Language of document : ECLI:EU:C:2019:264

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 28ης Μαρτίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Απόβλητα – Οδηγία 2008/98/ΕΚ – Επαναχρησιμοποίηση και ανάκτηση των αποβλήτων – Ειδικά κριτήρια για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων λυματολάσπης κατόπιν επεξεργασίας ανακτήσεως – Έλλειψη κριτηρίων σε ευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο»

Στην υπόθεση C‑60/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tallinna Ringkonnakohus (εφετείο Ταλίν, Εσθονία) με απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

AS Tallinna Vesi AS

κατά

Keskkonnaamet,

παρισταμένου του:

Keskkonnaministeerium,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, E. Levits, C. Vajda και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η AS Tallinna Vesi AS, εκπροσωπούμενη από τον T. Pikamäe, vandeadvokaat,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη N. Grünberg,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Palatiello, avvocato dello Stato,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και M. A. M. de Ree,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις E. Sanfrutos Cano και E. Kružíková, καθώς και από τον F. Thiran, επικουρούμενους από τον L. Naaber-Kivisoo, vandeadvokaat,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ 2008, L 312, σ. 3).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Tallinna Vesi AS και της Keskkonnaamet (υπηρεσίας περιβάλλοντος, Εσθονία), με αντικείμενο την έκδοση από την ως άνω υπηρεσία δύο αποφάσεων με αποδέκτη την Tallinna Vesi για την ανάκτηση αποβλήτων και την άρνηση αποχαρακτηρισμού αποβλήτων λυματολάσπης κατόπιν επεξεργασίας ανακτήσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2008/98 έχει ως εξής:

«Η οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των αποβλήτων [(ΕΕ 2006, L 114, σ. 9)] καθορίζει το νομικό πλαίσιο για τον χειρισμό των αποβλήτων στην Κοινότητα. Η οδηγία ορίζει βασικές αρχές όπως τι είναι απόβλητο, ανάκτηση και διάθεση και θεσπίζει τις ουσιαστικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των αποβλήτων, ιδίως την υποχρέωση οργανισμού ή επιχείρησης που διεξάγει εργασίες διαχείρισης αποβλήτων να έχει άδεια ή να είναι καταχωρημένος και την υποχρέωση των κρατών μελών να καταρτίζουν σχέδια διαχείρισης αποβλήτων. Θεσπίζει επίσης βασικές αρχές, όπως η υποχρέωση διαχείρισης των αποβλήτων κατά τρόπο που να μην έχει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, η ενθάρρυνση της εφαρμογής της ιεράρχησης των αποβλήτων και, σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η απαίτηση κατά την οποία το κόστος διάθεσης των αποβλήτων πρέπει να βαρύνει τον κάτοχο των αποβλήτων ή προηγούμενους κατόχους ή παραγωγούς του προϊόντος από το οποίο προέκυψαν τα απόβλητα.»

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29 της οδηγίας 2008/98 έχουν ως εξής:

«(28)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμβάλει ώστε η ΕΕ να έρθει πιο κοντά σε μια “κοινωνία ανακύκλωσης”, που θα επιδιώκει την αποφυγή της δημιουργίας αποβλήτων και τη χρησιμοποίηση των αποβλήτων ως πόρου […]

(29)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να στηρίζουν τη χρήση προϊόντων που μπορούν να υποστούν ανακύκλωση […] σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων και το στόχο της επίτευξης μιας κοινωνίας της ανακύκλωσης, και δεν θα πρέπει να στηρίζουν την υγειονομική ταφή ή την αποτέφρωση των ανωτέρω προϊόντων, όποτε είναι δυνατόν.»

5        Η αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Προκειμένου να εφαρμόζονται η αρχή της προφύλαξης και η αρχή της προληπτικής δράσης που περιλαμβάνονται στο άρθρο [191], παράγραφος 2, της [ΣΛΕΕ], είναι ανάγκη να τεθούν γενικοί περιβαλλοντικοί στόχοι για τη διαχείριση των αποβλήτων εντός της Κοινότητας. Δυνάμει των αρχών αυτών, εναπόκειται στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα πλαίσιο που θα αποτρέπει, θα μειώνει και, στο μέτρο του δυνατού, θα εξαλείφει εξαρχής τις πηγές ρύπανσης ή όχλησης, με τη θέσπιση μέτρων δια των οποίων θα εξαλείφονται οι αναγνωρισμένοι κίνδυνοι.»

6        Κατά το άρθρο 3, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “απόβλητα”: κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει».

7        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Ιεράρχηση των αποβλήτων», έχει ως εξής:

«1.      Στη νομοθεσία και την πολιτική για την πρόληψη και τη διαχείριση των αποβλήτων ισχύει ως τάξη προτεραιότητας η ακόλουθη ιεράρχηση όσον αφορά τα απόβλητα:

α)      πρόληψη,

β)      προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση,

γ)      ανακύκλωση,

δ)      άλλου είδους ανάκτηση, π.χ. ανάκτηση ενέργειας, και

ε)      διάθεση.»

8        Κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98, με τίτλο «Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων»:

«1.      Ορισμένα προσδιορισμένα απόβλητα παύουν να αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, εάν έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης, περιλαμβανομένης της ανακύκλωσης, και πληρούν ειδικά κριτήρια που θα καθοριστούν σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

α)      η ουσία ή το αντικείμενο χρησιμοποιείται συνήθως για συγκεκριμένους σκοπούς·

β)      υπάρχει αγορά ή ζήτηση για τη συγκεκριμένη ουσία ή [το συγκεκριμένο] αντικείμενο·

γ)      η ουσία ή το αντικείμενο πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις για τους συγκεκριμένους σκοπούς και συμμορφούται προς την κείμενη νομοθεσία και τα πρότυπα που ισχύουν για τα προϊόντα, και

δ)      η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν πρόκειται να έχει δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον ή στην ανθρώπινη υγεία.

Εφόσον απαιτείται, τα κριτήρια περιλαμβάνουν οριακές τιμές για τους ρύπους και συνεκτιμούν ενδεχόμενες δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ουσίας ή του αντικειμένου.

2.      Τα μέτρα, σκοπός των οποίων είναι η τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της και τα οποία αφορούν τον καθορισμό των κριτηρίων της παραγράφου 1 και ορίζουν τον τύπο αποβλήτων επί των οποίων ισχύουν τα κριτήρια αυτά, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2. Τα ειδικά κριτήρια αποχαρακτηρισμού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον για τα αδρανή υλικά, το χαρτί, το γυαλί, το μέταλλο, τα ελαστικά επίσωτρα και τα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας.

[…]

4.      Εάν δεν έχουν καθορισθεί κριτήρια σε κοινοτικό επίπεδο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στις παραγράφους 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν, κατά περίπτωση, εάν ένα συγκεκριμένο απόβλητο έχει αποχαρακτηρισθεί βάσει της εφαρμοστέας νομολογίας. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτές τις αποφάσεις στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών [(ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18)], εφόσον αυτό απαιτείται από την εν λόγω οδηγία.»


 Το εσθονικό δίκαιο

9        Στις 28 Ιανουαρίου 2004 το Riigikogu (Κοινοβούλιο) της Δημοκρατίας της Εσθονίας εξέδωσε τον jäätmeseadus (νόμο περί αποβλήτων). Τα άρθρα 2 και 21 του νόμου περί αποβλήτων, ως ίσχυαν από τις 18 Ιουλίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, είχαν ως εξής:

«Άρθρο 2 – Απόβλητα

(1)      Απόβλητα συνιστούν κάθε αντικείμενο ή νηολογημένο σκάφος το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.

(2)      “Απόρριψη” είναι η θέση του αντικειμένου σε αχρησία, η εγκατάλειψη της χρήσεώς του ή η περιέλευσή του σε αχρησία, όταν η χρήση του αντικειμένου αυτού δεν είναι δυνατή από τεχνική άποψη ή δεν φαίνεται εύλογη, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών ή περιβαλλοντικών συνθηκών.

[…]

(4)      Η κυβέρνηση καταρτίζει, με κανονιστική πράξη, τον κατάλογο των αποβλήτων, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα επικίνδυνα απόβλητα, που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου […].

Άρθρο 21 – Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων

(1)      Τα απόβλητα παύουν να θεωρούνται απόβλητα, εάν έχουν υποστεί εργασίες ανακτήσεως ή ανακυκλώσεως και εφόσον πληρούν τα στηριζόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/98[…] κριτήρια τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

1)      η ουσία ή το αντικείμενο χρησιμοποιείται συνήθως για συγκεκριμένους σκοπούς·

2)      υπάρχει αγορά ή ζήτηση για τη συγκεκριμένη ουσία ή το συγκεκριμένο αντικείμενο·

3)      η ουσία ή το αντικείμενο πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις και συνάδει προς την κείμενη νομοθεσία και τα ισχύοντα πρότυπα προϊόντων για τους συγκεκριμένους σκοπούς·

4)      η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον ή στην ανθρώπινη υγεία.

(2)      Εάν δεν έχουν καθοριστεί κριτήρια κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, ο αρμόδιος για τον τομέα αυτόν υπουργός δύναται να καθορίσει με κανονιστική πράξη τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού ορισμένων ειδών αποβλήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, σημεία 1 έως 4, του παρόντος άρθρου.

(3)      Τα κριτήρια πρέπει να περιλαμβάνουν οριακές τιμές ρύπων, εφόσον απαιτείται, και να λαμβάνουν υπόψη ενδεχόμενες επιζήμιες συνέπειες της ουσίας ή του αντικειμένου στο περιβάλλον ή στην ανθρώπινη υγεία.

(4)      Οι εργασίες ανακτήσεως, κατόπιν των οποίων αποχαρακτηρίζονται τα απόβλητα, πρέπει να μνημονεύονται στην άδεια επεξεργασίας αποβλήτων ή σε ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια της επιχειρήσεως που πραγματοποίησε τις εργασίες ανακτήσεως, η οποία χορηγείται σύμφωνα με τον tööstusheite seadus (νόμο περί βιομηχανικών εκπομπών)».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Η Tallinna Vesi δραστηριοποιείται στον τομέα της αποχετεύσεως αστικών λυμάτων της πόλεως του Ταλίν (Εσθονία) και των περιχώρων της, και της επεξεργασίας των λυμάτων σε σταθμό επεξεργασίας ενεργοποιημένης ιλύος. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η προερχόμενη από τη διαδικασία καθαρισμού λυμάτων ιλύς μεταφέρεται σε δεξαμενές για αναερόβια αποδόμηση (μεθανιοποίηση). Κατόπιν διαδικασίας αναερόβιας αποδομήσεως δεκαπέντε ημερών, η εν λόγω λυματολάσπη αποξηραίνεται με τη βοήθεια φυγοκεντρικών (φίλτρων-) πρεσσών και μεταφέρεται στον χώρο λιπασματοποιήσεως για αερόβια αποδόμηση.

11      Η Tallinna Vesi ήθελε να διαθέσει στο εμπόριο ως λίπασμα για χώρους πρασίνου την προερχόμενη από καθαρισμό των αστικών λυμάτων και επεξεργασμένη από την ίδια λυματολάσπη. Εκτιμά ότι η διαδικασία αυτή αντιστοιχεί σε βιολογική ανακύκλωση (κωδικός εργασίας R3o) και επιθυμεί να λάβει σχετική άδεια επεξεργασίας αποβλήτων.

12      Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η βιολογική ανακύκλωση είναι εργασία ανακτήσεως αποβλήτων κατά την οποία γίνεται επεξεργασία των αποβλήτων, τα οποία παύουν να αποτελούν απόβλητα, εφόσον πληρούν τις τεχνικές απαιτήσεις για τους συγκεκριμένους σκοπούς και συνάδουν με την κείμενη νομοθεσία και τα ισχύοντα πρότυπα προϊόντων, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου περί αποβλήτων.

13      Η Δημοκρατία της Εσθονίας μετέφερε το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98 στην εθνική έννομη τάξη προβλέποντας, στο άρθρο 21 του νόμου περί αποβλήτων, τη δυνατότητα αποχαρακτηρισμού αποβλήτων μόνο βάσει πράξεως της Ένωσης ή κανονιστικής πράξεως του Υπουργού Περιβάλλοντος ορίζουσας τα σχετικά κριτήρια. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, προϋπόθεση για τον αποχαρακτηρισμό ενός αποβλήτου, όπως η λυματολάσπη που έχει υποστεί επεξεργασία καθαρισμού από επιχείρηση όπως η Tallinna Vesi, είναι να έχουν προηγουμένως καθορισθεί από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, με κανονιστική απόφαση και για το συγκεκριμένο είδος αποβλήτων, τα κριτήρια βάσει των οποίων η υπηρεσία περιβάλλοντος μπορεί να εκτιμήσει αν η λυματολάσπη έχει παύσει να αποτελεί απόβλητο κατόπιν της επεξεργασίας που υπέστη. Η υπηρεσία αυτή δεν μπορεί, συνεπώς, δυνάμει του εσθονικού δικαίου, να στηριχθεί μόνο στις αρχές του άρθρου 21, παράγραφος 1, του νόμου περί αποβλήτων για να αποφασίσει εάν, εν προκειμένω, λόγω εφαρμογής από την Tallinna Vesi των διαδικασιών σταθεροποιήσεως και απολυμάνσεως της λυματολάσπης, αυτή έπαυσε να αποτελεί απόβλητο και κατέστη προϊόν.

14      Όμως, κατά την ημερομηνία εκδόσεως των επίμαχων στην κύρια δίκη αδειών, ούτε το δίκαιο της Ένωσης ούτε το εσθονικό δίκαιο προέβλεπε τέτοια κριτήρια. Ως εκ τούτου, η υπηρεσία περιβάλλοντος δεν χορήγησε τον κωδικό R3o για την εργασία ανακτήσεως της ιλύος από καθαρισμό αστικών λυμάτων με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν η προϋπόθεση του άρθρου 21, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου περί αποβλήτων. Οι εργασίες επεξεργασίας αποβλήτων που πραγματοποιούσε η Tallinna Vesi χαρακτηρίστηκαν, συνεπώς, με δύο αποφάσεις της υπηρεσίας περιβάλλοντος, ως «βιολογική επεξεργασία η οποία προηγείται της ανακτήσεως των αποβλήτων (κωδικός εργασίας R12o)».

15      Την 1η Δεκεμβρίου 2014 και στις 20 Ιουλίου 2015 η Tallinna Vesi άσκησε προσφυγές ενώπιον του Tallinna Halduskohus (διοικητικού πρωτοδικείου Ταλίν, Εσθονία) ζητώντας τη μερική ακύρωση αυτών των δύο αποφάσεων καθώς και να υποχρεωθεί η υπηρεσία περιβάλλοντος να τροποποιήσει τις άδειες που απορρέουν από αυτές ή, σε περίπτωση μη τροποποιήσεώς τους, να εκδώσει νέες άδειες βάσει του κωδικού εργασίας R3o. Οι προσφυγές αυτές απορρίφθηκαν με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2016 λόγω ελλείψεως των σχετικών τεχνικών απαιτήσεων, νομοθεσίας και προτύπων προϊόντων. Η Tallinna Vesi άσκησε, κατόπιν τούτου, έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tallinna Ringkonnakohus (εφετείο Ταλίν, Εσθονία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 την έννοια ότι συνάδει προς τη διάταξη αυτή ένας εθνικός κανόνας δικαίου που ορίζει ότι, όταν σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης δεν προβλέπονται κριτήρια για τον αποχαρακτηρισμό συγκεκριμένου είδους αποβλήτων, ο αποχαρακτηρισμός τους εξαρτάται από την ύπαρξη, για το συγκεκριμένο είδος αποβλήτων, κριτηρίων που ορίζονται με εθνικό κανόνα δικαίου γενικής ισχύος;

2)      Όταν σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης δεν προβλέπονται κριτήρια για τον αποχαρακτηρισμό συγκεκριμένου είδους αποβλήτων, παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/98 στον κάτοχο αποβλήτων το δικαίωμα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή ή από δικαστήριο κράτους μέλους την έκδοση αποφάσεως αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως αν για το συγκεκριμένο είδος αποβλήτων υπάρχουν κριτήρια οριζόμενα με εθνικό κανόνα δικαίου γενικής ισχύος;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

17      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας, αν δεν έχει οριστεί στο επίπεδο της Ένωσης κανένα κριτήριο για τον αποχαρακτηρισμό συγκεκριμένου είδους αποβλήτων, ο αποχαρακτηρισμός του εξαρτάται από την ύπαρξη κριτηρίων που ορίζονται με εθνικό κανόνα δικαίου γενικής ισχύος για το συγκεκριμένο είδος αποβλήτων και αν, υπό τέτοιες περιστάσεις, ο κάτοχος αποβλήτων μπορεί να ζητήσει, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή από δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους, την έκδοση αποφάσεως αποχαρακτηρισμού αποβλήτων σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

18      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας 2008/98 ορίζει ως «απόβλητα» κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.

19      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/98 προβλέπει τους όρους που πρέπει να πληρούν τα ειδικά κριτήρια αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας αυτής, όταν έχουν υποστεί εργασία ανακτήσεως ή ανακυκλώσεως.

20      Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/98, η έκδοση των κανόνων εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ανατίθεται στην Επιτροπή, για τη θέσπιση των ειδικών κριτηρίων αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων. Δεν αμφισβητείται ότι τέτοιοι κανόνες δεν έχουν εκδοθεί για λυματολάσπη όπως η συγκεκριμένη στην υπόθεση της κύριας δίκης η οποία έχει υποστεί επεξεργασία ανακτήσεως.

21      Υπό τέτοιες περιστάσεις, τα κράτη μέλη μπορούν, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98, να αποφασίζουν, κατά περίπτωση, αν ορισμένα απόβλητα έχουν παύσει να αποτελούν απόβλητα, ενώ οφείλουν παράλληλα, όταν αυτό επιβάλλεται από την οδηγία 98/34, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48, να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα τεχνικά πρότυπα και τους τεχνικούς κανόνες που έχουν θεσπίσει συναφώς.

22      Διαπιστώνεται, πρώτον, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει, συνεπώς, προβλέψει συγκεκριμένα ότι τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν μέτρα σχετικά με τον αποχαρακτηρισμό μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως αποβλήτου, χωρίς εντούτοις να διευκρινίζει τη φύση των μέτρων αυτών.

23      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, δεδομένου ότι τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98, όπως και οι κανονιστικές ρυθμίσεις της Ένωσης που θεσπίζονται βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, συνεπάγονται τον αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων και, συνεπώς, την παύση της προστασίας που κατοχυρώνει η νομοθεσία περί αποβλήτων για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, πρέπει να διασφαλίζουν την τήρηση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, του εν λόγω άρθρου και, ιδίως, να συνεκτιμούν ενδεχόμενες επιπτώσεις της συγκεκριμένης ουσίας ή του συγκεκριμένου αντικειμένου στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία.

24      Επίσης, από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα λήψεως αποφάσεων σε ατομικές περιπτώσεις, ιδίως βάσει αιτήσεων που έχουν υποβληθεί από τους κατόχους της ουσίας ή του αντικειμένου που χαρακτηρίζεται ως «απόβλητο», αλλά και ότι μπορούν να ορίζουν τεχνικά πρότυπα ή τεχνικούς κανόνες για τα απόβλητα ορισμένης κατηγορίας ή για ορισμένο είδος αποβλήτων. Πράγματι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών της, η υποχρέωση που προβλέπει η διάταξη αυτή να κοινοποιούνται τέτοιου είδους μέτρα στην Επιτροπή, όταν το επιβάλλει η οδηγία 98/34, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48, αφορά τα σχέδια τεχνικών κανόνων και όχι τις ατομικές αποφάσεις.

25      Το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 δεν αντιτίθεται, συνεπώς, σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, ελλείψει κριτηρίων οριζόμενων στο επίπεδο της Ένωσης για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων που αφορούν ορισμένο είδος αποβλήτων, ο αποχαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται από την ύπαρξη κριτηρίων που ορίζονται με εθνικό κανόνα δικαίου γενικής ισχύος για το συγκεκριμένο είδος αποβλήτων.

26      Δεύτερον, από τον προαιρετικό χαρακτήρα των ενεργειών του κράτους μέλους, ο οποίος συνάγεται από τη χρήση του ρήματος «μπορώ» στην πρώτη περίοδο της διατάξεως αυτής, προκύπτει ότι το κράτος μέλος μπορεί επίσης να αποφασίσει ότι ορισμένα απόβλητα δεν μπορούν να αποχαρακτηρισθούν και μπορεί να μη θεσπίσει κανονιστικές ρυθμίσεις για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων.

27      Εντούτοις, οφείλει, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών της, να διασφαλίσει ότι μια τέτοια αποχή από τη θέσπιση τέτοιων ρυθμίσεων δεν παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/98, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 της οδηγίας αυτής ενθάρρυνση για ιεράρχηση των αποβλήτων ή, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 8 και 29, για ανάκτηση των αποβλήτων και χρησιμοποίηση των ανακτηθέντων υλικών με σκοπό τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων και την επίτευξη μιας οικονομίας της ανακύκλωσης. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στην Επιτροπή και, εάν αυτή δεν το πράξει, στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις για την προσαρμογή των ειδικών κριτηρίων που θα παρέχουν στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα αποχαρακτηρισμού αποβλήτων τα οποία έχουν υποστεί εργασίες ανακτήσεως, μέσω των οποίων μπορούν να καταστούν επαναχρησιμοποιήσιμα χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον.

28      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας προκύπτει ότι η ανάκτηση της λυματολάσπης ενέχει ορισμένους κινδύνους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, ιδίως κινδύνους που συνδέονται με την ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών. Όμως, όσον αφορά τέτοιου είδους ουσίες, ένα κράτος μέλος μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις που μνημονεύονται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, να μη διαπιστώσει ότι ένα προϊόν ή μια ουσία έχει παύσει να αποτελεί απόβλητο ή να μην ορίσει κανένα πρότυπο του οποίου η τήρηση θα είχε ως αποτέλεσμα ότι το συγκεκριμένο προϊόν ή η συγκεκριμένη ουσία παύει να αποτελεί απόβλητο.

29      Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι, βάσει των προϋποθέσεων αυτών καθαυτές που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, τις οποίες πρέπει να πληρούν τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να καθοριστεί ποια απόβλητα παύουν να αποτελούν απόβλητα, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας αυτής, όταν έχουν υποστεί εργασίες ανακτήσεως ή ανακυκλώσεως, δεν μπορεί να καθοριστεί κατά τρόπο άμεσο ότι ορισμένα απόβλητα ή ορισμένες κατηγορίες αποβλήτων δεν πρέπει πλέον να θεωρούνται ως απόβλητα (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2013, Lapin ELY-keskus, liikenne ja infrastruktuuri, C‑358/11, EU:C:2013:142, σκέψη 55).

30      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 δεν παρέχει σε κάτοχο αποβλήτων, όπως η Tallinna Vesi, τη δυνατότητα να ζητήσει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή από δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους την έκδοση αποφάσεως αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων.

31      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 έχει την έννοια ότι:

–        δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας, αν δεν έχει οριστεί κανένα κριτήριο στο επίπεδο της Ένωσης για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων που αφορούν ορισμένο είδος αποβλήτων, ο αποχαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται από την ύπαρξη κριτηρίων που ορίζονται με εθνικό κανόνα δικαίου γενικής ισχύος για το συγκεκριμένο είδος αποβλήτων, και

–        δεν παρέχει σε κάτοχο αποβλήτων τη δυνατότητα, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή από δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους την έκδοση αποφάσεως αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

32      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών, έχει την έννοια ότι:

–        δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας, αν δεν έχει οριστεί κανένα κριτήριο στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων που αφορούν ορισμένο είδος αποβλήτων, ο αποχαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται από την ύπαρξη κριτηρίων που ορίζονται με εθνικό κανόνα δικαίου γενικής ισχύος για το συγκεκριμένο είδος αποβλήτων, και

–        δεν παρέχει σε κάτοχο αποβλήτων τη δυνατότητα, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή από δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους την έκδοση αποφάσεως αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η εσθονική.