Language of document : ECLI:EU:C:2019:315

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Έννοια των “συνθηκών απασχολήσεως” – Συγκρισιμότητα των καταστάσεων – Δικαιολόγηση – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” – Αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για αντικειμενική αιτία – Χαμηλότερη αποζημίωση που καταβάλλεται κατά τη λήξη συμβάσεως εργασίας “για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα”»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-29/18, C-30/18 και C-44/18,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο Γαλικίας, Ισπανία) με αποφάσεις της 27ης Δεκεμβρίου 2017 (C‑29/18), της 26ης Δεκεμβρίου 2017 (C-30/18) και της 29ης Δεκεμβρίου 2017 (C‑44/18), που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 17 Ιανουαρίου 2018 (C-29/18 και C‑30/18) και στις 24 Ιανουαρίου 2018 (C-44/18), στο πλαίσιο των δικών

Cobra Servicios Auxiliares SA

κατά

José David Sánchez Iglesias (C-29/18),

José Ramón Fiuza Asorey (C-30/18),

Jesús Valiño Lopez (C-44/18),

FOGASA (C-29/18 και C-44/18),

Incatema SL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, E. Levits, C. Vajda και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Jiménez García,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), καθώς και των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, της εταιρίας Cobra Servicios Auxiliares SA (στο εξής: Cobra) και, αφετέρου, του José David Sánchez Iglesias (C-29/18), του José Ramón Fiuza Asorey (C-30/18) και του Jesus Valiño Lopez (C-44/18) (στο εξής, από κοινού: ενδιαφερόμενοι), καθώς και της FOGASA (C-29/18 και C-44/18) και της Incatema SL, σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως κατόπιν της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα που είχαν συναφθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων και της Cobra.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 αναφέρει τα εξής:

«[Τ]α υπογράφοντα μέρη θέλησαν να συνάψουν συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, όπου θα διαγράφονται οι γενικές αρχές και ελάχιστες απαιτήσεις για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τις εργασιακές σχέσεις· έχουν δείξει την επιθυμία τους να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκύπτει από διαδοχικές σχέσεις εργασίας ή συμβάσεις ορισμένου χρόνου».

4        Κατά το άρθρο 1, η οδηγία 1999/70 «αποσκοπεί στην υλοποίηση της [συμφωνίας-πλαισίου] η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)».

5        Στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

«[Η συμφωνία-πλαίσιο] καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων. Η συμφωνία αυτή αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις, καθώς και για τη χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε μια βάση αποδοχής από τους εργοδότες και τους εργαζομένους.»

6        Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου, ο σκοπός της έγκειται, αφενός, στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, αφετέρου, στην καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

7        Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που τιτλοφορείται «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων […]».

8        H ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει στο σημείο 1 τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

 Το ισπανικό δίκαιο

9        Το άρθρο 15 του texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (κωδικοποιημένου νόμου περί εργατικού κώδικα), που εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 1/1995 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα αριθ. 1/1995), της 24ης Μαρτίου 1995 (BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κυρίων δικών (στο εξής: εργατικός κώδικας), ορίζει τα εξής:

«1.      Η σύμβαση εργασίας μπορεί να συνάπτεται για αόριστο ή για ορισμένο χρόνο.

Σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να συνάπτεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

a)      [ό]ταν ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται για συγκεκριμένη εργασία, αυτοτελή και δυνάμενη να αποσπασθεί από τη συνολική δραστηριότητα της επιχειρήσεως, η εκτέλεση της οποίας, αν και χρονικώς περιορισμένη, έχει διάρκεια κατ’ αρχήν απροσδιόριστη. Οι εν λόγω συμβάσεις δεν μπορούν να έχουν διάρκεια μεγαλύτερη από τρία έτη, δυνάμενη να παραταθεί έως δώδεκα μήνες μέσω εθνικής κλαδικής συλλογικής συμβάσεως ή, ελλείψει τέτοιας, μέσω κλαδικής συλλογικής συμβάσεως κατώτερου επιπέδου. Κατά την εκπνοή των σχετικών περιόδων, οι εργαζόμενοι αποκτούν το καθεστώς του μονίμου προσωπικού της επιχειρήσεως. Οι εθνικές και οι κατώτερου επιπέδου κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρησιακών συμβάσεων, μπορούν να καθορίζουν τις εργασίες ή τα καθήκοντα που αποτελούν ουσιαστικά μέρος της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας και μπορούν να καλύπτονται από συμβάσεις αυτού του είδους.

[…]

3.      Οι κατά καταστρατήγηση του νόμου συναφθείσες συμβάσεις ορισμένου χρόνου λογίζονται ως συμβάσεις αορίστου χρόνου.

[…]»

10      Το άρθρο 49, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η σύμβαση εργασίας λύεται:

[…]

b)      για τους λόγους που νομίμως προβλέπονται στη σύμβαση, εκτός εάν αυτοί συνιστούν πρόδηλη κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους του εργοδότη·

c)      με τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας ή την εκτέλεση του εργασίας ή την παροχή της υπηρεσίας που αποτελεί αντικείμενο της συμβάσεως. Κατά τη λήξη της συμβάσεως, πλην των περιπτώσεων των συμβάσεων interinidad (προσωρινής απασχολήσεως) και των συμβάσεων μαθητείας, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση ίση με το ποσό που αντιστοιχεί σε δώδεκα ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας ή την αποζημίωση που προβλέπεται ενδεχομένως από την εφαρμοστέα ειδική νομοθεσία·

[…]

i)      σε περίπτωση ομαδικής απολύσεως για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους, ή για λόγους που αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή·

[…]

l)      για νόμιμες, αντικειμενικές αιτίες·

[…]».

11      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως ομαδική απόλυση νοείται η καταγγελία συμβάσεων εργασίας για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους που αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή, όταν, εντός περιόδου 90 ημερών, η καταγγελία αφορά τουλάχιστον:

a)      10 εργαζομένους, σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 100 εργαζομένους·

b)      το 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν από 100 έως 300 εργαζομένους·

c)      30 εργαζομένους, σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 300 εργαζομένους.

[…]

[…] [Θ]εωρείται ότι συντρέχουν λόγοι σχετικοί με την παραγωγή όταν επέρχονται μεταβολές όσον αφορά, ιδίως, τη ζήτηση των προϊόντων ή των υπηρεσιών που η επιχείρηση σκοπεύει να διαθέσει στην αγορά.

[…]»

12      Βάσει του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα, η σύμβαση εργασίας μπορεί να λήξει, μεταξύ άλλων, για έναν από τους λόγους του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού.

13      Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εν λόγω κώδικα, η καταγγελία συμβάσεως εργασίας δυνάμει του άρθρου 52 του κώδικα αυτού συνεπάγεται την καταβολή στον εργαζόμενο, κατά τη γραπτή γνωστοποίηση, αποζημιώσεως ίσης προς 20 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας, υπολογιζόμενης αναλογικώς προς τον αριθμό των μηνών εργασίας για τις μικρότερες του έτους περιόδους, έχουσας δε ως ανώτατο όριο τους δώδεκα μηνιαίους μισθούς.

14      Βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα, σε περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται είτε να επανεντάξει τον εργαζόμενο στην επιχείρηση είτε να του καταβάλει αποζημίωση ίση προς 33 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας.

 Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Την 1η Αυγούστου 2011, η Cobra συνήψε με την εταιρία διανομής ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου Unión Fenosa σύμβαση με την οποία η τελευταία της ανέθεσε την καταγραφή των στοιχείων καταναλώσεως από τους μετρητές παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, την εγκατάσταση και την αντικατάσταση μετρητών, τη διενέργεια περιοδικών ελέγχων, την πραγματοποίηση μονίμων ή μη διακοπών παροχής, καθώς και την καταγραφή σε μηνιαία βάση των στοιχείων καταναλώσεως από τους μετρητές παροχής φυσικού αερίου στην επαρχία Λα Κορούνια (Ισπανία) (στο εξής: σύμβαση παροχής υπηρεσιών).

16      Η Cobra προσέλαβε τους ενδιαφερομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για την εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η διάρκεια των οποίων τελούσε σε συνάρτηση προς τη διάρκεια της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εργαστούν στην καταγραφή των στοιχείων καταναλώσεως από τους μετρητές των πελατών της Unión Fenosa.

17      Στις 24 Φεβρουαρίου 2015, η Unión Fenosa ενημέρωσε την Cobra για την επικείμενη καταγγελία της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών στις 31 Μαρτίου 2015.

18      Η Cobra ενημέρωσε τους ενδιαφερομένους ότι, ως συνέπεια της αποφάσεως της Unión Fenosa να καταγγείλει τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, η σχέση εργασίας τους με την Cobra θα ελύετο, καθότι δεν θα υπήρχε πλέον αντικείμενο εργασίας προς εκτέλεση. Η Cobra ενημέρωσε, επίσης, τους ενδιαφερομένους ότι, κατά την ημερομηνία λύσεως της εν λόγω εργασιακής σχέσεως, θα ελάμβαναν, μεταξύ άλλων, την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα.

19      Επιπλέον, η Cobra, επικαλούμενη λόγους που αφορούσαν την παραγωγή, κίνησε διαδικασία ομαδικής απολύσεως 72 εργαζομένων αορίστου χρόνου, οι οποίοι επίσης εργάζονταν στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών.

20      Οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν, ενώπιον του Juzgado de lo Social nº 3 de Santiago de Compostela (δικαστηρίου εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 3 του Santiago de Compostela, Ισπανία), αγωγές για την ακύρωση της απολύσεώς τους, στρεφόμενοι μεταξύ άλλων κατά της Cobra.

21      Με αποφάσεις που εξέδωσε τον Μάρτιο του 2017, το ανωτέρω δικαστήριο έκρινε ότι οι συμβάσεις εργασίας των ενδιαφερομένων είχαν συναφθεί κατά καταστρατήγηση του νόμου και ότι η καταγγελία τους στερούνταν, ως εκ τούτου, νομικής βάσεως και συνιστούσε καταχρηστική απόλυση. Το εν λόγω δικαστήριο υποχρέωσε την Cobra είτε να επανεντάξει τους οικείους εργαζομένους στην επιχείρηση είτε να λύσει τις εργασιακές σχέσεις τους και να τους καταβάλει την αποζημίωση για καταχρηστική απόλυση που προβλέπεται στο άρθρο 56, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα.

22      Η Cobra άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανωτέρου δικαστηρίου Γαλικίας, Ισπανία), ισχυριζόμενη ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κυρίων δικών συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ήταν έγκυρες.

23      Οι ενδιαφερόμενοι υποστηρίζουν ότι, σε περίπτωση που κριθεί ότι οι συμβάσεις εργασίας τους είναι έγκυρες, θα πρέπει, δυνάμει της ρήτρας 4 της συμφωνίας‑πλαισίου και της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683), να εισπράξουν την αποζημίωση για ομαδική απόλυση που προβλέπεται στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα.

24      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), η σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, που αφορά την άσκηση δραστηριότητας η οποία αποτελεί αντικείμενο συμβάσεως παροχής υπηρεσιών συναφθείσας μεταξύ του εργοδότη και του πελάτη του, δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω σύμβαση εργασίας πρέπει να θεωρηθεί συναφθείσα κατά καταστρατήγηση του νόμου και ότι η σχέση εργασίας πρέπει να επαναχαρακτηρισθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 3, του προμνησθέντος κώδικα, ως σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.

25      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η εκ μέρους του προμνησθέντος πελάτη καταγγελία της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σηματοδοτεί την ολοκλήρωση των εργασιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα, και επιφέρει, ως εκ τούτου, τη λύση της τελευταίας αυτής συμβάσεως.

26      Από την προμνησθείσα νομολογία προκύπτει, επιπλέον, ότι η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα συναρτάται προς την ύπαρξη μιας ανάγκης την οποία εξυπηρετεί η εν λόγω σύμβαση και ότι, κατά γενικό κανόνα, είναι δύσκολο να προσδιορισθεί, ήδη κατά τη σύναψη της σύμβασης, η ακριβής ημερομηνία λύσεώς της. Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έχει κρίνει επομένως ότι, όσο εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη αυτή, δηλαδή όσο ο εργοδότης είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, η σύμβαση εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα εξακολουθεί να ισχύει, δεδομένου ότι η διάρκειά της συμπίπτει με την ανάγκη την οποία εξυπηρετεί.

27      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κυρίων δικών συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου εμπίπτουν στην έννοια της συμβάσεως «για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα», όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο).

28      Ωστόσο, εν προκειμένω, η καταγγελία της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, η οποία επέφερε τη λύση των εργασιακών σχέσεων μεταξύ της Cobra και αρκετών υπαλλήλων της, συνεπάγεται, για τους μεν εργαζομένους ορισμένου χρόνου, την καταβολή της προβλεπόμενης στο άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα αποζημιώσεως, που αντιστοιχεί σε 12 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας, για τους δε εργαζομένους αορίστου χρόνου που εκτελούσαν την ίδια εργασία, την καταβολή της προβλεπόμενης στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα αποζημιώσεως, που αντιστοιχεί σε 20 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας.

29      Υφίσταται, επομένως, διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των αντιστοίχων εργαζομένων αορίστου χρόνου ως προς έναν όρο απασχολήσεως, συνεπεία του διαφορετικού νομικού καθεστώτος που προβλέπει η εθνική νομοθεσία για την καταβολή αποζημιώσεως λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως.

30      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ανωτέρω διαφορά εξηγείται από το γεγονός ότι η λύση των κρίσιμων στις υποθέσεις των κυρίων δικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου και αορίστου χρόνου, παρότι οφείλεται σε αμφότερες τις περιπτώσεις στην καταγγελία της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, εντούτοις επέρχεται, ως προς τις πρώτες συμβάσεις, κατά τη λήξη της περιόδου για την οποία είχαν συναφθεί και, ως προς τις δεύτερες, λόγω ομαδικής απολύσεως στηριζόμενης σε λόγο άσχετο με τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, διερωτάται δε κατά πόσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν ενδεχομένως την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως διαφορετική μεταχείριση.

31      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ανωτέρω ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον, στο μέτρο που στις διαφορές των κυρίων δικών εμπλέκονται ιδιώτες και στο μέτρο που δεν χωρεί ερμηνεία του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία 1999/70 και τη συμφωνία-πλαίσιο, θα ήταν σκόπιμο να γίνει δεκτό –κατ’ αναλογία προς τις αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2005, Mangold (C‑144/04, EU:C:2005:709), της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci (C‑555/07, EU:C:2010:21), της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573), καθώς και της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278), οι οποίες αφορούν τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας– ότι η διάταξη αυτή του ισπανικού δικαίου πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη, καθότι αντιβαίνει στις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο Γαλικίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η ρήτρα 4 της [συμφωνίας-πλαισίου] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, υπό τις ίδιες περιστάσεις (δηλαδή λύση της μεταξύ εργοδότη και τρίτης επιχειρήσεως συναφθείσας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών με πρωτοβουλία της τελευταίας), προβλέπει χαμηλότερη αποζημίωση σε περίπτωση λύσεως συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, της οποίας η διάρκεια αντιστοιχεί σε εκείνη της προμνησθείσας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, από εκείνη που καταβάλλεται σε περίπτωση λύσεως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου αντιστοίχων εργαζομένων, στο πλαίσιο ομαδικής απολύσεως δικαιολογούμενης από σχετιζόμενους με την παραγωγή λόγους οι οποίοι προκύπτουν από τη λύση της προμνησθείσας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου και σε αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου ως προς την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως, η οποία οφείλεται μεν στο ίδιο γεγονός, πλην όμως στηρίζεται σε διαφορετική νόμιμη βάση, συνιστά δυσμενή διάκριση που απαγορεύεται από το άρθρο 21 του [Χάρτη] και παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη, οι οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

33      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας, σε μια περίπτωση όπως αυτή των υποθέσεων των κυρίων δικών –στην οποία η καταγγελία της συναφθείσας μεταξύ του εργοδότη και ενός εκ των πελατών του συμβάσεως παροχής υπηρεσιών επέφερε, αφενός, τη λήξη των συναφθεισών μεταξύ του εν λόγω εργοδότη και ορισμένων εργαζομένων συμβάσεων εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα και, αφετέρου, τη στηριζόμενη σε αντικειμενικό λόγο ομαδική απόλυση εργαζομένων αορίστου χρόνου που απασχολούνταν στον εν λόγω εργοδότη–, η αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως που καταβάλλεται στους πρώτους εκ των προαναφερθέντων εργαζομένων είναι χαμηλότερη από εκείνη που καταβάλλεται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου, ένας από τους σκοπούς της είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ομοίως, στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου διευκρινίζεται ότι η συμφωνία-πλαίσιο «αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις». Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 αναφέρει, συναφώς, ότι ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου έγκειται ιδίως στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου διά του καθορισμού ελαχίστων απαιτήσεων ικανών να διασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

35      Η συμφωνία-πλαίσιο, ιδίως η ρήτρα 4 αυτής, αποσκοπεί στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ώστε να παρακωλύσει τον εργοδότη να κάνει χρήση τέτοιας σχέσεως εργασίας προκειμένου να στερήσει από τους εν λόγω εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Δεδομένων των σκοπών της συμφωνίας-πλαισίου, που υπενθυμίζονται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, η ρήτρα 4 αυτής πρέπει να νοηθεί ως έκφραση μιας αρχής του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης η οποία δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C‑619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

37      Υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς, όσον αφορά τους όρους απασχολήσεως, σε σχέση με αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται για ορισμένο χρόνο, εκτός εάν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

38      Εν προκειμένω, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι, εφόσον οι συμβάσεις εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα των ενδιαφερομένων συνήφθησαν, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα, με σκοπό την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας, δηλαδή τη διενέργεια, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, της καταγραφής των στοιχείων καταναλώσεως από τους μετρητές των πελατών της Unión Fenosa, οι ενδιαφερόμενοι είναι «εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, σε συνδυασμό με τη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

39      Υπενθυμίζεται, δεύτερον, ότι αποζημίωση όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κυρίων δικών, η οποία καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας που τον συνδέει με τον εργοδότη του, εμπίπτει στις κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου «συνθήκες απασχολήσεως» (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C‑619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Υπενθυμίζεται, τρίτον, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ειδική έκφραση της οποίας συνιστά η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε ίδια μεταχείριση σε ανόμοιες καταστάσεις, εκτός εάν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Για να κριθεί κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογή της ρήτρας 3, σημείο 2, και της ρήτρας 4, σημείο 1, της τελευταίας, να διερευνηθεί εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι συνθήκες εργασίας, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως τελούντα σε συγκρίσιμη κατάσταση (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει εάν οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου που απασχολούνταν στην Cobra στο πλαίσιο συμβάσεων για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα τελούσαν σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους εργαζομένους που απασχολούνταν για αόριστο χρόνο από τον ίδιο εργοδότη κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Πάντως, από τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, όταν απασχολούνταν από την Cobra στο πλαίσιο των εν λόγω συμβάσεων, οι ενδιαφερόμενοι εκτελούσαν τις ίδιες εργασίες με εκείνες που είχαν ανατεθεί στους εργαζομένους αορίστου χρόνου που απολύθηκαν ομαδικά.

44      Επομένως, υπό την επιφύλαξη της οριστικής εκτιμήσεως από το αιτούν δικαστήριο του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάσταση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, όπως των ενδιαφερομένων, ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των εργαζομένων αορίστου χρόνου που απασχολούνταν στην Cobra για να εκτελούν τις ίδιες εργασίες με εκείνες που είχαν ανατεθεί στους ενδιαφερομένους.

45      Ως εκ τούτου, κατά τέταρτο και τελευταίο λόγο, πρέπει να εξακριβωθεί εάν συντρέχει αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί το γεγονός ότι η λήξη των συμβάσεων για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η οποία είναι άμεσο αποτέλεσμα της καταγγελίας της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, συνεπάγεται την καταβολή στους οικείους εργαζομένους ορισμένου χρόνου χαμηλότερης αποζημιώσεως από εκείνη που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου όταν απολύονται, κατόπιν καταγγελίας της ίδιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, για έναν από τους λόγους του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα.

46      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της αποφάσεως-πλαισίου, απαιτεί να δικαιολογείται η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχολήσεως στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί εάν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των εργασιών για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των εργασιών αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη νόμιμου σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους του αντίστοιχου κράτους μέλους (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω, η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ του πλαισίου εντός του οποίου καταβάλλεται η αποζημίωση του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα και εκείνου στο οποίο εντάσσεται η καταβολή της αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του κώδικα αυτού. Η πρώτη οφείλεται όταν ολοκληρωθούν οι εργασίες που αποτελούν το αντικείμενο συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως των επίμαχων στις υποθέσεις των κυρίων δικών συμβάσεων για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, ενώ η δεύτερη, η οποία είναι υψηλότερη, καταβάλλεται σε περίπτωση απολύσεως για έναν από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 52 του εργατικού κώδικα, όπως για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους σε σχέση με την οργάνωση ή την παραγωγή οι οποίοι αφορούν τον εργοδότη. Η προμνησθείσα κυβέρνηση υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η πρώτη από τις αποζημιώσεις αυτές καταβάλλεται οσάκις επέρχεται ένα γεγονός το οποίο ο εργαζόμενος μπορούσε να αναμένει κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεώς του εργασίας ορισμένου χρόνου. Αντιθέτως, η δεύτερη αποζημίωση έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει τη ματαίωση των ευλόγων προσδοκιών που ο εργαζόμενος έτρεφε ως προς τη συνέχιση της σχέσεως εργασίας, η οποία οφείλεται στην απόλυσή του για έναν από τους λόγους του προμνησθέντος άρθρου 52. Το διαφορετικό αυτό πλαίσιο δικαιολογεί τη διαφορά στο ύψος της αποζημιώσεως που καταβάλλεται στον εργαζόμενο κατά τη λύση της συμβάσεως εργασίας του στις δύο ως άνω περιπτώσεις.

48      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η καταβολή αποζημιώσεως όπως η οφειλόμενη από την Cobra κατά τη λήξη των επίμαχων στις υποθέσεις των κυρίων δικών συμβάσεων εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, ως προς τις οποίες προβλεπόταν, ήδη από τη σύναψή τους, ότι θα έληγαν με την ολοκλήρωση των εργασιών για τις οποίες είχαν συναφθεί, εντάσσεται σε πλαίσιο αρκετά διαφορετικό, από νομικής απόψεως, από εκείνο εντός του οποίου η σύμβαση εργασίας αντιστοίχου εργαζομένου αορίστου χρόνου καταγγέλλεται για λόγους που αφορούν την παραγωγή, κατά την έννοια των άρθρων 51 και 52 του εργατικού κώδικα, παρότι οι δύο αυτές εκβάσεις συνιστούν απόρροια της ίδιας περιστάσεως, ήτοι, εν προκειμένω, της καταγγελίας της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών.

49      Πράγματι, από τον διαλαμβανόμενο στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου ορισμό της έννοιας της «συμβάσεως ορισμένου χρόνου» προκύπτει ότι μια τέτοιου είδους σύμβαση παύει να παράγει τα αποτελέσματά της για το μέλλον κατά την επέλευση του καθορισθέντος γι’ αυτήν χρονικού σημείου λήξεως, το δε σημείο αυτό μπορεί να συνίσταται στην παρέλευση δήλης ημέρας, στην επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος, ή, όπως εν προκειμένω, στην ολοκλήρωση συγκεκριμένων εργασιών. Επομένως, οι αντισυμβαλλόμενοι σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου γνωρίζουν, ήδη από τη σύναψή της, την ημερομηνία ή το γεγονός που καθορίζει τη λήξη της. Το χρονικό αυτό σημείο λήξεως περιορίζει τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, χωρίς οι αντισυμβαλλόμενοι να χρειάζεται να δηλώσουν συναφώς τη βούλησή τους μετά τη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Αντιθέτως, η κατόπιν πρωτοβουλίας του εργοδότη καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για έναν από τους λόγους του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα είναι απόρροια της επελεύσεως γεγονότων τα οποία δεν προβλέπονταν κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως αυτής και τα οποία διαταράσσουν την κανονική εξέλιξη της σχέσεως εργασίας (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως, που υπενθυμίζονται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου ακριβώς να αντισταθμισθεί ο απρόβλεπτος αυτός χαρακτήρας της λύσεως της σχέσεως εργασίας για τέτοιου είδους λόγο και, ως εκ τούτου, η ματαίωση των ευλόγων προσδοκιών που ο εργαζόμενος μπορούσε να τρέφει κατά το χρονικό αυτό σημείο ως προς τη σταθερότητα της εν λόγω σχέσεως, το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα επιτάσσει, στην περίπτωση αυτή, την καταβολή στον εν λόγω απολυόμενο εργαζόμενο αποζημιώσεως ίσης προς 20 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας

51      Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι, όταν οι συμβάσεις εργασίας καταγγέλλονται για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 52 του εργατικού δικαίου, η ισπανική νομοθεσία ουδόλως επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου και στους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του κώδικα αυτού προβλέπει υπέρ του εργαζομένου νόμιμη αποζημίωση ίση προς 20 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας, ανεξαρτήτως του εάν η σύμβαση εργασίας του είναι ορισμένης ή αορίστου διάρκειας.

52      Συναφώς, όπως ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν, δεδομένου ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κυρίων δικών συμβάσεις εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα συναρτούνταν προς τη διάρκεια της πρόωρα καταγγελθείσας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας έληξαν πριν από την εκπνοή της αρχικώς ορισθείσας διάρκειάς τους για έναν από τους λόγους του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα και εάν, κατά συνέπεια, πρέπει να καταβληθεί στους ενδιαφερομένους η αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του προμνησθέντος κώδικα.

53      Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ειδικός σκοπός της προβλεπόμενης στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b), του εργατικού κώδικα αποζημιώσεως λόγω απολύσεως, όπως και το ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η καταβολή της, συνιστά αντικειμενικό λόγο ο οποίος δικαιολογεί την επίμαχη στις υποθέσεις των κυρίων δικών διαφορετική μεταχείριση (αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2018, Montero Mateos, C-677/16, EU:C:2018:393, σκέψη 63, της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C-574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 60, και της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C-619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 74).

54      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας, σε περίπτωση όπως αυτή των υποθέσεων των κυρίων δικών –στην οποία η καταγγελία της συναφθείσας μεταξύ του εργοδότη και ενός εκ των πελατών του συμβάσεως παροχής υπηρεσιών επέφερε, αφενός, τη λήξη των συναφθεισών μεταξύ του εν λόγω εργοδότη και ορισμένων εργαζομένων συμβάσεων εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα και, αφετέρου, τη στηριζόμενη σε αντικειμενικό λόγο ομαδική απόλυση εργαζομένων αορίστου χρόνου που απασχολούνταν στον εν λόγω εργοδότη–, η αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως που καταβάλλεται στους πρώτους εκ των προαναφερθέντων εργαζομένων είναι χαμηλότερη από εκείνη που καταβάλλεται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

55      Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται μόνο για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα. Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας, σε περίπτωση όπως αυτή των υποθέσεων των κυρίων δικών –στην οποία η καταγγελία της συναφθείσας μεταξύ του εργοδότη και ενός εκ των πελατών του συμβάσεως παροχής υπηρεσιών επέφερε, αφενός, τη λήξη των συναφθεισών μεταξύ του εν λόγω εργοδότη και ορισμένων εργαζομένων συμβάσεων εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα και, αφετέρου, τη στηριζόμενη σε αντικειμενικό λόγο ομαδική απόλυση εργαζομένων αορίστου χρόνου που απασχολούνταν στον εν λόγω εργοδότη–, η αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως που καταβάλλεται στους πρώτους εκ των προαναφερθέντων εργαζομένων είναι χαμηλότερη από εκείνη που καταβάλλεται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.