποψη, το κύρος του κανονισμού 2580/2001.

36.      Δεύτερον, εάν το Δικαστήριο διενεργήσει αυτεπαγγέλτως έναν τέτοιου είδους έλεγχο, θα παραβεί την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και θεσμικών οργάνων, τα οποία, βάσει της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν παρατηρήσεις επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Μολονότι στη διάταξη περί παραπομπής καταγράφονται, πράγματι, τα επιχειρήματα που προέβαλε ο συνήγορος του K. P. κατά την κύρια δίκη, εντούτοις δεν διατυπώνεται ευθέως ζήτημα κύρους της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως ούτε εισφέρεται το αναγκαίο υλικό που θα επιτρέψει στο Δικαστήριο να εξετάσει ένα τέτοιο ζήτημα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή επιβεβαίωσαν ότι δεν αναφέρθηκαν, με τις παρατηρήσεις τους, στο συγκεκριμένο ζήτημα διότι θεώρησαν ότι αυτό δεν εγείρεται με τη διάταξη περί παραπομπής. Κατόπιν τούτου, μολονότι στο πλαίσιο της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ δίνεται όντως η δυνατότητα σε μετέχοντες στη διαδικασία, όπως ο K. P., να εγείρουν τέτοιου είδους ζήτημα σε αρκετά μεταγενέστερο χρόνο, εντούτοις, όταν η διάταξη περί παραπομπής σιωπά ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είναι σαφής επ’ αυτού, το Δικαστήριο δεν μπορεί αυτεπαγγέλτως να προχωρήσει στην εξέτασή του. Σε διαφορετική περίπτωση, θα στερούνταν τα δικά τους δικαιώματα άμυνας οι υπόλοιποι μετέχοντες στη διαδικασία.

37.      Τρίτον, σημείο εκκινήσεως για τον έλεγχο του κύρους οποιουδήποτε μέτρου της Ένωσης είναι η εξέταση αυτού του ίδιου του μέτρου. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχική απόφαση καταχωρίσεως και οι επίμαχες πράξεις της Ένωσης συνιστούν διακριτά νομικά μέτρα, τα οποία εκδόθηκαν στηριζόμενα επί διαφορετικών νομικών βάσεων (άρθρο 1, παράγραφος 4, και άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, αντιστοίχως), κατ’ εφαρμογήν διαφοροποιημένων νομικών κριτηρίων. Εξάλλου, μολονότι το Δικαστήριο έκρινε όντως, με την προαναφερθείσα απόφαση LTTE, ότι η απόφαση ανανεώσεως συνιστά, κατ’ ουσίαν, επέκταση της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως, εντούτοις, από νομικής απόψεως, οι δύο αυτές αποφάσεις δεν είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους ώστε τυχόν ακυρότητα της πρώτης να πλήττει αυτομάτως το κύρος της δεύτερης. Αντιθέτως, θεωρώ ότι μεταξύ των μέτρων αυτών υφίσταται ιεραρχία. Το πρώτο (και το πιο σημαντικό) βήμα, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως, είναι να ελεγχθεί ότι έχει όντως ληφθεί κατάλληλη σχετική απόφαση από αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 (29). Κατ’ αντιδιαστολή, η απόφαση για την ανανέωση της καταχωρίσεως δεν προϋποθέτει τέτοιου είδους έλεγχο (30). Κατά τον χρόνο της ανανεώσεως, το Συμβούλιο οφείλει απλώς να αποδείξει ότι ο κίνδυνος που υφίσταται είναι ο «ίδιος» με εκείνον που αποδείχθηκε κατά την αρχική καταχώριση (31). Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι η αρχική απόφαση καταχωρίσεως και οι επίμαχες πράξεις της Ένωσης είναι σαφώς διακριτές και αυτοτελείς νομικές πράξεις. Έπεται δε εξ αυτού ότι το Δικαστήριο δεν οφείλει, άνευ ετέρου, να ελέγχει την αρχική απόφαση καταχωρίσεως προσώπου ή ομάδας στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, κάθε φορά που αμφισβητείται η απόφαση ανανεώσεως της αρχικής καταχωρίσεως.

38.      Πάντως, δεν αποκλείεται, κατ’ εμέ, το ενδεχόμενο να κρίνει το Δικαστήριο σκόπιμο να εξετάσει το ζήτημα αν η αρχική απόφαση καταχωρίσεως είναι κατ’ ουσίαν άκυρη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αποφάσεις ανανεώσεως που εκδόθηκαν στη συνέχεια, αλλά μόνον εφόσον του υποβληθεί ρητώς σχετικό αίτημα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο συνομολόγησε ότι, εάν (για παράδειγμα) η απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής αφορούσε τον μην επιτυχή έλεγχο ασφάλειας οχήματος που ανήκει στην LTTE, δεν θα ήταν δικαιολογημένη η εκ μέρους του έκδοση αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως. Η έννομη συνέπεια θα ήταν να θιγεί και το κύρος των μεταγενέστερων αποφάσεων ανανεώσεως. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

 Η αναλογία με την υπόθεση E και F

39.      Τόσο στο πλαίσιο της κύριας δίκης όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος του K. P. στήριξε εν πολλοίς την επιχειρηματολογία του στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως E και F, ισχυριζόμενος, κατ’ αναλογίαν, ότι ελαττώματα της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως της LTTE (απόφαση 2006/379) προκαλούν το φαινόμενο των «αλυσιδωτών συνεπειών», υπό την έννοια ότι όλες οι μεταγενέστερες της αρχικής αποφάσεις που διατηρούσαν σε ισχύ την καταχώριση της LTTE στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, έπρεπε να κηρυχθούν άκυρες. Ωστόσο, είναι σαφές ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως E και F διαφέρουν σημαντικά από αυτά της υπό κρίση υποθέσεως (32).

40.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι στην υπόθεση E και F, η DHKP-C είχε καταχωρισθεί χωρίς να παρασχεθεί καμία αιτιολογία, ούτε με την αρχική απόφαση καταχωρίσεως ούτε με οποιαδήποτε από τις μετέπειτα αποφάσεις με τις οποίες ανανεώθηκε η καταχώριση. Η καταχώριση αιτιολογήθηκε το πρώτον στο πλαίσιο της αποφάσεως 2007/445, ωστόσο ήταν ήδη πολύ αργά για να διασωθεί το κύρος των προγενέστερων πράξεων της Ένωσης, οι οποίες, ελλείψει αιτιολογίας, κηρύχθηκαν άκυρες κατά το μέτρο που αφορούσαν την καταχώριση της συγκεκριμένης οργανώσεως (33).

41.      Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση περιείχαν αιτιολογία τόσο η αρχική απόφαση καταχωρίσεως της LTTE όσο και όλες οι επακόλουθες αποφάσεις με τις οποίες διατηρήθηκε η καταχώρισή της στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3. Όπως επισήμανα ανωτέρω, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν να αποσταλεί προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (σε όποιες περιπτώσεις αυτό ήταν πρακτικώς εφικτό) επιστολή η οποία αιτιολογούσε γιατί αυτά είχαν καταχωρισθεί· στη συνέχεια, με ανακοίνωση που δημοσιευόταν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο γνωστοποιούσε προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα την πρόθεσή του να διατηρήσει την καταχώρισή τους στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, πληροφορώντας τα επίσης ότι είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν το σχέδιο της αιτιολογίας στην οποία σκόπευε να στηριχθεί το Συμβούλιο. Μετά την ανανέωση της καταχωρίσεως, το Συμβούλιο αναλάμβανε να αποστείλει εκ νέου προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα το τελικό σκεπτικό της αποφάσεώς του, εξηγώντας για ποιους λόγους εξακολουθούσαν να είναι καταχωρισμένα (34).

42.      Είναι αληθές ότι η πρώτη αιτιολογία καταχωρίσεως της LTTE στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, με την απόφαση 2006/379 της 29ης Μαΐου 2006, δεν κοινοποιήθηκε από το Συμβούλιο στην LTTE παρά μόνο στις 23 Απριλίου 2007, ήτοι σχεδόν έντεκα μήνες μετά την αρχική καταχώριση (35). Παραμένει, ωστόσο, γεγονός ότι η εν λόγω κοινοποίηση έλαβε χώρα προτού η απόφαση 2006/379 αντικατασταθεί και καταργηθεί με την απόφαση 2007/445 της 28ης Ιουνίου 2007 και, ως εκ τούτου, ενόσω η πρώτη απόφαση ήταν νομικώς δεσμευτική (36). Την επομένη της εκδόσεως της τελευταίας αυτής αποφάσεως, δηλαδή στις 29 Ιουνίου 2007, το Συμβούλιο απέστειλε στην LTTE το σκεπτικό βάσει του οποίου παρέμεινε καταχωρισμένη στον κατάλογο. Έκτοτε, η κοινοποίηση των λόγων για την εκ νέου καταχώρισή της ακολούθησε το μοτίβο που περιγράφηκε μόλις ανωτέρω.

43.      Με απλά λόγια, η κοινοποίηση της αιτιολογίας ενώ έχει μεσολαβήσει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως, δύσκολα συμβιβάζεται με την απαίτηση της νομολογίας να ανακοινώνεται η αιτιολογία «αμέσως» μετά την αρχική καταχώριση (37). Ωστόσο, γεγονός είναι ότι η LTTE δεν εναντιώθηκε στην αρχική καταχώρισή της, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως σαφώς είχε το δικαίωμα να πράξει, ασκώντας προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230 ΣΕΚ (ήδη 263 ΣΛΕΕ) εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Προτού δε τεθεί σε ισχύ η απόφαση που την αντικατέστησε (απόφαση 2007/445), το Συμβούλιο επανόρθωσε την παράλειψη (38). Σημειωτέον επίσης ότι το Συμβούλιο απολαύει ευρείας διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τον τρόπο επανορθώσεως τυχόν διαδικαστικών σφαλμάτων των πράξεων που εκδίδει. Εάν είχε επιλέξει (για παράδειγμα) να διαλάβει το αναγκαίο σκεπτικό στις αιτιολογικές σκέψεις μιας εκ των αποφάσεων για ανανέωση της ισχύος της καταχωρίσεως, τούτο, θεωρώ, θα μπορούσε να θεραπεύσει την όποια παράλειψη.

44.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να μην εξετάσει, ούτε από ουσιαστική ούτε από διαδικαστική άποψη, το κύρος της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως και/ή τις τυχόν συνέπειες του ζητήματος αυτού για το κύρος των επίμαχων πράξεων της Ένωσης.

 Το κύρος των επίμαχων πράξεων της Ένωσης, βάσει των οποίων η LTTE περιλαμβανόταν στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3 (αποφάσεις 2007/445, 2007/868, 2008/583 και 2009/62 και κανονισμός 501/2009)

45.      Ήταν επαρκώς αιτιολογημένες οι επίμαχες πράξεις της Ένωσης, ιδίως υπό το φως της αποφάσεως LTTE (39);

46.      Η κοινή θέση 2001/931 δεν περιέχει ρητή διάταξη για την παροχή αιτιολογίας. Η υποχρέωση αυτή αντλείται, κατά συνέπεια, από το άρθρο 296 ΣΛΛΕ, σύμφωνα με το οποίο οι νομικές πράξεις πρέπει να αιτιολογούνται. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία αυτή «πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του» (40). Η εν λόγω υποχρέωση συνιστά έκφανση της γενικής αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του αντίστοιχου θεμελιώδους δικαιώματος, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη (41).

47.      Η αιτιολογία της πράξεως πρέπει να προσδιορίζει τους πραγματικούς και ειδικούς λόγους για τους οποίους τo όργανο που εκδίδει την απόφαση κρίνει ότι οι σχετικοί κανόνες έχουν εφαρμογή επί του ενδιαφερομένου προσώπου (42)· και πρέπει «να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της πράξεως αυτής» (43). H αιτιολογία δεν απαιτείται να υπεισέρχεται σε όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ασκούν επιρροή, καθόσον η επάρκειά της εκτιμάται σε σχέση και με το όλο πραγματικό και ρυθμιστικό πλαίσιο (44).

48.      Κατόπιν τούτου, όσον αφορά αποφάσεις ανανεώσεως, όπως είναι οι επίμαχες πράξεις της Ένωσης, το ρυθμιστικό πλαίσιο συνίσταται στην έννομη υποχρέωση του Συμβουλίου να ελέγχει τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, «τουλάχιστον μια φορά το εξάμηνο» (άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931). Εάν, κατά τη διάρκεια του εξαμήνου, η πραγματική κατάσταση δεν έχει μεταβληθεί, «δεν απαιτείται να εκτεθούν λεπτομερέστερα οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο» είναι «πεπεισμένο ότι οι λόγοι που δικαιολογούσαν την εγγραφή» των ενδιαφερόμενων προσώπων «στον επίμαχο κατάλογο εξακολουθού[ν] να ισχύουν» (45). Εξάλλου, αρκεί η αιτιολογία να αφορά πράξη εκδοθείσα εντός πλαισίου «γνωστού» στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το οποίο «του επιτρέπει να γνωρίζει το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου» (46).

49.      Στο πραγματικό πλαίσιο των αποφάσεων ανανεώσεως εμπίπτουν στοιχεία όπως το αν, λόγω της παρόδου του χρόνου και/ή της μεταβολής των περιστάσεων, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει τη διατήρηση της καταχωρίσεως του ενδιαφερόμενου προσώπου ή της ενδιαφερόμενης ομάδας στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, «επί επικαιροποιημένης αξιολογήσεως της καταστάσεως, λαμβάνοντας υπόψη πιο πρόσφατα πραγματικά στοιχεία, τα οποία να αποδεικνύουν ότι» ο κίνδυνος «εξακολουθεί να υφίσταται» (47). Το Συμβούλιο, ωστόσο, δεν οφείλει να προσκομίσει οιοδήποτε «νέο στοιχείο» το οποίο έχει αποτελέσει «αντικείμενο εθνικής αποφάσεως ληφθείσας από αρμόδια αρχή» προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφαση ανανεώσεως (48).

50.      Η αιτιολογία των επίμαχων πράξεων της Ένωσης –εκτός από κάποιες επουσιώδεις αποκλίσεις, όπως διαφορετικές ημερομηνίες– είναι πανομοιότυπη. Θα εξετάσω, στη συνέχεια, ενδεικτικά την αιτιολογία της αποφάσεως 2007/445, ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Διευκρινίζω ευθύς εξαρχής ότι η ανάλυσή μου, σε αυτό το μέρος των προτάσεων, δεν αφορά την αιτιολογία του κανονισμού 501/2009 του Συμβουλίου, η οποία εξετάζεται χωριστά κατωτέρω, στα σημεία 63 επ. των προτάσεών μου.

51.      Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η ανανέωση της καταχωρίσεως της LTTE με την απόφαση 2007/445 αντλούνται από τρεις πηγές: την από 25 Απριλίου 2007 ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις αιτιολογικές σκέψεις της ίδιας της αποφάσεως 2007/445 και την τελική εκδοχή της αιτιολογίας όπως εστάλη στην LTTE στις 29 Ιουνίου 2007. Από μια συνδυαστική ανάγνωση των τριών αυτών πηγών προκύπτει ότι το Συμβούλιο (i) κοινοποίησε το σκεπτικό του προς την LTTE· (ii) ενημέρωσε την LTTE (και όλα τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη) ότι θα μπορούσε(-αν) να υποβάλει(-ουν) παρατηρήσεις στην Επιτροπή, εξηγώντας γιατί η καταχώριση δεν έπρεπε να ανανεωθεί· (iii) συνόψισε, στο πλαίσιο του σκεπτικού αυτού, τους λόγους για τους οποίους πληρούνταν οι προϋποθέσεις για ανανέωση της καταχωρίσεως· και (iv) κατόπιν εκδόσεως της αποφάσεως ανανεώσεως, απέστειλε στην LTTE τελική εκδοχή του σκεπτικού του, όπου εξέθετε την αιτιολογία για την ανανέωση της καταχωρίσεως (49).

52.      Στο τελευταίο αυτό έγγραφο η LTTE περιγραφόταν ως τρομοκρατική ομάδα που συγκροτήθηκε το 1976, και καταγράφονταν 12 ενέργειές της οι οποίες εμπίπτουν, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, στον ορισμό της τρομοκρατικής πράξεως στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσεως 2001/931. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο παρέπεμψε στην από 29 Μαρτίου 2001 απόφαση του United Kingdom Secretary of State for the Home Department περί απαγορεύσεως της δράσεως της LTTE δυνάμει του UK Terrorism Act 2000, στην από 6 Δεκεμβρίου 2001 απόφαση του United Kingdom Treasury περί δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων της LTTE και σε μια απόφαση των ινδικών αρχών του 1992 περί απαγορεύσεως της δράσεως των LTTE (οι οποίες στο σύνολό τους, σύμφωνα με το Συμβούλιο, ενέπιπταν στον ορισμό της «αποφάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και ήταν σε ισχύ).

53.      Είμαι της γνώμης ότι οι τρεις πηγές που επισημάνθηκαν στη σκέψη 51, ανωτέρω, περιείχαν επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να μπορεί η LTTE να γνωρίζει τόσο τους πραγματικούς και ειδικούς λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι οι σχετικοί κανόνες είχαν εφαρμογή στην περίπτωσή της, όσο και τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είχαν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της πράξεως ανανεώσεως. Με άλλα λόγια, υπήρχαν επαρκή στοιχεία τα οποία έδωσαν στην LTTE τη δυνατότητα να κατανοήσει τις σε βάρος της κατηγορίες και το εύρος των μέτρων που ελήφθησαν. Κατόπιν τούτου, η LTTE ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την ορθότητα της αποφάσεως ανανεώσεως. Εάν επέλεγε να την αμφισβητήσει, θα μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνας είτε υποβάλλοντας παρατηρήσεις πριν από την έκδοση της αποφάσεως ανανεώσεως –όπως κλήθηκε να το πράξει με την ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης– είτε προσβάλλοντας την απόφαση ανανεώσεως με προσφυγή βάσει του άρθρου 230 ΣΕΚ (νυν άρθρου 263 ΣΛΕΕ) ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εντός της ταχθείσας προθεσμίας μετά την έκδοσή της.

54.      Βεβαίως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι η αιτιολογία πρέπει γενικώς να κοινοποιείται πριν από την έκδοση της αποφάσεως ανανεώσεως (50), ενώ οι διάφορες τελικές εκδοχές του εκάστοτε σκεπτικού χρονολογήθηκαν και απεστάλησαν μετά την έκδοση του κάθε επίμαχου μέτρου. Θεωρώ, ωστόσο, ότι το Συμβούλιο εκπλήρωσε την ως άνω απαίτηση της νομολογίας, τουλάχιστον ως προς το πνεύμα της. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζω το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση 2007/445 (και οι υπόλοιπες αποφάσεις ανανεώσεως). Στην πραγματικότητα, η LTTE είχε στη διάθεσή της μια απαράλλακτη αιτιολογία ανά πάσα στιγμή πριν από την έκδοση της κάθε αποφάσεως ανανεώσεως. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η LTTE βρέθηκε κάποια στιγμή να μη γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά και τους λόγους οι οποίοι δικαιολογούσαν την απόφαση να διατηρηθεί η καταχώρισή της στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3.

55.      Μπορούσε η έκθεση των πραγματικών περιστατικών και των λόγων επί των οποίων στηριζόταν το κάθε μέτρο ανανεώσεως να επαναλαμβάνεται αυτολεξεί ανά εξάμηνο ή έπρεπε να επικαιροποιηθούν επειδή είχαν καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω μεταβολής των περιστάσεων ή/και του χρόνου που παρήλθε;

56.      Ως προς τις περιστάσεις, μόνο μία βασική μεταβολή επισημάνθηκε στο Δικαστήριο: η στρατιωτική ήττα της LTTE, τον Μάιο του 2009. Η μεταβολή αυτή επήλθε μετά την έκδοση των αποφάσεων 2007/445, 2007/868, 2008/583 και 2009/62. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι δεν την έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση των αποφάσεων αυτών.

57.      Ο K. P. εστιάζει την κριτική του όσον αφορά την επάρκεια της αιτιολογίας, αφενός, στο γεγονός ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να λάβει υπόψη του την ανακωχή που φέρεται να συνομολογήθηκε μεταξύ της LTTE και της Κυβερνήσεως της Σρι Λάνκα από το 2002 και, αφετέρου, στο γεγονός ότι μία από τις τρομοκρατικές πράξεις που απαριθμούνται από το Συμβούλιο στο σκεπτικό του (συγκεκριμένα, η δολοφονία Υπουργού της Κυβερνήσεως της Σρι Λάνκα) δεν διαπράχθηκε, όπως ισχυρίζεται, από την LTTE. Κατά την αντίληψή μου, κανένα από τα προβαλλόμενα γεγονότα δεν συνιστά μεταβολή πραγματικών περιστάσεων μεταξύ αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως και οποιασδήποτε από τις τέσσερις αποφάσεις ανανεώσεως, ώστε να υποχρεωθεί το όργανο που τις εξέδωσε να τροποποιήσει την αιτιολογία τους. Το συμπέρασμα που ευλόγως μπορεί να συναχθεί από τις υπόλοιπες έντεκα πράξεις τρομοκρατικής δραστηριότητας τις οποίες επικαλείται το Συμβούλιο είναι, αντιθέτως, ότι η υποτιθέμενη εκεχειρία δεν έφερε τέλος στις τρομοκρατικές ενέργειες της LTTE.

58.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι δεν έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου καμία ουσιώδης μεταβολή περιστάσεων λόγω της οποίας το Συμβούλιο θα όφειλε να τροποποιήσει το περιεχόμενο της αιτιολογίας των αποφάσεών του 2007/445, 2007/868, 2008/583 και 2009/62, σε σχέση με εκείνη της αρχικής αποφάσεως καταχωρίσεως.

59.      Ήταν η τροποποίηση της αιτιολογίας απαραίτητη απλώς και μόνο λόγω της παρόδου του χρόνου;

60.      Το Δικαστήριο είχε κρίνει, με τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Hamas (51) και Kadi II (52), ότι η παρέλευση χρονικού διαστήματος μεταξύ 9 και 13 ετών στην πρώτη περίπτωση, και 16 ετών στη δεύτερη, σήμαινε ότι ήταν πλέον αδύνατη η επίκληση της «παλαιάς» αιτιολογίας. Ας εξετάσουμε, επομένως, τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους στην προκειμένη υπόθεση. Ως σημείο εκκινήσεως λαμβάνω την 16η Οκτωβρίου 2006 –ημερομηνία της τελευταίας τρομοκρατικής πράξεως την οποία επικαλείται το Συμβούλιο στις αιτιολογικές εκθέσεις των επίμαχων πράξεων της Ένωσης. Η πρώτη απόφαση ανανεώσεως, μετά την αρχική απόφαση καταχωρίσεως (και συγκεκριμένα η απόφαση 2007/445 της 28ης Ιουνίου 2007), εκδόθηκε οκτώμισι μήνες αργότερα. Η απόφαση 2009/62 της 26ης Ιανουαρίου 2009 εκδόθηκε 27 μήνες μετά. (Οι αποφάσεις του Συμβουλίου 2007/868 της 20ης Δεκεμβρίου 2007 και 2008/583 της 15ης Ιουλίου 2008 εκδόθηκαν μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών.) Φρονώ ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι οι τρομοκρατικές πράξεις των ετών 2005/2006, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις τις οποίες έλαβε η αρμόδια αρχή το 2001, συνιστούσαν παρωχημένα σημεία αναφοράς για τις τέσσερις αυτές επίμαχες πράξεις της Ένωσης.

61.      Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί το πλαίσιο εντός του οποίου εκδίδονται οι αποφάσεις ανανεώσεως. Το εξάμηνο εντός του οποίου είναι υποχρεωτικό να ελεγχθούν εκ νέου οι καταχωρίσεις στον κατάλογο είναι σύντομο χρονικό διάστημα. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε τρομοκρατική ενέργεια εντός μιας δεδομένης περιόδου έξι μηνών θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν έχουν όντως το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Εναλλακτικώς, ωστόσο, ενδέχεται να σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι ελπίζουν να καλλιεργήσουν την εντύπωση ότι η δραστηριότητά τους έχει παύσει ενώ στην πραγματικότητα σχεδιάζονται και προετοιμάζονται περαιτέρω τρομοκρατικές πράξεις. Κατά συνέπεια, η ανανέωση για ένα ή ίσως και περισσότερα εξάμηνα είναι πιθανότατα μια συνετή προσέγγιση, ακόμη και αν δεν σημειώνονται νέες τρομοκρατικές ενέργειες, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που έχει το Συμβούλιο ως προς το ζήτημα αυτό (53), και του δημοσίου συμφέροντος για αναχαίτιση της τρομοκρατικής δραστηριότητας, μέσω προληπτικών μέτρων (54).

62.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, από κοινού, η ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2007/445 και η τελική αιτιολογία παρείχαν επαρκή στοιχεία προς εκπλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, ώστε να δικαιολογείται το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι, στο πλαίσιο αυτό, η LTTE συνιστούσε «κίνδυνο που εξακολουθεί να υφίσταται». Καταλήγω δε στο ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά τις αποφάσεις 2007/868, 2008/583 και 2009/62. Δεδομένου ότι τα γεγονότα και οι περιστάσεις που αφορούσαν την LTTE δεν φαίνεται να είχαν μεταβληθεί ουσιωδώς κατά την περίοδο κατά την οποία οι αποφάσεις αυτές ίσχυαν, θα ήταν πράγματι αντιφατικό αν το σκεπτικό του Συμβουλίου διέφερε ουσιωδώς, ή έστω και ελάχιστα.

63.      Ωστόσο, η γνώμη μου είναι διαφορετική όσον αφορά τον κανονισμό 501/2009, ο οποίος εκδόθηκε στις 15 Ιουνίου 2009 με σκοπό την αντικατάσταση και κατάργηση της αποφάσεως 2009/62. Ο κανονισμός αυτός παρουσιάζει ομοιότητες με τα μέτρα που ακύρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση LTTE (55).

64.      Επισημαίνω, στο σημείο αυτό, ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως του κανονισμού 501/2009 είχε ήδη επέλθει η ίδια ουσιώδης και σημαντική μεταβολή των περιστάσεων την οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση LTTE –δηλαδή η στρατιωτική ήττα που υπέστη η LTTE τον Μάιο του 2009 (56). Η εν λόγω ήττα προηγήθηκε της εκδόσεως του κανονισμού 501/2009 στις 15 Ιουνίου 2009. Η αιτιολογία του συγκεκριμένου μέτρου, όπως και των προγενέστερων αυτού, αναφέρεται σε έναν κατάλογο τρομοκρατικών ενεργειών που προηγούνται της στρατιωτικής ήττας. Σημειώνω, επίσης, ότι είχαν μεσολαβήσει περισσότεροι από 31 μήνες μεταξύ της ημερομηνίας της τελευταίας τρομοκρατικής πράξεως που επικαλέστηκε το Συμβούλιο (Οκτώβριος 2006) και της εκδόσεως του κανονισμού 501/2009. Το διάστημα αυτό είναι μεγαλύτερο σε σύγκριση με εκείνο το οποίο είχε μεσολαβήσει στην περίπτωση ενός εκ των μέτρων που ακύρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση LTTE (κανονισμός 83/2011) (57).

65.      Το Συμβούλιο ορθώς υπογράμμισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι είχε στη διάθεσή του έναν μόλις ημερολογιακό μήνα (μεταξύ της 17ης Μαΐου 2009 και της 15ης Ιουνίου 2009) για να τροποποιήσει το σχέδιο του κανονισμού 501/2009. Τούτο, ωστόσο, είναι το πλαίσιο εντός του οποίου διενεργείται ο υποχρεωτικός εξαμηνιαίος έλεγχος. Εάν η στρατιωτική ήττα είχε σημειωθεί λίγες μέρες πριν από την ημερομηνία εκδόσεως του κανονισμού 501/2009, θα ήμουν απολύτως έτοιμος να δεχθώ ότι θα ήταν παράλογο να αναμένουμε από το Συμβούλιο να έχει λάβει υπόψη του το γεγονός αυτό. Εν προκειμένω, ωστόσο, το Συμβούλιο είχε αρκετό χρόνο προκειμένου να επανεξετάσει την ανανέωση· εντούτοις, από κανένα σημείο της αιτιολογίας του δεν προκύπτει ότι το έπραξε.

66.      Το Συμβούλιο επιχείρησε να υποστηρίξει ότι ήταν άνευ σημασίας το γεγονός ότι η αιτιολογία δεν περιείχε καμία μνεία σε σχέση με τη νέα αυτή σημαντική εξέλιξη. Εάν στην αιτιολογία είχε προστεθεί μια φράση από την οποία προέκυπτε απλώς ότι το Συμβούλιο γνώριζε μεν για τη στρατιωτική ήττα αλλά έκρινε ότι θα ήταν πρόωρη τυχόν διαγραφή της LTTE από τον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, το αποτέλεσμα θα ήταν ουσιαστικώς το ίδιο: η απόφαση ανανεώσεως θα είχε ληφθεί ούτως ή άλλως. Ακόμη και αν τούτο θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει εν προκειμένω, το επιχείρημα του Συμβουλίου είναι άστοχο. Η έλλειψη και της ελάχιστης αναφοράς στη μεταβολή των περιστάσεων και της παραμικρής εξηγήσεως ως προς το γιατί η καταχώριση έπρεπε, παρά ταύτα, να ανανεωθεί, σημαίνει ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο στη νομολογία του σχετικά με τα μέτρα ανανεώσεως της καταχωρίσεως τρομοκρατικών οργανώσεων στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3 (58).

67.      Το Συμβούλιο υποστήριξε, επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η LTTE ήταν εκείνη που όφειλε να μεριμνήσει ώστε να ενημερωθεί το Συμβούλιο για τη στρατιωτική ήττα, ενώ το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να αναζητήσει ενεργά τις συγκεκριμένες πληροφορίες. Το ως άνω επιχείρημα δεν συνάδει με το (δημοσίως γνωστό) γεγονός ότι το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων συνεδρίασε στις 18 και 19 Μαΐου 2009 για να συζητήσει ακριβώς «τις πρόσφατες εξελίξεις» στη Σρι Λάνκα, και αφιέρωσε 9 σημεία των συμπερασμάτων του [Συμβουλίου] ειδικά στην αντιμετώπιση της καταστάσεως «καθώς τερματί[ζονταν] οι συγκρούσεις» (59). Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ρητώς κρίνει ότι το Συμβούλιο μπορεί να επικαλείται πρόσφατο υλικό το οποίο έχει αντλήσει από τις εφημερίδες ή το διαδίκτυο προκειμένου να δικαιολογήσει την ανανέωση καταχωρίσεως (60). Συνεπώς, το Συμβούλιο μπορεί να κάνει το ίδιο και στο πλαίσιο της εξετάσεως του ενδεχομένου διαγραφής από τον κατάλογο. Θα προσέθετα ότι η άμεση επικοινωνία, μέσω δικηγόρου, με τις διοικητικές αρχές σε μια άλλη ήπειρο μπορεί να μην είναι δυνατή ή, τουλάχιστον, να μην αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για μια ομάδα που μόλις υπέστη στρατιωτική ήττα, στην οποία φέρεται να έχει σκοτωθεί ο ηγέτης της (61).

68.      Κατόπιν τούτου, εκτιμώ ότι ο κανονισμός 501/2009 πρέπει να κριθεί άκυρος με το ίδιο κατ’ ουσίαν σκεπτικό στο οποίο στήριξε το Δικαστήριο την προαναφερθείσα απόφαση LTTE. Επιπροσθέτως, ενώ το ελάττωμα ενδέχεται να είναι θεραπεύσιμο, κανένα μέτρο δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικώς στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά του K. P (62).

 Πρόταση

69.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Landgericht Saarbrücken (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Saarbrücken, Γερμανία) ως εξής:

Ο κανονισμός (ΕΚ) 501/2009 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2009/62/ΕΚ, είναι άκυρος, καθό μέτρο αφορά την οργάνωση Liberation Tigers of Tamil Eelam.

Από την εξέταση του υλικού που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος ούτε της αποφάσεως 2007/445/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379/ΕΚ και 2006/1008/ΕΚ, ούτε της αποφάσεως 2007/868/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της απόφασης 2007/445/ΕΚ, ούτε της αποφάσεως 2008/583/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2007/868/ΕΚ, ούτε της αποφάσεως 2009/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2008/583/ΕΚ.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      ΕΕ 2001, L 344, σ. 70.


3      S/RES/1373 (2001).


4      ΕΕ 2001, L 344, σ. 93.


5      Αιτιολογικές σκέψεις 1, 2 και 5.


6      ΕΕ 2006, L 144, σ. 25.


7      Έκτοτε η οργάνωση παραμένει στον κατάλογο στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, διατηρήθηκε δε πλέον προσφάτως και με την απόφαση 2018/1084/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2018, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2018/475(ΕΕ 2018, L 194, σ. 144).


8      Αιτιολογικές σκέψεις 2, 3, 4, 5, 12 και 14.


9      Απόφαση του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2006, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2005/930/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 144, σ. 21).


10      Η LTTE εξακολουθεί, επί του παρόντος, να είναι καταχωρισμένη στον κατάλογο του άρθρου 2, παράγραφος 3, βάσει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/1071 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2018, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/468 (ΕΕ 2018, L 194, σ. 23).


11      Απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379/ΕΚ και 2006/1008/ΕΚ (ΕΕ 2007, L 169, σ. 58).


12      Αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως 2007/445.


13      Αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως 2007/445.


14      Στο εξής, θα αναφέρομαι στην απόφαση 2007/445 και στις μεταγενέστερες πράξεις που απαριθμούνται στο σημείο 18 των προτάσεών μου ως «επίμαχες πράξεις της Ένωσης».


15      Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της απόφασης 2007/445/ΕΚ (ΕΕ 2007, L 340, σ. 100).


16      Απόφαση του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2007/868/ΕΚ (ΕΕ 2008, L 188, σ. 21).


17      Απόφαση του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2008/583/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 23, σ. 25).


18      Κανονισμός της 15ης Ιουνίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2009/62/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 151, σ. 14).


19      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το άρθρο 34, παράγραφοι 4, σημείο 2, και 6, σημείο 2, του AWG, όριζε τα εξής: «(4) Τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έξι μηνών έως πέντε ετών όποιος […] 2) παραβιάζει δημοσιευμένη στην Bundesanzeiger και άμεσης ισχύος απαγόρευση εξαγωγής, πωλήσεως, παραδόσεως, διαθέσεως, διαβιβάσεως, παροχής υπηρεσιών, επενδύσεως, υποστηρίξεως ή καταστρατηγήσεως, όταν η απαγόρευση επιβάλλεται με νομική πράξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία αποσκοπεί στην εφαρμογή οικονομικής κυρώσεως που έχει αποφασιστεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας […] 6) Τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον δύο ετών όποιος […] 2) διαπράττει κάποια από τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1, 2 ή 4 πράξεις κατ’ επάγγελμα ή ως μέλος συμμορίας που έχει συσταθεί με σκοπό την κατ’ εξακολούθηση τέλεση τέτοιων αξιόποινων πράξεων, με τη συνέργεια άλλου μέλους της συμμορίας […]». Το άρθρο 34, παράγραφοι 4, σημείο 2, και 6, του AWG, όπως ίσχυε μεταξύ 24 Απριλίου 2009 και 11 Νοεμβρίου 2010, όριζε τα εξής: «4) Τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έξι μηνών έως πέντε ετών όποιος […] 2) παραβιάζει δημοσιευμένη στην Bundesanzeiger και άμεσης ισχύος απαγόρευση εξαγωγής, εισαγωγής, διελεύσεως, μετακινήσεως, πωλήσεως, παραδόσεως, διαθέσεως, διαβιβάσεως, παροχής υπηρεσιών, επενδύσεως, υποστηρίξεως ή καταστρατηγήσεως, όταν η απαγόρευση επιβάλλεται με νομική πράξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία αποσκοπεί στην εφαρμογή οικονομικής κυρώσεως που έχει αποφασιστεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας […] 6) Τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον δύο ετών όποιος … 2) διαπράττει κάποια από τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1, 2 ή 4 πράξεις κατ’ επάγγελμα ή ως μέλος συμμορίας που έχει συσταθεί με σκοπό την κατ’ εξακολούθηση τέλεση τέτοιων αξιόποινων πράξεων, με τη συνέργεια άλλου μέλους της συμμορίας […]». Κατόπιν τροποποιήσεων της εθνικής νομοθεσίας, από 1ης Σεπτεμβρίου 2013 οι εν λόγω διατάξεις διαλαμβάνονται πλέον στο άρθρο 18, παράγραφοι 1, στοιχείο a, και 8, του AWG.


20      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010 (C-550/09, EU:C:2010:382).


21      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010 (C‑550/09, EU:C:2010:382, σκέψεις 56 και 57).


22      Απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014 (T-208/11 και T-508/11, EU:T:2014:885). Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε με την απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583).


23      Εκτελεστικοί κανονισμοί του Συμβουλίου (ΕΕ) 83/2011, της 31ης Ιανουαρίου 2011, 687/2011, της 18ης Ιουλίου 2011, 1375/2011, της 22ας Δεκεμβρίου 2011, 542/2012, της 25ης Ιουνίου 2012, 1169/2012, της 10ης Δεκεμβρίου 2012, 714/2013, της 25ης Ιουλίου 2013, 125/2014, της 10ης Φεβρουαρίου 2014 και 790/2014, της 22ας Ιουλίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση των εκτελεστικών κανονισμών (ΕΕ) 610/2010, 83/2011, 687/2011, 1375/2011, 542/2012, 1169/2012, 714/2013 και 125/2014 (ΕΕ 2011, L 28, σ. 14).


24      Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C-188/92, EU:C:1994:90, σκέψεις 17, 18 και 24).


25      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17). Βλ., επίσης, την ανάλυσή μου επί του ζητήματος του παραδεκτού υπό ανάλογες περιστάσεις, στη βάση, ωστόσο, των λιγότερο αυστηρών κανόνων που εισήχθησαν στη ΣΛΕΕ μετά την 1η Δεκεμβρίου 2009, στις προτάσεις μου στην υπόθεση A κ.λπ. κατά Minister van Buitenlandse Zaken (C-158/14, EU:C:2016:734, σημεία 58 έως 88), την οποία ακολούθησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017 (C-158/14, EU:C:2017:202, σκέψεις 59 έως 75).


26      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, E και F (C-550/09, EU:C:2010:382, σκέψη 49)


27      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010 (C-550/09, EU:C:2010:382).


28      Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 51 και 61).


29      Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583 σκέψεις 59 και 60).


30      Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583 σκέψη 60).


31      Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583 σκέψη 46), και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Γαλλίας (Hamas) (C-79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 25).


32      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010 (C-550/09, EU:C:2010:382).


33      Βλ. σημείο 24 των προτάσεών μου.


34      Βλ. σημεία 16 έως 19 των προτάσεών μου. Το Συμβούλιο ασφαλώς δεν είχε απαραιτήτως διευθύνσεις επικοινωνίας για όλους τους εν δυνάμει ενδιαφερομένους καθεμίας από τις αποφάσεις καταχωρίσεως· ωστόσο, η δημοσίευση της ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα να ζητηθεί το σκεπτικό της αποφάσεως, μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι καλύπτουν την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε υπονοήθηκε ότι ένας τέτοιος μηχανισμός είναι αυτός καθ’ εαυτόν εν γένει παράνομος.


35      Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως 2007/445, «το Συμβούλιο έδωσε σε όλα τα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες για τις οποίες αυτό ήταν πρακτικώς εφικτό τους λόγους για τους οποίους ετέθησαν στην απόφαση 2006/379/ΕΚ […]». Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε επίσης (χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού) ότι το σκεπτικό του, πράγματι, κοινοποιήθηκε προς την LTTE στις 23 Απριλίου 2007.


36      Για τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης –ακόμη και αν είναι παράτυπες– ισχύει το τεκμήριο νομιμότητας, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, καταργηθεί, ακυρωθεί ή κριθεί άκυρες. Βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1982, Dürbeck κατά Επιτροπής (11/81, EU:C:1982:120, σκέψη 17), και της 5ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-475/01, EU:C:2004:585, σκέψη 18).


37      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran (C-27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 61).


38      Επίσης, αξίζει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο αυτού του είδους μέτρων, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η αρχική απόφαση καταχωρίσεως είναι άκυρη ελλείψει επαρκούς αιτιολογίας, δύναται, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, να διατηρήσει σε ισχύ την «παράτυπη» απόφαση για ορισμένο χρονικό διάστημα, δίνοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στο Συμβούλιο να λάβει μέτρα για να θεραπεύσει την έλλειψη αιτιολογίας. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat Foundation (C‑402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 375 και 376 και την τρίτη διαπίστωση του Δικαστηρίου στο διατακτικό της αποφάσεως).


39      Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583).


40      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Stichting Al-Aqsa (C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 138).


41      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (στο εξής: Kadi II) (C-584/10 P, C‑593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)· βλ., επίσης, Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Union (ΕΕ 2012, C 326, σ. 391).


42      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Kadi II (C-584/10 P, C-593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 30).


44      Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Stichting Al-Aqsa (C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 139 έως 140). Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba (C-417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Stichting Al-Aqsa (C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 146).


46      Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba (C-417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 54), και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas (C-79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 32)· βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Kadi II (C-584/10 P, C-593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 156).


48      Αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά v LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 62), και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas (C-79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 40).


49      Το Συμβούλιο αναφέρει στις γραπτές παρατηρήσεις του ότι μόνον η (από 16 Ιουνίου 2009) επιστολή με το σκεπτικό του όσον αφορά τον κανονισμό 501/2009 «επιστράφηκε στον αποστολέα».


50      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Kadi II (C-584/10 P, C-593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 113).


51      Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017 (C-79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 33).


52      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Kadi II (C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 156).


53      Βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organisation of Iran κατά Συμβουλίου (T-256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


54      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013 Kadi II (C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 130).


55      Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583).


56      Σύμφωνα με την εφημερίδα Guardian του Ηνωμένου Βασιλείου, η Κυβέρνηση της Σρι Λάνκα κήρυξε επίσημα τη λήξη του 25ετούς εμφυλίου πολέμου με μια δήλωση νίκης στις 19 Μαΐου 2009. Βλ. https://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lankahttps://www.theguardian.com/world/2009/may/18/tamil-tigers-killed-sri-lanka. Οι συμμετέχοντες στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν αμφισβήτησαν ότι το περιστατικό αυτό έλαβε χώρα στα μέσα Μαΐου 2009.


57      Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 83/2011 του Συμβουλίου, της 31ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 610/2010 (ΕΕ 2011, L 28, σ. 14). Βλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 78 έως 80).


58      Βλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 33).


59      Βλ. http://europa.eu/rapid/press-release_PRES-09-137_el.htm.


60      Βλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 72).


61      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συνήγορος του K. P. ισχυρίστηκε, δίχως να αντικρουσθεί, ότι αυτό ακριβώς είχε συμβεί εν προκειμένω. Βλ., συναφώς, το άρθρο εφημερίδας στο οποίο αναφέρθηκα με την υποσημείωση 56 των προτάσεών μου.


62      Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, E και F (C-550/09, EU:C:2010:382, σκέψη 59), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση εκείνη (C-550/09, EU:C:2010:272, σημεία 115 έως 123).