Language of document : ECLI:EU:F:2013:129

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑20/12 και F‑43/12

Barbara Wurster

κατά

Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό του EIGE — Έκτακτος υπάλληλος — Διαδικασία αξιολογήσεως των διευθυντικών ικανοτήτων των εκτάκτων υπαλλήλων του EIGE που τοποθετούνται σε νέα θέση στελέχους μέσου επιπέδου — Νέα τοποθέτηση σε θέση μη διευθυντικών καθηκόντων — Δικαίωμα ακροάσεως — Πεδίο εφαρμογής του νόμου — Αυτεπάγγελτη εξέταση — Αυτεπάγγελτη αντικατάσταση λόγων από τον δικαστή»

Αντικείμενο:      Προσφυγές-αγωγές ασκηθείσες δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με τις οποίες η B. Wurster ζητεί, στην πρώτη, με αριθμό καταθέσεως F‑20/12 (στο εξής: προσφυγή F‑20/12) και στη δεύτερη, με αριθμό καταθέσεως F‑43/12 (στο εξής: προσφυγή F‑43/12), κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 της διευθύντριας του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (στο εξής: EIGE ή Ινστιτούτο) περί νέας τοποθετήσεως της προσφεύγουσας, από την 1η Οκτωβρίου 2011, στη θέση επικεφαλής ομάδας του Κέντρου Πόρων και Τεκμηριώσεως, δεύτερον, την ακύρωση της αποφάσεως της διευθύντριας του EIGE (στο εξής: διευθύντρια) της 12ης Ιανουαρίου 2012 περί μη χορηγήσεως σ’ αυτήν του ευεργετήματος της αποζημιώσεως διευθυντικών καθηκόντων για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουνίου 2010 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011 και, τρίτον, να της καταβληθεί η αποζημίωση διευθυντικών καθηκόντων για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουνίου 2010 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011, πλέον τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με το επιτόκιο που έχει καθορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

Απόφαση:      Η απόφαση της διευθύντριας του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων, της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, περί νέας τοποθετήσεως της B. Wurster στη θέση επικεφαλής ομάδας του Κέντρου Πόρων και Τεκμηριώσεως, ακυρώνεται. Οι προσφυγές απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η B. Wurster.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Εκτίμηση κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής — Προσφυγή διατηρούσα το αντικείμενό της παρά την παραίτηση του προσφεύγοντος μετά την άσκησή της — Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Πλήρης δικαιοδοσία — Αναγνώριση του δικαιώματος αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

3.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως των διευθυντικών ικανοτήτων — Κατάρτιση — Υποχρέωση λυσιτελούς ακροάσεως του ενδιαφερομένου — Περιεχόμενο

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 14)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Ανωτέρα βία — Έννοια — Θερινές διακοπές — Δεν περιλαμβάνονται

5.      Υπαλληλικές προσφυγές — Λόγος αντλούμενος από εσφαλμένη εκτίμηση του πεδίου εφαρμογής του νόμου — Κρίνεται αυτεπαγγέλτως

6.      Πράξεις των θεσμικών οργάνων — Διαχρονική εφαρμογή — Αναδρομική εφαρμογή ουσιαστικού κανόνα — Προϋποθέσεις

7.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από την παράβαση ουσιώδους τύπου — Δεσμία αρμοδιότητα της Διοικήσεως — Αλυσιτελής λόγος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Οι προϋποθέσεις παραδεκτού μιας προσφυγής, μεταξύ άλλων η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος και η τήρηση των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, αφορούν λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως που πρέπει να ελέγχονται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή. Το έννομο συμφέρον εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής από τον προσφεύγοντα και όχι όταν αποφαίνεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

Βεβαίως, το γεγονός ότι ένας έκτακτος υπάλληλος υπέβαλε την παραίτησή του μετά την άσκηση της προσφυγής του μπορεί να δημιουργήσει ερωτήματα ως προς το ζήτημα αν η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, πλην όμως, όταν μια προσφυγή καθίσταται άνευ αντικειμένου, η περίσταση αυτή καθεαυτή δεν συνεπάγεται την υποχρέωση του δικαστή της Ένωσης να εκδώσει απόφαση καταργούσα τη δίκη λόγω ελλείψεως αντικειμένου. Πράγματι, ακόμη και στην περίπτωση καταργήσεως της δίκης, ο δικαστής πρέπει να αποφανθεί επί του ζητήματος των δικαστικών εξόδων, το οποίο εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το κατά πόσον, κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, η προσφυγή ήταν δικαιολογημένη.

(βλ. σκέψεις 55 έως 57)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Ιουνίου 2000, C‑154/99 P, Politi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, σκέψη 15· 7 Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 47

ΔΔΔΕΕ: 23 Οκτωβρίου 2012, F‑44/05 RENV, Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 97

2.      Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του ΚΥΚ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ασκεί πλήρη δικαιοδοσία στις χρηματικές διαφορές. Αυτή η πλήρης δικαιοδοσία επιτρέπει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αναγνωρίζει την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως.

Συναφώς, κατ’ αναλογία προς αιτήματα αποζημιώσεως, όταν ένα πρόσωπο ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αναγνωρίσει υπέρ αυτού την ύπαρξη τέτοιου δικαιώματος, ως συνέπεια του παράνομου χαρακτήρα αποφάσεως η έκδοση της οποίας αποτέλεσε τον λόγο για τον οποίο η Διοίκηση αρνήθηκε να καταβάλει σ’ αυτό το πρόσωπο την επίδικη αποζημίωση, το πρόσωπο αυτό πρέπει να κινήσει την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία υποβάλλοντας διοικητική ένσταση εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεως ή της γνωστοποιήσεως αυτής της αποφάσεως, τούτο δε έστω και αν δεν ζητεί την ακύρωση της εν λόγω πράξεως.

(βλ. σκέψεις 61 και 63)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 1993, T‑15/93, Vienne κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 41· 19 Ιουνίου 2007, T‑473/04, Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Κάθε πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο εκθέσεως αξιολογήσεως δυνάμενης να έχει συνέπειες για τη σταδιοδρομία του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν η έκθεση αυτή καταστεί οριστική, τούτο δε ακόμη και ελλείψει ρητής διατάξεως. Το ίδιο ισχύει προκειμένου για έκθεση αξιολογήσεως των διευθυντικών ικανοτήτων έκτακτου υπαλλήλου η οποία καταρτίσθηκε με βάση τις εσωτερικές διατάξεις οργανισμού της Ένωσης.

Συναφώς, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος μετείχε σε συνέντευξη στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 14 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού δεν μπορεί να απαλλάσσει τον οργανισμό από την υποχρέωση διενέργειας συνεντεύξεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως των διευθυντικών ικανοτήτων. Η αποστολή σχετικού εγγράφου δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη διενέργεια συνεντεύξεως. Πράγματι, ενώ η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 14 διαδικασία σκοπεί στην εκτίμηση της ικανότητας του οικείου προσώπου να εκπληρώσει τα σχετικά με τη θέση του καθήκοντα, καθώς και της αποδόσεως και της συμπεριφοράς του στην υπηρεσία στις απαιτήσεις της οποίας πρέπει να ανταποκρίνεται πλήρως, η διαδικασία αξιολογήσεως των διευθυντικών ικανοτήτων σκοπεί μόνο στην επαλήθευση των διευθυντικών ικανοτήτων του οικείου προσώπου.

Εξάλλου, προκειμένου μια διαδικαστική πλημμέλεια να επιφέρει την ακύρωση πράξεως, είναι αναγκαίο να υφίσταται η δυνατότητα διαφορετικού αποτελέσματος ελλείψει αυτής της πλημμέλειας. Ο όρος αυτός πληρούται στην περίπτωση εκθέσεως αξιολογήσεως των διευθυντικών ικανοτήτων, δεδομένου ότι η εν λόγω έκθεση αξιολογήσεως στηρίζεται σε κρίσεις υποκειμενικής φύσεως και, επομένως δυνάμενες να μεταβληθούν.

(βλ. σκέψεις 75, 77 έως 79 και 82)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2005, T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, Cwik κατά Επιτροπής, σκέψη 156· 25 Οκτωβρίου 2006, T‑173/04, Carius κατά Επιτροπής, σκέψη 71· 25 Οκτωβρίου 2007, T‑27/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 49

ΔΔΔΕΕ: 13 Σεπτεμβρίου 2011, F‑4/10, Nastvogel κατά Συμβουλίου, σκέψεις 90 και 94

4.      Η ανωτέρα βία εξαρτάται από τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων, ήτοι την εξωτερική επέλευση, την αδυναμία προβλέψεως και το αναπόφευκτο του προβαλλόμενου γεγονότος, πράγμα που δεν μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση των θερινών διακοπών.

(βλ. σκέψη 80)

5.      Δεδομένου ότι ένας λόγος αντλούμενος από εσφαλμένη εκτίμηση του πεδίου εφαρμογής του νόμου είναι δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υποχρεούται να τον εξετάσει αυτεπαγγέλτως, διότι δεν θα επιτελούσε ορθώς το καθήκον του ως δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας, αν δεν προέβαινε στην επισήμανση, ακόμη και ελλείψει αμφισβητήσεως εκ μέρους των διαδίκων ως προς αυτό το σημείο, ότι η βαλλόμενη ενώπιόν του απόφαση ελήφθη βάσει μη δεκτικού εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα. Η αυτεπάγγελτη εξέταση ενός λόγου δημοσίας τάξεως σκοπεί στην τήρηση ενός κανόνα ο οποίος, λόγω της σημασίας του, δεν μπορεί να επαφίεται στην επιμέλεια των διαδίκων ή στην ποιότητα των δικογράφων τους και, κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ένας διάδικος δεν παρουσιάζει μια αρκούντως ακριβή εικόνα των πραγματικών και νομικών περιστατικών δεν εμποδίζει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ένα λόγο δημοσίας τάξεως αντλούμενο από εσφαλμένη εκτίμηση του πεδίου εφαρμογής του νόμου.

(βλ. σκέψεις 84 και 88)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Ιουλίου 1994, T‑576/93 έως T‑582/93, Browet κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 35

ΔΔΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2011, F‑74/10, Kimman κατά Επιτροπής, σκέψη 44, που αποτελεί το αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως εκκρεμούσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑644/11 P

6.      Η αρχή της ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων δεν επιτρέπει, κατά κανόνα, το περιεχόμενο πράξεως γενικής εφαρμογής να έχει ως χρονική αφετηρία ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς της, μόνο δε κατ’ εξαίρεση μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο, οσάκις το απαιτεί ο προς επίτευξη σκοπός και εφόσον γίνεται προσηκόντως σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Επιπλέον, ένα τέτοιο αποτέλεσμα πρέπει να προκύπτει σαφώς από το γράμμα, τον σκοπό ή την οικονομία των επίμαχων διατάξεων.

Βεβαίως, κάθε νέος κανόνας δεν εφαρμόζεται μόνο στις καταστάσεις που θα υπάρξουν, αλλά και στα μελλοντικά αποτελέσματα των καταστάσεων που, χωρίς να έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, υφίστανται υπό το καθεστώς του παλαιού κανόνα. Εν πάση περιπτώσει, οι καταστάσεις που δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί αφορούν την περίπτωση προσώπων που, κατά την ημερομηνία κατά την οποία ένας κανόνας καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε, πληρούσαν μόνον εν μέρει τις απαιτούμενες για την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα σε αυτά προϋποθέσεις.

(βλ. σκέψεις 93, 95 και 96)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 10 Φεβρουαρίου 1982, 21/81, Bout, σκέψη 13· 11 Ιουλίου 1991, C‑368/89, Crispoltoni, σκέψη 17

ΔΔΔΕΕ: 13 Ιουνίου 2012, F‑31/10, Guittet κατά Επιτροπής, σκέψεις 47 και 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 13 Ιουνίου 2012, F‑63/10, BL κατά Επιτροπής, σκέψη 58

7.      Όταν χορηγείται αποζημίωση χωρίς έγκυρη νομική βάση, ανεξαρτήτως του βασίμου των λόγων που προβάλλει ο προσφεύγων για να επιτύχει την καταβολή της εν λόγω αποζημιώσεως, η Διοίκηση δεν μπορεί, προς εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, να προχωρήσει στην καταβολή της αποζημιώσεως, διότι η καταβολή αυτή θα ήταν παράνομη.

(βλ. σκέψη 99)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 20 Μαΐου 1987, 432/85, Σουνά κατά Επιτροπής, σκέψη 20

ΔΔΔΕΕ: 4 Φεβρουαρίου 2010, F‑15/08, Wiame κατά Επιτροπής, σκέψη 27· 26 Σεπτεμβρίου 2011, F‑31/06, Pino κατά Επιτροπής, σκέψη 112